Προβολή όλων των 15 αποτελεσμάτων

Το ροδακιό

Ξένη λογοτεχνία

Φωτιά

Δημήτρης Χατζής

Το μυθιστόρημα Φωτιά διαδραματίζεται στο περιβάλλον της Ελληνικής Αντίστασης, στα χωριά της Ρούμελης και στα βουνά του Πίνδου, από την άνοιξη του 1943 (όταν οι Γερμανοί παραλαμβάνουν την ελληνική επαρχία από τους Ιταλούς) μέχρι το φθινόπωρο του 1944 και ύστερα, στα Δεκεμβριανά, στην Αθήνα. Πρωταγωνίστρια είναι η Αυγερινή, μια απλή χωριατοπούλα, και στο βιβλίο περιγράφεται πώς ενηλικιώνεται και φθάνει στην ψυχική της ανεξαρτησία, τόσο μέσα από τη συμμετοχή της στο αντάρτικο όσο και μέσα από το δεσμό της με τον Γρηγόρη, στέλεχος του ΕΑΜ. Όταν, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, ἡ Αυγερινή είναι στο δρόμο για να επιστρέψει στο χωριό της και ενώ, κατά τα Δεκεμβριανά, ο Γρηγόρης έχει σκοτωθεί, το βιβλίο τελειώνει με τη φράση της: «Έμαθα πια να σκέφτομαι μοναχή μου.»

Ἡ Φωτιά χωρίζεται σε τρία μέρη: «Ἡ φωτιά», «Ὁ πόλεμος» καὶ «Ὁ δρόμος» – στο τρίτο μέρος υπήρχε ὁ υπότιτλος «Μικρός πρόλογος για μιαν άλλη ιστορία» ὁ οποίος παραλείπεται στην πιο πρόσφατη έκδοση των «Κειμένων». Σ’ αυτήν την πλατιά σύνθεση, το επικό στοιχείο (Αντίσταση) συναλλάσσεται δημιουργικά με τις ανάγκες του σύγχρονου μυθιστο-ρήματος (εσωτερική εστίαση). Επιπλέον, σκιαγραφούνται μορφές της αντίστασης με μοναδική αδρότητα, όπως του γερου-Μάνταλου, της Ασημίνας, του Διαμάντη, του Ζιώγα και των ανώνυμων γυναικών της υπαίθρου, ενώ ὁ ξεσηκωμός συντελείται κάτω από την αρχετυπική μορφή του Γιακουμή.

Η Φωτιά είναι το πρώτο μυθιστόρημα που υψώνεται πάνω από τα νωπά ακόμη γεγονότα της Αντίστασης ενάντια στη γερμανική Κατοχή, για να τα αποδώσει λογοτεχνικά. Κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1946 από τις εκδόσεις «Γκοβόστη». Το 1961 συμπεριλαμβάνεται στο δεύτερο τόμο της σειράς Αρματωμένη Ελλάδα, Βιβλιοθήκη Νεοελληνικής Εποποιΐας, εκδόσεις «Αναγέννηση», με τίτλο Ἡ Φωτιά. Κατόπιν παρουσιάζεται από τις «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις» (Ἡ Φωτιά, 1962), από τις εκδόσεις «Πλειάς» (Ἡ Φωτιά, 1974) και η οριστική εκδοχή του από τις εκδόσεις «Κείμενα» με τίτλο Φωτιά (1979).

15.00

Δημήτρης Χατζής

Ἡ Θητεία κυκλοφορεῖ γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1979 (Ἀθήνα, «Κείμενα»). Εἶναι τὸ τελευταῖο βιβλίο τοῦ συγγραφέα ποὺ ἐκδίδεται ὅσο ζοῦσε. Ἀπὸ τὸ 1975 ποὺ ἐπιστρέφει ὣς τὸ θάνατό του (1981), ὁ Δημήτρης Χατζής, πνευματικὸς ἄνθρωπος μὲ ἔντονη κοινωνικὴ δράση, παρεμβαίνει συστηματικὰ στὰ πολιτικὰ καὶ πολιτιστικὰ δρώμενα τῆς Μεταπολίτευσης. Σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ κύρια ἔγνοια του ὑπῆρξε ὁ νεοελληνισμὸς – ἡ ζωή του συνυφαίνεται μὲ τή νεότερη ἑλληνική ἱστορία – σὲ ὅλες του τὶς πλευρὲς καὶ τὶς ὄψεις του. Σ’ αὐτὸν θήτευσε.

