Στις 20 Ιουλίου 1974 το Γενικό Επιτελείο Στρατού της Τουρκίας εξέδωσε ένα διάγγελμα για την εισβολή στην Κύπρο, η κατακλείδα του οποίου σαν να προλογίζει την εργασία μου: “Διά της σημερινής επιχειρήσεώς μας ηνοίξαμεν μίαν αλησμόνητον σελίδαν εις την ηρωικήν ιστορίαν μας και εις εκείνην της Ανθρωπότητος”. Επειδή αγαπώ τις ηρωικές ιστορίες, σκέφτηκα να μεταφράσω αυτή τη σελίδα στα ελληνικά, και στις υπόλοιπες γλώσσες που μιλούν οι νεκροί, και να τη μοιραστώ με την ανθρωπότητα. Για να το κάνω σωστά, βασίστηκα σε ένα μυθιστόρημα του κοσμοπολίτη συγγραφέα Γιόζεφ Ροτ, που έτσι το σχολιάζει ο ίδιος σε επιστολή του: “Είναι η πρώτη και τελευταία φορά που γράφω κάτι ιστορικό. Ο διάβολος να το πάρει. Ο Αντίχριστος ο ίδιος με έσπρωξε να το κάνω αυτό. Είναι ντροπή, ντροπή να θέλει κανείς να δώσει ξανά σχήμα και μορφή σε γεγονότα που έχουν ήδη συμβεί – ντροπή και ασέβεια”. Η επιστολή είναι χωρίς ημερομηνία, και ίσως θυμίζει τον τίτλο Συμβάν 74, χωρίς την απόστροφο της χρονολογίας μπροστά από τον αριθμό. Κάτι θα σημαίνει αυτό. Ο Ροτ κλείνει με τη φράση: “Υπάρχει κάτι ανόσιο εδώ – δεν ξέρω τι ακριβώς”. Άραγε να είναι το βιβλίο μου βλάσφημο; Ένας τρόπος υπάρχει για να το μάθουμε, θα έλεγα και ένας πολύ συγκεκριμένος χρόνος, ώρα, καιρός, ο ακόλουθος: όταν όλα γίνουν καπνός (διδάσκει ο Ηράκλειτος), θα τα αναγνωρίσουν τα ρουθούνια μας. Στις 20 Ιουλίου τιμάται ασφαλώς ο προφήτης Ηλίας – ο Προφήτης, δηλαδή, της Φωτιάς.
Γιάννης Ατζακάς
Υπήρχε πάντα μέσα του η βαθιά χαρακιά που άφησε το πέρασμα από τις μετεμφυαλικές εκείνες παιδοπόλεις -ένδοξους βασιλικούς τόπους υποταγής και χειραγώγησης, σταθμούς καθαγιασμένους μόνον κατ’ όνομα: «Απόστολος Παύλος», Άγιος Χαράλαμπος», «Καλή Παναγιά», «Άγιος Δημήτριος», Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, 1949 – 1955. Έχοντας από καιρό διανύσει τις περισσότερες από τις αναπότρεπτες διαδρομές του, ο Γιάννης Αρχοντής φτάνει μόνος του ένα απόγευμα του Ιουνίου σε κάποια ερημική ακτή του Αιγαίου. Δεν ήταν τόσο ανάγκη ενός τελικού απολογισμού, όσο η επίμονη «αναζήτηση του χαμένου χρόνου» και των σημαδιών που άφησε μέσα του μια εποχή ερμητικά κλειστή, όπως τα περίκλειστα και περίλαμπρα ιδρύματα, όπου έζησε έξι από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Εκεί, την ώρα που ένα φωταγωγημένο καράβι περνά ανοιχτά μέσα στη νύχτα, από τον «θολό βυθό» της μνήμης του, όπου για περισσότερο από πενήντα χρόνια το είχε απωθήσει, αναδύεται απροσδόκητα το φάσμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε, για να πει επιτέλους ολόκληρη την παλιά ιστορία του. (. . .)
Μάριο Βάργκας Λιόσα
ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Γιατί η Oυρανία Καβράλ επιστρέφει στο νησί της, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ενώ είχε ορκιστεί να μην ξαναπατήσει το πόδι της εκεί; Γιατί αισθάνεται τρόμο για τη ζωή από τα δεκατέσσερά της χρόνια; Και γιατί δεν γνώρισε ούτε έναν έρωτα στη ζωή της; Στη Γιορτή του Τράγου, το νέο του πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα, ο μεγάλος Περουβιανός συγγραφέας υφαίνει μια μεγάλη τοιχογραφία όπου η Ιστορία μπλέκεται με τις μικρές ανθρώπινες ιστορίες, και όπου γνωστά ιστορικά πρόσωπα –όπως ο στρατηγός Τρουχίλιο που βασάνισε 3.000.000 ανθρώπους χωρίς να υποψιάζεται τη «μακιαβελική» πτώση του– διασταυρώνουν τα πεπρωμένα τους με τους μυθιστορηματικούς ήρωες του βιβλίου. Με έναν καταιγιστικό ρυθμό και την αξεπέραστη λογοτεχνική του ικανότητα, ο Βάργκας Λιόσα επιστρέφει στο «πολιτικό» μυθιστόρημα για να συγκινήσει, να προειδοποιήσει και να καταγγείλει όλες εκείνες τις μορφές εξουσίας που επιβιώνουν ανοίγοντας δρόμο μέσα από σωρούς πτωμάτων. Η παγκόσμια κριτική χαιρέτησε τη Γιορτή του Τράγου ως το αναμφισβήτητο αριστούργημα της ώριμης συγγραφικής περιόδου του Βάργκας Λιόσα.
Βιρτζίνια Γουλφ
“Το σημάδι στον τοίχο” είναι το πρώτο δημοσιευμένο διήγημα της Βιρτζίνια Γουλφ – αν και βέβαια δεν πρόκειται ακριβώς για διήγημα: καθισμένη μπροστά στο τζάκι, η αφηγήτρια απορροφάται πρόθυμα από ένα μικρό μαύρο σημάδι πάνω στον τοίχο, που η αινιγματικότητά του γίνεται το έναυσμα για να ξεδιπλωθεί ένας βαθύς εσωτερικός μονόλογος χωρίς ορισμένη κατεύθυνση και προφανή σκοπό.
Οι παιδικές καταβολές, η ανεξαρτησία της σκέψης, η φύση και η κοινωνία γίνονται εδώ οι μοχλοί που τροφοδοτούν την περίφημη «ροή της συνείδησης», δηλαδή το μέσο που η Βιρτζίνια Γουλφ τελειοποίησε ώστε πρώτα να απελευθερωθεί η ίδια και μαζί να προσφέρει άπλετα την αναγνωστική απόλαυση.