Προέρχομαι από μια περιοχή του κόσμου την οποία γαζώνει και ξηλώνει ο πόλεμος, απ’ τις αρχές του 20ού αιώνα. Τη μνήμη μου και τη ζωή μου στην καθημερινότητά της την έχει υφάνει ο πόλεμος. Έχω συχνά αναρωτηθεί πώς ένα τόσο ευαίσθητο σύστημα όπως το ανθρώπινο σώμα μπορεί να αντέξει τόσο συχνά επαναλαμβανόμενες συντριβές σαν αυτές που γνώρισε και εξακολουθεί να βιώνει η αραβική Εγγύς Ανατολή.
[…] Ακολούθησε μια πραγματική, με τη βιβλική έννοια, Έξοδος: στην αρχή ένα μικρό ρυάκι και σταδιακά ένα πραγματικό ποτάμι. Οι Λιβανέζοι είχαν αρχίσει να φεύγουν. Τα κτίρια εξαφανίζονταν επίσης, οι συνοικίες, οι δρόμοι. Κάθε τοίχος που κατέρρεε, κάθε ανθρώπου θάνατος έπαιρναν οριστικά μαζί τους κάτι από τη ζωή και τη συλλογική μνήμη. Ανακάλυπτα –βίωνα– το βαθύτερο νόημα της εξορίας. Τί είναι η εξορία αν όχι η βίαιη και αθέλητη απώλεια όλων των ζωντανών συμβόλων της ταυτότητας κάποιου ; Ήμουν στη Βηρυτό και έβλεπα ότι η πόλη δεν επρόκειτο ποτέ πια να αναπτυχθεί φυσιολογικά, σώζοντας τον πυρήνα της πόλης που υπήρξε. Καταλάβαινα, χωρίς υπερβολές, το νόημα της έκφρασης Χαμένος Παράδεισος. […] Η εξορία είναι αμετάκλητη αποστέρηση. Τη συνοδεύει πάντα ένα αίσθημα βαθιάς ταπείνωσης: «Ο άλλος», κάποιος η κάτι, καταλαμβάνει αυτό που εσείς εγκαταλείψατε, αυτό που αφήσατε πίσω σας. Ως εκ τούτου, αισθάνεστε παραμερισμένος, σαν αντικείμενο που του αλλάζουν θέση. Κι εγώ που βρίσκομαι τώρα εν μέσω όλων αυτών; Για ένα διάστημα, θεωρούσα ότι τις συγκρούσεις μου τις είχα επιλύσει μέσα στα γραπτά μου, με τα γραπτά μου. Θυμάμαι πως κάπου είχα πει ότι τα βιβλία μου, ποιητικά ή πεζά, ήταν, είναι τα σπίτια τα οποία κατοικώ. Κι είναι αλήθεια. Και μοιάζει απλό. Ωστόσο δεν είναι. Ακόμα και εκεί, το λιμάνι δεν είναι προστατευμένο από τις καταιγίδες. Η εξορία δεν είναι πια το θλιβερό προνόμιο κάποιων ελάχιστων προσώπων: Έχει γίνει συνώνυμο της ανθρώπινης συνθήκης, με μια ελάχιστη ωστόσο διαφορά: Ορισμένους από μας η αρρώστια της μάς κατατρώει με τρόπο εμφανή και τελεσίδικο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι δεν έχουν συνείδηση εκείνου από το οποίο υποφέρουν ήδη. Είχα τοποθετήσει τη Βηρυτό και τον Λίβανο πολύ ψηλότερα από ποτέ, στο κέντρο ενός αποκαλυπτικού οράματος για τον αραβικό κόσμο, γεγονός που κατέληξε, λίγο αργότερα, σε ένα μακροσκελές ποίημα το οποίο ονόμασα Η αραβική Αποκάλυψη. Η διάλυση των Αράβων αποφασίστηκε από τ ις δυτικές δυνάμεις στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, με τις διάφορες συμφωνίες που ακολούθησαν μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Με την προδοσία του Φαϊζάλ από τους Άγγλους και τους Γάλλους, τις διαιρέσεις, τους αποικισμούς, τις πολιτικές δολοφονίες, είχαμε εισέλθει σε μια τραγική φάση η οποία είχε διαμορφωθεί χωρίς τη θέλησή μας. Οπότε η εξορία κατέστη η υπαρξιακή και βιοτική συνθήκη κάθε Άραβα, είτε ζούσε στη χώρα του είτε αλλού. Ήταν σαν να έπρεπε να επιστρέψουμε πολύ πίσω, στην ιστορία ή στη μυθολογία, πίσω στην Άγαρ και στον Ισμαήλ, στην πρώτη σύζυγο του Αβραάμ και στον πρώτο του γιο, τον μυθικό θεμελιωτή των αραβικών φυλών, σε έναν γιο –έναν αποκληρωμένο γιο– και σε μία γυναίκα που εξαναγκάστηκαν σε εξορία και περιπλάνηση.Γιάννης Ατζακάς
