Βλέπετε 1–15 από 97 αποτελέσματα

Άγρα

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Μνήμη απειθάρχητη

Νίκος Κούνδουρος

Περιστοιχισμένος από τις σκιές εκείνων που αγάπησε και δεν είναι πια μαζί του (και όσων ζουν, διεκδικούν και αγωνίζονται για αξιοπρέπεια), ο Νίκος Κούνδουρος της πολιτικής ανυπακοής, της γενναιοδωρίας, του πνεύματος και των ταλέντων γράφει ιστορία ένα θησαυρό για να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε το σήμερα.

Ο Νίκος Κούνδουρος καταθέτει τις μνήμες του από την Κατοχή, τα Δεκεμβριανά, την τρίχρονη περιπέτεια στη Μακρόνησο, τη φιλία του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Ελύτη, τον Μίκη Θεοδωράκη κι άλλες προσωπικότητες με τις οποίες συνδέθηκε στη ζωή του, για καθεμία από τις ταινίες που γύρισε -τον Δράκο, τη Μαγική πόλη, τους Παράνομους, τις Μικρές Αφροδίτες, το Μπορντέλο, τον Μπάυρον και τις άλλες. Επίσης, γράφει σε μια ζωηρή αφήγηση για τα χρόνια της εξορίας στο Παρίσι και τις περιπλανήσεις του στην Ευρώπη στα χρόνια της δικτατορίας, για τα αγαπημένα πρόσωπα της οικογένειάς του, τη μάνα του και τ’ αδέλφια του, και για τον γενέθλιο τόπο, τον Άγιο Νικόλαο στο Λασίθι της Κρήτης.

2014, Κρήτη, Άγιος Νικόλαος. Είμαι άραγε σε κάποιο άγνωστο σημείο ή στο τέλος του ταξιδιού; Δεν μπορώ να φτιάξω πια δικές μου ιστορίες και καταφεύγω στα εύκολα. Στο παρελθόν, στην τυμβωρυχία, στο ξέθαμα παλιών τάφων, γοητευμένος από το προσδοκώμενο ξάφνιασμα.

Τίποτα δεν με φοβίζει. Η μνήμη, τρυφερή και οικεία, κάνει να σμίξουν όλα σε μια γιορτή, απρόσιτη στους άλλους, στημένη μόνο για μένα.

Μετρώ την ιστορία του τόπου μου και αφήνω στη μέση μια αφήγηση, και πιάνω μια άλλη που θα την αφήσω κι αυτή στη μέση, σαν τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης – οι τραγουδιστάδες δεν λένε ποτέ τον τελευταίο στίχο γιατί ό,τι τελειώνει έχει πεθάνει.

Είμαι ό,τι έχω ξεχάσει. Άραγε ό,τι ήταν να γίνει έγινε; Τα πολλά έχουν κιόλας γίνει και τα λίγα με περιμένουν.

Μέσα σε μια μνήμη απειθάρχητη -πώς αλλιώς δηλαδή να είναι οι μνήμες;- έχουν φωλιάσει χρόνια τώρα καμώματα που ο χρόνος επιμένει να τα κρατάει στην άκρη του μυαλού. Θυμάμαι μικρές ιστορίες, τόσο μικρές που τώρα μού φαίνονται σαν παιχνίδια που τα σπρώχνω στην άκρη, γιατί άλλα παιχνίδια πιο σοβαρά ζητάνε χώρο για να επιζήσουν.

