Αφότου το παιδί ήρθε να μείνει μόνιμα με τους παππούδες του, για πολύ καιρό αρνούνταν να μιλήσει. Είναι τα πρώτα Χριστούγεννα χωρίς τον παππού. Εντελώς ξαφνικά, πριν από έναν χρόνο, “την κοπάνησε ο δειλός”, λέει η γιαγιά, για το Ταμανγκούρ, τον παράδεισο των κυνηγών. “Κάποιοι άντρες”, λέει, “έχουν κλέψει τον χρόνο μου, ο παππούς, αντιθέτως, μου τον έχει επιστρέψει διπλάσιο και τριπλάσιο”. Το παιδί φοβάται λίγο την Έλζα, που κανείς δεν γνωρίζει πότε ακριβώς έγινε ζευγάρι με τον Έλβις. “Έβγαλα το παντελόνι με την κουτάλα από το ζεματιστό νερό, είχε γίνει σκληρό σαν σανίδα μες στη χύτρα. Ένα αναμνηστικό. Ένα ενθύμιο”, λέει με ενθουσιασμό η Έλζα.
Πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος που το έκανε αυτό, κάποιος μεγάλος λεκές; Επειδή γι’ άλλη μια φορά ταξίδευε, ενώ την ίδια στιγμή κρατούσε στο χέρι ένα παγωτό σμέουρο που έσταζε; Ή είχε προηγηθεί στο πάρκο ένα ραντεβού, για το οποίο ο Έλβις δεν έπρεπε να γνωρίζει, διότι το παντελόνι ήταν δικό του δώρο; “Ευτυχώς, κάποια πράγματα μπορείς απλά να τα βράσεις μέχρι να εξαφανιστούν ή να τα διαγράψεις”, λέει η Έλζα. “Ναι”, συμφωνεί η γιαγιά, “ένα τσέλο όμως δεν χωράει σε μια χύτρα ταχύτητας”, κλείνει τα μάτια και αναστενάζει, “συνήθως, η μνήμη απέχει πολύ από την αλήθεια, χαρίζει όμως ευτυχία, αρκεί να μπορείς πού και πού να διαγράφεις κάτι. Ή να το βράζεις ώσπου να εξαφανιστεί”