Συνήθως μόνοι βαδίζουμε.
Κάνοντας ανόητους διασκελισμούς,
κροταλίζουμε τα πέλματα στο πεζοδρόμιο.
Ενίοτε συμβαδίζουμε με άλλους,
στις διχάλες χωριζόμαστε
ή σιωπηρά
αποστρέφουμε τις πλάτες
και συνεχίζουμε.
“Ο τόμος με τα άπαντά μου δεν είναι, μόνο η συγκέντρωση των ποιημάτων μου αλλά κι ολόκληρης της ζωής μου, αφού δε θυμάμαι να έζησα ποτέ χωρίς ποίηση. Μικρή, μου διάβαζε ποίηση η μητέρα μου και, βέβαια, μεγάλωσα στη σκιά του νονού μου, του Νίκου Καζαντζάκη. Ήξερα πώς γράφονται τα ποιήματα, δηλαδή ότι δεν μπορείς να τα προγραμματίσεις. Εκείνα αποφασίζουν πότε θα σε κατακτήσουν. Αρκεί να ‘χεις την όσφρηση που χρειάζεται για να τα συλλάβεις. Αυτό ίσως και να σημαίνει “ταλέντο”. Βέβαια, όταν είσαι νέος, τα κύματα της ποίησης πολλαπλασιάζονται, αφού ο έρωτας κυριαρχεί. Ένα άλλο στοιχείο της ποιητικής μου ενέργειας είναι ότι πρωτοδημιούργησα στη δεκαετία του ’60, εποχή αναγέννησης της νεοελληνικής ποίησης και τέχνης γενικότερα, ή, όπως λέει ο Καβάφης, “με μουσικές εξαίσιες, με φωνές”. Είδαμε την ποίηση της Ελλάδας να αποσπά τη διεθνή προσοχή, ενώ ως τότε μόνο οι αρχαίοι Έλληνες τους ενδιέφεραν. Ωραία εμπειρία ο συγκεντρωτικός τόμος”.
Ποίηση
«Περπατάμε μέσα σε έναν κήπο, ο κήπος οδηγεί σε μονοπάτι, το μονοπάτι οδηγεί σε δρόμο, ο δρόμος στην πόρτα του σπιτιού μας.» Όμως το σπίτι, δεν είναι ένα σταθερό σημείο ή ένα καταφύγιο, αλλά μια σειρά από τοπία, ανοιχτά στα ενδεχόμενα, ένας χειροποίητος χάρτης διαδρομών με πολύ προσωπικά σημάδια, με δέντρα, με πρόσωπα οικεία και μυθικά, με ένα τραγούδι που θέλει να φτάσει ώς το ξέφωτο, ώς την ελπίδα.
Ποίηση
Αγαπητή Κλαίουσα Ιτιά,
μην πιστεύετε τον κοκκινολαίμη, είναι ακόμα θυμωμένος.
Ο θυμός φυλάσσεται σε διάφανα μπουκαλάκια,
έχει διάφορα χρώματα και πίνεται σαν κολόνια.
Οι συνεχείς μετακομίσεις είναι αδιαμφισβήτητα
δουλειά για αράχνες.
Οι θάλασσες το φθινόπωρο είναι μολυβένιες.
Το μολύβι πάντα κάποιον βαραίνει.
Αγαπητή μου Κλαίουσα,
η έλευση της ανθοφορίας είναι μια άδεια φιέστα.
Βαθιά στη γη συντελείται το πανδαιμόνιο.
Ρωτήστε τις ρίζες σας, τις βαθιές σας ρίζες.
Με τα κίτρινα ανθάκια σας, όταν πέσουν,
θα φτιάξουμε περιδέραια,
ελαφρύτερα κι από όνειρα που δεν πήγαν παραπέρα.
Δικός σας,
Κ.
Ποίηση
Μέσα στον κόσμο των παιχνιδιών κατοικούν άνθρωποι, ζώα, φυτά και ένα βραχιόλι. Για παράδειγμα οι δύο χελώνες που πάνε ένα παιδί στη θάλασσα, μία οικογένεια τρυποκάρυδων που έχει προβλήματα επικοινωνίας, ο ωραιότερος άντρας στη γη, οι κόρες του Ρήνου, ένας στρατιώτης, τέσσερα σπίτια, μία διευθύντρια σχολείου και δύο πιερότοι. Τα τοπία εναλλάσσονται, οι λέξεις γίνονται δούρειοι ίπποι, οι πάγοι λιώνουν, φυτά ψηλώνουν, άγρια ζώα πλησιάζουν. Σταδιακά ακόμα και οι ήρωες του βιβλίου επιθυμούν να απεγκλωβιστούν από τα όρια του κόσμου που μοιράζονται και η ανάγνωση είναι ο πιο αγαπημένος τρόπος απόδρασης.
«Την πρώτη φορά που είδα τον Λούτσο, δεν εντυπωσιάστηκα. Ψηλός, αδύνατος, με βλέμμα διαισθητικό που παρατηρούσε τα πάντα, είχε έρθει παρέα με τον μεγάλο μου αδελφό. Εγώ καθόμουν στο ολοκαίνουργιο γραφείο μου, δώρο γενεθλίων από τους γονείς μου, και τακτοποιούσα τα χαρτάκια μου, τους πρώτους στίχους που ξεπηδούσαν από την ανυποψίαστη εφηβεία μου. Ο αδελφός μου με χαιρέτησε με τρυφερότητα και μου σύστησε αμέσως τον Λούτσο: ‘‘Από δω ο φίλος μου, ο συγκάτοικός μου στο σπίτι της ποιήτριας Εσίλντα Γκρέβε’’. Του έριξα μια λοξή ματιά για ένα δευτερόλεπτο, του έσφιξα το χέρι σαν να ήθελα να κρατήσω τις αποστάσεις.
‘‘Γράφεις;’’
‘‘Ναι, γράφω.’’
‘‘Τι γράφεις;’’
‘‘Ποίηση γράφω’’, του απάντησα με έπαρση.
Ο αδελφός μου επενέβη βιαστικά για να με πληροφορήσει ότι βρισκόμουν μπροστά σ’ έναν αληθινό ποιητή. Τον κοίταξα για πρώτη φορά και χαμήλωσα τα μάτια με ταπεινοφροσύνη. Τότε, εκείνος πήρε μολύβι και χαρτί, έγραψε ένα ποίημα και μου το αφιέ-ρωσε. Πρώτο ανάμεσα στα χιλιάδες που θα μου αφιέρωνε αργό-τερα, προμηνύοντας για μένα μια μοίρα ποιήτριας.»