Ὅπως ὁ ὑπότιτλος τοῦ βιβλίου δηλώνει, ὁ Δημήτρης Χατζής στὴ Θητεία συγκεντρώνει παλαιότερα κείμενά του τὰ ὁποῖα ὅμως παρουσιάζονται γιὰ πρώτη φορὰ σὲ βιβλίο.

Ὁ «Κυρίαρχος τῆς Ψυττάλειας» δημοσιεύτηκε στὴν Ἐλεύθερη Ἑλλάδα τὸ 1947 στὴ στήλη Σημειωματάριο τῆς Ἐξορίας: «Ἡ πρώτη ἀνταπόκριση ἀπὸ τὴν Ἰκαρία τοῦ συλληφθέντος συντάκτη μας Δ. Χατζῆ.»

Τὰ ἀριστουργηματικὰ διηγήματα «Τραγούδι στὴν Ἀθήνα» καὶ «Ἡ γυναίκα ἀπὸ τὴ Φούρκα» δημοσιεύονται σὲ συλλογὲς ποὺ κυκλοφοροῦν ἀπὸ τὶς «Πολιτικὲς καὶ Λογοτεχνικὲς Ἐκδόσεις», ὅπως και ἡ «Δρακόλιμνη» (Παλιὸς ἠπειρώτικος θρύλος). Τὸ «Τραγούδι στὴν Ἀθήνα» ξανα-δημοσιεύεται στὸ περιοδικὸ Ἐπιθεώρηση Τέχνης τόμος ΙΑ΄ 1960.

Ἡ «Μουργκάνα», ποὺ καταλαμβάνει καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς συλλογῆς, τυπώνεται το 1948 ἀπό τὴ Φωνὴ τοῦ Μποῦλκες καὶ ἀμέσως μεταφράζεται στὰ γαλλικὰ ἀπὸ τὴ Μέλπω Ἀξιώτη. Στὴν περίφημη μάχη τῆς Μουργκάνας, ἂν καὶ ἡ ματιὰ τοῦ συγγραφέα εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη τοῦ ὁμώνυμου διηγήματος στοὺς Ἀνυπεράσπιστους, ὡστόσο συναντᾶται ἡ ἴδια ποιότητα καὶ γνησιότητα αἰσθήματος καθὼς καὶ ὁρισμένες σκηνὲς μάχης μοναδικῆς ἐνάργειας.

Δημήτρης Χατζής: «Κι ὅλα μέσα στὴ διήγηση εἶναι ὑποταγμένα, ὄχι μόνο γενικὰ στὴν ἀλήθεια, μὰ στὴν πιὸ αὐστηρὴ ἀπαίτηση τῆς ἀκρίβειας καὶ γιὰ τὸ πιὸ μικρὸ περιστατικὸ.»

 

15.00

Ελληνική λογοτεχνία

Το τέλος της μικρής μας πόλης

Δημήτρης Χατζής

Βιβλίο του Χατζή με τον τίτλο αυτό πρωτοεκδόθηκε στη Ρουμανία το 1953 από το «εκδοτικό Νέα Ελλάδα» και περιείχε 5 διηγήματα από τα 7 που τελικά συνθέτουν τη συλλογή· έλειπαν «Ο Τάφος» και «Ο Ντέτεκτιβ». Στα 1963 και ενώ ο Χατζής βρίσκεται στην Ουγγαρία κυκλοφορεί η πρώτη πλήρης έκδοσή του στο τυπογραφείο Α. Κουλουφάκου, για λογαριασμό της Επιθεώρησης Τέχνης. Το 1971 γίνεται η τρίτη έκδοση με επίμετρο το κείμενο του Δημήτρη Ραυτόπουλου «Το Νεοελληνικό Μάθημα του Δημήτρη Χατζή» («Διογένης»). Από τότε ως σήμερα έχουμε άλλες τρεις εκδόσεις: «Πλειάς» (1974), «Κείμενα» (1979, οριστική έκδοση διορθωμένη από τον συγγραφέα) και «Ζώδιο» (1989). Όσο για τα δύο διηγήματα της συλλογής που δεν περιλαμβάνονταν στην πρώτη έκδοση, «Ο Τάφος» πρωτοπαρουσιάστηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης τον Οκτώβρη 1959 και «Ο Ντέτεκτιβ» στο ίδιο περιοδικό τον Φεβρουάριο του 1962.

