Βλέπετε 1–15 από 35 αποτελέσματα

Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Ελληνική λογοτεχνία

Ἀπό τό χάος στό χαρτί

Χρήστος Βακαλόπουλος

Δέν ὑπῆρξα ποτέ ἐφευρέτης καί οὔτε σκοπεύω νά γίνω. Ὅταν ὑπάρχει μιά σύμβαση εἴτε την σπᾶς, εἴτε ξαναγυρίζεις στήν πρωταρχική μορφή, τότε πού δέν ἦταν σύμβαση. Καί κάτω ἀπ’ αὐτή τήν ἀντίληψη μ’ ενδιαφέρει περισσότερο ὁ Παπαδιαμάντης ἀπ’ τον Γκριγιέ ἤ τόν Γιατρομανωλάκη. Δέν μπορῶ νά δῶ σάν φόρμα αὐτό πού γράφω, γιατί δέν εἶναι φόρμα. Δέν πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν στήν λογοτεχνία πειράματα ἀλλά ὁράματα. Ἡ λογοτεχνία γιά μένα εἶναι διατύπωση ὁραμάτων, δέν εἶναι ζήτημα μορφῆς κατά κανένα τρόπο. Κι ἄν εἶχα προβλήματα φόρμας θά ἤμουνα φιλότεχνος κι ἐραστής τῆς λογοτεχνίας, δηλαδή καλός ἀναγνώστης. Οἱ πολιτισμοί πού δίνουν περισσότερο βάρος στή μορφή ἀπό τό ὅραμα. ἀπό στιγμή σέ στιγμή θά βρεθοῦν σέ ἀδιέξοδο. Κι ἀπό τή στιγμή πού ἐγώ πολιτιστικά κληρονομῶ τήν ἑλληνική παράδοση δέν μπορῶ νά θέσω πρόβλημα μορφῆς οὔτε νά σκεφτῶ ὅτι ὑπάρχει κάποιο ἀδιέξοδο. Ἀδιέξοδο φόρμας θά ὑπάρξει ὅταν θά σταματήσει νά ὑπάρχει ζωή.

Χρῆστος Βακαλόπουλος (1956-1993) γεννήθηκε καί ἔζησε στήν Ἀθήνα. Σπούδασε Οἰκονομικά στήν ΑΣΟΕΕ καί Κινηματογράφο στό Παρίσι. Συνεργάστηκε μέ τό περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος ἀπό τό 1976 μέχρι καί τό 1983.

Ἐργάστηκε ὡς κριτικός κινηματογράφου στήν ἐφημερίδα Αὐγή καί στό περιοδικό Ἀντί, καί ὡς παραγωγός καί παρουσιαστής κινηματογραφικῶν καί μουσικῶν ἐκπομπῶν στό ραδιόφωνο.

Ὑπόθεση Μπέστ-Σέλλερ εἶναι τό πρῶτο του βιβλίο· γράφτηκε κατόπιν παραγγελίας καί ἐκδόθηκε τό 1980. Ἀκολουθοῦν Οἱ πτυχιοῦχοι (μυθιστόρημα, 1984), οἱ Νέες ἀθηναϊκές ἱστορίες (διηγήματα, 1989), ἡ Δεύτερη προβολή: Κείμενα γιά τόν κινηματογράφο 1976-1989 (1990), Ἡ γραμμή τοῦ ὁρίζοντος (μυθιστόρημα, 1991) καί τό Ἀπό τό χάος στό χαρτί (συλλογή ἄρθρων καί συνεντεύξεων, 1995).

Συνεργάστηκε στά σενάρια τῶν ταινιῶν Σχετικά μέ τόν Βασίλη τοῦ Σταύρου Τσιώλη καί Ἡ γυναίκα πού ἔβλεπε τά ὄνειρα τοῦ Νίκου Παναγιωτόπουλου. Γύρισε δύο ταινίες μικροῦ μήκους, τίς Βεράντες (1984) καί τό Θέατρο (1986), καί δύο μεγάλου μήκους, τήν Ὄλγα Ρόμπαρντς (1989) καί τό Παρακαλῶ, γυναῖκες, μήν κλαῖτε (1992) μαζί μέ τόν Σταῦρο Τσιώλη. Ἡ ταινία αὐτή ἀπέσπασε τά βραβεῖα σκηνοθεσίας καί καλύτερου σεναρίου στό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τοῦ 1992, τό βραβεῖο καλύτερης ταινίας ἀπό τήν Πανελλήνιο Ἕνωση Κριτικῶν Κινηματογράφου καί τό κρατικό βραβεῖο ποιότητας.

