Ποια τύχη μπορεί να έχει μια γυναίκα ορφανή και από τους δύο γονείς, μαύρη και νάνος, που μεγαλώνει με την εργάτρια γιαγιά της σε μια φτωχογειτονιά της επαρχίας; Στα δεκαπέντε της χρόνια, η ηρωίδα ?που δεν θα μάθουμε ποτέ το όνομά της? αφήνει τη γειτονιά που μεγάλωσε και τους ανοχύρωτους ανθρώπους της, “εκείνους που ο κόσμος θα ήθελε να εξαφανίσει”, για να αναζητήσει την οικογένεια της καρδιάς της, να βρει την ταυτότητά της, να γνωρίσει τον κόσμο. Είναι εφοδιασμένη με το χάρισμα του διαχωρισμού: η σκέψη της, παντοδύναμη, μπορεί να αποδεσμεύεται από το αδύναμο σώμα της και να ορθώνεται, ανίκητη, στις δυσκολίες. Στην περιπλάνησή της τίποτα δεν θα είναι εύκολο. Θα γνωρίσει τη δύναμη της φιλίας, αλλά θα αντιμετωπίσει και το ψέμα, την ιδιοτέλεια, την εξαπάτηση. Θα βρεθεί ανάμεσα σε ανθρώπους περιθωριακούς, τσαλακωμένους, αποσυνάγωγους, αλλά κάποτε και μαχητικούς, σε υποβαθμισμένα προάστια, σε μια κατάληψη καλλιτεχνών, σ’ ένα άθλιο ξενοδοχείο, σε μια αναρχική ουτοπική κοινότητα. Το μυθιστόρημα της Kisukidi, πολυφωνικό και βαθιά ποιητικό, περιπετειώδες και ευφρόσυνο, αναμειγνύει ιδέες και πολιτική, λόγια φαντασμάτων, παλιά παραμύθια, αρχετυπικές ιστορίες για πειρατές και παιδιά που χάνονται στο δάσος, σε μια καταιγιστική διαδοχή. Πρωτοτυπία, διαύγεια, τόλμη της γραφής, επίμονος ρεαλισμός που συνυπάρχει με μια προκλητική φαντασία, κριτική της κοινωνίας δριμεία και ποιητική. Η ηρωίδα διατρέχει “των ηττημένων τα διανυμένα χιλιόμετρα”, παρατηρεί με οξυδέρκεια, καταγράφει και καταγγέλλει ψιθυριστά ή ηχηρά, αινιγματικά ή ξεκάθαρα, και μας παρασύρει σε ένα ταξίδι όπου η τέχνη του λόγου μετουσιώνει τα καθημερινά σε μια συγκλονιστική πραγματικότητα δράσης, έντασης, φαντασίας και ονείρου.
(Α.Κ.)
Γιάννης Ατζακάς
Υπήρχε πάντα μέσα του η βαθιά χαρακιά που άφησε το πέρασμα από τις μετεμφυαλικές εκείνες παιδοπόλεις -ένδοξους βασιλικούς τόπους υποταγής και χειραγώγησης, σταθμούς καθαγιασμένους μόνον κατ’ όνομα: «Απόστολος Παύλος», Άγιος Χαράλαμπος», «Καλή Παναγιά», «Άγιος Δημήτριος», Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, 1949 – 1955. Έχοντας από καιρό διανύσει τις περισσότερες από τις αναπότρεπτες διαδρομές του, ο Γιάννης Αρχοντής φτάνει μόνος του ένα απόγευμα του Ιουνίου σε κάποια ερημική ακτή του Αιγαίου. Δεν ήταν τόσο ανάγκη ενός τελικού απολογισμού, όσο η επίμονη «αναζήτηση του χαμένου χρόνου» και των σημαδιών που άφησε μέσα του μια εποχή ερμητικά κλειστή, όπως τα περίκλειστα και περίλαμπρα ιδρύματα, όπου έζησε έξι από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Εκεί, την ώρα που ένα φωταγωγημένο καράβι περνά ανοιχτά μέσα στη νύχτα, από τον «θολό βυθό» της μνήμης του, όπου για περισσότερο από πενήντα χρόνια το είχε απωθήσει, αναδύεται απροσδόκητα το φάσμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε, για να πει επιτέλους ολόκληρη την παλιά ιστορία του. (. . .)
Μάριο Βάργκας Λιόσα
ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Γιατί η Oυρανία Καβράλ επιστρέφει στο νησί της, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ενώ είχε ορκιστεί να μην ξαναπατήσει το πόδι της εκεί; Γιατί αισθάνεται τρόμο για τη ζωή από τα δεκατέσσερά της χρόνια; Και γιατί δεν γνώρισε ούτε έναν έρωτα στη ζωή της; Στη Γιορτή του Τράγου, το νέο του πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα, ο μεγάλος Περουβιανός συγγραφέας υφαίνει μια μεγάλη τοιχογραφία όπου η Ιστορία μπλέκεται με τις μικρές ανθρώπινες ιστορίες, και όπου γνωστά ιστορικά πρόσωπα –όπως ο στρατηγός Τρουχίλιο που βασάνισε 3.000.000 ανθρώπους χωρίς να υποψιάζεται τη «μακιαβελική» πτώση του– διασταυρώνουν τα πεπρωμένα τους με τους μυθιστορηματικούς ήρωες του βιβλίου. Με έναν καταιγιστικό ρυθμό και την αξεπέραστη λογοτεχνική του ικανότητα, ο Βάργκας Λιόσα επιστρέφει στο «πολιτικό» μυθιστόρημα για να συγκινήσει, να προειδοποιήσει και να καταγγείλει όλες εκείνες τις μορφές εξουσίας που επιβιώνουν ανοίγοντας δρόμο μέσα από σωρούς πτωμάτων. Η παγκόσμια κριτική χαιρέτησε τη Γιορτή του Τράγου ως το αναμφισβήτητο αριστούργημα της ώριμης συγγραφικής περιόδου του Βάργκας Λιόσα.
Βιρτζίνια Γουλφ
“Το σημάδι στον τοίχο” είναι το πρώτο δημοσιευμένο διήγημα της Βιρτζίνια Γουλφ – αν και βέβαια δεν πρόκειται ακριβώς για διήγημα: καθισμένη μπροστά στο τζάκι, η αφηγήτρια απορροφάται πρόθυμα από ένα μικρό μαύρο σημάδι πάνω στον τοίχο, που η αινιγματικότητά του γίνεται το έναυσμα για να ξεδιπλωθεί ένας βαθύς εσωτερικός μονόλογος χωρίς ορισμένη κατεύθυνση και προφανή σκοπό.
Οι παιδικές καταβολές, η ανεξαρτησία της σκέψης, η φύση και η κοινωνία γίνονται εδώ οι μοχλοί που τροφοδοτούν την περίφημη «ροή της συνείδησης», δηλαδή το μέσο που η Βιρτζίνια Γουλφ τελειοποίησε ώστε πρώτα να απελευθερωθεί η ίδια και μαζί να προσφέρει άπλετα την αναγνωστική απόλαυση.