Το βιβλίο λοιπόν που ο τίτλος του παραπέμπει στη Μικρή μας Πόλη του Αμερικανού συγγραφέα Θόρντον Ουάιλντερ περιέχει εφτά διηγήματα δουλεμένα λίγο ως πολύ από το 1950 ως το 1963 και πάλι ξανακοιταγμένα ως το 1979 που έγινε η λεγόμενη «οριστική» έκδοση. Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος το 1964 έγραφε για τη συλλογή: «Με το Τέλος της Μικρής μας Πόλης έχουμε ένα πυκνότατο και γλαφυρότατο διάγραμμα της κοινωνικής μας περιπέτειας από κει  που την άφησαν οι γενιές του Μεσοπολέμου ως εκεί που την παραλαμβάνει η γενιά της Αντίστασης. Ο Χατζής έφερε σε πέρας αυτή τη δύσκολη αποστολή που έπρεπε να καλύψει ένα μεγάλο ρήγμα στο νεοελληνικό μύθο. Δε θα μπορούσε να το κατορθώσει αν δεν διέθετε μεγάλο ταλέντο και γνώση που του επέτρεψαν να αφομοιώσει την παράδοση ολόκληρης της νεοελληνικής πεζογραφίας.»

Ο ίδιος ο Χατζής αρνείται πως είχε ταλέντο ή φαντασία: «Το έργο το δικό μου ήταν καρπός σκληρής και επίμονης πνευματικής εργασίας. Έτσι βλέποντας τον ίδιο τον εαυτό μου και έτσι κρίνοντας από μια απόσταση σήμερα το έργο μου, μπορώ να βλέπω γιατί ήταν τόσο μικρό ποσοτικά. Το πώς έζησα τόσα χρόνια μακριά από την Ελλάδα, δηλαδή μακριά από τις εθνικές και θεματικές ρίζες ενός Έλληνα συγγραφέα, ήτανε βέβαια κι αυτό μια αιτία και όχι βέβαια χωρίς σημασία. Η κυριότερη όμως αιτία βρίσκεται σε αυτήν την έμφυτη δυσκολία. Μου έλειψε πάντοτε αυτό το πηγαίο και αυθόρμητο ξεχείλισμα. Το πρώτο λοιπόν που θα πω για τον εαυτό μου και για το μικρό μου έργο είναι πως εγώ έγραψα αργά, βασανιστικά, σχεδόν σαν τιμωρημένος σε έργα καταναγκαστικά.»

Αυθόρμητα ωστόσο πηγάζουν οι λυγμοί του νέου αναγνώστη όταν διαβάζει το τέλος της Μαργαρίτας Περδικάρη, την ταπείνωση του Σιούλα του Ταμπάκου, την τραγωδία του Σαμπεθάι Καμπιλή, την προδοσία της Θειάς Αγγελικής. Μισόν αιώνα ύστερα από την πρώτη τους εμφάνιση η ραψωδία των νικημένων-ηρώων της μικρής μας πόλης διαβάζεται μόνο για να βεβαιώσει ότι το διήγημα (Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Χατζής) στέκει μαζί με την ποίηση (Σολωμός, Καρυωτάκης, Σικελιανός, Καβάφης) σαν το μεγαλύτερο κατόρθωμα του νεοελληνικού λόγου, άρα του νεοελληνικού πολιτισμού.

Ο παππούς και ο πατέρας του Χατζή ήταν τυπογράφοι· προς τιμήν τους το βιβλίο στοιχειοθετήθηκε στη μονοτυπία των Αφών Παληβογιάννη, σελιδοποιήθηκε και τυπώθηκε στο κλασικό τυπογραφείο «Μανούτιος» του Χρίστου Μανουσαρίδη.

 

21.20

Δημήτρης Χατζής

Το βιβλίο αυτό περιέχει τον βασικό κορμό από το ιστορικό και φιλολογικό έργο του Δημήτρη Χατζή. Έργο στις παρυφές της λογοτεχνικής του δημιουργίας, που όμως αποτελεί υφάδι και δομικό στοιχείο της δημιουργίας αυτής.

