Υπογαία – Ένα ταξίδι στα βάθη του χρόνου

16.92

Συγγραφέας:
Εκδόσεις:

Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος
Σελίδες: 472

Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290

Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr

Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.

Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.

Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.

Όσοι αγόρασαν αυτό το προϊόν, επέλεξαν επίσης

Ξένη λογοτεχνία

Η ακρόαση

Kim Hye-Jin

Η στοχαστική, έξοχα δομημένη ιστορία μιας γυναίκας που μετά από μια ξαφνική τραγωδία βρίσκεται στο στόχαστρο μιας ολόκληρης κοινωνίας και τα απροσδόκητα μονοπάτια που πρέπει να ακολουθήσει αναζητώντας λύτρωση.

Η Ιμ Χε-Σου είναι μια επιτυχημένη θεραπεύτρια που εμφανίζεται τακτικά σε μια δημοφιλή τηλεοπτική εκπομπή. Όταν κάνει ένα αρνητικό σχόλιο για ένα δημόσιο πρόσωπο που αργότερα αυτοκτονεί, απολύεται από τη δουλειά της, χάνει τους φίλους της, ενώ ο γάμος της αρχίζει να καταρρέει.

Μια μέρα συναντά απρόσμενα τη Σε-Ι, ένα εννιάχρονο κορίτσι που προσπαθεί να ταΐσει μια αδέσποτη γάτα. Οι γάτες του δρόμου που φαίνεται να βρίσκονται παντού απολαμβάνουν τη φροντίδα μιας ακόμα γυναίκας και την οργή όλων των υπόλοιπων κατοίκων. Όπως η Ιμ Χε-Σου και η Σε-Ι, έτσι και εκείνες υπομένουν διάφορες επιθέσεις και οι πληγές τους επουλώνονται αργά.

Η Ιμ Χε-Σου, που δεν είχε ποτέ φιλοζωικές ευαισθησίες, μήτε αδυναμία στα παιδιά, βρίσκεται πια συνδεδεμένη με κάτι πιο μεγάλο και βαθύ από εκείνη.

16.60

Χιρόμι Καουακάμι

Το επίσημο όνομά του ήταν κύριος Ματσουμοτό Χαρούτσουνα, εγώ όμως τον έλεγα «Σενσέι». Ούτε «κύριε καθηγητά» ούτε «κύριε», απλώς «Σενσέι».

Η Τσούκικο κοντεύει τα σαράντα, εργάζεται σε γραφείο και ζει μόνη της. Ένα βράδυ, σ’ ένα μπαρ, συναντά τυχαία τον καθηγητή της των ιαπωνικών από το σχολείο, τον «Σενσέι». Είναι τουλάχιστον τριάντα χρόνια μεγαλύτερός της και συνταξιούχος. Μετά από αυτή την πρώτη συνάντηση, οι δυο τους βρίσκονται περιστασιακά, συνήθως στο ίδιο μπαρ. Τρώνε και πίνουν σακέ μαζί, και καθώς περνούν οι εποχές -από τη γιορτή των ανθισμένων κερασιών την άνοιξη μέχρι το μάζεμα μανιταριών το φθινόπωρο- η Τσούκικο και ο Σενσέι αναπτύσσουν μια συγκρατημένη οικειότητα, που σταδιακά εξελίσσεται αμήχανα, αδέξια και συγκινητικά σε τρυφερή αγάπη. Μέσα από την αφήγηση διαφορετικών επεισοδίων, παρακολουθούμε πως, με εξαιρετική λεπτότητα, γλυκύτητα, χιούμορ και ενίοτε σε ονειρική ατμόσφαιρα, αναπτύσσεται και χτίζεται η σχέση αγάπης δύο μοναχικών ανθρώπων από διαφορετικές γενιές, με τις δικές του ιδιορρυθμίες ο καθένας, σε ένα μυθιστόρημα που φέρνει κοντά την καθημερινή ζωή στη σύγχρονη Ιαπωνία με τον ρομαντισμό του παρελθόντος.

