Σονέτα

12.20

Συγγραφέας:
Εκδόσεις:

Μετάφραση-πρόλογος: Ερρίκος Σοφράς
Επιμέλεια: Κώστας Σπαθαράκης
Σελίδες: 136

Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290

Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr

Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.

Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.

Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.

Κωδικός προϊόντος: LF-BK-10566 Κατηγορία: Ετικέτες: , ,

Όσοι αγόρασαν αυτό το προϊόν, επέλεξαν επίσης

Δανάη Σιώζου

«Περπατάμε μέσα σε έναν κήπο, ο κήπος οδηγεί σε μονοπάτι, το μονοπάτι οδηγεί σε δρόμο, ο δρόμος στην πόρτα του σπιτιού μας.» Όμως το σπίτι, δεν είναι ένα σταθερό σημείο ή ένα καταφύγιο, αλλά μια σειρά από τοπία, ανοιχτά στα ενδεχόμενα, ένας χειροποίητος χάρτης διαδρομών με πολύ προσωπικά σημάδια, με δέντρα, με πρόσωπα οικεία και μυθικά, με ένα τραγούδι που θέλει να φτάσει ώς το ξέφωτο, ώς την ελπίδα.

10.00

Ποίηση

Επιστολές

Δανάη Σιώζου

Αγαπητή Κλαίουσα Ιτιά,

μην πιστεύετε τον κοκκινολαίμη, είναι ακόμα θυμωμένος.
Ο θυμός φυλάσσεται σε διάφανα μπουκαλάκια,
έχει διάφορα χρώματα και πίνεται σαν κολόνια.
Οι συνεχείς μετακομίσεις είναι αδιαμφισβήτητα
δουλειά για αράχνες.
Οι θάλασσες το φθινόπωρο είναι μολυβένιες.
Το μολύβι πάντα κάποιον βαραίνει.
Αγαπητή μου Κλαίουσα,
η έλευση της ανθοφορίας είναι μια άδεια φιέστα.
Βαθιά στη γη συντελείται το πανδαιμόνιο.
Ρωτήστε τις ρίζες σας, τις βαθιές σας ρίζες.
Με τα κίτρινα ανθάκια σας, όταν πέσουν,
θα φτιάξουμε περιδέραια,
ελαφρύτερα κι από όνειρα που δεν πήγαν παραπέρα.

Δικός σας,
Κ.

11.10

Δανάη Σιώζου

Μέσα στον κόσμο των παιχνιδιών κατοικούν άνθρωποι, ζώα, φυτά και ένα βραχιόλι. Για παράδειγμα οι δύο χελώνες που πάνε ένα παιδί στη θάλασσα, μία οικογένεια τρυποκάρυδων που έχει προβλήματα επικοινωνίας, ο ωραιότερος άντρας στη γη, οι κόρες του Ρήνου, ένας στρατιώτης, τέσσερα σπίτια, μία διευθύντρια σχολείου και δύο πιερότοι. Τα τοπία εναλλάσσονται, οι λέξεις γίνονται δούρειοι ίπποι, οι πάγοι λιώνουν, φυτά ψηλώνουν, άγρια ζώα πλησιάζουν. Σταδιακά ακόμα και οι ήρωες του βιβλίου επιθυμούν να απεγκλωβιστούν από τα όρια του κόσμου που μοιράζονται και η ανάγνωση είναι ο πιο αγαπημένος τρόπος απόδρασης.

7.00

«Την πρώτη φορά που είδα τον Λούτσο, δεν εντυπωσιάστηκα. Ψηλός, αδύνατος, με βλέμμα διαισθητικό που παρατηρούσε τα πάντα, είχε έρθει παρέα με τον μεγάλο μου αδελφό. Εγώ καθόμουν στο ολοκαίνουργιο γραφείο μου, δώρο γενεθλίων από τους γονείς μου, και τακτοποιούσα τα χαρτάκια μου, τους πρώτους στίχους που ξεπηδούσαν από την ανυποψίαστη εφηβεία μου. Ο αδελφός μου με χαιρέτησε με τρυφερότητα και μου σύστησε αμέσως τον Λούτσο: ‘‘Από δω ο φίλος μου, ο συγκάτοικός μου στο σπίτι της ποιήτριας Εσίλντα Γκρέβε’’. Του έριξα μια λοξή ματιά για ένα δευτερόλεπτο, του έσφιξα το χέρι σαν να ήθελα να κρατήσω τις αποστάσεις.

‘‘Γράφεις;’’
‘‘Ναι, γράφω.’’
‘‘Τι γράφεις;’’
‘‘Ποίηση γράφω’’, του απάντησα με έπαρση.

Ο αδελφός μου επενέβη βιαστικά για να με πληροφορήσει ότι βρισκόμουν μπροστά σ’ έναν αληθινό ποιητή. Τον κοίταξα για πρώτη φορά και χαμήλωσα τα μάτια με ταπεινοφροσύνη. Τότε, εκείνος πήρε μολύβι και χαρτί, έγραψε ένα ποίημα και μου το αφιέ-ρωσε. Πρώτο ανάμεσα στα χιλιάδες που θα μου αφιέρωνε αργό-τερα, προμηνύοντας για μένα μια μοίρα ποιήτριας.»

14.84

Μιχάλης Γκανάς

“Χαμένες οικειότητες”:

Το ντέφι μονάχο, χωρίς κλαρίνο, χωρίς πλατάνι, να εκρήγνυται κάπου βαθιά, σμπαράλια να γίνονται τα μεσημέρια.

Φωτεινό πεινασμένο γεράκι, να γράφει κύκλους πάνω απ’ τον κόκορα, να του δίνει μια με το ράμφος, ν’ ανοίγει το καύκαλό του κι οι κότες πιο δίπλα να βοσκάνε στουρνάρι για να θωρακίσουν το σπέρμα του.

Ψηλά ψηλά τα χελιδόνια χαύοντας μύγες, πετσοκόβοντας τον αέρα πέρα δώθε, αλλά το γαλάζιο ανέπαφο, να σαλπίζει ουρανό ως το σούρουπο.

Περαστικά μας τώρα. Στα σπάρτα οι μνήμες, στις πολυκατοικίες τα υφαντά τους. Χερσαία όνειρα, αποτυπώματα Πελασγών – Κρητών – Τούρκων – Φράγκων – Σλάβων – Άγγλων – Αμερικανών, τί μπατανίες, Θέ μου, τί μπάντες για λογής κρεβάτια, σκοντάφτει εκεί το νυσταγμένο μάτι κι ύστερα σαν ανθρακωρύχος χάνεται στις στοές του ύπνου. Άξαφνα μύτη με πρώρα εσύ κι ένα λευκό καράβι περνάει ανάμεσα στα μάτια σου, χωρίζοντας το αίμα σου στα δυο.

Βαθιά μες στην καρίνα του τα τύμπανα των Αλτζερίνων και πιο βαθιά η άγκυρα που πρήζεται μες στην καρδιά σου

16.92