Ακολουθώντας τις δραματικές τύχες της ελληνικής αριστεράς, από την Κατοχή και τον Εμφύλιο μέχρι την εικοσιπενταετή του εξορία, ο Χατζής επεξεργάστηκε με όλες του τις δυνάμεις την υπέρβαση του διλήμματος: απελευθέρωση από το ορθόδοξο κομματικό δόγμα αφενός, διαμόρφωση μιας νέας συγκροτημένης και συλλογικής δημιουργικότητας αφετέρου. Στο μεταίχμιο αυτό, κεντρικό του μέλημα ήταν η διερεύνηση του προβλήματος της συνέχειας του Νέου Ελληνισμού.

Ποιητής, διηγηματογράφος, μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και ερευνητής του βυζαντινού και νεοελληνικού πολιτισμού (Γιάννενα, Αθήνα, Βουδαπέστη, Ανατολικό Βερολίνο και επιστροφή στην Ελλάδα), ο Δημήτρης Χατζής αναζήτησε σε όλη του τη ζωή, και με όλες τις πνευματικές του δυνάμεις, το «Πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού». Αυτή ακριβώς η μακρόχρονη και επίμονη αναζήτηση αποτελεί το σημείο συνάντησης του λογοτεχνικού με το ιστορικό και φιλολογικό του έργο.

Το ιστορικό και φιλολογικό αυτό έργο, συγκροτημένο από το 1947 και μέχρι το θάνατό του (1981), είναι σχεδόν άγνωστο και δεν έχει ως τα σήμερα αποτιμηθεί η συμβολή του, η εθνική του παρέμβαση. Διάσπαρτο σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής, επιστημονικά συγγράμματα και τόμους, διαλέξεις και επιμέλειες, δημοσιευμένο ή αδημοσίευτο, χρειάστηκε μια συστηματική ανθολόγηση, πού δεν ήταν πάντοτε εύκολη. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα (1975), ο Χατζής εστιάζει την προσοχή του σε μια ζωηρή επανα-διαπραγμάτευση των ζητημάτων που τον απασχόλησαν στις δύο προηγούμενες φάσεις (Εμφύλιος – Ουγγαρία 1947-1957, Ανατολικό Βερολίνο – Βουδαπέστη 1957-1975). Η τελευταία αυτή φάση, της μεταπολίτευσης, φωτίζει μ’ ένα στοχαστικό φως, αναδρομικά, όλο το προγενέστερο έργο του.

Η ανάγνωση των κειμένων αυτού του τόμου πρέπει να γίνει, συνυπολογίζοντας τη διαρκή πολιτική έγνοια και συνείδηση του Δημήτρη Χατζή, παράλληλα με τη βαρύτητα που είχε στην πνευματική του συγκρότηση η ιστορία της λογοτεχνίας. O όρος «εθνική λογοτεχνία», που χρησιμοποιεί ενσυνείδητα, προσεκτικά και εναγώνια, αναφέρεται στη λογοτεχνία ενός νέου έθνους, ενός καινούριου κόσμου, που βλέπει σε αυτήν να καθρεφτίζεται η πνευματική του ζωή και πορεία προς την εθνική του διαμόρφωση και ολοκλήρωση.

Στον τόμο αυτό περιλαμβάνονται δεκαεννιά κείμενα, από το 1947 ως το 1980. Κεντρικό – δομικό – στοιχείο του αποτελούν οι τέσσερις ανέκδοτες διαλέξεις του 1979 με θέμα «Το Πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού», απ’ όπου και ο τίτλος του τόμου. Απ’ τα δεκαεννιά κείμενα τα δέκα είναι άρθρα σε περιοδικά ή εφημερίδες, ευρύτερου πολιτικού χαρακτήρα. Επτά είναι κείμενα ανοιχτών διαλέξεων κατά τη μεταπολίτευση, και δύο είναι κείμενα περισσότερο επιστημονικά. Βασικός λόγος ύπαρξής τους είναι η διατύπωση ενός λόγου που επιχειρεί να διαφωτίσει, να συνδεθεί με την ιστορική πραγματικότητα, να ενεργοποιήσει δημιουργικές αντιδράσεις και συνειδήσεις. Ένας λόγος που αναζητεί με πάθος ένα νέο τρόπο σύνδεσης της ιστορίας με την ιδεολογία και την κοινωνία, σε μια μεταπολίτευση με πήλινα πόδια.

