Βλέπετε 1–15 από 25 αποτελέσματα

Κέδρος

Ποίηση

Ποιήματα

Σύλβια Πλαθ

ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ

Ακόμα και τα ηλιοφώτιστα σύννεφα αυτό το πρωινό δεν καταφέρνουν
να φτιάξουν τέτοιες φούστες.
Ούτε και η γυναίκα στο ασθενοφόρο
Παρ’ όλο που η κόκκινη καρδιά της ανθίζει μέσ’ από το παλτό της
τόσο εκθαμβωτικά –

Ένα δώρο, ένα δώρο αγάπης
Απόλυτα απροσδόκητο –
Από έναν ουρανό

Που χλομά και φλογισμένα
Πυροδοτεί το μονοξείδιο του άνθρακα, από μάτια
Προσηλωμένα και βαθύσκιωτα κάτω από στρογγυλά καπέλα.

Ω Θεέ μου, τι είμαι εγώ
Για να ανοίξουν κραυγάζοντας αυτά τα αργοπορημένα στόματα
Μέσα σε ένα δάσος από πάγο, σε μια αυγή από αγριολούλουδα;
[Από την έκδοση]

11.16

Ελληνική λογοτεχνία

Ματωμένα χώματα

Διδώ Σωτηρίου

«Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια;»

Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή.

Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή.

Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915.

Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922.

Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε:

«Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις».

Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί:

«Θηρίο είν’ ο άνθρωπος!»

Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας που χαρακτηρίστηκε
«Βίβλος της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού».
Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα Ματωμένα Χώματα έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά.
Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.

18.25

Στρατής Τσίρκας

Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες απαρτίζονται από τρεις τόμους: Η Λέσχη (1961), Αριάγνη (1962), Η Νυχτερίδα (1965). Η δράση τοποθετείται αντίστοιχα στην Ιερουσαλήμ, στο Κάιρο, στην Αλεξάνδρεια. Ένα μυθιστόρημα που τιθασεύει αριστοτεχνικά μια χειμαρρώδη ιστορική ύλη, δίνοντας ανθρώπινη φωνή στο έπος και στο δράμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, την ώρα που κρινόταν το μέλλον των λαών και παίχτηκε στα ζάρια η τύχη της Ελλάδας. Χάρη σε ποικίλες αναδρομές, η τριλογία ζωντανεύει και προγενέστερες περιόδους, από τον Μεσοπόλεμο, τον χλωρό παράδεισο της εφηβείας με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα κάποιων ηρώων, ως την παλιά Αίγυπτο ανακαλώντας μνήμες προγόνων. Το έργο κορυφώνεται με την εξέγερση του Στρατού και του Στόλου, το κίνημα του Απρίλη 1944 και τη δραματική καταστολή του, ενώ, με τον επίλογο του γ’ τόμου, μεταφερόμαστε στη Θεσσαλονίκη μετά τον Εμφύλιο, το 1954, όπου ακούγεται ένα συγκλονιστικό ρέκβιεμ για τους χαμένους αγωνιστές. Ωστόσο, ο Τσίρκας δεν έγραψε χρονικό, αλλά έργο τέχνης. Ιστορική ακρίβεια και φαντασία σπάνια δένονται σ’ ένα τόσο αρμονικό σύνολο.

Κινώντας στιβαρά μεγάλους όγκους, καταγράφει ευαίσθητα τις απηχήσεις των γεγονότων στη συνείδηση και στις σχέσεις των ανθρώπων, πλάθοντας ολοζώντανες μορφές που θα μείνουν στο πάνθεον των μυθιστορηματικών ηρώων. Πολιτικές μηχανορραφίες, αχαλίνωτες φιλοδοξίες μέσα στη δίνη του πολέμου, αλλά και ωραία όνειρα και περίσσευμα ανθρωπιάς και γενναιότητας δίνουν το στίγμα των “Ακυβέρνητων Πολιτειών”, όπου ο έρωτας, κυρίαρχος, τυλίγει και ξετυλίγει το νήμα μιας συναρπαστικής πλοκής. Παράλληλα, με την πολυφωνία της αφήγησης και με άλλες νεωτερικές τεχνοτροπίες, ο συγγραφέας κατορθώνει να συγχωνεύσει τον μοντερνισμό με την παράδοση. Ένα μεταιχμιακό έργο, που σφράγισε τα ελληνικά γράμματα σ’ αυτό τον “σύντομο 20ό αιώνα”.

