Βλέπετε 61–75 από 88 αποτελέσματα

Άγρα

Μάτση Χατζηλαζάρου

Το 1946-1947 η Μάτση Χατζηλαζάρου βρίσκεται στο Παρίσι. Έφυγε με το θρυλικό πλοίο “Ματαρόα” τον Δεκέμβριο του 1945, μαζί με την αφρόκρεμα νέων καλλιτεχνών, συγγραφέων, στοχαστών και επιστημόνων, με υποτροφία του γαλλικού κράτους. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, με τον οποίο έζησε παντρεμένη μέχρι το 1943, την έχει εφοδιάσει με συστατικές επιστολές για να συναντήσει Γάλλους υπερρεαλιστές και ψυχαναλυτές. Και η Μάτση του γράφει γι’ αυτές τις συναντήσεις, για τις εμπειρίες της και για τις εντυπώσεις της από το Παρίσι, πού ανασυντάσσεται μετά τον πόλεμο.

“Καθώς η ζωή και το έργο της Μάτσης Χατζηλαζάρου, της πρώτης Ελληνίδας υπερρεαλίστριας, είναι άμεσα συνδεδεμένα, αφού η Μάτση έζησε με τρόπο ποιητικό και έγραψε ποίηση με τρόπο βιωματικό, το υλικό πού σχολιασμένο δημοσιεύεται στη συνέχεια μπορεί να διαβαστεί με ποικίλους τρόπους: ως αυθεντικές ψηφίδες πού ανασυνθέτουν το κλίμα και την ατμόσφαιρα μιας ενδιαφέρουσας και κρίσιμης πνευματικής εποχής, ως τεκμήρια μιας βαθιάς προσωπικής και πνευματικής σχέσης, ως υποστηρικτικό υλικό για την κατανόηση του έργου της ποιήτριας, ως τα τεκταινόμενα της ζωής και του έργου της, ως κείμενα με σχόλια ποιητικής, ως ανεξάρτητες κειμενικές μονάδες πού εμπεριέχουν αφ’ εαυτού τους λογοτεχνική αξία. Πρόκειται, επομένως, για μια διπλή επίσκεψη: σε μια ποιήτρια, άλλα και σε μία εποχή”.

Οι ανέκδοτες μέχρι σήμερα επιστολές της Μάτσης συνοδεύονται από 4 εξαιρετικά, άγνωστα ποιητικά γραπτά της και 3 γαλλικά ποιήματα του Ανδρέα Εμπειρίκου της ίδιας περιόδου, καθώς και από πλούσιο ακυκλοφόρητο φωτογραφικό υλικό, όπου το ζευγάρι αλληλοφωτογραφίζεται το 1940 και το 1945.

15.50

Ξένη λογοτεχνία

Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος

Πρίμο Λέβι

Στις 22 Φεβρουαρίου 1944, 650 άνθρωποι στάλθηκαν στο Άουσβιτς στοιβαγμένοι σε δώδεκα τρένα για εμπορεύματα. Μόνο ο Πρίμο Λέβι και δύο άλλοι επέζησαν, έπειτα από παραμονή ενός έτους, πριν την απελευθέρωσή τους από τον ρωσικό στρατό τον Ιανουάριο του 1945. Στο στρατόπεδο ο Λέβι παρατηρεί τα πάντα, θα θυμηθεί τα πάντα, θα αφηγηθεί τα πάντα: το στρίμωγμα στους κοιτώνες τους συντρόφους που ανακάλυπταν το πρωί νεκρούς από την πείνα και το κρύο τους εξευτελισμούς και την καθημερινή εργασία, κάτω απ’ τα χτυπήματα των «Κάπος» τις περιοδικές «επιλογές» όπου ξεχώριζαν τους αρρώστους από τους υγιείς, για να τους στείλουν στο θάνατο τους απαγχονισμούς για παραδειγματισμό τα τρένα γεμάτα Εβραίους και τσιγγάνους, που οδηγούνταν με την άφιξή τους στα κρεματόρια…

Κι όμως, στην αφήγηση αυτή κυριαρχεί η πλέον εντυπωσιακή αξιοπρέπεια καμία εκδήλωση μίσους, καμία υπερβολή, καμία εκμετάλλευση των προσωπικών ταλαιπωριών, αλλά ένας ηθικός προβληματισμός πάνω στον πόνο, εξυψωμένος από ένα όραμα ζωής.