 

14.70

Ελληνική λογοτεχνία

Αιολική γη

Ηλίας Βενέζης

Η “Αιολική γη” γράφεται μέσα στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, σε μια περίοδο δηλαδή ανάπηρης ελευθερίας, ανυπέρβλητων δυσκολιών και ευτελισμού της ανθρώπινης ζωής. Η έως τότε δεκαπενταετής συγγραφική πορεία του Βενέζη είχε επιβεβαιώσει την εικόνα ενός δημιουργού με απολύτως προσωπικό ύφος και με βασική θεματογραφία την τραγικότερη εθνική περιπέτεια του εικοστού αιώνα, τη Μικρασιατική Καταστροφή, την οποία ο Βενέζης εβίωσε με οδυνηρό τρόπο ως αιχμάλωτος στα εργατικά τάγματα της Ανατολής, απ` όπου ελάχιστοι είχαν την τύχη να επιζήσουν. Αν “Το νούμερο 31328” αφηγείται τη φοβερή δοκιμασία στα εργατικά τάγματα και η “Γαλήνη” τις κάποτε ανυπέρβλητες δυσχέρειες των προσφύγων να ριζώσουν στη μητέρα πατρίδα, η “Αιολική γη” ανασυνθέτει την ευτυχισμένη ζωή των Ελλήνων στη Μικρασία πριν την Καταστροφή. […]

(από τον πρόλογο του Δημήτρη Δασκαλόπουλου στην τεσσαρακοστή όγδοη έκδοση)

26.88

Ελληνική λογοτεχνία

Το νούμερο 31328

Ηλίας Βενέζης

Πάνε είκοσι ένα χρόνια από το 1924 που έγραψα στην πρώτη του μορφή, γυρίζοντας, παιδί, απ’ τα κάτεργα της Ανατολής, το χρονικό τούτο. Το ξαναδούλεψα στο 1931 όταν βγήκε σε βιβλίο. Από τότε δεν το είχα πιάσει στα χέρια μου. Με είχε πολύ βασανίσει όταν το έγραφα, με είχε αναστατώσει το επίμονο στριφογύρισμα στην πυκνή και φοβερή ύλη της πικρής αυτής ζωής που έπρεπε να πάρει έκφραση. Είχα τότε περάσει πολλές νύχτες που, κυνηγημένος απ’ τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις, δεν μπορούσα να βρω καταφύγιο μήτε στον ύπνο. Γι’ αυτό, όταν βγήκε πια σε βιβλίο ” Το Νούμερο 31328″, δεν τολμούσα, δεν ήθελα να το ξαναδώ – τελοσπάντων η ζωή, όταν είσαι γέρος και είσαι νέος, έχει τόση δύναμη, σου το επιβάλλει να θέλεις να ξεχνάς. (Από τον πρόλογο του συγγραφέα στη δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση [1945])

14.55

Ελληνική λογοτεχνία

Γαλήνη

Ηλίας Βενέζης

Στη «Γαλήνη» ο Βενέζης αφηγείται την ιστορία μιας ομάδας προσφύγων από τη Μικρασία, που έρχονται να εγκατασταθούν, το 1923, στην έρημη γη της Αναβύσσου. Από την ομαδική απόγνωση ξεχωρίζουν σιγά-σιγά τα πρόσωπα, το πάθος για τη ζωή που πρέπει να συνεχιστεί, τα όνειρα που ριζώνουν για να χτυπηθούν και πάλι από τη μοίρα, η αναζήτηση της λύτρωσης και της γαλήνης. «Συνθετικό έργο επικής έμπνευσης και βιβλικού μεγαλείου», που διαπνέεται από βαθύ ανθρωπισμό, το βιβλίο αγαπήθηκε όσο λίγα στην Ελλάδα και γνώρισε αλλεπάλληλες εκδόσεις, ακόμη και μέσα στην Κατοχή. […]

19.46

Κλασσική Γραμματεία

Ηρωίδες 18-19 (Λέανδρος και Ηρώ)