17.25

Στρατής Τσίρκας

Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα καλύπτουν, κατά κύριο λόγο, τα γεγονότα της περιόδου 1942-1944, την πιο κρίσιμη, δηλαδή, περίοδο του Β΄ παγκοσμίου πολέμου ενώ, ταυτόχρονα, το έργο περιλαμβάνει σκηνές από την ιστορία της αποικιακής Αιγύπτου, τον 19ο αιώνα, καθώς επίσης και από την μετεμφυλιακή Ελλάδα του δεκαετίας του ’50. Ο χρόνος και ο τόπος της αφήγησης εναλλάσσεται γύρω από τρεις πόλεις στις οποίες εξελίσσεται η μυθιστορηματική δράση. Στην Ιερουσαλήμ της Λέσχης, στο Κάιρο της Αριάγνης και στην Αλεξάνδρεια της Νυχτερίδας παρακολουθούμε τις μετακινήσεις των μυθιστορηματικών προσώπων, τα οποία παρασύρονται από τις “τύχες του πολέμου”, την προσφυγική διασπορά και τον αντιφασιστικό αγώνα. Σταθμοί της αφήγησης, η επίθεση του Ρόμελ και η αναγκαστική προσφυγιά των πληθυσμών της Μέσης Ανατολής στην Ιερουσαλήμ, το καλοκαίρι του 1942 (Λέσχη), τα γεγονότα της διάλυσης της Β΄ Ταξιαρχίας των ενόπλων δυνάμεων τον Ιούλιο του 1943 (Αριάγνη), και το κίνημα του Απρίλη του 1944 (Νυχτερίδα). Ο συγγραφέας συντάσσει μια λογοτεχνική μαρτυρία με στόχο την αποκατάσταση της αντίστασης στη Μέση Ανατολή αλλά και την παράλληλη ανάδειξη των “κομμένων κεφαλών”, των προσώπων και των μηχανισμών που συντέλεσαν στην περιθωριοποίηση και στο στιγματισμό των πρωταγωνιστών του Απρίλη του 1944. Ιστορία, έρωτας και πολιτική: ένα τρίγωνο, που ενώνει τα ανθρώπινα πάθη με τους κοινωνικούς αγώνες. Η περιπλάνηση των ηρώων στον καινούριο, κάθε φορά, χώρο των “ακυβέρνητων πολιτειών” φέρνει στο προσκήνιο την οπτική γωνία του ξένου, του πρόσφυγα, του εξόριστου, του κυνηγημένου. Ένας μικρόκοσμος, που αποτυπώνει όλη την παθολογία του πολέμου: το φόβο του θανάτου και την αγωνία της επιβίωσης, τις ψυχικές αντιστάσεις και το αγωνιστικό φρόνημα, τις ανθρώπινες αδυναμίες, τη συνάντηση και την αναμέτρηση με τον άλλο. Κεντρικός ήρωας της τριλογίας, ο Μάνος Σιμωνίδης ένας τριαντάρης αριστερός διανοούμενος που έρχεται μετά το αλβανικό μέτωπο στη Μέση Ανατολή, και συνδέεται με τις παράνομες αντιφασιστικές οργανώσεις. Παντού “περαστικός και ξένος”, θα ακολουθήσει τους δρόμους της καρδιάς και θα βαδίσει πάνω στα ίχνη της μνήμης. Εστιάζοντας το ιστορικό του βλέμμα στις ακυβέρνητες πολιτείες του 20ού αιώνα, ο Τσίρκας δεν μάς προσφέρει μόνο μια τοιχογραφία των ιστορικών περιπετειών που γνώρισε η μεταπολεμική Ελλάδα, αλλά μάς προσφέρει κι ένα σπουδαίο λογοτεχνικό διαβατήριο για να ταξιδέψουμε στο σήμερα. “Γεροσόλυμα, Κάιρο, Αλεξάνδρεια… Μεσ’ στις μεγάλες πολιτείες της Ανατολής τριγυρνάμε, δίνουμε ραντεβού, ξαναχωρίζουμε, κι από πάνω μας το ίδιο φεγγάρι μας κυνηγάει σα να μας μάχεται”. Διάλογο με την Ιστορία χαρακτήρισε ο συγγραφέας το έργο του. Μέσα από τον σχολιασμό της νέας έκδοσης της τριλογίας, που φωτίζει τα ιστορικά δρώμενα, αναδεικνύεται επίσης και ο διάλογος του συγγραφέα με τη μεγάλη λογοτεχνική ευρωπαϊκή παράδοση και τον μοντερνισμό.

