Το Τσανάκ Καλέ, πόλη κοντά στην Τροία, στην περιοχή των Δαρδανελλίων, έγινε γνωστό ήδη από τον 18ο αιώνα για τα κεραμικά του που εξάγονταν σ’ ολόκληρη την Ανατολή. Επηρεασμένοι από τις ανασκαφές του Σλήμαν, ορισμένοι περιηγητές ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ από την παράξενη ομορφιά τους ώστε έφτασαν να τα θεωρούν απογόνους της κεραμικής τέχνης της εποχής του Ομήρου. Στη Γαλλία, η μανία γι’ αυτά τα κεραμικά συνέπεσε με την επανεκτίμηση των παραδοσιακών τεχνουργημάτων από φαγιάνς μετά την ήττα του 1870, μια τάση που ενθαρρύνθηκε από το κίνημα Arts & Crafts και τον ιαπωνισμό. Κανείς δεν αντιστάθηκε στη γοητεία τους, ανάμεσά τους ο Μαλλαρμέ και ο Προυστ. Στην Ελλάδα και την Τουρκία η οθωμανική αυτή χειροτεχνία, που τόσο είχαν θαυμάσει ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, συμβολίζει έναν κόσμο ειρηνικό, πριν από τα τραγικά γεγονότα του 1922. Τόπος μνήμης και καταλύτης παθών, αυτή η ταπεινή παραγωγή εξακολουθεί να φέρνει κοντά ή να χωρίζει τους ανθρώπους στις δύο απέναντι ακτές του Αιγαίου Πελάγους, καθώς υφίσταται την ιδεολογικοποίηση της νοσταλγίας. Η πολιτισμική αρχαιολογία είναι το αντικείμενο της παρούσας συγκριτικής μελέτης που εγκολπώνεται πολλούς επιστημονικούς κλάδους, προκειμένου να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τους λόγους που διαμόρφωσαν την οικειοποίηση, την υποδοχή και τη θριαμβευτική αναγνώριση αυτής της κληρονομιάς.
Διονύσης Σαββόπουλος
Αυτό που λέμε «Σαββόπουλος» δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο «Σάββο», όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.
Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο. Το ’χει. Σαν ρόλος, και σουξέ είχε και πείρα διαθέτει.
Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ένα παιχνίδι είναι. Ένα κόλπο. Ελπίζω να το βρείτε διασκεδαστικό.
Σε αυτό το βιβλίο ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιόνιο. Αυτόν ντύνεται.
Καλή ακρόαση, αγαπητοί μου, καλή ανάγνωση.
Δ.Σ.
Τζωρτζ Λε Νονς
Άργησα πολύ να μιλήσω δεν ήθελα να πω τ’ όνομά μου
Βικτωρία Θεοδώρου
Αδαής ακόμη, κοιτάζεις την αντανάκλασή σου και χαίρεσαι
«εγώ είμαι» λες, «αυτός είμαι εγώ», ούτε που φαντάζεσαι
πως δεν είσαι, και δεν θα γίνεις, το είδωλό σου, ένας άλλος
είναι η αντανάκλασή σου, κι όχι μόνο αυτή στον καθρέφτη,
όλες οι αντανακλάσεις από εδώ και πέρα, όλα τα είδωλά σου
είναι ένας άλλος, αλλιώς ζει, αλλιώς σκέφτεται,
άλλα στηρίγματα έχει, εσύ δεν τα φαντάζεσαι καν.
Αμέριμνος σου λέει ιστορίες για τη μάνα του
κι ούτε του περνάει από το νου πως εσύ δεν έχεις μάνα.
Νοσταλγικός σου περιγράφει το πατρικό του σπίτι
κι ούτε μπορεί να φανταστεί πως εσύ δεν έχεις σπίτι.
Πικραμένος σου αφηγείται πως τον αδίκησαν στη δουλειά
κι ούτε υποψιάζεται πόσα χρόνια έχεις άνεργος.
Απλά πράγματα, καθημερινά, δεδομένα
σπίτι, δουλειά, οικογένεια, καταγωγή
μόνο που δεν είναι δεδομένα
και δεν θέλεις πια να ξανασυναντήσεις
δεν θέλεις πια να ξαναμιλήσεις με κανέναν
δεν διαθέτεις τον ελάχιστο απαιτούμενο
κοινό παρονομαστή
έχεις χάσει προ πολλού κάθε παρονομαστή.
Και κανείς δεν δύναται να διανοηθεί πως υπάρχεις κι εσύ
μέσα στην επιδεικτική αρτιμέλεια του κόσμου.
Φραντς Κάφκα
850
Ένας περιοδεύων πωλητής υφασμάτων ξυπνάει ένα πρωί συνειδητοποιώντας ότι έχει καθυστερήσει πολύ για τη δουλειά του. Η αργοπορία του τον γεμίζει αγωνία για το μέλλον του και το μέλλον της οικογένειάς του· και παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του να ξεκινήσει άλλη μια μέρα στην ίδια άχαρη δουλειά, αντιμετωπίζει μια βασική σωματική δυσκολία: έχει μεταμορφωθεί σε ένα τερατώδες έντομο.
Πέρα από την περίφημη πρώτη φράση της —μια απ’ τις πιο συνταρακτικές στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας—, η Μεταμόρφωση είναι μια ιστορία τέλεια ειπωμένη, μια ιδέα αενάως μεθερμηνευόμενη, ένας υπαρξιακός μύθος που καθόρισε τη συλλογική συνείδηση του 20ού αιώνα.