«Καμιά φορά, όταν το φως χαμηλώνει και μεγαλώνουν οι σκιές, μου φαίνεται ότι κυκλοφορώ σ’ αυτούς τους δρόμους χρόνια και χρόνια ατέλειωτα, ολόκληρο αιώνα, ότι ξέρω πια κάθε δέντρο, κάθε λακκούβα, κάθε σπίτι, πηγαίνω πια με τα μάτια κλειστά, είμαι πια δρόμος κι εγώ, πότε άδειος πότε γεμάτος, πότε με φως πότε σκοτεινός, για να βρεις τον δρόμο πρέπει να γίνεις δρόμος, ναι, αλλά ο δρόμος είναι δρόμος αν δεν τον περπατήσεις, η λαμπάδα είναι λαμπάδα αν δεν ανάψει, το μαχαίρι είναι μαχαίρι αν δεν κόψει; Πες της σ’ αγαπάω πολύ και δεν θα το ξανακάνω».
Εφτά χρόνια τώρα έχω δει πολλά κι έχω ακούσει άλλα τόσα, είναι η φύση της δουλειάς τέτοια, είναι και η δική μου, πάω πάντα παντού, ό,τι ώρα και μέρα να ‘ναι, κοντά ή μακριά, με βροχή, καύσωνα ή χιόνι.
Το “Πες της” είναι η ιστορία μιας κούριερ που περιπλανιέται σαν αερικό σε χιονισμένα βουνά και ασημένιες θάλασσες, σε δρόμους άδρομους, απέραντους, χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς σημάδια και χαρακιές, μπαινοβγαίνει σε μεζονέτες με εσωτερικό ασανσέρ και πολυκατοικίες χωρίς ασανσέρ, και κάνει παραδόσεις σε καλούς και κακούς ανθρώπους, αγενείς και ευγενικούς, βασανισμένους και καλοζωισμένους – σε ανθρώπους που μοιάζουν έτοιμοι να βάλουν τα κλάματα κι άλλους που μοιάζουν να μην ξέρουν τι θα πει κλάμα.
Μια ιστορία ειπωμένη με γλώσσα που πότε αντιλαλεί και πότε σωπαίνει, ευφραίνεται και συστέλλεται, κρύβεται και φανερώνεται, παλεύοντας ν’ ακολουθήσει τα ματωμένα χνάρια που αφήνουν οι άνθρωποι και τα πράγματα στο χιόνι. Μια ιστορία για το μυστήριο, τον πόνο, την τραγικότητα, την τρέλα, αλλά και την ανθρωπιά, την ελπίδα, την κρυμμένη ομορφιά και την ποίηση της σύγχρονης ζωής.