17.25

Ελληνική λογοτεχνία

Η μόνη κληρονομιά

Γιώργος Ιωάννου

Τα κείμενα της Μόνης κληρονομιάς αποκλίνουν πιο πολύ προς το διήγημα παρά προς το «πεζογράφημα», όπως το εννοεί και το γράφει ο Γιώργος Ιωάννου, που θεωρείται και ο εισηγητής του στη λογοτεχνία μας.

Τα διηγήματα της Μόνης κληρονομιάς, γραμμένα στην Αθήνα το 1972 και το 1973, αντανακλούν την περίοδο προσαρμογής του Θεσσαλονικιού συγγραφέα στη ζωή της πρωτεύουσας, στην οποία εγκαταστάθηκε μόνιμα από τα τέλη του 1971. Οι ιστορίες του Γιώργου Ιωάννου μπορεί να μιλούν για τα άφθονα βάσανα και τις λιγοστές χαρές της ζωής – της νεοελληνικής ζωής μάλιστα –, αλλά κατά βάθος προβάλλουν την πρωταρχικότητά της και τη βεβαιότητα ότι της αξίζει κάθε υπομονή, κάθε αγώνας και κάθε ελπίδα.

Τα δεκαεφτά κείμενα της Μόνης κληρονομιάς κυκλοφόρησαν στις αρχές του 1974 – δηλαδή τους τελευταίους μήνες της δικτατορίας –, γι’ αυτό υπάρχουν στο βιβλίο υπαινιγμοί για την πολιτική κατάσταση, καθώς και η εναντίωση στο καθεστώς της εποχής.

12.00

Ελληνική λογοτεχνία

Επιτάφιος θρήνος

Γιώργος Ιωάννου

Τα δεκατρία πεζογραφήματα του Επιτάφιου θρήνου γράφτηκαν από τον Γιώργο Ιωάννου στην Αθήνα. Το ομώνυμο πεζογράφημα, που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο, είναι ένα κείμενο που αγαπήθηκε πολύ – περιέχει όχι μόνο το ύφος και το ήθος, αλλά και την εξέλιξη της γραφής του Ιωάννου. Όλα μαζί αποτελούν ένα σφιχτοδεμένο σύνολο, με έξοχη γλώσσα και χαρακτήρες που μένουν για πάντα χαραγμένοι στο μυαλό και στην καρδιά μας.

12.50

Ξένη λογοτεχνία

Στο χακί

Φίλιπ Κερ

Κούβα 1954
«Δεν δουλεύει κανείς για τους εχθρούς του, εκτός κι αν έχει ελάχιστες εναλλακτικές ή καμία απολύτως», υποστηρίζει ο Μπέρνι Γκούντερ. Είμαστε στα 1954 και ο Μπέρνι βρίσκεται στην Κούβα. Επειδή θέλει να αποφύγει άλλη μία από τις ριψοκίνδυνες αποστολές που του αναθέτει ο Μάγιερ Λάνσκι, αποφασίζει να φύγει από το νησί με ένα σκάφος και συντροφιά μια γυναίκα. Το Αμερικανικό Ναυτικό όμως, σε μια περιπολία, ανακαλύπτει την ταυτότητά του και ο Μπέρνι καταλήγει σε ένα μέρος που του είναι γνώριμο – ένα κελί φυλακής. Ύστερα από εξαντλητικές ανακρίσεις τον φυλακίζουν στη Νέα Υόρκη και έπειτα τον στέλνουν πίσω στο Βερολίνο, πάλι σε ένα κελί, κάνοντάς του την πρόταση: Δούλεψε για τη γαλλική αντικατασκοπεία ή σε κρεμάμε για φόνο.
Η νέα αποστολή είναι απλή: θα συναντήσει τους αιχμαλώτους που επιστρέφουν στη Γερμανία προκειμένου να εντοπίσει ανάμεσά τους έναν Γάλλο εγκληματία πολέμου ο οποίος ανήκε στα γαλλικά Ες Ες και παριστάνει πως είναι Γερμανός αξιωματικός της Βέρμαχτ. Οι Γάλλοι θέλουν πάση θυσία να βρουν τα ίχνη του και να τον συλλάβουν. Όμως το παρελθόν του Μπέρνι ως αιχμαλώτου στη Ρωσία θα τον στοιχειώσει – με τρόπο που δεν θα μπορούσε ποτέ να προβλέψει.
Το μυθιστόρημα “Στο χακί” διαδραματίζεται στην Κούβα, σε ένα ρωσικό στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου, στο Παρίσι και στο Βερολίνο και καλύπτει χρονικά την περίοδο από το 1930 έως το 1950. Μια περιπέτεια με καταιγιστική δράση. Ένα εξαιρετικό θρίλερ για τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, από τον Φίλιπ Κερ στις καλύτερες στιγμές του. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