Οβίδιος

Ο Λέανδρος, ένας νεαρός από την Άβυδο, κάθε βράδυ διασχίζει κολυμπώντας τον Ελλήσποντο, για να συναντήσει την αγαπημένη του Ηρώ, που ζει στη Σηστό, στην απέναντι θρακική ακτή. Ένα λυχνάρι, που κρατά αναμμένο η αγαπημένη του, τον βοηθάει στον προσανατολισμό του μέσα στο σκοτάδι. Οι δύο νέοι περνούν τη νύχτα μέσα στο ερωτικό πάθος και, μόλις ξημερώνει, ο Λέανδρος επιστρέφει στην πατρίδα του. Μια μοιραία νύχτα με σφοδρή κακοκαιρία ο λύχνος σβήνει και ο Λέανδρος πνίγεται στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Το κύμα οδηγεί το άψυχο σώμα του στην ακτή της Σηστού, η Ηρώ το βρίσκει το επόμενο πρωί και αυτοκτονεί πέφτοντας από τον πύργο στον οποίο είναι απομονωμένη.

Ο Οβίδιος παρουσιάζει το Λέανδρο να γράφει μια επιστολή (Her. 18) προς την Ηρώ κατά τις ώρες της αναμονής του, πριν αποφασίσει να αψηφήσει την κακοκαιρία και να αποτολμήσει το θανάσιμο ταξίδι του. Η Her. 19 αποτελεί την επιστολική απάντηση της Ηρώς: η νέα εκφράζει την ανησυχία της για την καθυστέρηση του Λέανδρου, το παράπονό της για την αναβολή της συνάντησής τους αλλά και στοργικές συμβουλές προς τον αγαπημένο της να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός.

Το βιβλίο είναι η πρώτη στη ΝΕ σχολιασμένη έκδοση/μετάφραση των δύο αυτών επιστολών που υποτίθεται ότι ανταλλάσσουν Λέανδρος και Ηρώ (Her. 18-19).

Σε σύγκριση με παλαιότερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, στην παρούσα επισημαίνονται εντονότερα τολμηροί υπαινιγμοί, καθώς και άφθονες ποιητολογικές νύξεις, που αποτελούν μια διαρκή συζήτηση για τα λογοτεχνικά είδη· επίσης, η πανταχού παρούσα ειρωνεία και το λεπτό χιούμορ που δεν εγκαταλείπει τον ποιητή ούτε σε αυτό το έργο με το θλιβερό θέμα.

Η κατά Οβίδιο ερωτική αλληλογραφία μεταξύ των δύο νέων προξενεί έκπληξη σε όποιον αναγνώστη γνωρίζει ήδη, από άλλες λογοτεχνικές πηγές, τη θλιβερή αυτή ιστορία έρωτα και θανάτου: ο εμβληματικός για τη θυσία του εραστής Λέανδρος ασχολείται πιο πολύ με τον εαυτό του παρά με το αντικείμενο του πόθου του, την Ηρώ, ενώ η τελευταία παρουσιάζεται ως μια συνηθισμένη ανασφαλής γυναίκα που φοβάται μήπως πέσει θύμα απιστίας. Λέανδρος και Ηρώ καταφεύγουν σε άφθονα κλισέ, για να πείσουν για το βάθος των συναισθημάτων τους, επιτυγχάνοντας μάλλον το αντίθετο. Οι υπερβολές τους οδηγούν σε παρωδία, η επίδειξη προκλητικής αφέλειας γεννά χαμόγελο και αποκαλύπτει σταδιακά ότι η εκδοχή του Οβίδιου ήλθε για να αποδομήσει έναν από τους πιο εμβληματικούς “ίσους” έρωτες της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.

21.84

Ξένη λογοτεχνία

Θλιβερός τίγρης

Νεζ Σινό

«Θέλησα να το πιστέψω, θέλησα να ονειρευτώ ότι το βασίλειο της λογοτεχνίας θα με υποδεχόταν όπως κάθε ορφανό που βρίσκει εκεί καταφύγιο, αλλά ακόμα και μέσω της τέχνης δεν μπορείς να βγεις νικητής από την αχρειότητα. Η λογοτεχνία δεν με έσωσε. Δεν έχω σωθεί…»

