Με τη Στάχτη στο Στόμα η Μπρέντα Ναβάρο εξακολουθεί ν’ ανοίγει νέους δρόμους, με ένα μυθιστόρημα πολιτικό και ποιητικό, μια αφήγηση φεμινιστική και αντιαποικιακή που διεκδικεί τις μεξικάνικες ρίζες της και ξέρει να διαβάζει το δράμα ενός βίαιου κόσμου, να το καταγγέλλει και να προτείνει, ελλείψει άλλων λύσεων, την ομορφιά ως μια επικράτεια ίασης. Συγχρόνως ένα βιβλίο σκληρό, μια ιστορία για τους νικημένους, που ποτέ δεν είναι ωραία, με το ζεύγος των πρωταγωνιστών να υποκύπτει εντέλει στην υπαρξιακή τρύπα που απ’ την αρχή της ζωής τους τους καταδιώκει. Δυο αδέρφια, ξεφτίδια μιας οικογένειας που ποτέ δεν υπήρξε στ’ αλήθεια. Αυτό που βλέπουμε είναι τα ανολοκλήρωτα τσιμέντα ή τα γκρεμίσματα, ακούμε την ηχώ των πραγμάτων που σπάνε. Χώρος για το μέλλον δεν υπάρχει, τα πράγματα δεν πρόκειται να φτιάξουν, τα προβλήματα ποτέ δεν τελειώνουν.
Ο ξεριζωμός της οικογένειας είναι το πανί και η Ναβάρο ράβει πάνω του χαρακτήρες, ιστορίες, ίντριγκες, με την περιθωριοποίηση να τυλίγει τόσο τους «γκρίνγκος» που φυτοζωούν στη Μαδρίτη και τη Βαρκελώνη, όσο και τις Λατινοαμερικάνες που καθαρίζουν σπίτια και φροντίζουν γριές και παιδιά. Όλοι τους είναι κομμάτι του ίδιου μοτίβου, όλοι τους ανήκουν στους nadies αυτού του κόσμου που μάταια προσπαθούν να ονειρευτούν. Που αντιμετωπίζουν την περιθωριοποίηση, την ανισότητα, την υποτίμηση και εντέλει την εγκατάλειψη σε μια κοινωνία όπου δεν χτίζεις δεσμούς, πόσο μάλλον μια νέα ζωή. Κι εκεί βρίσκεται η αφηγηματική μαεστρία της Ναβάρο, στην ικανότητά της να πλάθει χαρακτήρες που θα πουν ψέματα και θα πληγώσουν τους άλλους προκειμένου να επιβιώσουν, με τη ρευστή και παλλόμενη πρόζα της να δίνει λογοτεχνική ένταση στα συγκεχυμένα και θαμπά γεγονότα, με γλώσσα γήινη και ποιητική, που μεταφράζει τη σωματικότητα, την όρεξη για ζωή, το ίδιο το βιολογικό παρόν. Η Στάχτη στο Στόμα μας προσφέρει την μπερδεμένη εξομολόγηση μιας γυναίκας που με τον πιο καθημερινό τόνο αφηγείται την κάθοδό της σε μια εφιαλτική συναισθηματική Κόλαση και την ίδια στιγμή είναι ένα χαστούκι της πραγματικότητας απολύτως αναγκαίο, αλλά και υπερβολικά σκληρό.
Σύμφωνα με την επιτροπή που απένειμε στη συγγραφέα το Βραβείο Cálamo για το μυθιστόρημα: «Η αιχμηρή και αβίαστη γραφή καθυποτάσσει με μαεστρία τον χρόνο της αφήγησης για να μας παρασύρει χωρίς επιστροφή. Σπουδαίο και αναγκαίο μυθιστόρημα. Σίγουρα θα έρθουν και άλλα: έχουμε μια φωνή. Απ’ αυτές που δεν αφθονούν»