Αυτό που έκανε το Πολυτεχνείο να γίνει το «Πολυτεχνείο», δεν είναι εκείνα που συνέβησαν μέσα στο υπό κατάληψη ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, αλλά όσα διαδραματίστηκαν έξω από αυτό. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν αρχικά γύρω από το Πολυτεχνείο και στη συνέχεια ξεχύθηκαν στους δρόμους της Αθήνας, συγκρότησαν διαδηλώσεις απ’ άκρου σ’ άκρο της πόλης, πανικόβαλαν τη φρουρά του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, έστησαν οδοφράγματα για να εμποδίσουν τη διέλευση των τεθωρακισμένων, πνίγηκαν στα δακρυγόνα και ξυλοφορτώθηκαν αγρίως από την Αστυνομία, στάθηκαν -κυριολεκτικά- μπροστά στις κάνες και δεν έκαναν πίσω παρά μόνο όταν πλέον μετρούσαν στις τάξεις τους εκατοντάδες τραυματίες και τους πρώτους νεκρούς. Πρόκειται για αυτούς που, ακόμη πιο εντυπωσιακό, τις επόμενες ημέρες, ενώ η εστία του Πολυτεχνείου είχε πλέον συντριβεί, εγκατέλειψαν τα σχολεία τους και τις δουλειές τους και διαδήλωναν ανάμεσα στα πυρά των αστυνομικών, των ακροβολιστών και των τεθωρακισμένων, μετρώντας νέα -και περισσότερα- θύματα. Την ιστορία εκείνων των αφανών ηρώων της εξέγερσης του 1973 επιχειρεί να καταγράψει (με ασυγχώρητη καθυστέρηση πενήντα ετών) αυτό το βιβλίο.
Φώντας Τρούσας
Κείμενα για ουκ ολίγες βαθιά υποτιμημένες ταινίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70, που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό (γυναικείο και αντρικό), την ερωτική περίπτυξη ή και την ερωτική πράξη καθαυτή, τοποθετώντας τα όλα τούτα εντός του ελληνικού τοπίου (φυσικού ή αστικού). Σε μια εποχή συντηρητική, όπως και να το κάνουμε, είναι η λογοκρισία εκείνη που χαλαρώνει –και επί δικτατορίας και επί μεταπολίτευσης–, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι άνθρωποι που στήριζαν σε αυτόν την επιβίωσή τους (τεχνικοί, αιθουσάρχες κ.λπ.) μετά το βαρύ χτύπημα που του επέφερε η τηλεόραση, δείχνοντας εν ολίγοις όσα δεν μπορούσε να δείξει η TV. Αναδείχθηκαν έτσι νέες ερωτικές περσόνες, σαν εκείνες που υποδύθηκαν η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, η Δώρα Σιτζάνη, η Ρίτα Μπενσουσάν, η Τίνα Σπάθη, η Ajita Wilson κ.ά., μαζί βεβαίως με τους παρτενέρ τους, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, τον Λευτέρη Γυφτόπουλο, τον Udo Kier, τον Γιώργο Στρατηγάκη, τον Χρήστο Νομικό κ.ά.
Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν τα κείμενα και οι πληροφορίες ακόμα και για τον underground ή πειραματικό κινηματογράφο μας, δεν απουσιάζουν οι πρωτοποριακές μουσικές ταινίες, δεν απουσιάζουν και άλλα πολλά, που θα τα ανακαλύψετε σιγά-σιγά.
Από τον πρόλογο του βιβλίου
Ηλίας Δ. Κούβελας
Ένα από τα πλέον σημαντικά επιστημονικά ερωτήματα σήμερα είναι: Ποια η σχέση του ανθρώπινου νου με το υπόλοιπο σύμπαν; Με άλλα λόγια, πώς μπορεί ο —ουσιαστικά χωρίς νόημα— κόσμος να περιέχει νοήματα;
Η προσέγγιση στο ερώτημα αυτό από την πλευρά της νευροεπιστήμης είναι ότι οι νοητικές λειτουργίες είναι μέρος του φυσικού κόσμου, ότι το ερμηνευτικό εργαλείο κατανόησής τους είναι ο ορθολογισμός και ότι η «μηχανή του νου» είναι ο εγκέφαλος. Ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι η πιο πολύπλοκη δομή που υπάρχει στο σύμπαν που γνωρίζουμε, και είναι αποτέλεσμα διαδικασιών που πραγματοποιήθηκαν μέσα στα εκατομμύρια χρόνια της εξέλιξης. Και ο εγκέφαλος του καθενός από εμάς είναι αποτέλεσμα της συνδυασμένης δράσης των γονιδίων του και των εμπειριών του, ιδίως εκείνων κατά τα πρώτα στάδια της ζωής του. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να κατανοήσουμε τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου διότι, σε πλήρη αντίθεση με τα προϊόντα της τεχνητής νοημοσύνης, ο εγκέφαλος δεν δημιουργήθηκε προκειμένου να επιτευχθεί ένας συγκεκριμένος στόχος με βάση τις αρχές ενός συγκεκριμένου σχεδιασμού. Η φυσική επιλογή, η μηχανή της εξέλιξης δηλαδή, είναι η μόνη υπεύθυνη για τη δημιουργία του.
Βιρτζίνια Γουλφ
Η γοητεία του σύγχρονου Λονδίνου έγκειται στο ότι δεν χτίστηκε για να διαρκέσει· χτίστηκε για ν’ αφανίζεται. Οι γυάλινες προσόψεις του, η διαφάνειά του, τα φουσκωμένα κύματα των χρωματιστών σοβάδων, δίνουν μια ευχαρίστηση άλλου τύπου και πετυχαίνουν έναν διαφορετικό στόχο απ’ αυτόν που επιδίωκαν και προσπαθούσαν να πετύχουν οι παλιοί οικοδόμοι και τ’ αφεντικά τους, οι ευγενείς της Αγγλίας. Η περηφάνια τους απαιτούσε την ψευδαίσθηση της μονιμότητας. Η δική μας, αντίθετα, φαίνεται να χαίρεται ν’ αποδεικνύει ότι μπορούμε να κάνουμε πέτρες και τούβλα τόσο εφήμερα, όσο οι επιθυμίες μας.