 

21.20

Ελληνική λογοτεχνία

Τζίντιλι

Δημήτρης Χριστόπουλος

«Η Αιωνιότητα. Ο Χρόνος. Το Χάος. Τούτη η νύχτα. Δεν ξέρω πόσο κράτησε ούτε αν την είχα ξαναζήσει κάποια στιγμή στο παρελθόν ή ήταν ένα τρέιλερ από το μέλλον. Ίσως δεν έχει σημασία αν την έζησα πραγματικά ή αν ήταν στ’ όνειρό μου που έβλεπα τάχα κοιμισμένος το όνειρο αυτής εδώ της νύχτας., εκεί που πάλευα να τελειώσω την ιστορία που χρόνια βασάνιζε την ψυχή μου.»

Περιπέτειες ανθρώπων που βίωσαν μιαν απρόσμενη οικολογική καταστροφή και αποφάσισαν να δραπετεύσουν, να χτίσουν από την αρχή τη ζωή τους τα Σόθιψα, το χωριό τους, είναι το φανταστικό σκηνικό με τις απροσδιόριστες συντεταγμένες, ο τόπος απ’ όπου ξεκίνησε το τέλος του κόσμου όπως τον ξέρουμε, με τις ακλόνητες βεβαιότητές του.

Δεκατέσσερις φωνές ηχούν και προλέγουν μαζί τους οι Τζίντες -οι φανταστικές νεράιδες των βουνών- ανοίγουν το πηγάδι του Κάτω Κόσμου και το Τζίντιλι, «ανεμοστρόβιλος» στα βλάχικα, συμπυκνώνει το φόβο για το ζοφερό μέλλον αλλά και το αισιόδοξο δράμα της στροφής προς μια οικο-κοινωνική διέξοδο.

Ο άνεμος της Ιστορίας φορτωμένος μνήμες, παραδόσεις, αλλά και ζωές, και σχέσεις.

15.90

Ελληνική λογοτεχνία

Έλα να παίξουμε

Δημήτρης Χριστόπουλος

Τον Φεβρουάριο του ’92 φθάνει, στη Σίφνο ο Στέργιος Σιδέρης, ο νέος αγροτικός γιατρός. Σύντομα θα έρθει αντιμέτωπος με μυστικά της οικογένειάς του, στην προσπάθειά του να εξιχνιάσει την εξαφάνιση ενός επτάχρονου αγοριού τα Χριστούγεννα του ’42. Άραγε η αναζήτησή του θα έχει αίσιο τέλος; Κι αν ναι, με ποιο προσωπικό κόστος; Μέχρι το Πάσχα της ίδιας χρονιάς θα συμβούν απρόσμενα γεγονότα που θα τον αναγκάσουν να αναθεωρήσει τη ζωή του και να λάβει κρίσιμες αποφάσεις για τις ένοχες σιωπές.

Δύο παράλληλες ιστορίες που διασταυρώνονται απρόσμενα για να συνθέσουν το παλίμψηστο της ζωής αλλά και της γραφής, που προσπαθεί να ρίξει φως στα σκοτάδια εκείνα που μετατρέπουν το φίλεμα της παιδικής ηλικίας σε φαρμάκι που διαποτίζει και στοιχειώνει την ενήλικη ζωή.

«Η μνήμη, λένε, ξεθωριάζει με τον καιρό. Λόγια του αέρα, γιόκα μου. Όταν το σπίτι σκοτεινιάζει, ντύνεται η απουσία τα ρουχαλάκια σου και παίζουμε κρυφτό. Το πρωί πίνει μονορούφι το κατσικίσιο γάλα της και φεύγει για το σχολειό. Το μεσημέρι όλο γέλια και φωνές με τους φίλους επιστρέφει. Καθόμαστε τότε οι δύο μας στο τραπέζι, τη μαλώνω που τρώει βιαστικά -σαν τον πατέρα της- με το ζερβό το χέρι, κι εκείνη κάμει πως δεν ακούει. Της αρέσει να βουτά το ψωμί στο λάδι, και τις γιορτές ξεκοκαλίζει το μαστέλο. Κι έτσι ρίχνει μπόι η απουσία, χνούδωσε το προσωπάκι της και σε λίγο θα γεμίσει ολόκληρο το σπίτι.