Τα παιδικά χρόνια της Νεζ Σινό έχουν σφραγιστεί από τον εξακολουθητικό βιασμό που υφίστατο από τον πατριό της. Τον μηνύει το 2000, μαζί με τη μητέρα της, κι εκείνος καταδικάζεται σε εννέα χρόνια φυλάκισης. Χρόνια αργότερα, η Σινό επανέρχεται σε αυτό το ανεπούλωτο τραύμα καταθέτοντας με μια σπαραχτική αφήγηση το τι και πώς συνέβη – δίχως πάθος, δίχως μεμψιμοιρία. Επιχειρεί να αποσυναρμολογήσει προσεκτικά τη μικρή βόμβα που δυναμίτισε την παιδική της ηλικία: το θέμα δεν είναι μόνον τα κυριολεκτικά συμβάντα· είναι και το πώς λειτουργεί αυτή η κατάθεση, υποχρεώνοντας τον αναγνώστη να σκεφτεί πάνω στα ευαίσθητα θέματα της παιδοφιλίας, της αιμομιξίας, της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων.

Η υβριδική αφήγηση, μεταξύ μαρτυρίας, αυτοβιογραφίας και μύχιας εξομολόγησης –δίχως να απεμπολεί την αναντίρρητη λογοτεχνικότητά της– τεντώνει τα όρια των γλωσσικών δυνατοτήτων της προκειμένου να μπορέσει να εξηγήσει τα γεγονότα, αλλά και να βρει τον τρόπο να τα πει. Το κείμενο γίνεται ανιχνευτής τόσο της δύναμης όσο και της αδυναμίας της λογοτεχνίας ως πανάκειας, ως θεραπείας ή παραμυθίας. Για να φέρει εις πέρας την αυθιστόρησή της, η συγγραφέας συνομιλεί και ξαναδιαβάζει συγγραφείς και κείμενα γύρω από την ενδοοικογενειακή σεξουαλική παρενόχληση.

Εξερευνώντας το τοπίο του ζοφερού κακού, η Σινό ομολογεί ότι ο επιζών μπορεί να επιβιώνει, αλλά δεν ξεχνά ποτέ. Ως ενήλικη πλέον, αναζητεί την αλήθεια, όχι την εκδίκηση· θέλει να κατανοήσει τη θέση του δήμιου, τους μηχανισμούς που τον οδηγούν στην παραβατική πράξη, αλλά και τη θέση του περίγυρου που συνήθως τον συγκαλύπτει. Η δική της μη αναστρέψιμη θέση διατυπώνεται παραστατικά: damaged for life – διά βίου κατεστραμμένη.

Λ.Τσιριμώκου

18.00

Ξένη λογοτεχνία

Θάνατος επί πιστώσει

Λουί-Φερντινάν Σελίν

«Είδα τότε απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα τη Γιαγιά ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, στη μέσα κάμαρα… Βαριανάσαινε, λαχάνιαζε, πνιγόταν, η ανάσα της σφύριζε και κοβόταν… Μόλις είχε φύγει ο γιατρός. Αφού πρώτα έσφιξε σοβαρός τα χέρια όλων… Τότε με μπάσανε στο δωμάτιο… Την είδα στο κρεβάτι, πώς πάλευε ν’ ανασάνει. Το πρόσωπό της κίτρινο και κόκκινο, λουσμένο στον ιδρώτα, σαν μάσκα που από στιγμή σε στιγμή θα έλιωνε… Με κάρφωσε με το βλέμμα της η Γιαγιά, αλλά ακόμα κι εκείνο το βλέμμα είχε αγάπη… Μ’ έσπρωξαν να τη φιλήσω… Κι εγώ έσκυψα από πάνω της. Αλλά με το χέρι της έκανε νόημα πως όχι… Μου χαμογέλασε αδύναμα… Κάτι προσπάθησε να μου πει… Αλλά η φωνή τριβόταν μέσα στο λαιμό της, δεν έβγαινε… Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος τα κατάφερε… κι όσο πιο γλυκά μπορούσε, ψιθύρισε: «Να δουλέψεις σκληρά, μικρέ μου Φερντινάν!». Δεν τη φοβόμουνα τη Γιαγιά. Κατά βάθος καταλαβαινόμασταν… Τελικά, το σίγουρο είναι πως δούλεψα σκληρά… Μα αυτό δεν αφορά κανέναν άλλο…»