Το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, γραμμένο το 1947, θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας με θέμα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μα και μία από τις πλέον συγκλονιστικές μαρτυρίες των καιρών μας. Στην Ιταλία από τη δεκαετία του ’60 διδάσκεται στα σχολεία.

16.45

Τζον Μακ Γκρέγκορ

“…και όλα τα αρχεία του κόσμου να είχε στη διάθεσή του, δεν θα τον βοηθούσαν σε τίποτα εάν δεν ήξερε ποιον ή τι θα αναζητούσε, ή έστω πού έπρεπε να ψάξει…”

Ο Ντέηβιντ είναι έφορος σε μουσείο στο Κόβεντρυ. Από παιδί έχει τη συνήθεια να συλλέγει κάθε λογής αντικείμενα για να συγκρατεί το παρελθόν. Το μεγάλο όνειρο του Ντέηβιντ είναι να διευθύνει κάποτε το δικό του μουσείο. Προηγουμένως χρειάζεται όμως να βάλει σε τάξη τη δική του ιστορία. Ξάφνου όμως, από τη μια μέρα στην άλλη, όλα του τα στηρίγματα καταρρέουν. Μαθαίνει πως δεν είναι γιος των γονιών του. Έτσι, αφιερώνει όλη του τη ζωή αναζητώντας τη μητέρα του, από το χάος που βασίλευε στο Λονδίνο γύρω στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ως την Ιρλανδία της νέας χιλιετίας. Ο γάμος του σχεδόν διαλύεται όσο ο ίδιος βυθίζεται όλο και περισσότερο στην απεγνωσμένη αναζήτηση της πραγματικής του μητέρας, ενώ η σύζυγός του Έληνορ ταλανίζεται εξίσου από κατάθλιψη και οικογενειακά προβλήματα – η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και η υιοθεσία, η κατάθλιψη και η άνοια και κυρίως η μνήμη και ο καταλυτικός της ρόλος στη ζωή μας. Κοινή η ανάγκη τους για συναισθηματική ασφάλεια, κοινή και η αδυναμία τους να συγχωρούν. Τίποτε δε μένει αλώβητο στο πέρασμα του χρόνου· κάθε μέρα που ξημερώνει ζητά μια νέα αρχή. Συνηθισμένα πράγματα, καθημερινά· που όμως ο λυρισμός και η συναισθηματική σοφία του ΜακΓκρέγκορ τα απογειώνουν. Όλα αυτά με φόντο το Κόβεντρυ, τον μικρόκοσμο της σύγχρονης Αγγλίας, με τις συνεχείς εναλλαγές οικονομικής ύφεσης και ανάκαμψης.

Με το ξεχωριστό ύφος που τον διακρίνει, ο ΜακΓκρέγκορ μάς αφηγείται την ιστορία του Ντέηβιντ, σε ένα συγκινητικό μυθιστόρημα γύρω από τις ανεξάντλητες δυνατότητες που προσφέρονται καθημερινά για μια νέα αρχή.

22.71

Κοινωνιολογία

Ο έρως και το έθνος

Παντελής Μπουκάλας

H αρχαία Eλληνική ποίηση και μυθολογία μας έχουν παραδώσει τον Έρωτα κάλλιστον εν αθανάτοισι θεοίσι και παντοδύναμο. Στον πραγματικό βίο ωστόσο, και παρότι η θρησκεία του έρωτα έχει το μεγαλύτερο και το πιο ενθουσιασμένο ποίμνιο, τα εμπόδια είναι πολλά. Οι πόλεμοι των εθνών, οι στερεοτυπικές αναπαραστάσεις που επεξεργάζεται κάθε λαός για τους άλλους, η κοσμική και η θρησκευτική εξουσία, οι εδραιωμένες προκαταλήψεις, μπορούν να πληγώσουν τα φτερά του Έρωτα. Να μην του επιτρέψουν να υπερβεί τα φράγματα και τα χάσματα.

