Το Τσανάκ Καλέ, πόλη κοντά στην Τροία, στην περιοχή των Δαρδανελλίων, έγινε γνωστό ήδη από τον 18ο αιώνα για τα κεραμικά του που εξάγονταν σ’ ολόκληρη την Ανατολή. Επηρεασμένοι από τις ανασκαφές του Σλήμαν, ορισμένοι περιηγητές ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ από την παράξενη ομορφιά τους ώστε έφτασαν να τα θεωρούν απογόνους της κεραμικής τέχνης της εποχής του Ομήρου. Στη Γαλλία, η μανία γι’ αυτά τα κεραμικά συνέπεσε με την επανεκτίμηση των παραδοσιακών τεχνουργημάτων από φαγιάνς μετά την ήττα του 1870, μια τάση που ενθαρρύνθηκε από το κίνημα Arts & Crafts και τον ιαπωνισμό. Κανείς δεν αντιστάθηκε στη γοητεία τους, ανάμεσά τους ο Μαλλαρμέ και ο Προυστ. Στην Ελλάδα και την Τουρκία η οθωμανική αυτή χειροτεχνία, που τόσο είχαν θαυμάσει ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, συμβολίζει έναν κόσμο ειρηνικό, πριν από τα τραγικά γεγονότα του 1922. Τόπος μνήμης και καταλύτης παθών, αυτή η ταπεινή παραγωγή εξακολουθεί να φέρνει κοντά ή να χωρίζει τους ανθρώπους στις δύο απέναντι ακτές του Αιγαίου Πελάγους, καθώς υφίσταται την ιδεολογικοποίηση της νοσταλγίας. Η πολιτισμική αρχαιολογία είναι το αντικείμενο της παρούσας συγκριτικής μελέτης που εγκολπώνεται πολλούς επιστημονικούς κλάδους, προκειμένου να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τους λόγους που διαμόρφωσαν την οικειοποίηση, την υποδοχή και τη θριαμβευτική αναγνώριση αυτής της κληρονομιάς.
Γιάννης Ατζακάς
Υπήρχε πάντα μέσα του η βαθιά χαρακιά που άφησε το πέρασμα από τις μετεμφυαλικές εκείνες παιδοπόλεις -ένδοξους βασιλικούς τόπους υποταγής και χειραγώγησης, σταθμούς καθαγιασμένους μόνον κατ’ όνομα: «Απόστολος Παύλος», Άγιος Χαράλαμπος», «Καλή Παναγιά», «Άγιος Δημήτριος», Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, 1949 – 1955. Έχοντας από καιρό διανύσει τις περισσότερες από τις αναπότρεπτες διαδρομές του, ο Γιάννης Αρχοντής φτάνει μόνος του ένα απόγευμα του Ιουνίου σε κάποια ερημική ακτή του Αιγαίου. Δεν ήταν τόσο ανάγκη ενός τελικού απολογισμού, όσο η επίμονη «αναζήτηση του χαμένου χρόνου» και των σημαδιών που άφησε μέσα του μια εποχή ερμητικά κλειστή, όπως τα περίκλειστα και περίλαμπρα ιδρύματα, όπου έζησε έξι από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Εκεί, την ώρα που ένα φωταγωγημένο καράβι περνά ανοιχτά μέσα στη νύχτα, από τον «θολό βυθό» της μνήμης του, όπου για περισσότερο από πενήντα χρόνια το είχε απωθήσει, αναδύεται απροσδόκητα το φάσμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε, για να πει επιτέλους ολόκληρη την παλιά ιστορία του. (. . .)
Μάριο Βάργκας Λιόσα
ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Γιατί η Oυρανία Καβράλ επιστρέφει στο νησί της, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ενώ είχε ορκιστεί να μην ξαναπατήσει το πόδι της εκεί; Γιατί αισθάνεται τρόμο για τη ζωή από τα δεκατέσσερά της χρόνια; Και γιατί δεν γνώρισε ούτε έναν έρωτα στη ζωή της; Στη Γιορτή του Τράγου, το νέο του πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα, ο μεγάλος Περουβιανός συγγραφέας υφαίνει μια μεγάλη τοιχογραφία όπου η Ιστορία μπλέκεται με τις μικρές ανθρώπινες ιστορίες, και όπου γνωστά ιστορικά πρόσωπα –όπως ο στρατηγός Τρουχίλιο που βασάνισε 3.000.000 ανθρώπους χωρίς να υποψιάζεται τη «μακιαβελική» πτώση του– διασταυρώνουν τα πεπρωμένα τους με τους μυθιστορηματικούς ήρωες του βιβλίου. Με έναν καταιγιστικό ρυθμό και την αξεπέραστη λογοτεχνική του ικανότητα, ο Βάργκας Λιόσα επιστρέφει στο «πολιτικό» μυθιστόρημα για να συγκινήσει, να προειδοποιήσει και να καταγγείλει όλες εκείνες τις μορφές εξουσίας που επιβιώνουν ανοίγοντας δρόμο μέσα από σωρούς πτωμάτων. Η παγκόσμια κριτική χαιρέτησε τη Γιορτή του Τράγου ως το αναμφισβήτητο αριστούργημα της ώριμης συγγραφικής περιόδου του Βάργκας Λιόσα.
Βιρτζίνια Γουλφ
“Το σημάδι στον τοίχο” είναι το πρώτο δημοσιευμένο διήγημα της Βιρτζίνια Γουλφ – αν και βέβαια δεν πρόκειται ακριβώς για διήγημα: καθισμένη μπροστά στο τζάκι, η αφηγήτρια απορροφάται πρόθυμα από ένα μικρό μαύρο σημάδι πάνω στον τοίχο, που η αινιγματικότητά του γίνεται το έναυσμα για να ξεδιπλωθεί ένας βαθύς εσωτερικός μονόλογος χωρίς ορισμένη κατεύθυνση και προφανή σκοπό.
Οι παιδικές καταβολές, η ανεξαρτησία της σκέψης, η φύση και η κοινωνία γίνονται εδώ οι μοχλοί που τροφοδοτούν την περίφημη «ροή της συνείδησης», δηλαδή το μέσο που η Βιρτζίνια Γουλφ τελειοποίησε ώστε πρώτα να απελευθερωθεί η ίδια και μαζί να προσφέρει άπλετα την αναγνωστική απόλαυση.