15.01

Ξένη λογοτεχνία

Το πόδι της Φουμικό

Τζουνίτσιρο Τανιζάκι

Πολύ σύντομα μου γεννήθηκε η υποψία ότι το « βλέμμα » του έκρυβε κάποιο μυστικό και ότι αυτή η πόζα περιείχε κάτι που αιχμαλώτιζε την ψυχή του συνταξιούχου με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Μια οποιαδήποτε άλλη συνηθισμένη πόζα δεν θα επέτρεπε να φανερωθεί το συγκεκριμένο μέρος του κορμιού, και εννοώ τη στάση των γυμνών ποδιών ιδωμένων κάτω από το άνοιγμα του κίμονο, την καμπύλη γραμμή που έφτανε μέχρι τα νύχια των δαχτύλων. Καθώς ήμουν ήδη από την παιδική μου ηλικία ιδιαιτέρως επιρρεπής στη γοητεία των αρμονικών γυναικείων ποδιών, είχα υπνωτιστεί από την τέλεια καμπύλη των ποδιών της Ο-Φούμι. Οι γάμπες της, λεπτεπίλεπτες και αισθησιακές, ήταν λες και είχαν σμιλευτεί προσεκτικά σε λευκό ξύλο, το περίγραμμά τους, καθώς κατηφόριζε προς τους αστραγάλους, γινόταν όλο και πιο φίνο, καταλήγοντας με μία μαλακή κλίση στην καμάρα του πέλματος, ενώ στο τέλος αυτής της καμπύλης παρατάσσονταν το ένα μετά το άλλο τα δάχτυλα από το μικρό μέχρι το πιο μεγάλο σε μία σειρά, και αυτή η ευθυγράμμιση μου φαινόταν πολύ πιο όμορφη ακόμα κι απ’ το πρόσωπο της Ο-Φούμι. Ο Ουνοκίτσι , φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, αφηγείται τη συνάντησή του με τον συνταξιούχο Τσουκακόσι και τη μαιτρέσσα του Φουμίκο. Ο γέρος έμπορος, παθιασμένος με την ομορφιά του ποδιού της ερωμένης του, αναθέτει στον νεαρό ζωγράφο να αποδώσει δυτικότροπα τη Φουμίκο, κατά τον τρόπο όμως μιας παλιάς γιαπωνέζικης γκραβούρας, σε μια στάση που αναδεικνύει τη μοναδική αισθησιακότητα της γυναίκας που αναπαρίσταται. Η εμμονή του για ένα συγκεκριμένο μέρος του σώματός της, τα πόδια της, θα αποκτήσει τέτοια ένταση που θα τον οδηγήσει στα όρια της τρέλας. Το πόδι της Φουμίκο παραμένει το πιο αντιπροσωπευτικό από τα πρώιμα έργα του Τανιζάκι που διερευνούν πλευρές «διαστροφικής», όπως ονομαζόταν εκείνη την εποχή, σεξουαλικότητας. Μπορεί να φανεί παράξενο ότι μιλάμε για έκφραση αναφερόμενοι σε ένα πόδι, αλλά, αν θέλετε τη γνώμη μου, πιστεύω πως ένα πόδι δεν είναι λιγότερο εκφραστικό από ένα πρόσωπο. Έχω την αίσθηση ότι μπορεί κανείς να αναγνωρίσει μια γυναίκα παθιασμένη ή ένα ψυχρό και σκληρό άτομο από την εντύπωση που δημιουργεί το πόδι τους. Μες στη λευκότητα του ποδιού, ένα ροζ ιρίδιζε στα άκρα των δαχτύλων, καταλήγοντας σε ένα ωχρό κόκκινο φωτοστέφανο. Μου θύμιζε τα καλοκαιρινά γλυκά, τις φράουλες στο γάλα, τα χρώματα ενός φρούτου που λιώνει μέσα σ’ ένα λευκό υγρό, και είναι ακριβώς αυτό το χρώμα που απλωνόταν σε όλη την καμπύλη γραμμή του ποδιού της Ο-Φούμι.

10.50

Ελληνική λογοτεχνία

Θολός βυθός

Γιάννης Ατζακάς

Υπήρχε πάντα μέσα του η βαθιά χαρακιά που άφησε το πέρασμα από τις μετεμφυαλικές εκείνες παιδοπόλεις -ένδοξους βασιλικούς τόπους υποταγής και χειραγώγησης, σταθμούς καθαγιασμένους μόνον κατ’ όνομα: «Απόστολος Παύλος», Άγιος Χαράλαμπος», «Καλή Παναγιά», «Άγιος Δημήτριος», Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, 1949 – 1955. Έχοντας από καιρό διανύσει τις περισσότερες από τις αναπότρεπτες διαδρομές του, ο Γιάννης Αρχοντής φτάνει μόνος του ένα απόγευμα του Ιουνίου σε κάποια ερημική ακτή του Αιγαίου. Δεν ήταν τόσο ανάγκη ενός τελικού απολογισμού, όσο η επίμονη «αναζήτηση του χαμένου χρόνου» και των σημαδιών που άφησε μέσα του μια εποχή ερμητικά κλειστή, όπως τα περίκλειστα και περίλαμπρα ιδρύματα, όπου έζησε έξι από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Εκεί, την ώρα που ένα φωταγωγημένο καράβι περνά ανοιχτά μέσα στη νύχτα, από τον «θολό βυθό» της μνήμης του, όπου για περισσότερο από πενήντα χρόνια το είχε απωθήσει, αναδύεται απροσδόκητα το φάσμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε, για να πει επιτέλους ολόκληρη την παλιά ιστορία του. (. . .)

16.45

Ελληνική λογοτεχνία

Διπλωμένα φτερά

Γιάννης Ατζακάς

“Η κακορίζικη εκείνη χρονιά -η καταραμένη θα την πω τώρα- είχε δεν είχε φτάσει ακόμη στα μισά της και πήγαινε όπως άρχισε, πάντα πάνω στην κόψη του ξυραφιού. Και τα χειρότερα δεν είχαν ακόμη συμβεί. Τότε ήρθε η ώρα του όξους και της χολής, η ώρα του αίματος και του θανάτου”.