Στον ανά χείρας τόμο διερευνώνται οι ερωτικές σχέσεις Ελλήνων και Ελληνίδων, έτσι όπως αναδεικνύονται από τα δημοτικά τραγούδια, με αλλοεθνείς, αλλόγλωσσους ή / και αλλόθρησκους, δηλαδή με μαύρους, Βλάχους, Αρβανίτες και Τούρκους. Οι διαφορές ανάμεσα στους Έλληνες και σε άλλους λαούς ή εθνοτικές ομάδες, αλλά και η πυκνή καταναγκαστική συνάφειά τους, δημιούργησαν σχέσεις που καλύπτουν όλη την γκάμα – από την ηδονοθηρία της εκμεταλλευτικής εξουσίας έως τον αυθεντικό πόθο. Η δημοτική ποίηση, απροκατάληπτη και αμερόληπτη, δεν αφήνει ατραγούδιστη καμία εκδοχή. Η διερεύνηση επεκτείνεται και σε άλλες μορφές του λαϊκού λόγου : παροιμίες, παραδόσεις, παραμύθια, επωδές, κατάρες, λέξεις-ύβρεις. Επίσης λαμβάνονται υπόψη και τα δημοτικά τραγούδια των άλλων λαών.

Συνεξετάζεται επιπλέον η στάση της κοσμικής και της θρησκευτικής εξουσίας απέναντι στην πιθανότητα μεικτών γάμων. Για την εθνική ιδεολογία, που επιχειρεί την ομογενοποίηση των αντιλήψεων και των στάσεων, η διαφορά χάνει τη φυσικότητά της, εννοείται σαν κίνδυνος και απειλή και συχνά καταντάει κρίμα, αμαρτία.

Στο νεοελληνικό εθνικό κράτος, όπως και στα περισσότερα εθνικά ευρωπαϊκά κράτη που συγκροτήθηκαν τον 19ο αιώνα, το συλλογικό φαντασιακό αναπαρέστησε τον άλλο επιβαρυμένο από ποικίλα αρνητικά γνωρίσματα, ώστε να διευκολύνει την υποτίμησή του. Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να περιορίσει ή να αποσιωπήσει την ποικιλία του πραγματικού βίου, όπου ο έρωτας είναι πιθανότατο να εκδηλωθεί αδιαφορώντας για τους άρρητους ή και ρητούς κανόνες της εθνικά και θρησκευτικά χρηστής συμπεριφοράς. Η παρρησία του δείχνει ότι έχει τη θέληση και την ικανότητα να αποπαγιδεύεται από τον πεζό δημώδη λόγο, που μοιάζει μονοκόμματος συγκρινόμενος με το πολυφωνικό τραγούδι.

Στον δίδυμο τόμο 4Β’ της σειράς «Πιάνω γραφή να γράψω…», που θα κυκλοφορήσει μέσα στο 2022, διερευνώνται οι ερωτικές σχέσεις των Ελληνίδων και των Ελλήνων με Τσιγγάνους, Βούλγαρους, Εβραίους και
Φράγκους

22.40

Ξένη λογοτεχνία

Led – Πάγος

Καρίλ Φερέ

Το Νορίλσκ ειναι η βορειότερη πόλη της Σιβηρίας και η πλέον μολυσμένη του κόσμου· μια πόλη-εργοστάσιο, μια δαντική Κόλαση, με το διαρκές βόρειο σέλας και τη θερμοκρασία να πέφτει μέχρι και στους μείον 50° Κελσίου. Σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, την επομένη μιας αρκτικής καταιγίδας, στα χαλάσματα μιας στέγης που κατέρρευσε, γίνεται η ανακάλυψη του πτώματος ενός εκτροφέα ταράνδων. Την έρευνα αναλαμβάνει ο Μπορίς, ένας φλεγματικός, εξόριστος αστυνομικός απ’ το Ιρκούτσκ.

Στη χωρίς τοίχους φυλακή της πόλης του Νορίλσκ, ο Μπορίς ανακατεύεται με μια νεολαία που φτύνει αίμα στις στοές των ορυχείων, που εφευρίσκει διάφορους τρόπους για να αποδράσει, να ξεχαστεί, που αγαπάει αψηφώντας κάθε κίνδυνο. Γιατί στο Νορίλσκ βασιλεύει η διαφθορά και όλοι παρακολουθούν ο ένας τον άλλο. Όσο ο κίνδυνος, αδυσώπητος, τους περιτριγυρίζει, ο Μπορίς πεισματώνει, ώσπου να δώσει τη λύση.
Ο Πάγος, Led [Λιότ] στα ρωσικά, είναι μια κατάδυση στο ακραίο, αλά Blade Runner, σκηνικό της Σιβηρίας. Σε αυτό το πολιτικό και οικολογικό μυθιστόρημα, διαφορετικό από τα προηγούμενα πολάρ του, ο Καρύλ Φερέ ντύνει το νουάρ στο αρκτικό λευκό, με πολλούς κεντρικούς χαρακτήρες να υφαίνουν την ιστορία του.