 

14.84

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Μια λεσβιακή ζωή

Maria Cyber / Μαρία Κατσικαδάκου

Λεσβία είναι μια υπέροχη λέξη και από τότε που την ανακάλυψα δεν την έχω αποχωριστεί. Με καθορίζει και μου προσφέρει μια ζωή γεμάτη περιπέτειες. ΜΙΑ ΛΕΣΒΙΑΚΗ ΖΩΗ! Απολαύστε λίγο από αυτή τη ζωή,  ξεναγηθείτε μέσα από τις φωτογραφίες και το κείμενο, αφεθείτε να νιώσετε τη γεύση της και υπερασπιστείτε το δικαίωμά της να υπάρχει, ίση με όλες τις άλλες ζωές!

21.20

Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος

«Το αρχαίο δραματικό ποίημα του μύθου της προμήθειας της φωτιάς από τον Προμηθέα ξεκίνησα να το μεταφράζω τον Σεπτέμβριο του 2014 (τώρα που σημειώνω, σε μια γωνιά του μυαλού μου αναδύεται η σεφερική λέξη μεταγραφή για τις ενδογλωσσικές μεταφράσεις) και πρέπει να σταμάτησα να εργάζομαι σ’ αυτό στα τέλη της άνοιξης του 2018», αναφέρει ο μεταφραστής. «Η εργασία έγινε τμηματικά, αποσπασματικά και λόγω πενθών σπασμωδικά, κάποιες φορές με ασυνήθιστη ταχύτητα καθώς γύρευα να προλάβω το θάνατο επιστήθιου φίλου, με παύσεις πολλές και επανεκκινήσεις. Υπάρχει ένα είδος γιάτρισσας συγκέντρωσης που ανθίζει στις απώλειες και στις καταστροφές. Τότε υπήρχε για μένα γιάτρισσα. Έπειτα η μετάφραση διάβηκε από ανεκπλήρωτες θεατρικές διαδρομές πριν φτάσει σε αυτή την παράσταση.»

Η μετάφραση του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου έγινε ο καμβάς, ίσως και η αφορμή, για την θεατρική και μουσική σύνθεση του Δημήτρη Καμαρωτού, σε μια παραγωγή του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ), σε συνεργασία με την Εθνική Βιβλιοθήκη. Οι δύο φορείς συνέπραξαν, προκειμένου για την παρουσίασή του στο Αναγνωστήριο της ιστορικής έδρας της ΕΒΕ, το Βαλλιάνειο Μέγαρο στην οδό Πανεπιστημίου. Συμμετείχαν οι ηθοποιοί Αμαλία Μουτούση και Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, η μεσόφωνος ʼννα Παγκάλου και οι μουσικοί Κατερίνα Κωνσταντούρου και Χρήστος Λιάτσος.

 

10.00

Ελληνική λογοτεχνία

Ένα άλμπουμ ιστορίες

Αντώνης Γεωργίου

Ένα κουβάρι ιστορίες “έλα τζαί η γιαγιά σου έννεν’ καλά”

έλα τζαί η γιαγιά σου έννεν’ καλά, ετηλεφώνησέν μου η Μύντα πριν λλίον, “μάνταμ, μαντάμ, γρήγορα η γιαγιά έφτυσεν γαίμαν”, έκαμεν εμετόν γαίμαν, έτσι μου ‘πεν, ήμασταν στην ψησταριάν με την Αγάθην, ο κόσμος πολλύς, που να έφευκα τζείνην την ώραν; ετηλεφώνησα στον θκειόν σου να πάει να την φέρει κάτω, νναι λαλώ σου, επήεν, εν με εκάνεν η στεναχωρία μου, το τηλέφωνον απάντησέν μου το η θκειά σου, “κόρη, γλήορα δώσ’ μου τον αρφόν μου”, είπα της άλλα που να καταλάβει, “τι κάμνεις, Μαρούλλα μου;” άρκεψεν, τζαί ότι επήαν στες ελιές, τζαί έτσι, τζ’ αλλιώς, είσεν όρεξην για κουβένταν, “δώσ’ μου τον, κόρη, τζ’ η μάνα μας έννεν’ καλά”, έτοιμη ήμουν να της βάλω τες φωνές, ευτυχώς εκατάλαβέν το τζαί εφώναξέν του, έστειλα τον λαλώ σου τζαί εφέραν την στο νοσοκομείον, πάμεν τζαί εμείς τωρά, εννά ‘ρτεις; […]