Είχε από χρόνια αποτραβηχτεί στο παλιό σπίτι στην πλαγιά του βουνού. Τα δειλινά, κάτω από τα δέντρα που μαζί τους είχε ριζώσει στα καρπερά της χώματα, βλέποντας τον ήλιο να χαμηλώνει στη θάλασσα, ζούσε και το δικό του λυκόφως. Μέχρις ότου, εντελώς αναπάντεχα, οι “άνεμοι της μνήμης” τον ανασήκωσαν από τον ξένο τόπο και τον εναπόθεσαν απαλά στο μακρινό νησί του, μπροστά στην πατρογονική εστία, τον γύρισαν πίσω στη σημαδιακή εκείνη χρονιά, τη χρονιά του ξεριζωμού.

Ήρθαν τότε κοντά του, όπως ήταν στον καιρό τους, στη ρημαγμένη ζωή τους, οι σκιές της γιαγιάς και του παππού: η γριά-Βενετιά, που από βρέφος τη φώναζε μάνα, να τρέχει από χάραμα ως νύχτα να προλάβει να τα φέρει όλα σε πέρας και τα βράδια, στο φως του δαυλού, η ακάματη και γνωστική γερόντισσα με τις “ορμήνιες” της να πολεμά να τον πλάσει για έναν κόσμο που νόμιζε ότι θα διαρκέσει για πάντα. Ως τα στερνά της, που πήρε να ψυχανεμίζεται τον άγγελό της κι “αγγελιάστηκε”.

Τελείωνε το 1949. Ο πατέρας είχε χαθεί, χωρίς ίχνη, στους σκοτεινούς δρόμους της Ιστορίας. Η μάνα είχε σβήσει στη γέννα του, πριν από οκτώ ακριβώς χρόνια. Κι αυτός θα έβρισκε, πριν καλά βγει το δίσεκτο εκείνο έτος, μιαν ακόμη μητέρα – τη “Μεγάλη Μητέρα” των απορφανισμένων παιδιών ενός αδικαίωτου κι αδυσώπητου πολέμου.

13.43

Μαρσέλ Προυστ

H μητέρα, η γιαγιά, η Φρανσουάζ, η παιδική ηλικία, το μητρικό φιλί, οι διαλείψεις της καρδιάς, η ακούσια μνήμη, η «μικρή φράση», ο Σουάν, η Οντέτ, η Ζιλμπέρτ, η νεανική ηλικία, ο βαρώνος ντε Σαρλύς, η δούκισσα ντε Γκερμάντ, ο Σαιν-Λου, η κυρία ντε Βιλλπαριζί, οι Βερντυρέν, ο Μορέλ, το Κομπραί, το Μπαλμπέκ, η Βενετία, η Αλμπερτίν, τα λευκάγκαθα, η ομοφυλοφιλία, η ζήλια, ο χρόνος, η Μπερμά, ο Βεντέιγ, ο Ελστίρ, ο Μπεργκότ, η υπόθεση Ντρέυφους, το Παρίσι στον πόλεμο, η ωριμότητα… Πρόσωπα και πράγματα παρουσιάζονται, πορεύονται σαν μια συνεκτική μάζα μέσα στην προέλαση του χρόνου, μέχρι τη στιγμή που ο αφηγητής, έχοντας φτάσει στην ωριμότητα, συλλαμβάνει την ιδέα για ένα μυθιστόρημα που θα διηγείται όσα του ανοίγει η ακούσια μνήμη μπροστά του (και μπροστά μας), κλείνοντας έτσι ένα μυθιστόρημα και επιστρέφοντας στην αρχή του.

“Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς” -αυτή η εμβληματική πλέον φράση εισάγει σε ένα έργο που ίσως αποτελεί τη μεγαλύτερη κατάκτηση του 20ού αιώνα, σχεδόν το ίδιο δυνατή με το αυγουστίνειο “Πάρε και διάβασε, Tolle et lege”. Γιατί η “Αναζήτηση” δεν είναι ένα μυθιστόρημα σαν τα άλλα. Είναι κάτι σαν το μυθιστόρημα των μυθιστορημάτων. Και επιπλέον είναι ένα μυθιστόρημα με πάρα πολλές εισόδους. Μια τέτοια είσοδος μπορεί να γίνει και τούτη η συλλογή θεμάτων, προσώπων και σκηνών που κρατάτε στα χέρια σας.