Ο Καρύλ Φερέ, στο αποκορύφωμα της τέχνης του, πραγματοποιεί μια συγγραφική στροφή από την περίφημη Τριλογία της λατινικής Αμερικής.

17.91

Ίρβιν Γιάλομ

Το περιεχόμενο της Θεραπείας του Σοπενάουερ είναι ξανά μια ψυχοθεραπευτική περιπέτεια, η οποία όμως δεν εκτυλίσσεται πια στο κλειστό σύστημα της ατομικής ψυχοθεραπείας. Ο συγγραφέας ξεναγεί εδώ τον αναγνώστη σ’ ένα νέο θεραπευτικό χώρο. Αν στο Όταν έκλαψε ο Νίτσε μάς άνοιγε ένα παράθυρο στην προ-ψυχαναλυτική Βιέννη, αν Στο ντιβάνι μάς παρουσίαζε την κοινότητα της ατομικής ψυχοθεραπείας στην Αμερική, εδώ μας βάζει πίσω από τον μονόδρομο καθρέφτη να παρακολουθήσουμε τον μικρόκοσμο της ομαδικής ψυχοθεραπείας. […]

Ο Γιάλομ διόλου δεν μεταμφιέζει τη διδακτική του πρόθεση στη Θεραπεία του Σοπενάουερ : εδώ έχει συλλάβει και συνθέσει την ιστορία του με στόχο να διδάξει τη θεωρία και τις μεθόδους της ομαδικής ψυχοθεραπείας, αλλά και να συζητήσει τις φιλοσοφικές απαρχές της ψυχαναλυτικής θεωρίας, τη σχέση (και την αντίθεση) μεταξύ φιλοσοφίας και ψυχοθεραπείας, καθώς και ερωτήματα με τα οποία ασχολείται και στα προηγούμενα βιβλία του : Πώς επηρεάζουν τα μείζονα υπαρξιακά προβλήματα τις σχέσεις μας και τις αποφάσεις μας, τι είναι ιαματικό μέσα στη θεραπευτική διαδικασία και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του καλού ψυχοθεραπευτή. Στην εξέλιξη της πλοκής – στην οποία το πρόσωπο που αποτελεί το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο τώρα και το χθες είναι ο Φίλιπ Σλέιτ, ένας άνθρωπος με μια βασανισμένη σεξουαλική εμμονή, που πιστεύει ότι γιατρεύτηκε ασπαζόμενος την κοσμοθεωρία του Άρθουρ Σοπενάουερ και διαμορφώνοντας τη ζωή του με βάση εκείνον ως πρότυπο – ο Γιάλομ παρεμβάλλει σύντομα μαθήματα για τη ζωή και το έργο του πεσιμιστή Γερμανού φιλοσόφου (1788-1860).[…]

 

25.74

Θωμάς Κοροβίνης

Όταν πρωτοπάτησα το πόδι μου στην πόλη -και δεν ήμουνα καν είκοσι χρόνων-, είπα “εγώ εδώ γεννήθηκα”. Είπα “κισμέτ”! Η τύχη το ‘φερε -πέρα απ’ τις κατά καιρούς πολυήμερες επισκέψεις μου- να τη ζήσω στα γεμάτα την “αυτοκρατορική περίοδό” μου απ’ το 1987 μέχρι το 1995 ως μόνιμος τότε κάτοικός της, ιχνευτής, καθημερινός περιηγητής, παγανιστής και μύστης, απολαμβάνοντας τα ανεξάντλητα μπερεκέτια της – αποθησαυρίζοντας παράλληλα πλούσιο και σπάνιο πολιτιστικό υλικό που δε θα μου ‘φταναν δέκα ζωές να το αξιολογήσω και να το αξιοποιήσω γόνιμα.

Η Ανατολή πάλι είναι ο τόπος των προγόνων μου, με τραβάει πάντοτε σα να είναι εκείνη το αυθεντικό λίκνο μου, και είναι, ή καλύτερα, όπως γράφω σ’ ένα κείμενο για την εκ πατρός γιαγιά μου, “η μοίρα μας ήταν να ζούμε ανάμεσα σε δυο πατρίδες, το κορμί μας από δώ, η ψυχή μας από κεί”.