«Συναρπαστικό και προκλητικό ταυτόχρονα». (The Times of London)

19.50

Ελληνική λογοτεχνία

Ομόνοια 1980

Γιώργος Ιωάννου

Ένα άλμπουμ με φωτογραφίες του Ανδρέα Μπέλια από τη σημερινή Ομόνοια, μαζί με ένα εκτενές κείμενο του Γιώργου Ιωάννου. Η κίνηση της θρυλικής πλατείας και τα βαθύτερα κίνητρά της. Η τολμηρή περιγραφή και ανατομία της κοινωνίας των προσώπων που συχνάζουν εκεί. Ντοκουμέντο εποχής και συνάμα ενθύμιο. Πιο ανθρώπινο κοίταγμα προσώπων, πράξεων και σχέσεων που πολύ εύκολα καταδικάζουμε. Μνήμες και γνώμες για πράγματα, πρόσωπα και ανθρώπινες καταστάσεις.

11.16

Ελληνική λογοτεχνία

Η χαμένη άνοιξη

Στρατής Τσίρκας

Ιούλιος 1965. Ο Αντρέας, δεκαοχτώ χρόνια πολιτικός πρόσφυγας, επιστρέφει επιτέλους στην πατρίδα: “Όλα μου φαίνονται σαν παραμύθι… Αθήνα, η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου”. Η “Αθηναϊκή Άνοιξη”. Οι Τέχνες, τα Γράμματα έχουν ανθίσει ύστερα από τα μετεμφυλιακά χρόνια. Μια νεολαία με μεγάλα όνειρα πρωτοστατεί στους αγώνες για την παιδεία, τη δημοκρατία. Ανάμεσά τους η όμορφη, φλογερή αγωνίστρια Ματθίλδη, με την κριτική ματιά της νέας γενιάς. Στον ίδιο τόπο, η ερωτική Φλώρα μοιράζεται τον έκλυτο βίο ενός άλλου κόσμου, μιας παρέας Αμερικανών και άλλων ξένων όπως αυτή.

Τα τρία αυτά πρόσωπα υφαίνουν τον ερωτικό μύθο. Γύρω τους όμως εξυφαίνεται το δίχτυ της εθνικής προδοσίας: ξένοι πράκτορες, μυστικές υπηρεσίες, πολιτικοί μηχανορραφούν. Η Ιστορία εισβάλλει στις σχέσεις των ανθρώπων, τα ράζει τις συνειδήσεις. Τα γεγονότα καλπάζουν. Αποστασία. Πλήθη οργισμένα πλημμυρίζουν κάθε μέρα τους δρόμους. Σωτήρης Πέτρουλας, ο πρώτος νεκρός: “αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά”. Ένας λαός με το ηρωικό και πένθιμο τραγούδι του ορκίζεται στο όνομα της ελευθερίας, έτοιμος να σηκώσει πάλι τις σισύφειες πέτρες.

“Πάνω από τη χαμένη Άνοιξη μετεωριζόταν τώρα ο γύπας του πραξικοπήματος, έτοιμος να ριχτεί και να σπαράξει τον τόπο.”