22.00

Κοινωνιολογία

Η ιστορία της συζύγου

Μέριλιν Γιάλομ

“Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ” συνιστά μελέτη της νομοθεσίας, των θρησκευτικών μεθόδων, των κοινωνικών εθίμων, των οικονομικών διευθετήσεων και της πολιτικής συνειδητότητας που επηρέασε γενιές συζύγων: Στην εβραϊκή κοινωνία όπου ίσχυε η πολυγαμία, στην αρχαία Ελλάδα όπου οι κόρες δίνονταν από τους πατεράδες στους συζύγους τους για να γεννήσουν νόμιμα παιδιά και ορίστηκαν νόμοι περί μοιχείας και διαζυγίων, στη μεσαιωνική Ευρώπη όπου αποδόθηκε στο γάμο θρησκευτική σημασία, στη διάρκεια της Μεταρρύθμισης και του Διαφωτισμού όπου το ιδεώδες του συντροφικού γάμου ήρθε στο προσκήνιο, και στην Αμερική του 20ού αιώνα όπου το νέο πρότυπο της συζυγικής σχέσης αναδύθηκε.

Αυτή η πλούσια διαυγής εξιστόρηση των κομβικών σημείων της ιστορίας της συζύγου περιλαμβάνει αλησμόνητες ιστορίες διάσημων ζευγαριών όπως ο Αβραάμ με τη Σάρα και την Άγαρ, ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα στην Αρχαία Ρώμη, ο Τριστάνος και η Ιζόλδη, αλλά και ιστορίες γάμων από την Αναγέννηση μέσα από τον Chaucer και τον Σαίξπηρ. Μιλά για τους Εβραϊκούς γάμους, αλλά και του προτεστάντη Λούθηρου σε αντίθεση με τους Καθολικούς γάμους, και για τους γνωστούς γάμους γυναικών που εναντιώθηκαν στις συμβάσεις της εποχής τους, από τη Μάρτζερυ Κεμπ ως την Ελίζαμπεθ Κέηντυ Στάντον, από την Ελοΐζα ως τη Μάργκαρετ Σάνγκερ. “Η Ιστορία της συζύγου”, έχοντας ως πηγή τα ημερολόγια, τα απομνημονεύματα και τις επιστολές, αποτίνει φόρο τιμής στις συνήθεις συζύγους, οι οποίες στο πέρασμα των αιώνων συνέπλευσαν ή πήγαν κόντρα στο ρεύμα της εποχής τους, επηρεάζοντας διακριτικά τη νομική, προσωπική και κοινωνική σημασία του γάμου.

Σε οποιαδήποτε γυναίκα είναι, υπήρξε ή θα υπάρξει παντρεμένη, αυτή η διανοητικά εύρωστη και συναρπαστική ιστορική ανάλυση του γάμου φωτίζει με καινούργιο τρόπο το θεσμό που οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν δεδομένο, και που ενδέχεται, πράγματι, να περνά σήμερα την πιο ταραχώδη ανακατάταξή του από την περίοδο της Μεταρρύθμισης.

19.90

Χιρόμι Καουακάμι

Το επίσημο όνομά του ήταν κύριος Ματσουμοτό Χαρούτσουνα, εγώ όμως τον έλεγα «Σενσέι». Ούτε «κύριε καθηγητά» ούτε «κύριε», απλώς «Σενσέι».

Η Τσούκικο κοντεύει τα σαράντα, εργάζεται σε γραφείο και ζει μόνη της. Ένα βράδυ, σ’ ένα μπαρ, συναντά τυχαία τον καθηγητή της των ιαπωνικών από το σχολείο, τον «Σενσέι». Είναι τουλάχιστον τριάντα χρόνια μεγαλύτερός της και συνταξιούχος. Μετά από αυτή την πρώτη συνάντηση, οι δυο τους βρίσκονται περιστασιακά, συνήθως στο ίδιο μπαρ. Τρώνε και πίνουν σακέ μαζί, και καθώς περνούν οι εποχές -από τη γιορτή των ανθισμένων κερασιών την άνοιξη μέχρι το μάζεμα μανιταριών το φθινόπωρο- η Τσούκικο και ο Σενσέι αναπτύσσουν μια συγκρατημένη οικειότητα, που σταδιακά εξελίσσεται αμήχανα, αδέξια και συγκινητικά σε τρυφερή αγάπη. Μέσα από την αφήγηση διαφορετικών επεισοδίων, παρακολουθούμε πως, με εξαιρετική λεπτότητα, γλυκύτητα, χιούμορ και ενίοτε σε ονειρική ατμόσφαιρα, αναπτύσσεται και χτίζεται η σχέση αγάπης δύο μοναχικών ανθρώπων από διαφορετικές γενιές, με τις δικές του ιδιορρυθμίες ο καθένας, σε ένα μυθιστόρημα που φέρνει κοντά την καθημερινή ζωή στη σύγχρονη Ιαπωνία με τον ρομαντισμό του παρελθόντος.