Η Θεσσαλονίκη είναι ο τόπος που με διαμόρφωσε, λειτουργεί για την προσωπικότητά μου ως διαρκής πόλος έλξης και απώθησης, και τα δυο αδιαπραγμάτευτα, θανάσιμα. Κάποιοι λόγοι για το τι έχει συμβεί μέσα μου εξηγούνται σε μερικά απ’ τα κείμενα του παρόντος τόμου αφηγημάτων. Αφηγήματα θα τα πω, άλλα είναι ατόφια διηγήματα, άλλα μονογραφίες χαρακτηριστικών προσωπικοτήτων με τις οποίες έχω συνδεθεί ή τις έχω θαυμάσει, κάποια άλλα αναφέρονται σε ιδιαίτερες ατμόσφαιρες που έχω ζήσει ή που έχω “ανθιστεί” στο παρελθόν, τώρα πια χαμένες ανεπιστρεπτί. Το συναξάρι αυτό είναι ένα κομμάτι της προσωπικής μου μυθολογίας.

Ένα νοερό νήμα συνδέει τις δύο πόλεις και τη “δική μου” Ανατολή, καθώς είναι οι δύο πολιτείες που με ορίζουν και με το παρελθόν των οποίων βρίσκομαι σε αδιάπτωτη συνομιλία”.

18.50

Ελληνική λογοτεχνία

Το μαύρο φόρεμα του κόρακα

Θοδωρής Γκόνης

Οι εφτά ιστορίες του βιβλίου ταξιδεύουν στον ίδιο τόπο, τον περιγράφουν αλλά δεν τον κατονομάζουν.

Περιηγούνται στο χώρο της μνήμης καθώς αυτή αρχίζει να εξασθενεί, να χάνεται σχεδόν, και έτσι αναγκάζεται ο αφηγητής τους να χτίζει πάνω στα χαλάσματα και τα συντρίμμια των παλιών πραγματικών γεγονότων, να επινοεί φανταστικές ιστορίες σαν αντιστάθισμα αυτής της απώλειας.

Με τα παλιά υλικά προσπαθεί να φτιάξει νέες ιστορίες, αλλά το ξάφνιασμά του είναι μεγάλο όταν πάνω σε αυτά που έχει επινοήσει σκοντάφτουν όλα εκείνα που έχουν συμβεί και αδυνατεί να τα ξεχωρίσει.

9.90

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Ταξίδι στην Εσπέρια

Νίκανδρος Νούκιος

Στα μέσα του 16ου αιώνα, ένας ταπεινός Έλληνας αντιγραφέας χειρογράφων, ο Νίκανδρος ο Κερκυραίος, ξεκινά για ένα παράξενο, ανάστροφο ταξίδι. Ενώ οι σύγχρονοί του πηγαίνουν προς την Ανατολή η σαλπάρουν για τον Νέο Κόσμο, αυτός πορεύεται προς την Ιταλία, τη Γερμανία και τη Φλάνδρα, την Αγγλία και τη Γαλλία.
Ουμανιστής με κλασική παιδεία, μας παραδίδει την Ευρώπη της Αναγέννησης μέσα από τα λόγια του Στράβωνα και του Ιουλίου Καίσαρα, και σ’ αυτή την Ευρώπη δεν βρίσκουμε ίχνος απ’ ό,τι εμείς θεωρούμε οικείο. Ποτάμια, πόλεις και λαοί με αρχαϊκά ονόματα ανήκουν σε χώρες εξωτικά μεταμορφωμένες, εκεί που η Μεταρρύθμιση είναι στα σπάργανα, εκεί που παρασκευάζεται η κερβεσία, αλλιώς μπίρα, και εκεί που τις γυναίκες τις φιλούν δημόσια στο στόμα.