19.08

Ελληνική λογοτεχνία

Το όνομα σου

Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης

«Αγάπησα αυτά τα παιδιά κι εκείνα με πρόδωσαν. Με μίσησαν. Με θεώρησαν εχθρό τους. Μπορώ να καταλάβω το μίσος όλων των άλλων, αλλά όχι το δικό τους. Τα ρωτούσαν οι δημοσιογράφοι αν θα μπορούσαν ποτέ να με συγχωρήσουν. Να με συγχωρήσουν! «Ναι», είπε ο Χάρης. Κι η Κορίνα κούνησε αμέσως κι εκείνη το κεφάλι της συμφωνώντας. Θα μ’ έχουν συγχωρήσει πια λοιπόν, φαντάζομαι… Μάλιστα. Όπως κι εγώ αυτά. Όπως κι εσύ εμένα, ελπίζω. Όχι γιατί έκανα ό,τι έκανα· γιατί κηλίδωσα το όνομά σου.»

12.00

Θάνος Τσακνάκης

ΑΝΤΙΧΑΡΙΣΜΑ

σε χαιρετώ γιέ της Ηώς·
μου έκανες τη χάρη να σ’ ακούσω
Μέμνονα
να ‘ναι καλά οι Πιερίδες Μούσες –
χάρη σ’ εκείνες τραγουδώ η φιλαοιδός Δαμώ

τη χάρη επιστρέφοντας
θα ψέλνω με τη λύρα μου τη δόξα σου αιώνια.

15.90

Ελληνική λογοτεχνία

Η ανάσα των δίπλα

Αντώνης Γεωργίου

«έναν τίποτε είμαστεν
τζαί θαρκούμαστεν
ότι εννά φάμεν τον κόσμον ούλλον»

«είδε ξαφνικά μια μπότα να τον κλοτσά και υποκόπανους όπλων να τον χτυπάνε, τον τράβηξαν σαν σακί για να τον παρατήσουν μαζί με άλλους σ’ ένα χωράφι κάτω από τον ανελέητο ήλιο, το αίμα έτρεχε»

«τρώγανε κοτόπουλο Κιέβου, γαρίδες και φυσικά σούπα μπορς παρακολουθώντας τους ντόπιους, εντελώς παλιομοδίτες κι αυτοί μέσα στα γκρίζα τους κοστούμια, να χορεύουν σπαρακτικά σαχλά ποπ τραγουδάκια του συρμού, κουνώντας γοφούς, χέρια, πόδια τόσο έντονα, λες κι είχαν ξεχαρβαλωθεί»

«τόσο κοινότοπα όλα τούτα, ελαφριά σαν ζωή»

15.90

Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος

Σκοτείνιαζε. Το ουαί σου το μεγάλο πανί ήταν αφημένο λάσκο
Ορίζοντας απολιθωμάτων. Περίοδος εξαφανίσεων
ή
Στις διαβάσεις όπου δεν υπάρχει πατρίδα
Ανάμεσα στους κόσμους που ενώνω […]

 

Κυκλοφορεί στις 4.5.22

40.28

Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης

Τι συμβαίνει άραγε σ’ ένα ρολόι, σ’ ένα βιβλίο, σ’ ένα οποιοδήποτε αντικείμενο θαμμένο για ένα διάστημα στη γη; Ποια ακραία τεχνάσματα μπορεί να επινοήσει ένα δέντρο προκειμένου να πολλαπλασιαστεί; Τι μπορεί να νιώθει ένας σκύλος που χάνει τον αφέντη του ή μια καρέκλα που στέκεται στο ίδιο σημείο για χρόνια; Μα πιο ανεξιχνίαστος απ’ όλα δεν είναι ο μηχανισμός της ανθρώπινης ψυχής;

Πατώντας το όριο φανταστικού και πραγματικού, ξεκλειδώνοντας το αθέατο και τέμνοντας ακόμα και την πιο ασήμαντη επιφάνεια ο Χατζηγιαννίδης μας παρέχει ελευθερία κινήσεων και άπλα στη φαντασία. Ο τίτλος έχει χροιά ειρωνική, οι έντεκα ιστορίες του μόνο «φυσικές» δεν είναι, ψαχουλεύουν όμως μέσα στη φύση κάτι που δεν μετριέται και δεν κανονίζεται αλλά μπορεί να εμφανιστεί εξίσου ισχυρό στα φυτά, στα ζώα, στα «άψυχα», και, οπωσδήποτε, στους ανθρώπους. Μπορεί αυτό να είναι η δύναμη της βούλησης, η εκδίκηση, η εχθρική διάθεση που μεταβάλλεται σε στοργή, οι φυσικοί νόμοι, οι ηθικοί νόμοι, ο σεβασμός στο χνάρι που αφήνει ο χρόνος, οι συμμαχίες της ανάγκης, η ρίζα της ηδονής ή της αγάπης.