Περιλαμβάνεται η ιστορία δώρο “Parade”, η οποία αναπλάθει μια συνηθισμένη νωχελική καλοκαιρινή μέρα από τη ζωή αυτού του ασυνήθιστου ζευγαριού. Η Καουακάμι ξεδιπλώνει έναν κόσμο, αναδημιουργεί στιγμές από τη ζωή των δύο χαρακτήρων, που διαφεύγουν και από την ίδια ως συγγραφέα, μέσα από μια μοντέρνα ιστορία που συνδυάζει αναφορές σε λαϊκούς μύθους και στην παιδική ηλικία. Άλλωστε στον Επίλογο παραδέχεται ότι συχνά αναρωτιέται τι συμβαίνει στους χαρακτήρες της όταν τελειώνουν οι ιστορίες της; Είναι το τέλος του βιβλίου το τέλος των ιστοριών τους;

18.50

Ξένη λογοτεχνία

Η υπόθεση Σαιν-Φιάκρ

Ζωρζ Σιμενόν

Ο Μαιγκρέ, προτού βγει, πήρε απ’το πορτοφόλι του ένα φύλλο χαρτί καρφιτσωμένο με ένα διοικητικό διαβιβαστικό που έγραφε: «Σας αναγγέλλω ότι θα διαπραχθεί φόνος στην εκκλησία του Σαιν-Φιάκρ, κατά τη διάρκεια της πρώτης λειτουργίας της Ημέρας των Ψυχών ». […]

-Το Σαιν-Φιάκρ, μέσω Ματινιόν;

-Είναι πιθανό, εφόσον μας διαβιβάστηκε μέσω της αστυνομίας του Μουλέν. Και ο Μαιγκρέ είχε βάλει το χαρτί στην τσέπη του. Σαιν-Φιάκρ! Ματινιόν! Μουλέν! Ονόματα που του ήταν περισσότερο οικεία από οποιαδήποτε άλλα. Γεννήθηκε στο Σαιν-Φιάκρ, εκεί ο πατέρας του επί τριάντα συναπτά χρόνια ήταν ο διαχειριστής του πύργου! Την τελευταία φορά που είχε πάει, ήταν ακριβώς όταν πέθανε ο πατέρας του, και τον είχαν θάψει στο μικρό κοιμητήριο πίσω απ’την εκκλησία.«…Θα διαπραχθεί φόνος… κατά τη διάρκεια της πρώτης λειτουργίας…»

Ο Μαιγκρέ είχε φτάσει την προηγουμένη. Είχε μείνει στο μοναδικό πανδοχείο. Στο Μουλέν, η αστυνομία είχε πιστέψει ότι επρόκειτο για κάποια κακόγουστη φάρσα και δεν θορυβήθηκε. Στο Παρίσι προκάλεσε μεγάλη έκπληξη η αναχώρηση του επιθεωρητή. […] Ο Μαιγκρέ, εντυπωσιασμένος, άγγιξε τον ώμο της κόμησσας. Και το σώμα ταλαντεύτηκε, σάμπως η ισορροπία του να κρατιόταν από ένα τίποτα, κυλίστηκε κάτω και παρέμεινε ακίνητο. Η κόμησσα του Σαιν-Φιάκρ ήταν νεκρή.

12.49

Γενικά

Το κοινόβιο

Μάριος Χάκκας

“Tο Κοινόβιο”, η τελευταία συλλογή διηγημάτων του Μάριου Χάκκα, είναι η συνταρακτική κατάθεση της αλήθειας μιας παθιασμένης και λεηλατημένης ψυχής, η απόλυτα αυθεντική μαρτυρία του βίου και της πολιτείας ενός μελλοθάνατου, εξεγερμένου απέναντι στην κοινωνία που τον έθρεψε αλλά και στην ίδια του τη μοίρα, το παραληρηματικό, μακρόσυρτο παραμιλητό ενός ψυχορραγούντος συνανθρώπου μας, που η πεμπτουσία της κοινωνικοπολιτικής και υπαρξιακής του εμπειρίας μετουσιώθηκε σε ένα στιλπνό μέσα στην αφτιασίδωτη και υποβλητικής γοητείας γραφή του πεζοποίημα, έναν ύμνο στην ίδια τη ζωή, ένα πολύτιμο ντοκουμέντο που αποπνέει αίσθηση ελευθερίας, ανεξαρτησίας, αυτοπροσδιορισμού και τυραννισμένης ομορφιάς. Το Κοινόβιο του Μάριου Χάκκα λειτουργεί με την πλήρη δυναμική της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, είναι μια πολυσήμαντη νεοελληνική μεταπολεμική τραγωδία.

