Πρόκειται για σπουδαίο έργο, ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα. Η αποδοχή του από την κριτική και το αναγνωστικό κοινό είναι σχεδόν ομόφωνη.
Ο Γκάτσμπυ ενσαρκώνει το Αμερικανικό Όνειρο, το ιδεώδες της προσωπικής επιτυχίας, της κοινωνικής και επαγγελματικής ανέλιξης και του πλούτου, σε συνθήκες ελευθερίας, ασχέτως καταγωγής, μόρφωσης, θρησκείας. Σε αυτό το πλαίσιο περιλαμβάνεται και η ερωτική επιτυχία. Το Αμερικανικό Όνειρο έχει ατομιστική και υλιστική βάση, μολονότι κάποιες όψεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν ιδεαλιστικές. Ο Γκάτσμπυ εκπληρώνει το Αμερικανικό Όνειρο μέσα σε τρία μόνο χρόνια (Καλοκαίρι 1919 – Καλοκαίρι 1922): γίνεται πάμπλουτος, αγοράζει μια μεγάλη έπαυλη με “γαλάζιους κήπους”, έχει μπάτλερ, υπηρέτες και μια Ρόλς-Ρόυς, διοργανώνει θρυλικά πάρτυ. Τα λεφτά τα έκανε ως λαθρέμπορος ποτών και έχει συναλλαγές με ανθρώπους του υποκόσμου, αλλά αυτό δεν αμαυρώνει καθόλου την υπόληψή του στα μάτια του αναγνώστη – αντιθέτως, προσθέτει στη γοητεία του. Ωστόσο, εκείνο που πάνω απ’ όλα τον καθίστα μεγάλο -μυθικό- ήρωα και παραδειγματικό εραστή για κάθε εποχή είναι ο έμμονος, ανυποχώρητος, απόλυτος, κατακτητικός, ρομαντικός έρωτάς του για την Νταίζυ, ένας έρωτας που είναι αμήχανα και ιδεαλιστικά εφηβικός και, ταυτόχρονα, δυναμικά και ακράδαντα ανδρικός. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Γκάτσμπυ αναδεικνύεται σε ηθικά ανώτερο χαρακτήρα από την Νταίζυ που αποδεικνύεται τελικά πως δεν είναι παρά μια “όμορφη χαζούλα” με μια ψιθυριστή ναζιάρικη φωνή, μια “φωνή γεμάτη λεφτά”. Ο Γκάτσμπυ δεν έχει αυταπάτες, γνωρίζει καλά ότι η Νταίζυ υπολείπεται των ονείρων του – ” όχι από δικό της λάθος, αλλά εξαιτίας της κολοσσιαίας δυναμικότητας της φαντασίωσής του που υπερέβαινε και την Νταίζυ, υπερέβαινε τα πάντα. Είχε ριχτεί σε αυτήν την ψευδαίσθηση με δημιουργικό πάθος, πλουτίζοντάς τη συνεχώς, στολίζοντάς τη με κάθε λαμπερό φτερό που έβρισκε στον δρόμο του. Δεν υπάρχει φωτιά ή παγωνιά που μπορεί να αντιμετρηθεί με αυτό που φωλιάζει στην άγρια καρδιά ενός άντρα”. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Γιάννης Ατζακάς
Υπήρχε πάντα μέσα του η βαθιά χαρακιά που άφησε το πέρασμα από τις μετεμφυαλικές εκείνες παιδοπόλεις -ένδοξους βασιλικούς τόπους υποταγής και χειραγώγησης, σταθμούς καθαγιασμένους μόνον κατ’ όνομα: «Απόστολος Παύλος», Άγιος Χαράλαμπος», «Καλή Παναγιά», «Άγιος Δημήτριος», Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, 1949 – 1955. Έχοντας από καιρό διανύσει τις περισσότερες από τις αναπότρεπτες διαδρομές του, ο Γιάννης Αρχοντής φτάνει μόνος του ένα απόγευμα του Ιουνίου σε κάποια ερημική ακτή του Αιγαίου. Δεν ήταν τόσο ανάγκη ενός τελικού απολογισμού, όσο η επίμονη «αναζήτηση του χαμένου χρόνου» και των σημαδιών που άφησε μέσα του μια εποχή ερμητικά κλειστή, όπως τα περίκλειστα και περίλαμπρα ιδρύματα, όπου έζησε έξι από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Εκεί, την ώρα που ένα φωταγωγημένο καράβι περνά ανοιχτά μέσα στη νύχτα, από τον «θολό βυθό» της μνήμης του, όπου για περισσότερο από πενήντα χρόνια το είχε απωθήσει, αναδύεται απροσδόκητα το φάσμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε, για να πει επιτέλους ολόκληρη την παλιά ιστορία του. (. . .)
Μάριο Βάργκας Λιόσα
ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Γιατί η Oυρανία Καβράλ επιστρέφει στο νησί της, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ενώ είχε ορκιστεί να μην ξαναπατήσει το πόδι της εκεί; Γιατί αισθάνεται τρόμο για τη ζωή από τα δεκατέσσερά της χρόνια; Και γιατί δεν γνώρισε ούτε έναν έρωτα στη ζωή της; Στη Γιορτή του Τράγου, το νέο του πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα, ο μεγάλος Περουβιανός συγγραφέας υφαίνει μια μεγάλη τοιχογραφία όπου η Ιστορία μπλέκεται με τις μικρές ανθρώπινες ιστορίες, και όπου γνωστά ιστορικά πρόσωπα –όπως ο στρατηγός Τρουχίλιο που βασάνισε 3.000.000 ανθρώπους χωρίς να υποψιάζεται τη «μακιαβελική» πτώση του– διασταυρώνουν τα πεπρωμένα τους με τους μυθιστορηματικούς ήρωες του βιβλίου. Με έναν καταιγιστικό ρυθμό και την αξεπέραστη λογοτεχνική του ικανότητα, ο Βάργκας Λιόσα επιστρέφει στο «πολιτικό» μυθιστόρημα για να συγκινήσει, να προειδοποιήσει και να καταγγείλει όλες εκείνες τις μορφές εξουσίας που επιβιώνουν ανοίγοντας δρόμο μέσα από σωρούς πτωμάτων. Η παγκόσμια κριτική χαιρέτησε τη Γιορτή του Τράγου ως το αναμφισβήτητο αριστούργημα της ώριμης συγγραφικής περιόδου του Βάργκας Λιόσα.
Τάσος Θεοφίλου
Οι φυλακές είναι πάρκινγκ και γυμναστήριο για τους κρατούμενους και τις κρατούμενες, διευθυντήριο και σχολείο για το έγκλημα, ένοχο μυστικό για τη δικαιοσύνη και μαύρο κουτί για την κοινωνία των πολιτών. Το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο από τον Τάσο Θεοφίλου, έναν άνθρωπο που έζησε μέσα στις ελληνικές φυλακές και βγαίνοντας δεν σταμάτησε να τις παρακολουθεί και να γράφει γι’ αυτές. Με άλλα λόγια, έναν άνθρωπο που τις έζησε διπλά, ως φυλακισμένος και ως παρατηρητής της καθημερινότητάς τους, μετατρέποντας την προσωπική του εμπειρία σε γλώσσα ικανή να σταθεί απέναντι στα στερεότυπα που παράγουν οι ειδήσεις, οι επιτροπές και οι σκηνοθέτες. Και είναι μια σύντομη κατάδυση στο τυφλό σημείο του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και των θεσμών του, εκεί όπου τα δικαιώματα ακυρώνονται από την ίδια την εφαρμογή τους.