Με τον υπέρτιτλο “Δίσεχτα χρόνια” ο Τσίρκας υποσχόταν μια νέα τριλογία στο πρότυπο των “Ακυβέρνητων πολιτειών”, που θα κάλυπτε ιστορικά και την περίοδο της δικτατορίας. “Η χαμένη άνοιξη”, όμως, που θα ήταν ο πρώτος τόμος, έμελλε να είναι και το κύκνειο άσμα του συγγραφέα. Σε όλες τις ανατυπώσεις μετά το θάνατό του διατηρήθηκε αυτός ο υπέρτιτλος όχι μόνο για να μην αλλοιωθεί αυθαίρετα η ταυτότητα του έργου, αλλά και γιατί αυτή η διάταξη του εξωφύλλου σηματοδοτεί την ιδεατή προέκταση των γνωστών γεγονότων. Δηλαδή, το φιλόδοξο σχέδιο του συγγραφέα, ύστερα από την περιπέτεια της Μέσης Ανατολής, να ιστορήσει πάλι με τα μέσα της τέχνης τη ζοφερή ελλαδική εμπειρία που βίωσε επίσης οδυνηρά.

14.20

Βαγγέλης Ραπτόπουλος

Κάποτε, πριν από χρόνια, ο Κ. είχε σκύψει σε ένα πηγάδι μαζί με μια γυναίκα. Τα δύο πρόσωπά τους σάλεψαν, μια στιγμή, πάνω στα σκοτεινά νερά, γυαλιστερά, τρεμάμενα, το ένα κολλητά στο άλλο. Κι αμέσως ο Κ. ένιωσε ότι αγαπούσε αυτή τη γυναίκα.

Μια φορά ένας πασάς κάλεσε έναν φτωχό να του κάνει το τραπέζι. Έβαλε μπροστά του ένα πιάτο ελιές κι ένα πιάτο μαύρο χαβιάρι. Ο φτωχός ούτε στράφηκε να δει τις ελιές, έπεσε με τα μούτρα στο χαβιάρι. «Φάε κι ελιές, κουμπάρε», του λέει ο πασάς. «Καλό είναι και το χαβιάρι, πασά εφέντη μου», απάντησε, μασουλώντας πάντα, ο φτωχός.

Στην Κίνα ο Κ. είχε δει μια ζωγραφιά ανείπωτης αβρότητας, με τον τίτλο: «Η καμπάνα του δειλινού που χτυπάει σε μακρινό ναό». Δεν έβλεπες ούτε ναό ούτε καμπάνα. Μόνο ένα ήρεμο τοπίο, ελαφρά χρυσαφένιο, σκεπασμένο με γαλάζιο αέρα.

Όταν σε σκεφτούν οι κάμπιες, Θεέ μου, γίνονται πεταλούδες!

*

Μια περιπλάνηση στο σύμπαν του Νίκου Καζαντζάκη, ένα μωσαϊκό από 259 αλληγορίες σπαρμένες σε ολόκληρο το έργο του: στα μυθιστορήματα, στα ταξιδιωτικά, ακόμη και στην αλληλογραφία του.

Το απόσταγμα της σοφίας του κορυφαίου συγγραφέα, αντλημένο από τους μοναχούς του Αγίου Όρους, την εβραϊκή παράδοση, το Ταό, το ζεν, την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, τον λαό της Κρήτης, την Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, αλλά και από την παγκόσμια Ιστορία.

*

Το αχανές έργο του δημιουργού του Ζορμπά βρίθει από σύντομες αλληγορίες, συμβολικά διηγηματάκια, μικροϊστορίες μισής σελίδας που πηγάζουν και συνίστανται από ιδέες. Μυστικιστικές παραβολές, πες. […]

Μέσα στα μεγάλα κομμάτια από περίφημο πεντελικό μάρμαρο που είναι το έργο του Καζαντζάκη, όποτε έβλεπα ένα φυλακισμένο μικρό άγαλμα πάλευα, όπως οι γλύπτες, να το απελευθερώσω.

