Όταν πρωτοπάτησα το πόδι μου στην πόλη -και δεν ήμουνα καν είκοσι χρόνων-, είπα “εγώ εδώ γεννήθηκα”. Είπα “κισμέτ”! Η τύχη το ‘φερε -πέρα απ’ τις κατά καιρούς πολυήμερες επισκέψεις μου- να τη ζήσω στα γεμάτα την “αυτοκρατορική περίοδό” μου απ’ το 1987 μέχρι το 1995 ως μόνιμος τότε κάτοικός της, ιχνευτής, καθημερινός περιηγητής, παγανιστής και μύστης, απολαμβάνοντας τα ανεξάντλητα μπερεκέτια της – αποθησαυρίζοντας παράλληλα πλούσιο και σπάνιο πολιτιστικό υλικό που δε θα μου ‘φταναν δέκα ζωές να το αξιολογήσω και να το αξιοποιήσω γόνιμα.
Η Ανατολή πάλι είναι ο τόπος των προγόνων μου, με τραβάει πάντοτε σα να είναι εκείνη το αυθεντικό λίκνο μου, και είναι, ή καλύτερα, όπως γράφω σ’ ένα κείμενο για την εκ πατρός γιαγιά μου, “η μοίρα μας ήταν να ζούμε ανάμεσα σε δυο πατρίδες, το κορμί μας από δώ, η ψυχή μας από κεί”.
Η Θεσσαλονίκη είναι ο τόπος που με διαμόρφωσε, λειτουργεί για την προσωπικότητά μου ως διαρκής πόλος έλξης και απώθησης, και τα δυο αδιαπραγμάτευτα, θανάσιμα. Κάποιοι λόγοι για το τι έχει συμβεί μέσα μου εξηγούνται σε μερικά απ’ τα κείμενα του παρόντος τόμου αφηγημάτων. Αφηγήματα θα τα πω, άλλα είναι ατόφια διηγήματα, άλλα μονογραφίες χαρακτηριστικών προσωπικοτήτων με τις οποίες έχω συνδεθεί ή τις έχω θαυμάσει, κάποια άλλα αναφέρονται σε ιδιαίτερες ατμόσφαιρες που έχω ζήσει ή που έχω “ανθιστεί” στο παρελθόν, τώρα πια χαμένες ανεπιστρεπτί. Το συναξάρι αυτό είναι ένα κομμάτι της προσωπικής μου μυθολογίας.
Ένα νοερό νήμα συνδέει τις δύο πόλεις και τη “δική μου” Ανατολή, καθώς είναι οι δύο πολιτείες που με ορίζουν και με το παρελθόν των οποίων βρίσκομαι σε αδιάπτωτη συνομιλία”.