12.49

Ξένη λογοτεχνία

Η υπόθεση Ν’Γκούστρο

Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ

Κακός, αυθάδης, αφελής, περιστασιακά σαδιστής, τυχοδιώκτης, ο νεαρός Ανρί Μπυτρόν ηχογραφεί την ιστορία της ζωής του σε μαγνητοταινία προτού τον βρει ο θάνατος: ένας θάνατος που χαρακτηρίζεται ως αυτοκτονία από τους δολοφόνους του Γάλλους μυστικούς πράκτορες, που αναγκαστικά αποσιωπούν το ρόλο τους -και το ρόλο του Μπυτρόν- στην απαγωγή, στο βασανισμό και το φόνο ενός εξέχοντα ηγέτη της αντίστασης, από μια τριτοκοσμική αφρικανική χώρα, στη δίνη ενός μεταποικιακού εμφύλιου πολέμου.

Η “Υπόθεση Ν’ Γκούστρο” είναι μια ελαφρώς συγκαλυμμένη αναδιήγηση της απαγωγής και δολοφονίας του Μεχντί Μπεν Μπαρκά, ριζοσπαστικού αντιπάλου του βασιλιά Χασάν Β΄ του Μαρόκου, που συνέβη το 1965. Εδώ όμως έχουμε απλώς το σκηνικό μιας προσωπογραφίας, γραμμένης από τον Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ σε πρώτο πρόσωπο (με κάποιους απόηχους από το μυθιστόρημα του Τζιμ Τόμσον “Ο δολοφόνος μέσα μου”), ενός ανθρώπου που στερείται την ικανότητα να δει τον εαυτό του όπως είναι πραγματικά, σαν επίδοξο μηδενιστή δηλαδή, που δεν έχει καν τη δύναμη να εξελιχθεί σε ολοκληρωμένο φασίστα.

 

13.50

Ξένη λογοτεχνία

Ο μεγάλος Γκάτσμπυ

Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ

Πρόκειται για σπουδαίο έργο, ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα. Η αποδοχή του από την κριτική και το αναγνωστικό κοινό είναι σχεδόν ομόφωνη.
Ο Γκάτσμπυ ενσαρκώνει το Αμερικανικό Όνειρο, το ιδεώδες της προσωπικής επιτυχίας, της κοινωνικής και επαγγελματικής ανέλιξης και του πλούτου, σε συνθήκες ελευθερίας, ασχέτως καταγωγής, μόρφωσης, θρησκείας. Σε αυτό το πλαίσιο περιλαμβάνεται και η ερωτική επιτυχία. Το Αμερικανικό Όνειρο έχει ατομιστική και υλιστική βάση, μολονότι κάποιες όψεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν ιδεαλιστικές. Ο Γκάτσμπυ εκπληρώνει το Αμερικανικό Όνειρο μέσα σε τρία μόνο χρόνια (Καλοκαίρι 1919 – Καλοκαίρι 1922): γίνεται πάμπλουτος, αγοράζει μια μεγάλη έπαυλη με “γαλάζιους κήπους”, έχει μπάτλερ, υπηρέτες και μια Ρόλς-Ρόυς, διοργανώνει θρυλικά πάρτυ. Τα λεφτά τα έκανε ως λαθρέμπορος ποτών και έχει συναλλαγές με ανθρώπους του υποκόσμου, αλλά αυτό δεν αμαυρώνει καθόλου την υπόληψή του στα μάτια του αναγνώστη – αντιθέτως, προσθέτει στη γοητεία του. Ωστόσο, εκείνο που πάνω απ’ όλα τον καθίστα μεγάλο -μυθικό- ήρωα και παραδειγματικό εραστή για κάθε εποχή είναι ο έμμονος, ανυποχώρητος, απόλυτος, κατακτητικός, ρομαντικός έρωτάς του για την Νταίζυ, ένας έρωτας που είναι αμήχανα και ιδεαλιστικά εφηβικός και, ταυτόχρονα, δυναμικά και ακράδαντα ανδρικός. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Γκάτσμπυ αναδεικνύεται σε ηθικά ανώτερο χαρακτήρα από την Νταίζυ που αποδεικνύεται τελικά πως δεν είναι παρά μια “όμορφη χαζούλα” με μια ψιθυριστή ναζιάρικη φωνή, μια “φωνή γεμάτη λεφτά”. Ο Γκάτσμπυ δεν έχει αυταπάτες, γνωρίζει καλά ότι η Νταίζυ υπολείπεται των ονείρων του – ” όχι από δικό της λάθος, αλλά εξαιτίας της κολοσσιαίας δυναμικότητας της φαντασίωσής του που υπερέβαινε και την Νταίζυ, υπερέβαινε τα πάντα. Είχε ριχτεί σε αυτήν την ψευδαίσθηση με δημιουργικό πάθος, πλουτίζοντάς τη συνεχώς, στολίζοντάς τη με κάθε λαμπερό φτερό που έβρισκε στον δρόμο του. Δεν υπάρχει φωτιά ή παγωνιά που μπορεί να αντιμετρηθεί με αυτό που φωλιάζει στην άγρια καρδιά ενός άντρα”. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