Από τον πρόλογο του συγγραφέα

18.80

Ποίηση

Υπερώον

Γιάννης Ρίτσος

Η ποιητική συλλογή Υπερώον γράφτηκε στην Αθήνα, απ’ την 1 του Μάρτη ως τις 21 του ίδιου μήνα. Η Β’ γραφή των ποιημάτων έγινε πάλι στην Αθήνα, απ’ τις 6-29 του Απρίλη και στον Κάλαμο απ’ τις 30 του Απρίλη ως την 1 του Μάη 1985.

ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Υπερώον. Μια ανέκδοτη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου. Μία απ’ τις πολλές, σχεδόν πενήντα, που άφησε πίσω, μετά το θάνατό του, ολοκληρωμένες, έτοιμες για έκδοση. Ορισμένες από αυτές εκδόθηκαν αμέσως μετά στον τόμο Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα και κάποιες άλλες συμπεριλήφθηκαν αργότερα στους τόμους Ποιήματα που ακολούθησαν, με καθαρά χρονολογικά κριτήρια.

Στο διάστημα που προηγήθηκε, μετά την ανακοίνωση αυτής της έκδοσης, δέχτηκα διάφορα ερωτήματα σχετικά. Δύο είναι τα κυρίαρχα: Γιατί αυτή η συλλογή – ή και πολλές άλλες – δεν είχε εκδοθεί στη διάρκεια της ζωής του Ρίτσου; Γιατί η αυτόνομη έκδοση αυτής της συγκεκριμένης συλλογής τώρα;

Είναι γνωστό – ή τουλάχιστον εγώ το έχω ξαναπεί – πως ο Γιάννης Ρίτσος θεωρούσε την ποίηση τόσο απαραίτητη για την ύπαρξή του, όσο και την αναπνοή του. Έγραφε λοιπόν καθημερινά, ώρες πολλές, κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μια τεράστια ποιητική παραγωγή. Τρεις και τέσσερις και πέντε ή και περισσότερες ποιητικές συλλογές μέσα σ’ ένα χρόνο είναι λογικό πως για λόγους πρακτικούς δεν θα μπορούσαν να εκδοθούν στη διάρκεια του έτους γραφής τους. Ούτε οι εκδότες του μα ούτε και το αναγνωστικό κοινό θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν μια τέτοια παραγωγή. Αναγκαστικά λοιπόν έπρεπε να επιλέξει τι θα εκδοθεί και τι όχι.

Οι επιλογές του δεν είχαν χαρακτήρα «αυτολογοκρισίας», όπως έχω ακούσει να λέγεται, αλλά εξαρτιόνταν από τη διάθεσή του την εκάστοτε περίοδο και από τη συγκυρία.

Η συλλογή Υπερώον, γραμμένη στα μέσα της δεκαετίας του 1980, αποτελείται από ποιήματα αυτοβιογραφικά, που ταυτόχρονα αντανακλούν το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν. Εποχή κρίσης ηθικής τα χρόνια εκείνα, δεν μπορεί παρά να έχει συνάφεια με την κρίση την οικονομική που βιώνουμε ως συνέπεια και του ηθικού εκείνου ελλείμματος που, ανάμεσα σε άλλα, προετοίμασε το έδαφος για το σήμερα. Τα ποιήματα αυτά είναι, νομίζω, με τον τρόπο τους επίκαιρα, και για τούτο θεώρησα πως θα άξιζε να αποδοθούν στο κοινό σε μια αυτόνομη έκδοση.
Έρη Ρίτσου

 