Περιλαμβάνεται η ιστορία δώρο “Parade”, η οποία αναπλάθει μια συνηθισμένη νωχελική καλοκαιρινή μέρα από τη ζωή αυτού του ασυνήθιστου ζευγαριού. Η Καουακάμι ξεδιπλώνει έναν κόσμο, αναδημιουργεί στιγμές από τη ζωή των δύο χαρακτήρων, που διαφεύγουν και από την ίδια ως συγγραφέα, μέσα από μια μοντέρνα ιστορία που συνδυάζει αναφορές σε λαϊκούς μύθους και στην παιδική ηλικία. Άλλωστε στον Επίλογο παραδέχεται ότι συχνά αναρωτιέται τι συμβαίνει στους χαρακτήρες της όταν τελειώνουν οι ιστορίες της; Είναι το τέλος του βιβλίου το τέλος των ιστοριών τους;

18.50

Ξένη λογοτεχνία

Η υπόθεση Σαιν-Φιάκρ

Ζωρζ Σιμενόν

Ο Μαιγκρέ, προτού βγει, πήρε απ’το πορτοφόλι του ένα φύλλο χαρτί καρφιτσωμένο με ένα διοικητικό διαβιβαστικό που έγραφε: «Σας αναγγέλλω ότι θα διαπραχθεί φόνος στην εκκλησία του Σαιν-Φιάκρ, κατά τη διάρκεια της πρώτης λειτουργίας της Ημέρας των Ψυχών ». […]

-Το Σαιν-Φιάκρ, μέσω Ματινιόν;

-Είναι πιθανό, εφόσον μας διαβιβάστηκε μέσω της αστυνομίας του Μουλέν. Και ο Μαιγκρέ είχε βάλει το χαρτί στην τσέπη του. Σαιν-Φιάκρ! Ματινιόν! Μουλέν! Ονόματα που του ήταν περισσότερο οικεία από οποιαδήποτε άλλα. Γεννήθηκε στο Σαιν-Φιάκρ, εκεί ο πατέρας του επί τριάντα συναπτά χρόνια ήταν ο διαχειριστής του πύργου! Την τελευταία φορά που είχε πάει, ήταν ακριβώς όταν πέθανε ο πατέρας του, και τον είχαν θάψει στο μικρό κοιμητήριο πίσω απ’την εκκλησία.«…Θα διαπραχθεί φόνος… κατά τη διάρκεια της πρώτης λειτουργίας…»

Ο Μαιγκρέ είχε φτάσει την προηγουμένη. Είχε μείνει στο μοναδικό πανδοχείο. Στο Μουλέν, η αστυνομία είχε πιστέψει ότι επρόκειτο για κάποια κακόγουστη φάρσα και δεν θορυβήθηκε. Στο Παρίσι προκάλεσε μεγάλη έκπληξη η αναχώρηση του επιθεωρητή. […] Ο Μαιγκρέ, εντυπωσιασμένος, άγγιξε τον ώμο της κόμησσας. Και το σώμα ταλαντεύτηκε, σάμπως η ισορροπία του να κρατιόταν από ένα τίποτα, κυλίστηκε κάτω και παρέμεινε ακίνητο. Η κόμησσα του Σαιν-Φιάκρ ήταν νεκρή.

12.49

Dana Grigorcea

Μετά τις σπουδές της στο Παρίσι, μια νεαρή ζωγράφος από το Βουκουρέστι επιστρέφει στο ορεινό θέρετρο της παιδικής της ηλικίας, στα σύνορα με την Τρανσυλβανία, όπου παραθέριζε με την αστή θεία της σε μια πολυτελή βίλα. Το κομμουνιστικό καθεστώς ανήκει πλέον στο παρελθόν, πολλοί νέοι έχουν φύγει μετανάστες στη Δύση, ο τόπος ρημάζει, ενώ επιτήδειοι πολιτικοί επωφελούνται από την εγκατάλειψη της υπαίθρου. Όταν ένα κακοποιημένο πτώμα ανακαλύπτεται στον τάφο του Βλαντ του Παλουκωτή, του γνωστού Δράκουλα, η ηρωίδα αποφασίζει να ερευνήσει την ιστορία του άτεγκτου πρίγκιπα, παλεύοντας με τα δικά της φαντάσματα.