16.00

Fiction/Μυστηρίου

Το άγρυπνο μάτι

Σεριντάν Λε Φανύ

Ο Σεριντάν Λε Φανύ είχε πολλούς θαυμαστές – ανάμεσά τους και αρκετούς επιφανείς ομοτέχνους του. Ο M. R. James ισχυριζόταν ότι “κατορθώνει να εμπνέει τον μυστηριώδη τρόμο καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον συγγραφέα”, ενώ ο Henry James διατεινόταν ότι οι ιστορίες του ήταν “το ιδανικό ανάγνωσμα για μεταμεσονύχτιες ώρες σ’ ένα σπίτι στην εξοχή” – διατυπώσεις που ιχνογραφούν απλώς το περίγραμμα μιας απαράμιλλης αφηγηματικής και εικονοπλαστικής ικανότητας στην υπηρεσία μιας προσωπικής ποιητικής του τρόμου, που στηρίζεται στην υποβλητικότητα και πάλλεται από έναν γνήσιο όσο και παράδοξο λυρισμό με μεταφυσικές προεκτάσεις.

Το Άγρυπνο μάτι είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές ιστορίες του Λε Φανύ και από τις πλέον αριστοτεχνικές όσον αφορά την κλιμάκωση της υφέρπουσας απειλής και τη συντριπτική επικράτησή της έναντι της λογικής και τελικά της ζωής του ήρωα. Ο Μπάρτον, άνδρας ορθολογιστής, με περιπέτειες και εμπειρίες, αποφασίζει στο Δουβλίνο να προσχωρήσει στο ρεύμα μιας κοινωνικά αποδεκτής κανονικότητας – να κατασταλάξει, να συνάψει γάμο με μια νεαρή κυρία, να ενσωματωθεί. Τα σχέδιά του ανατρέπονται όταν ένα βράδυ ακούει βήματα να τον ακολουθούν – βήματα που δεν τον εγκαταλείπουν έκτοτε και που φαίνεται να ανήκουν σ’ έναν (πραγματικό ή φανταστικό;) διώκτη, αποφασισμένο να τον κυνηγήσει μέχρι τέλους και να γίνει η νέμεσή του για ένα σφάλμα που διαπράχθηκε στο παρελθόν και παραμένει έως τη λύση του δράματος ανεξιχνίαστο. Όμως, ακόμα και όταν ο συγγραφέας παραχωρεί μια ενδεχόμενη ερμηνεία, λίγα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους και ποτέ δεν καθησυχαζόμαστε στ’ αλήθεια: κάτι ελλοχεύει εκεί έξω και πιθανότατα δεν μας είναι ανοίκειο, ξένο. Βρισκόμαστε σίγουρα κάτω απ’ τον αστερισμό της αμφισημίας.

10.90

Ξένη λογοτεχνία

Η Λούσυ δίπλα στη θάλασσα

Ελίζαμπεθ Στρουτ

“Σ’ αυτή τη ζωή είναι δώρο το ότι δεν ξέρουμε τι μας περιμένει”.

Τον Μάρτιο του 2020, ο πρώην σύζυγος της Λούσυ Μπάρτον, ο Ουίλλιαμ, την παρακαλεί να αφήσει τη Νέα Υόρκη και να δραπετεύσει μαζί του σε ένα παραθαλάσσιο σπίτι που έχει νοικιάσει στο Μέην. Η Λούσυ συμφωνεί απρόθυμα, αφήνοντας στη μέση τα πιάτα στο νεροχύτη, πιστεύοντας ότι σε μία ή δύο εβδομάδες θα επιστρέψει. Οι εβδομάδες όμως γίνονται μήνες, και η Λούσυ, ο Ουίλλιαμ και το περίπλοκο παρελθόν τους είναι εκεί μαζί, σε ένα μικρό σπίτι κουρνιασμένο πάνω σ’ έναν βράχο δίπλα στη θάλασσα.