Πριν το Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας, πριν το ταξίδι στο τέρμα του κόσμου που ήταν ο Μεγάλος Πόλεμος και η Μεγάλη Σφαγή, ο στρατιώτης Φερντινάν Μπαρνταμού είναι μόνον ο Φερντινάν: ένα παιδί που μεγαλώνει στην άκρη της ζωής, στο χείλος της αβύσσου. Ένα παιδί που το ταΐζουν ο απόλυτος φόβος, η αχαλίνωτη απόγνωση και υποκρισία. Ένα παιδί που μεγαλώνει στους ρυθμούς της μαύρης κωμωδίας, της χρεοκοπημένης κοινωνίας, της επικείμενης καταστροφής. Μαθαίνει να λέει την ιστορία της ζωής του με τρόπο συγκλονιστικό: με φωνές, με παραμιλητά, με βρισιές και σιωπές, με πικρά, τραγικά, φλύαρα αποσιωπητικά… Αλλά προπάντων με γέλια. Γιατί ο Φερντινάν πλέκει τα νήματα του χάους και της υστερίας γύρω του με τις δεξιοτεχνικές σταυροβελονιές του Ραμπελαί: γελάει πικρά και πηγαία, γελάει και περιγελάει τον εαυτό του και τους άλλους. Θεούς και δαίμονες. Και βέβαια τους ανθρώπους.

Ο Φερντινάν γυρίζει τις σελίδες αυτού του επικού Bildungsroman, που είναι η εφηβεία του, με ορμή και πάθος που κόβουν την ανάσα. Προχωράει χωρίς να λυπάται ούτε την ψυχή ούτε το σώμα του· ξοδεύει αλύπητα για ν’ αντέξει, να σταθεί στα πόδια του, να περπατήσει – εντέλει να ζήσει. Ο λόγος του ανατρέπει τα πάντα, λογική, γραμματική, σύνταξη· έτσι κινείται. Πατάει γκάζι καίγοντας ομορφιές και πίστεις και λέξεις. Τρέχει δίχως φρένα. Στο τέλος του βιβλίου τον βλέπουμε να φτάνει ζωντανός, όρθιος, έτοιμος για τη νέα αρχή

28.00

Ελληνική λογοτεχνία

Η φόνισσα

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

«Η φόνισσα» (1903) κατέχει, κατά γενική ομολογία, ξεχωριστή θέση στο έργο του Παπαδιαμάντη (1851-1911). Ξεχωριστή και με τις δύο σημασίες της λέξης: ιδιαίτερη και εξέχουσα. Αν δεν υπήρχε «Η φόνισσα», το έργο αυτό θα έμενε λειψό, όσο τουλάχιστον αφορά το πρόβλημα του κακού, πρόβλημα που δεσπόζει στο παπαδιαμαντικό corpus. Το παπαδιαμαντικό κακό είναι, κατά κανόνα, το καθημερινό, το τρέχον κακό, πνιγηρά μίζερο συχνά, είναι το κακό του καθημερινού κανονικού ανθρώπου. Το κακό του Παπαδιαμάντη δεν είναι το έγκλημα, δεν είναι η ακραία παράβαση που θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της κοινότητας, δεν είναι εξαιρετικό· είναι κοινότοπο. Εξαίρεση «Η φόνισσα», και μάλιστα διόλου αμελητέα, αφού πρόκειται για κορυφαίο κείμενο όχι μόνο του συγγραφέα του αλλά και όλης της νεοελληνικής πεζογραφίας. Χωρίς τη «Φόνισσα» το παπαδιαμαντικό έργο θα ήταν εντελώς διαφορετικό. Το κακό που διαπράττει η γραία Χαδούλα δεν είναι το καθημερινό κακό, το συνηθισμένο, το κοινωνικό, αλλά το μέγα κακό, το ριζικό, το ασυγχώρητο. Ποια είναι όμως αυτή η Φραγκογιαννού, τι σόι άνθρωπος είναι αυτή η γυναίκα που διαπράττει ένα τόσο ακραίο έγκλημα; Και τι είναι άραγε αυτό που την οδηγεί να το αποτολμήσει;

10.74

Ελληνική λογοτεχνία

Στο χέρι αστέρια

Τάσος Αλεξιάδης

Ένα πεταμένο γάντι βοηθά ένα παιδί να ζήσει, έστω και για λίγο, το όνειρό του· μια άνοιξη η γη γεννά έναν πέτρινο άνθρωπο· ένα παιδί επιμένει να μη μεγαλώσει γιατί δεν θέλει να ξεχάσει τα χρώματα· το πόδι της κυρίας Ευαγγελίας τρέχει μόνο του στα δάση, ντυμένο μ’ ένα καλσόν στο χρώμα του ουίσκυ· πόσες αναμνήσεις μπορεί να κρύβει μέσα του ένα σάντουιτς με τόνο;

Είκοσι πέντε διηγήματα που μιλούν με ελάχιστες λέξεις και αφοπλιστική αμεσότητα για τη σκληρότητα της παιδικής ηλικίας και των γηρατειών, για τη μνήμη, την απώλεια, τα καλοπροαίρετα και μη παιχνίδια του μυαλού, και, εν τέλει, για το πόσοι διαφορετικοί άνθρωποι μπορεί να κρύβονται μέσα σε έναν και μόνο από εμάς.