Στις Φυσικές Ιστορίες, τώρα, η στιλπνή και ευκίνητη γραφή, η πυκνότητα των καταστάσεων και το απερίμεντο – το απροσδόκητο – που καιροφυλακτεί σε κάθε γωνιά της αφήγησης, έδωσαν την έμπνευση για τις εικόνες που στολίζουν τα διηγήματα. Η εικονογράφηση της Ευφροσύνης Δοξιάδη μεταγγίζει όλη την εμπειρία της κλασικής εικονογράφησης βιβλίων με χαρακτικά ή σχέδια σε μια φρέσκια, σύγχρονη αντίληψη του κόσμου, που έχει πολλά ακόμα να μας φανερώσει.

19.00

Ελληνική λογοτεχνία

Άθος, ο δασονόμος

Μαρία Στεφανοπούλου

Τι θέση έχει το επαναλαμβανόμενο έγκλημα στην καθημερινότητα ενός πολέμου που διαρκεί – εθνικοαπελευθερωτικού, εμφυλίου, κοινωνικού ή ατομικού πολέμου για την επιβίωση; Ποιο είναι το νόημα της θυσίας των αμάχων, όταν πρόκειται για ανυποψίαστα θύματα αντιποίνων;

Στις 13 Δεκεμβρίου 1943, στα Καλάβρυτα, οι Γερμανοί διαπράττουν αντίποινα εκτελώντας όλο τον άμαχο αντρικό πληθυσμό. Μένουν οι γυναίκες για να θάψουν τους άντρες. Η Μαριάνθη και η κόρη της η Μαργαρίτα εγκαταλείπουν την πόλη. Η Λευκή, γιατρός, κόρη της Μαργαρίτας γεννημένη το 1955, έχει στοιχειωθεί από το πολεμικό αυτό έγκλημα και ζει στη σκιά του παππού της, του Άθου, συζύγου της Μαριάνθης, δασονόμου της επαρχίας Καλαβρύτων. Αφοσιώνεται στον πόνο και στη θεραπεία των ασθενών της και στη διερεύνηση του ναζιστικού φονικού. Είναι όμως ο Άθος πράγματι ένας από τους δεκατρείς επιζώντες της ομαδικής εκτέλεσης;

Ο κόσμος της σκιάς, όπως στα δασικά μονοπάτια όπου περιπλανιέται ο Άθος, νεκρός ή ζωντανός (μυστήριο που μόνον η πράξη της γραφής μπορεί να φωτίσει), συντροφεύει εδώ τα πρόσωπα της αφήγησης. Οι ήρωες αυτοί, δέσμιοι ενός άπιαστου ονείρου, σκέφτονται πάντοτε το κακό αδιαχώριστα από το θαύμα της ομορφιάς, με όρους τραγικούς, γι’ αυτό ίσως και λυτρωτικούς: ο πόλεμος κυοφορεί την ειρήνη, ο θάνατος τη ζωντανή μνήμη, ο αφανισμός το αίσθημα της ελευθερίας. Μόνο το φάσμα της εκδίκησης μένει στείρο και τυφλό, χωρίς έξοδο στην απέναντι όχθη.

Ο «επιζών» Άθος και ο κόσμος της σκιάς και της περισυλλογής μέσα στον οποίο η Λευκή τον επινόησε και τον εξιστορεί ανήκει μάλλον στο χώρο της εσωτερικής εμπειρίας. Ο Άθος είναι ο τρίτος άνθρωπος: ούτε θύμα ούτε ένοχος (παλεύει και με τα δυο), ούτε δεξιός ούτε αριστερός, αντιήρωας μιας ηρωικής εποχής, ή απλώς ήρωας παντός καιρού.

15.00