Η σχέση των τραγικοκωμικών γαμήλιων περιπετειών του Ερρίκου Η’ βασιλιά της Αγγλίας, η συνάντηση με τον Φραγκίσκο Α’  τής Γαλλίας, ο διάσημος Έρασμος και ο Λούθηρος δεν καταφέρνουν ωστόσο να κρύψουν τον καημό του εξόριστου. Στο θέαμα μιας Ευρώπης που σπαράζεται από βίαιους και ασταμάτητους πολέμους, στο νου του Νίκανδρου έρχεται η Μεσόγειος, όπου ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής και ο πειρατής βασιλιάς Μπαρμπαρόσα, οδηγημένοι από τις έριδες ανάμεσα στους πρίγκιπες της Δύσης, πολιορκούν και λεηλατούν την πατρίδα του την Κέρκυρα.
Το Ταξίδι γίνεται έτσι το αφήγημα μιας μελαγχολικής εξερεύνησης σε γη μακρινή, όπου η ικανότητα να μιλάς για τον άλλο γίνεται ζωτική ανάγκη για τη δική σου ύπαρξη, «ραγίζοντας το φίλτρο συνηθειών και προκαθορισμένων κρίσεων, ξεθαμπώνοντας τις διόπτρες», όπως γράφει ο Υβ Ερσάν, διευθυντής σπουδών στο EHESS, στο Επίμετρό του «Τα γυαλιά του Νίκανδρου».

Το Ταξίδι στην Εσπερία πέρασε σχεδόν απαρατήρητο στους αιώνες από τη συγγραφή του, μεταφράζεται όμως στην Ελλάδα για πρώτη φορά ολόκληρο, με την επιμέλεια του Πάολο Οντορίκο, πρώην διευθυντή σπουδών στο EHESS. Ο ιστορικός σχολιασμός και οι σημειώσεις έγιναν από τον Ζοέλ Σναππ, ερευνητή του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Σπουδών της Φλωρεντίας.

19.35

Ξένη λογοτεχνία

Γράμμα στον δικαστή μου

Ζωρζ Σιμενόν

Ένας επαρχιακός γιατρός, που ζει μια συμβατική οικογενειακή ζωή, προβαίνει, μετά την καταδίκη του, σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση στον δικαστή του, χωρίς την αναζήτηση κανενός οίκτου. Γράφει για ό,τι τον οδήγησε στον φόνο, για ένα εκτός ορίων και ελέγχου πάθος ερωτικό. Ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματα  του Σιμενόν, με τη συγκλονιστική ανατομία ενός φόνου.
14.00

Βασίλης Βασιλικός

Εκείνη την εποχή που γύριζα άσκοπα στην Ευρώπη έκπτωτος – το γιατί δεν είναι της ώρας – δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τη φίλη μου τη Ζωή που ζούσε χρόνια εγκαταστημένη στο Παρίσι. Μου ζητούσε να τη βοηθήσω στην επίλυση ενός πολύ λεπτού, όπως μου είπε, γι’ αυτήν προβλήματος. Επρόκειτο, δεν άργησα να το καταλάβω μόλις την επισκέφτηκα στο διαμέρισμά της στο Πασσύ, για το βιβλίο που ήθελε να γράψει με τα απομνημονεύματά της για τη Μεγάλη Φίλη της, τη Μεγάλη Ντίβα, την Divina, όπως την αποκαλούσαν, που είχε πεθάνει σ’ αυτό το ίδιο μελαγχολικό μα ολοζώντανο Παρίσι εννέα χρόνια πριν.

Ο Βασίλης Βασιλικός, μετά από μεγάλο αριθμό βιβλίων, επιστρέφει στο χρονικό, το είδος που τον έκανε διεθνώς γνωστό και που καλλιέργησαν συγγραφείς σαν τον Νόρμαν Μέιλερ και τον Τρούμαν Καπότε. Μόνο που αυτή τη φορά το χρονικό δεν γράφτηκε ποτέ. Η νουβέλα Ντίβα είναι, λοιπόν, η ιστορία μιας ακύρωσης. Αλλά, καμιά φορά, όσα δεν ειπώθηκαν τον καιρό που έπρεπε συμβαίνει να λέγονται με πιο αποκαλυπτικό τρόπο λίγο αργότερα.

13.05

Γιόζεφ Ροτ

“Είμαι ένας πολίτης των ξενοδοχείων. Ένας πατριώτης των ξενοδοχείων”.
“Το ξενοδοχείο, που αγαπώ σαν πατρίδα μου, βρίσκεται σε ένα από τα μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια, και τα βαριά χρυσά γράμματα-αντίκες, με τα οποία είναι γραμμένο το μπανάλ όνομά του (λάμποντας πάνω από τις στέγες των σπιτιών, που ανηφορίζουν μαλακά) είναι στα μάτια μου μεταλλικές σημαίες, υψωμένα μικρά λάβαρα που χαιρετούν αστράφτοντας αντί ν’ ανεμίζουν”.