12.00

Ξένη λογοτεχνία

Τα ονόματα

Ντον Ντελίλο

Tα ονόματα, μυθιστόρημα περίπλοκο όσο και γοητευτικό, χαιρετίστηκε από την κριτική ως ένα από τα πιο φιλόδοξα και τα πιο πρωτότυπα έργα της σύγχρονης πεζογραφίας. O λόγος του Nτελίλλο, αμφίσημος, παράξενος, κάποτε μαγικός, εμβαθύνει σ’ όλες τις περιπέτειες της σύγχρονης συνείδησης, από τον ερωτισμό ως τον τουρισμό, από την ιδέα της Aμερικής, όπως την προσλαμβάνει ο υπόλοιπος κόσμος, ως την ιδέα του κόσμου όπως την προσλαμβάνει η Aμερική, από το μυστικισμό ως το φανατισμό κι απ’ τη λογοτεχνία της πραγματικότητας ως την πραγματικότητα της λογοτεχνίας.

 

23.33

Ελληνική λογοτεχνία

Αργώ (τόμος Α΄)

Γιώργος Θεοτοκάς

Το πρώτο μέρος της Αργώς κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1933. Το έργο ολοκληρώθηκε τρία χρόνια αργότερα σε δύο τόμους. Στην εισαγωγή του πρώτου τόμου σημείωνε ο Γιώργος Θεοτοκάς: «Σαν άρχισα αυτό το βιβλίο, η μοναδική μου πρόθεση ήτανε να ζωντανέψω μερικά ανθρώπινα πλάσματα που τριγυρνούσανε στη φαντασία μου και βασάνιζαν τις ώρες της σχόλης μου. Κατόπι, σαν προχώρησε η δουλειά, μου ήρθε η όρεξη να δώσω, μ` αυτήν την ευκαιρία, μια γενική κάπως έκθεση της ελληνικής ζωής και των προβλημάτων της εποχής μας. Έτσι η Αργώ πήρε διαστάσεις που δεν τις περίμενα».

Το βιβλίο είναι μια τοιχογραφία της Ελλάδας του Μεσοπολέμου, έτσι όπως συνταρασσόταν από ποικίλες ιδεολογίες, απ` τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής και από τα αλλεπάλληλα στρατιωτικά κινήματα. Το πλήθος των ηρώων κινείται γύρω από τον ίδιο πόλο: τις τάσεις μιας γενιάς αισιόδοξης και δημιουργικής, που οι συνεχείς εθνικές καταστροφές την οδήγησαν σε βαθιά απογοήτευση

16.92

Ελληνική λογοτεχνία

Ο χαρταετός

Αθηνά Κακούρη

Στην Αθήνα του 1871, όπου μόλις έχουν αρχίσει οι δίκες για τη σφαγή στο Δήλεσι, γιορτάζονται τα 50 χρόνια από την Επανάσταση και η πατριωτική έξαρση κορυφώνεται με την άφιξη του σκηνώματος του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄. Αλλά οι φιλοδοξίες, ο κομματισμός, η αχόρταγη δίψα της εξουσίας και του πλουτισμού στήνουν το σκηνικό για μια ιστορία διαπλοκής που, μέσα σ’ έναν ανεμοστρόβιλο μετοχών, θα υψώσει στον ουρανό τον πελώριο, φανταχτερά ασημένιο Χαρταετό του Λαυρίου. Μια εικόνα της Αθήνας όταν το άστυ είναι ιοστεφές, ο Ιλισός είναι ακόμη ποταμάκι, τα Πατήσια εξοχή, η πρασινάδα πνίγει τους Αμπελοκήπους, και ο Βράχος, ορατός από παντού, δεσπόζει. Στο κεντρικό καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» πολιτικοί, δημοσιογράφοι, ποιητές, οι ισχυροί της εποχής και οι παράγοντες κάθε λογής συζητούν καθημερινά με πάθος την επικαιρότητα. Στους Αέρηδες κουρνιάζουν τη νύχτα τα δεκάδες αδέσποτα αγόρια που ολημερίς πουλούν εφημερίδες ή γυαλίζουν παπούτσια. Το εμπόριο της γης οργιάζει· οι αναμνήσεις της Εξώσεως επηρεάζουν τη σκέψη· η σκόνη και η λάσπη ταλαιπωρούν τους Αθηναίους· εικόνες ανεπανάληπτης ομορφιάς τούς περιβάλλουν. Σ’ αυτή την πόλη κινούνται τα πρόσωπα του μυθιστορήματος ζώντας, υποφέροντας ή εκμεταλλευόμενα μια γενικευμένη κρίση που δεν περιορίζεται στα Λαυρεωτικά.