Υπήρχε πάντα μέσα του η βαθιά χαρακιά που άφησε το πέρασμα από τις μετεμφυαλικές εκείνες παιδοπόλεις -ένδοξους βασιλικούς τόπους υποταγής και χειραγώγησης, σταθμούς καθαγιασμένους μόνον κατ’ όνομα: «Απόστολος Παύλος», Άγιος Χαράλαμπος», «Καλή Παναγιά», «Άγιος Δημήτριος», Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, 1949 – 1955. Έχοντας από καιρό διανύσει τις περισσότερες από τις αναπότρεπτες διαδρομές του, ο Γιάννης Αρχοντής φτάνει μόνος του ένα απόγευμα του Ιουνίου σε κάποια ερημική ακτή του Αιγαίου. Δεν ήταν τόσο ανάγκη ενός τελικού απολογισμού, όσο η επίμονη «αναζήτηση του χαμένου χρόνου» και των σημαδιών που άφησε μέσα του μια εποχή ερμητικά κλειστή, όπως τα περίκλειστα και περίλαμπρα ιδρύματα, όπου έζησε έξι από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Εκεί, την ώρα που ένα φωταγωγημένο καράβι περνά ανοιχτά μέσα στη νύχτα, από τον «θολό βυθό» της μνήμης του, όπου για περισσότερο από πενήντα χρόνια το είχε απωθήσει, αναδύεται απροσδόκητα το φάσμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε, για να πει επιτέλους ολόκληρη την παλιά ιστορία του. (. . .)
Μάριο Βάργκας Λιόσα
ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Γιατί η Oυρανία Καβράλ επιστρέφει στο νησί της, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ενώ είχε ορκιστεί να μην ξαναπατήσει το πόδι της εκεί; Γιατί αισθάνεται τρόμο για τη ζωή από τα δεκατέσσερά της χρόνια; Και γιατί δεν γνώρισε ούτε έναν έρωτα στη ζωή της; Στη Γιορτή του Τράγου, το νέο του πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα, ο μεγάλος Περουβιανός συγγραφέας υφαίνει μια μεγάλη τοιχογραφία όπου η Ιστορία μπλέκεται με τις μικρές ανθρώπινες ιστορίες, και όπου γνωστά ιστορικά πρόσωπα –όπως ο στρατηγός Τρουχίλιο που βασάνισε 3.000.000 ανθρώπους χωρίς να υποψιάζεται τη «μακιαβελική» πτώση του– διασταυρώνουν τα πεπρωμένα τους με τους μυθιστορηματικούς ήρωες του βιβλίου. Με έναν καταιγιστικό ρυθμό και την αξεπέραστη λογοτεχνική του ικανότητα, ο Βάργκας Λιόσα επιστρέφει στο «πολιτικό» μυθιστόρημα για να συγκινήσει, να προειδοποιήσει και να καταγγείλει όλες εκείνες τις μορφές εξουσίας που επιβιώνουν ανοίγοντας δρόμο μέσα από σωρούς πτωμάτων. Η παγκόσμια κριτική χαιρέτησε τη Γιορτή του Τράγου ως το αναμφισβήτητο αριστούργημα της ώριμης συγγραφικής περιόδου του Βάργκας Λιόσα.
Βιρτζίνια Γουλφ
“Το σημάδι στον τοίχο” είναι το πρώτο δημοσιευμένο διήγημα της Βιρτζίνια Γουλφ – αν και βέβαια δεν πρόκειται ακριβώς για διήγημα: καθισμένη μπροστά στο τζάκι, η αφηγήτρια απορροφάται πρόθυμα από ένα μικρό μαύρο σημάδι πάνω στον τοίχο, που η αινιγματικότητά του γίνεται το έναυσμα για να ξεδιπλωθεί ένας βαθύς εσωτερικός μονόλογος χωρίς ορισμένη κατεύθυνση και προφανή σκοπό.
Οι παιδικές καταβολές, η ανεξαρτησία της σκέψης, η φύση και η κοινωνία γίνονται εδώ οι μοχλοί που τροφοδοτούν την περίφημη «ροή της συνείδησης», δηλαδή το μέσο που η Βιρτζίνια Γουλφ τελειοποίησε ώστε πρώτα να απελευθερωθεί η ίδια και μαζί να προσφέρει άπλετα την αναγνωστική απόλαυση.