Γεμάτο ευαισθησία και αποκαλυπτική διαύγεια, το Η Λούσυ δίπλα στη θάλασσα ανακαλεί το εύθραυστο και αβέβαιο πρόσφατο παρελθόν, καθώς και τα πιθανά ενδεχόμενα που μπορούν να φέρουν ως έμπνευση οι μεγάλες, ήσυχες μέρες. Στο επίκεντρο αυτού του θαυματουργού μυθιστορήματος βρίσκονται οι βαθιές ανθρώπινες συνδέσεις που μας κρατούν στη ζωή, ακόμη κι όταν ο κόσμος φαίνεται να καταρρέει.

18.00

Ξένη λογοτεχνία

Στο σώμα της ψυχής

Λιουντμίλα Ουλίτσκαγια

Ακόμη κι αν καταφέρουμε να νιώσουμε, να καταλάβουμε και να μελετήσουμε το σώμα μας, η ψυχή εντούτοις αρνείται τους ορισμούς. Τι ακριβώς θέλει να καλύψει; Είναι παρούσα σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής μας, ή μήπως κάνει την εμφάνισή της μόνο σε ορισμένες στιγμές; Ερωτήματα σαν τα παραπάνω θέτουν τα πρόσωπα που κατοικούν στις σελίδες αυτού του βιβλίου, σε συγκυρίες μοναδικές και καθημερινές μαζί: ένας ιατροδικαστής που αναζητά να βρει ορατά σημάδια, μια απομονωμένη σύζυγος που ανακαλύπτει εκπληκτικές φυσικές δυνάμεις, ένας νέος άντρας που χάνεται σε ένα πολυαγαπημένο τοπίο. Μέσα από ένα υπόγειο παιχνίδι αντηχήσεων, αυτές οι στιγμές που βρίσκονται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου συνθέτουν ένα εκπληκτικό και ευαίσθητο σχεδίασμα του περάσματος στο επέκεινα. Στο κάθε άλλο παρά συνηθισμένο βιβλίο της, το βυθισμένο σε ένα μειλίχιο φως, η Λουντμίλα Ουλίτσκαγια κάνει να αστράφτουν σπίθες ζωής που ζωγραφίζουν τον άτλαντα της ψυχής.

16.00

Ξένη λογοτεχνία

Σιωπή

Λεονίντ Αντρέγεφ

Κάθε πρωί, μετά τη λειτουργία, ο πατήρ Ιγνάτιος πήγαινε στο καθιστικό, έριχνε το βλέμμα του στο άδειο κλουβί και στο γνώριμο σκηνικό του δωματίου, καθόταν στην πολυθρόνα, έκλεινε τα μάτια και άκουγε το δωμάτιο να σωπαίνει. Ήταν κάτι παράξενο. Το κλουβί σώπαινε σιγανά και τρυφερά, και στη σιωπή αυτή ήταν αισθητά η θλίψη, τα δάκρυα και το απόμακρο, πεθαμένο γέλιο. Η σιωπή τής γυναίκας του, μαλακωμένη από τους τοίχους, ήταν πεισματική, βαριά σαν μολύβι και τρομακτική, τόσο τρομακτική που στην πιο ζεστή μέρα ο πατήρ Ιγνάτιος ένιωθε παγωνιά. Παρατεταμένη, παγωμένη σαν τάφος και αινιγματική σαν το θάνατο ήταν η σιωπή της κόρης. Λες και η σιωπή ετούτη ήταν βασανιστική για αυτή την ίδια και ζητούσε παθιασμένα να μετατραπεί σε λόγο, αλλά κάτι ισχυρό και ανεγκέφαλο, σαν μηχανή, την κρατούσε ακίνητη και την τέντωνε σαν σύρμα. […] (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Το εξαιρετικό αυτό διήγημα στηρίχτηκε στο αληθινό συμβάν της αυτοκτονίας της κόρης ενός ιερέα στην πόλη Οριόλ. Ο εν λόγω ιερέας, ο Αντρέι Καζάνσκι, είχε βαφτίσει τον πρωτότοκο της οικογένειας Αντρέγεφ, τον Λεονίντ. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τον αληθινό λόγο της αυτοκτονίας. Το κορίτσι είχε μόλις αποφοιτήσει από το γυμνάσιο και ζούσε σε ένα σπίτι με πολλές απαγορεύσεις από έναν πολύ αυστηρό πατέρα.
Το διήγημα του Αντρέγεφ συγκίνησε ιδιαίτερα τον Μ. Γκόρκι, ο οποίος φρόντισε να το προωθήσει και να εισαγάγει τον σεμνό ανερχόμενο συγγραφέα στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, ενώ ο Λ.Τολστόι του έδωσε τιμητική θέση στην πλούσια βιβλιοθήκη του.

 

6.50