20.00

Ξένη λογοτεχνία

Άνθρωπος σε πτώση

Ντον Ντελίλο

Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για το γεγονός που σημάδεψε την Αμερική και συντάραξε ολόκληρη την υφήλιο στις αρχές του 21ου αιώνα. Από τις πρώτες του σελίδες, βγαλμένες κυριολεκτικά μέσα από τον καπνό και τη στάχτη των φλεγόμενων πύργων, επιχειρεί να ιχνηλατήσει την επόμενη ημέρα μέσα από την προσωπική ζωή των ηρώων. Του Κηθ, που βγαίνει από τα συντρίμμια σε μια ζωή που ποτέ δεν διανοήθηκε ότι θα ήταν η δική του. Της Λιάν, της αποξενωμένης γυναίκας του, στοιχειωμένης από τις αναμνήσεις, που προσπαθεί να συμφιλιώσει δύο πλευρές του ίδιου δυσνόητου χαρακτήρα. Και του μικρού τους γιου Τζάστιν, που στέκει στο παράθυρο ατενίζοντας τον ουρανό κι αναζητώντας σε αυτόν και άλλα αεροπλάνα. Ζωές που ορίζονται από την απώλεια, την οδύνη και τη γιγαντιαία δύναμη της ιστορίας.

19.27

Δημήτρης Φύσσας

Μπαίνοντας σε μια μεγάλη ομάδα ημιπεριθωριακών νυχτερινών τύπων, που για άγνωστους λόγους αυτοαποκαλούνται “Σαρίπολοι”, ο άστεγος και άθυμος Στέλιος Μέσκουλας (πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, Η Νιλουφέρ στα χρόνια της κρίσης) αποκτά, πρόσκαιρα, νέο ενδιαφέρον για τη ζωή. Ως αφηγητής τούς σκιαγραφεί όλους, ανάμεσά τους και τον συγγραφέα τού ανά χείρας βιβλίου και πολλούς ήρωες από προηγούμενά του.

Στην τετράχρονης διάρκειας πλοκή ενσωματώνονται αυτοσχόλια του αφηγητή, θεατρικά μονόπρακτα, λίστες, “ένθετα” σχετικά με κομμωτήρια, γλωσσικές αντιλήψεις, σεξουαλικές πρακτικές, μουσική, κουκλάκια κλπ, μια μυστική αποστολή στη Λατινική Αμερική, όπως και το ολοένα επανερχόμενο ερώτημα: “Τι είναι πιο σημαντικό στη ζωή, η Τέχνη ή οι γυναικείοι κώλοι;”

Όμως, την ώρα που όλος ο πλανήτης ετοιμάζεται να δει τον τελικό του Μουντιάλ 2018 και η Αττική κλαίει μια εκατόμβη νεκρών από μια ξαφνική μεγάλη πυρκαγιά στο Μάτι, ο Μέσκουλας αποσύρεται στις παρατημένες παράγκες κάποιας ξεχασμένης μαγνησιακής παραλίας, με σκοπό να πεθάνει από ασιτία.

Εκεί βρίσκει την απάντηση στο ερώτημά του, όμως είναι αμφίβολο αν θα τον ωφελήσει. Μια ευφάνταστη και αντισυμβατική αφήγηση, μακριά από πολιτική ορθότητα και σοβαρότητα, στα όρια του σουρεαλισμού.