Ακροβατώντας μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, με καυστικό χιούμορ και κριτική διάθεση, η Dana Grigorcea φιλοτεχνεί ένα ατμοσφαιρικό πορτρέτο της μετακομμουνιστικής Ρουμανίας, που μοιάζει παγιδευμένη σε έναν μεταιχμιακό χώρο ανάμεσα στους θρύλους για τα βαμπίρ, τα απομεινάρια του παλαιού καθεστώτος και τα σημερινά αδιέξοδα.

15.00

Ξένη λογοτεχνία

Θάνατος επί πιστώσει

Λουί-Φερντινάν Σελίν

«Είδα τότε απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα τη Γιαγιά ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, στη μέσα κάμαρα… Βαριανάσαινε, λαχάνιαζε, πνιγόταν, η ανάσα της σφύριζε και κοβόταν… Μόλις είχε φύγει ο γιατρός. Αφού πρώτα έσφιξε σοβαρός τα χέρια όλων… Τότε με μπάσανε στο δωμάτιο… Την είδα στο κρεβάτι, πώς πάλευε ν’ ανασάνει. Το πρόσωπό της κίτρινο και κόκκινο, λουσμένο στον ιδρώτα, σαν μάσκα που από στιγμή σε στιγμή θα έλιωνε… Με κάρφωσε με το βλέμμα της η Γιαγιά, αλλά ακόμα κι εκείνο το βλέμμα είχε αγάπη… Μ’ έσπρωξαν να τη φιλήσω… Κι εγώ έσκυψα από πάνω της. Αλλά με το χέρι της έκανε νόημα πως όχι… Μου χαμογέλασε αδύναμα… Κάτι προσπάθησε να μου πει… Αλλά η φωνή τριβόταν μέσα στο λαιμό της, δεν έβγαινε… Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος τα κατάφερε… κι όσο πιο γλυκά μπορούσε, ψιθύρισε: «Να δουλέψεις σκληρά, μικρέ μου Φερντινάν!». Δεν τη φοβόμουνα τη Γιαγιά. Κατά βάθος καταλαβαινόμασταν… Τελικά, το σίγουρο είναι πως δούλεψα σκληρά… Μα αυτό δεν αφορά κανέναν άλλο…»

Πριν το Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας, πριν το ταξίδι στο τέρμα του κόσμου που ήταν ο Μεγάλος Πόλεμος και η Μεγάλη Σφαγή, ο στρατιώτης Φερντινάν Μπαρνταμού είναι μόνον ο Φερντινάν: ένα παιδί που μεγαλώνει στην άκρη της ζωής, στο χείλος της αβύσσου. Ένα παιδί που το ταΐζουν ο απόλυτος φόβος, η αχαλίνωτη απόγνωση και υποκρισία. Ένα παιδί που μεγαλώνει στους ρυθμούς της μαύρης κωμωδίας, της χρεοκοπημένης κοινωνίας, της επικείμενης καταστροφής. Μαθαίνει να λέει την ιστορία της ζωής του με τρόπο συγκλονιστικό: με φωνές, με παραμιλητά, με βρισιές και σιωπές, με πικρά, τραγικά, φλύαρα αποσιωπητικά… Αλλά προπάντων με γέλια. Γιατί ο Φερντινάν πλέκει τα νήματα του χάους και της υστερίας γύρω του με τις δεξιοτεχνικές σταυροβελονιές του Ραμπελαί: γελάει πικρά και πηγαία, γελάει και περιγελάει τον εαυτό του και τους άλλους. Θεούς και δαίμονες. Και βέβαια τους ανθρώπους.

Ο Φερντινάν γυρίζει τις σελίδες αυτού του επικού Bildungsroman, που είναι η εφηβεία του, με ορμή και πάθος που κόβουν την ανάσα. Προχωράει χωρίς να λυπάται ούτε την ψυχή ούτε το σώμα του· ξοδεύει αλύπητα για ν’ αντέξει, να σταθεί στα πόδια του, να περπατήσει – εντέλει να ζήσει. Ο λόγος του ανατρέπει τα πάντα, λογική, γραμματική, σύνταξη· έτσι κινείται. Πατάει γκάζι καίγοντας ομορφιές και πίστεις και λέξεις. Τρέχει δίχως φρένα. Στο τέλος του βιβλίου τον βλέπουμε να φτάνει ζωντανός, όρθιος, έτοιμος για τη νέα αρχή

28.00