Τον χειμώνα η όμορφη Κοιλάδα του Κλότζκο μετατρέπεται σε ένα μέρος αρκετά ερημικό και μάλλον αφιλόξενο. Μεταξύ των λιγοστών κατοίκων που παραμένουν εκεί είναι η Γιανίνα Ντουσέικο, λάτρης της αστρολογίας, η οποία στον ελεύθερο χρόνο της προσέχει τα σπίτια των απόντων γειτόνων και μεταφράζει ποιήματα του Μπλέικ. Κάπως έτσι γεμίζει τις μέρες της αυτή η ώριμη και μοναχική γυναίκα. Από τους άλλους, πάλι, η ίδια θεωρείται ιδιότροπη και εκκεντρική, αν όχι τρελή, επειδή ακριβώς προτιμά την παρέα των ζώων παρά των ανθρώπων. Ώσπου κάποια στιγμή η γαλήνη του τόπου διαταράσσεται, γίνεται ένας φόνος. Δεν πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό. Τα πτώματα αυξάνονται και τα θύματα είναι κυνηγοί. Τι συμβαίνει; Η Γιανίνα κάτι υποψιάζεται και αναλαμβάνει να διερευνήσει την υπόθεση. Ακολουθεί όμως τα σωστά ίχνη; Η βραβευμένη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας Όλγκα Τοκάρτσουκ αφηγείται μια αντισυμβατική ιστορία μυστηρίου και αγωνίας με γρήγορο ρυθμό και παιγνιώδη διάθεση. Δημιουργεί ένα υπαρξιακό θρίλερ, με κοινωνικό και πολιτικό ορίζοντα, που προσλαμβάνει ωστόσο φιλοσοφικές και μεταφυσικές διαστάσεις. Ένα ακατάτακτο και απολαυστικό μυθιστόρημα για την αξία της ενσυναίσθησης.
Φώντας Τρούσας
Κείμενα για ουκ ολίγες βαθιά υποτιμημένες ταινίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70, που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό (γυναικείο και αντρικό), την ερωτική περίπτυξη ή και την ερωτική πράξη καθαυτή, τοποθετώντας τα όλα τούτα εντός του ελληνικού τοπίου (φυσικού ή αστικού). Σε μια εποχή συντηρητική, όπως και να το κάνουμε, είναι η λογοκρισία εκείνη που χαλαρώνει –και επί δικτατορίας και επί μεταπολίτευσης–, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι άνθρωποι που στήριζαν σε αυτόν την επιβίωσή τους (τεχνικοί, αιθουσάρχες κ.λπ.) μετά το βαρύ χτύπημα που του επέφερε η τηλεόραση, δείχνοντας εν ολίγοις όσα δεν μπορούσε να δείξει η TV. Αναδείχθηκαν έτσι νέες ερωτικές περσόνες, σαν εκείνες που υποδύθηκαν η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, η Δώρα Σιτζάνη, η Ρίτα Μπενσουσάν, η Τίνα Σπάθη, η Ajita Wilson κ.ά., μαζί βεβαίως με τους παρτενέρ τους, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, τον Λευτέρη Γυφτόπουλο, τον Udo Kier, τον Γιώργο Στρατηγάκη, τον Χρήστο Νομικό κ.ά.
Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν τα κείμενα και οι πληροφορίες ακόμα και για τον underground ή πειραματικό κινηματογράφο μας, δεν απουσιάζουν οι πρωτοποριακές μουσικές ταινίες, δεν απουσιάζουν και άλλα πολλά, που θα τα ανακαλύψετε σιγά-σιγά.
Από τον πρόλογο του βιβλίου
Ηλίας Δ. Κούβελας
Ένα από τα πλέον σημαντικά επιστημονικά ερωτήματα σήμερα είναι: Ποια η σχέση του ανθρώπινου νου με το υπόλοιπο σύμπαν; Με άλλα λόγια, πώς μπορεί ο —ουσιαστικά χωρίς νόημα— κόσμος να περιέχει νοήματα;
Η προσέγγιση στο ερώτημα αυτό από την πλευρά της νευροεπιστήμης είναι ότι οι νοητικές λειτουργίες είναι μέρος του φυσικού κόσμου, ότι το ερμηνευτικό εργαλείο κατανόησής τους είναι ο ορθολογισμός και ότι η «μηχανή του νου» είναι ο εγκέφαλος. Ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι η πιο πολύπλοκη δομή που υπάρχει στο σύμπαν που γνωρίζουμε, και είναι αποτέλεσμα διαδικασιών που πραγματοποιήθηκαν μέσα στα εκατομμύρια χρόνια της εξέλιξης. Και ο εγκέφαλος του καθενός από εμάς είναι αποτέλεσμα της συνδυασμένης δράσης των γονιδίων του και των εμπειριών του, ιδίως εκείνων κατά τα πρώτα στάδια της ζωής του. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να κατανοήσουμε τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου διότι, σε πλήρη αντίθεση με τα προϊόντα της τεχνητής νοημοσύνης, ο εγκέφαλος δεν δημιουργήθηκε προκειμένου να επιτευχθεί ένας συγκεκριμένος στόχος με βάση τις αρχές ενός συγκεκριμένου σχεδιασμού. Η φυσική επιλογή, η μηχανή της εξέλιξης δηλαδή, είναι η μόνη υπεύθυνη για τη δημιουργία του.
Βιρτζίνια Γουλφ
Η γοητεία του σύγχρονου Λονδίνου έγκειται στο ότι δεν χτίστηκε για να διαρκέσει· χτίστηκε για ν’ αφανίζεται. Οι γυάλινες προσόψεις του, η διαφάνειά του, τα φουσκωμένα κύματα των χρωματιστών σοβάδων, δίνουν μια ευχαρίστηση άλλου τύπου και πετυχαίνουν έναν διαφορετικό στόχο απ’ αυτόν που επιδίωκαν και προσπαθούσαν να πετύχουν οι παλιοί οικοδόμοι και τ’ αφεντικά τους, οι ευγενείς της Αγγλίας. Η περηφάνια τους απαιτούσε την ψευδαίσθηση της μονιμότητας. Η δική μας, αντίθετα, φαίνεται να χαίρεται ν’ αποδεικνύει ότι μπορούμε να κάνουμε πέτρες και τούβλα τόσο εφήμερα, όσο οι επιθυμίες μας.