Τις δεκαετίες 1920 ΚΑΙ 1930 ο Γιόζεφ Ροτ ταξίδεψε πολύ σε μια Ευρώπη σε κρίση, περιπλανώμενος από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο και γράφοντας για τα μέρη από τα οποία περνούσε. Οξυδερκή, νοσταλγικά, γεμάτα περιέργεια και βαθιά παρατηρητικά -συγκεντρωμένα εδώ για πρώτη φορά από τον Άγγλο μεταφραστή του έργου του Ροτ Michael Hofmann- τα άρθρα του ζωγραφίζουν την εικόνα μιας ηπείρου που σπαράζεται από την αδήριτη βία της αλλαγής, γαντζωμένης ταυτόχρονα στην παράδοση.

Από τα τυραννικά γυμνάσια του αλβανικού στρατού, τα ετοιμόρροπα “πηγάδια” της νέας πρωτεύουσας του πετρελαίου στη Γαλικία και τα διαλυμένα παζάρια, τα σπίτια τα κομμένα στα δυο για να γίνουν τα Τίρανα μια μοντέρνα πρωτεύουσα, μέχρι τους ξεχωριστούς, ιδιόμορφους ανθρώπους που συναντά ο Ροτ στα ξενοδοχεία όπου μένει, αυτά τα κείμενα-βινιέτες είναι τρυφερά και μεθυστικά μαζί. Με τη θαυμάσια επιλογή και εισαγωγή του Μάικλ Χόφμαν, αποτελούν λογοτεχνικές καρτ ποστάλ από έναν κόσμο χαμένο, που κατευθυνόταν αμετάκλητα προς έναν παγκόσμιο πόλεμο.

16.11

Ξένη λογοτεχνία

Ο θρύλος του Αγίου Πότη

Γιόζεφ Ροτ

«Η διαθήκη μου». Έτσι ονόμαζε ο Γιόζεφ Ροτ αυτό το τελευταίο του αφήγημα, που προφητεύει ποιητικά, μέσω της θαυμαστής ιστορίας του Παρισινού κλοσάρ, τον ίδιο του το θάνατο, με συγκλονιστική συνέπεια, εύθυμη άνεση και απαράμιλλη στυλιστική δεξιοτεχνία.

Ο Θρύλος του αγίου πότη δημοσιεύτηκε το 1939, τη χρονιά που πέθανε ο συγγραφέας. Σαν τον Αντρέας, τον ήρωα της ιστορίας, ο Ροτ πέθανε από τη μεγάλη κατανάλωση του αλκοόλ στο Παρίσι, αλλά το παρόν αφήγημα δεν αποτελεί αυτοβιογραφική αφήγηση. Είναι ένα κοσμικό θαυμαστό παραμύθι, στο οποίο ο πλάνητας Αντρέας, αφού έχει ζήσει κάτω από τις γέφυρες, γίνεται αποδέκτης μιας σειράς τυχερών γεγονότων που τον οδηγούν ξαφνικά σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο ύπαρξης. Η νουβέλα είναι εξαιρετικά συμπυκνωμένη, αυστηρή, ανατρεπτική και παιγνιώδης ταυτόχρονα, παρ’ όλο το μελαγχολικό θέμα της.

Ο συγγραφέας και πότης Γιόζεφ Ροτ, επειδή το φάσμα του επερχόμενου πολέμου τού στερούσε κάθε διάθεση να ζήσει και να επιζήσει, κατάφερε μ’ αυτό το έργο του να υψώσει εν ζωή ακόμα ένα έξοχο μνημείο αυτοειρωνείας. επιείκειας και καρτερίας.