10.95

Ελληνική λογοτεχνία

Το show είναι των Ελλήνων

Μένης Κουμανταρέας

Τι μπορεί να είπαν ο Κ.Π. Καβάφης με τον Δημήτρη Μητρόπουλο τη μία και μοναδική φορά που συναντήθηκαν και ποια ήταν η αφορμή;
Τι σχέση μπορεί να είχε το κιμονό της Μπατερφλάυ με τον δικτάτορα Μεταξά και τα κανόνια του πολέμου;
Πώς, που και πότε ο Τσώρτσιλ φύσηξε τον καπνό του πούρου του στα μούτρα του σύντροφου Σιάντου και ποιες ήταν οι συνέπειες;
Τρεις συναντήσεις στις κουίντες της Ιστορίας με πρωταγωνιστές που σφράγισαν τον νεοελληνικό μας βίο.
Ο τίτλος της τρίτης νουβέλας και τίτλος όλου του βιβλίου είναι φράση του Ουίνστον Τσώρτσιλ στον Ουκρανό φωτογράφο Κέσσελ, στη διάρκεια της ιστορικής σύσκεψης στις 26 του Κόκκινου Δεκέμβρη το ’44, όπου η τύχη της μεταπολεμικής Ελλάδας παιζόταν κορόνα-γράμματα.
Η μεσαία νουβέλα, “Ο κύριος Μπατερφλάυ”, αφορά μια άλλη παράσταση, ιταλικής όπερας αυτή τη φορά, με καλεσμένο τον υιό Πουτσίνι τρεις μόλις μέρες πριν από την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Η “Μπατερφλάυ του πολέμου”, όπως έγινε γνωστή, και μέχρι πρότινος ακόμα υπήρχαν επιζώντες.
Τέλος, η εναρκτήρια νουβέλα “Μια μέρα απ’ τη ζωή τους”, αφορά τη μοναδική φορά που ο Κωνσταντίνος Καβάφης συναντά τον Δημήτρη Μητρόπουλο τον Οκτώβριο του ’32 σε γνωστό αθηναϊκό σπίτι και ακούει τον μουσικό να παίζει στο πιάνο και να τραγουδά ποιήματά του.

Βεβαίως δεν πρόκειται για ιστορικό ή πολιτικό βιβλίο. Η φαντασία έχει το πάνω χέρι και επεμβαίνει στην πραγματικότητα χωρίς να την αλλοιώνει.

6.00

Ξένη λογοτεχνία

Το κιβώτιο

Άρης Αλεξάνδρου

Το Κιβώτιο, έργο φαντασίας, εξαιρετικά ευανάγνωστο και συναρπαστικό σε όλα τα κεφάλαια του, είναι κλασικό θα λέγαμε μυθιστόρημα, που όμως ξεχωρίζει αισθητά για τις συνεχείς παρεκβάσεις του από τα καθιερωμένα είδη, τα οποία γνωρίζει και σέβεται.

Σε πρώτο στρώμα φαίνεται να περιγράφει την επικίνδυνη περιπέτεια μιας σαρανταμελούς ομάδας επίλεκτων αγωνιστών να μεταφέρουν από την πόλη Α στην πόλη Β ένα κιβώτιο αγνώστων στοιχείων, από το περιεχόμενο του οποίου θα κριθεί η έκβαση της αποστολής. Το κιβώτιο φτάνει στο προορισμό του με μοναδικό επιζώντα τον ανώνυμο αφηγητή που είναι και ο μοναδικός μάρτυρας διεκπεραίωσης της επιχείρησης. Συνεπώς τίθεται από την αρχή θέμα της αξιοπιστίας του, που δεν τη προστατεύει το πλούσιο αγωνιστικό του παρελθόν. Έτσι υποχρεώνεται να απολογείται με επιστολές του απέναντι σε έναν ανακριτή που τον βλέπει μια φορά, και ο οποίος τελικά παραμένει άγνωστος και αγνώστων προθέσεων. Η κρίσιμη και αποφασιστική για το σύστημα «αλήθεια» παραμένει αίνιγμα και ο παραλήπτης της αλήθειας απροσδιόριστος.

Ωστόσο, η υπόθεση είναι πειστική, είναι αληθοφανής και το ενδιαφέρον της συνεχώς αυξάνει. Τα γεγονότα συμβαίνουν απέναντι σε μια υπαρκτή κατάσταση που παρουσιάζει τα συμπτώματα ενός αμείλικτου μηχανισμού, με τις δυνάμεις του σε πλήρη ετοιμότητα, συντηρώντας τις ασθένειες  του στην πιο αποτρόπαιη μορφή.

Γι’ αυτό, διαβάζοντας το έργο από μία ουσιαστική γωνία μπορείς να πεις ότι στο μυθιστορηματικό του σύμπαν συγκεντρώνεται ένας αντιπροσωπευτικός κόσμος ανθρώπων και καταστάσεων μιας κυνικά αυτορρυθμιζόμενης πολιτείας, όπου τα επισφαλή κίνητρα των οπαδών της κρύβονται με επιμέλεια πίσω από τη μονάδα αφοσίωσης και της υστεροβουλίας, ενώ καταγράφεται η κυρίαρχη νοοτροπία, σιωπηρά υποταγμένη στον πολιτικό αμοραλισμό, οποίος από ένα πρόταγμα ελευθερίας  – με διαδοχικές πράξεις – καταλήγει στην αναίρεση της. Και το μήνυμα του έργου, θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης; Ο συγγραφέας αρνείται να εφεύρει μια και μοναδική απάντηση για την ανθρώπινη μοίρα.