14.00

Πέτερ Χάντκε

Η πόρτα άνοιγε με κέρμα του ενός σελινιού, κι όταν την κλείδωσα πίσω μου, ένιωσα πρώτα-πρώτα μια κάποια θαλπωρή ή το συναίσθημα πως ήμουν σε καλά χέρια. Ξάπλωσα χωρίς να το πολυσκεφτώ πάνω στα πλακάκια του δαπέδου, βάζοντας το σακίδιο για προσκέφαλο. Ο καμπινές ήταν βέβαια τόσο μικρός, ώστε ούτε κατά διάνοια δεν μπορούσε κανείς να τεντωθεί, οπότε λοιπόν κι εγώ κουλουριάστηκα εν είδει ημικυκλίου γύρω από τη λεκάνη, με το κεφάλι ακουμπισμένο στον πίσω τοίχο. Το φως σ’ αυτό το μάλλον ευρύχωρο δημόσιο αφοδευτήριο, πολύ ζωηρό, κατάλευκο, έμενε αναμμένο όλη τη νύχτα κι έφτανε ελάχιστα μόνο χαμηλωμένο στον καμπινέ, που ήταν ανοιχτός από πάνω αλλά, στο φάρδος παιδικού ποδιού, και από κάτω. Σκεπασμένος με μερικά ρούχα από το σακίδιο προσπάθησα να διαβάσω, τους «Μπούντενμπροκ» του Τόμας Μαν, που μάλλον με ξένιζαν για καιρό, αλλά ξαφνικά την προηγουμένη στο Ραντεντχάιν με είχαν συνεπάρει και ενθουσιάσει, εκεί στο τέλος όταν έρχεται η έσχατη ώρα και ο ετοιμοθάνατος αρχίζει να διαλογίζεται την τελευτή με εντελώς ανάλαφρο τρόπο.

Το πιο απροσδόκητο από τα πέντε «δοκίμια» του νομπελίστα Πέτερ Χάντκε έχει ως αντικείμενο το «μέρος», και μάλιστα σε όλες τις εκδοχές του, από τον απόπατο στο αγροτόσπιτο του παππού μέχρι τα περίτεχνα αποχωρητήρια των ιαπωνικών ναών. Ποιος θα περίμενε ότι αυτός ο δεξιοτέχνης της εσωτερικότητας θα έστρεφε κάποτε την προσοχή στο πιο αποσιωπημένο και ανάδελφο αναχωρητήριο της καθημερινής ζωής; Στο αφήγημα αυτό του Αυστριακού συγγραφέα το θέμα δεν είναι βέβαια τα τεκταινόμενα στην τουαλέτα, αλλά η ανατομία της στιγμιαίας αναχώρησης από τη φορτική πολυκοσμία και λογοδιάρροια των ανθρώπων που σου κόβει μερικές φορές τη λαλιά. Υπ’ αυτό το πρίσμα το κάθε αποχωρητήριο γίνεται μια μικρή ουτοπία, προσωρινό καταφύγιο από την τύρβη. Δεν πρόκειται για άρνηση του κόσμου, αλλά για μια συνειδησιακή ανάπαυλα πριν επανέλθει κανείς με νέα ευγλωττία σ’ αυτόν ακριβώς τον αναπόφευκτο κόσμο. Ο Πέτερ Χάντκε γεννήθηκε το 1942 στην Καρινθία της Αυστρίας. Η μητέρα του ήταν σλοβενικής καταγωγής και ο πατέρας του Γερμανός στρατιώτης. Σπούδασε νομικά στο Γκρατς, αλλά διέκοψε τις σπουδές του το 1966, όταν δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Σφήκες. Την ίδια χρονιά ανέβηκε στη Φρανκφούρτη σε σκηνοθεσία Κλάους Πάιμαν το θρυλικό θεατρικό του Βρίζοντας το κοινό. Χαλκέντερος συγγραφέας, ο Χάντκε δημοσίευσε έκτοτε δεκάδες μυθιστορήματα, νουβέλες και θεατρικά έργα και θεωρείται πια ένας από τους κλασικούς μοντέρνους του 20ού αιώνα. Μετέφρασε επίσης ξένους συγγραφείς στα γερμανικά, μεταξύ άλλων τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία. Το 2019 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Από την Εστία, σε μετάφραση Σπύρου Μοσκόβου, κυκλοφορούν η νουβέλα Η μεγάλη πτώση, Η ανέμελη δυστυχία, Η δεύτερη μάχαιρα και το Δοκίμιο για το αποχωρητήριο, Θα ακολουθήσουν τα: Περί κοπώσεως και Περί επιτυχημένης μέρας.

 

14.00