9.28

Ξένη λογοτεχνία

Hotel Savoy

Γιόζεφ Ροτ

O Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει φτάσει στο τέλος του. Η απέραντη Ρωσία ελευθερώνει τους αιχμαλώτους της, που συγκεντρώνονται (κάθε μέρα και περισσότεροι) στην ανατολική μεθόριο της Ευρώπης. Ο συγγραφέας μας οδηγεί σε μια απ’αυτές τις μικρές πόλεις, που τόσο καλά γνωρίζει, της οποίας το όνομα ο αναγνώστης δεν μαθαίνει. Ο Γκάμπριελ Ντάν, στρατιώτης του αυστριακού στρατού, επιστρέφει από κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σιβηρία: γοητευμένος από το πελώριο Hotel Savoy, πιάνει εκεί δωμάτιο. Ο ιδιοκτήτης του απουσιάζει. Ο νέος άντρας γρήγορα πείθεται πως έχει ανακαλύψει μέσα στους ορόφους του ξενοδοχείου έναν καινούργιο κόσμο. Είναι μάλλον τα πολλά χρόνια του πολέμου και της αιχμαλωσίας που τον έχουν φέρει στο σημείο να βλέπει τα πάντα αλλιώτικα.

Μαζί του ανακαλύπτουμε κι εμείς τη συναρπαστική κρυφή ζωή του ξενοδοχείου, γνωρίζουμε πλάσματα παράξενα, αλλόκοτα, συγκινητικά ή τρομακτικά. Οι πελάτες του είναι άνθρωποι ταραγμένοι, ανήμποροι να βρουν την ηρεμία που λαχταρούν κι έχουν ανάγκη, ονειρεύονται μόνο την ανακούφιση από τις αφόρητες εντάσεις της ζωής τους. Και μαζί με τους ντόπιους περιμένουν κάποιον πλούσιο από την Αμερική, γεννημένο σ’αυτήν την πόλη. Οι φήμες λένε πως δεν θ’ αργήσει να έρθει και να δώσει λύση σε όλα τα προβλήματα. Η κατάσταση εκτονώνεται με τη βία και το χάος.

Το Hotel Savoy, όπου η πολυτέλεια και η χλιδή των πρώτων ορόφων έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη μιζέρια των τελευταίων, είναι ένα ολοφάνερο σύμβολο: «Το Hotel Savoy, με τα εφτά του πατώματα, τον χρυσό του θυρεό και τον πορτιέρη με τη στολή, φαντάζει στα μάτια μου πιο ευρωπαϊκό απ’ όλα τ’ άλλα ξενοδοχεία της Ανατολής. […] Σαν τον κόσμο ήταν αυτό το Hotel Savoy: απ’ έξω έλαμπε, άστραφτε μεγαλόπρεπο με τα εφτά του πατώματα, αλλά στα ψηλά του κρυβόταν η φτώχεια, αυτοί που ζούσαν στους πάνω ορόφους ήταν στην πραγματικότητα χαμηλά, πολύ χαμηλά, θαμμένοι σε αέρινους τάφους· κι οι τάφοι ήταν σε στρώματα πάνω από τα άνετα δωμάτια των καλοφαγωμένων ενοίκων, που κάθονταν κάτω, ήσυχοι και βολεμένοι, δίχως να ενοχλούνται από τα φέρετρα τα στοιβαγμένα στα τελευταία πατώματα.»

12.08

Γιόζεφ Ροτ

Πριν πολλά χρόνια ζούσε στο Τσούχνοβο ένας άντρας ονόματι Μέντελ Σίνγκερ. Ήταν ευλαβικός, θεοσεβούμενος και συνηθισμένος, ένας Εβραίος σαν όλους…»

Έτσι ξεκινά ο Ροτ το μυθιστόρημά του για την απώλεια της πίστης και τα βάσανα του ανθρώπου. Ο σύγχρονος Ιώβ δοκιμάζεται στα γκέτο της τσαρικής Ρωσίας και ύστερα στους ανελέητους δρόμους της Νέας Υόρκης. Ο Μέντελ Σίνγκερ χάνει την οικογένειά του, αρρωσταίνει βαριά και πέφτει θύμα σκληρής μεταχείρισης. Χρειάζεται ένα θαύμα…

Δεν θέλω να κάψω ένα μόνο σπίτι, δεν θέλω να κάψω έναν μόνον άνθρωπο. Θα τα χάσετε, αν σας πω τί είχα κατά νου να κάψω. Θα τα χάσετε και θα πείτε: τρελάθηκε κι ο Μέντελ, σαν την κόρη του. Αλλά σας βεβαιώνω: δεν είμαι τρελός. Τρελός ήμουν. Πάνω από εξήντα χρόνια ήμουν τρελός, σήμερα δεν είμαι.

Πες μας, λοιπόν, τι θέλεις να κάψεις!

Τον Θεό! Θέλω να κάψω τον Θεό!

13.95