16.23

Ελληνική λογοτεχνία

Το χρονικό των τριών ημερών

Κωστούλα Μητροπούλου

Εδώ ληξιαρχείο. Καταγραφή ονομάτων. Με τη σειρά ή ανάκατα. Άτσαλα. Εδώ σταθμός, εδώ σταθμός. Πάγκοι παλιοί, ξύλινοι. Στη σειρά, περιμένουν. Συγγενείς και φίλοι. Πιο πολύ, μένουν. Όχι περιμένουν. Μένουν. Απλά. Σαν να ‘ναι μια σειρά από σπασμένα ενθύμια. Πολύ παλιά και πολύ σπασμένα. Στα δύο. Στα οχτώ. Στα δεκάξι. Παλιά ενθύμια για να διαγωνίζεται η μνήμη. Και μια φωτογραφία με ήλιο.

«Ο γιος μου», λέει με περηφάνια. Σταθερά και με περηφάνια. Περσινή. Πού θα πεί «φανταστείτε τον εφέτος». Δυο μέτρα. Ξανθός. Γαλανός. Τραγουδούσε. «Έχεις φωνή», του ‘λεγαν. Αυτός γελούσε. «Εγώ θα χτίζω πόλεις», έλεγε. Τώρα εκτεθειμένος μπροστά στους ξύλινους παλιούς πάγκους. Στο ληξιαρχείο. Τμήμα θανάτων. Εκτεθειμένος. «Χαράλαμπος Ευλαμπίδης». Τραγουδούσε. Το ληξιαρχείο είναι σκοτεινό. Τα ξανθά του μαλλιά φαίνονται μαύρα. Τα γαλάζια του μάτια δεν φαίνονται καθόλου. ‘Άσπρα. «Είναι ο γιος μου», ξαναλέει η γυναίκα με τα μαύρα. Περσινή φωτογραφία. Ήρεμα και περήφανα. «Μπάμπη τον φώναζαν. Πρώτος στο τραγούδι. Στη Σχολή είχε μπει τρίτος. Έχτιζε πολιτείες στο μυαλό του. Δυο μέτρα ήταν. Ο γιος μου. Κοιτάξτε».

10.14

Fiction/Μυστηρίου

Το ένα από το άλλο

Φίλιπ Κερ

Μόναχο, 1949.
Στην πόλη επικρατεί χάος. Εγκληματίες πολέμου το σκάνε, βρώμικες συμφωνίες κλείνονται και μαχαιριές πέφτουν πισώπλατα.
Η πόλη έχει πολύ ψωμί για έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ: να καθαρίζει το ναζιστικό παρελθόν ευκατάστατων πολιτών, να διευκολύνει τη φυγή κάποιων στο εξωτερικό, να διευθετεί αξιώσεις για κλοπιμαία.
Είναι δουλειές που αηδιάζουν τον Μπέρνι Γκούντερ, αλλά γεμίζουν το άδειο πορτοφόλι του.
Κάποια στιγμή μια γυναίκα ζητάει τη βοήθειά του.
Ο άντρας της έχει εξαφανιστεί.
Πρόκειται για τον σαδιστή πρώην διοικητή ενός από τα πιο φρικτά στρατόπεδα εργασίας στην Πολωνία.
Δεν θέλει να τον βρει, θέλει απλώς να βεβαιωθεί ότι είναι νεκρός. Φαίνεται αρκετά απλή υπόθεση και ο Γκούντερ την αναλαμβάνει. Στην πορεία συνειδητοποιεί ότι έχει μπλέξει πολύ άσχημα και αντιμετωπίζει εχθρούς από κάθε πλευρά.
Στην ηττημένη και διχασμένη Γερμανία, είναι πολύ δύσκολο να ξέρεις ποιον μπορείς να εμπιστευτείς.

15.93