Η Βουλγαρική Κατοχή αφάνισε την εβραϊκή κοινότητα της Καβάλας· κανείς δεν γύρισε από την Τρεμπλίνκα. Επέστρεψαν, μονάχα, ναυαγοί της Shoah, μερικές δεκάδες Εβραίοι που είχαν καταφέρει να διαφύγουν πριν από την εκτόπιση, ή επέζησαν από τα καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία. Μέσα από την έρευνα σε ένα μεγάλο επιστολικό αρχείο, το βιβλίο αυτό ζωντανεύει τους βίους, τις φωνές και τις διαδρομές των μελών μιας σημαντικής οικογένειας Εβραίων καπνεμπόρων, αλλά και άλλων Καβαλιωτών Εβραίων. Οι ιστορίες τους φέρνουν στην επιφάνεια διλήμματα και επιλογές που σφράγισαν τον μεταπολεμικό κόσμο. Η αφήγηση του βιβλίου παρακολουθεί τους επιζώντες να σχετίζονται, να παντρεύονται, να συνεργάζονται επαγγελματικά, να παραμένουν στον τόπο τους ή να μεταναστεύουν. Διερωτάται για τους τρόπους με τους οποίους γράφουν για όλα αυτά και εκφράζουν τα συναισθήματά τους. Για τις μεγάλες αλλά και τις μικρές χειρονομίες, για «ένα μικρό ναι, ένα μικρό όχι, που αρκούν για να εξοντώσουν ένα σύνταγμα από δραγόνους», όπως έγραφε ο Μπέκετ. Χειρονομίες που έρχονται από μια μακρά πολιτισμική παράδοση. Τρόποι που κλονίστηκαν από το ναυάγιο και όμως επιβιώνουν για να κρατούν το νήμα μιας συνέχειας με τα προπολεμικά χρόνια, μέχρις ότου υποχωρήσουν για να δώσουν τη θέση τους σε νέους τρόπους, νέες συνήθειες, νέες μόδες, μέσα στα χρόνια εκείνα που οι δυσκολίες ήταν ευθέως ανάλογες με τις προσπάθειες και τις ελπίδες των ανθρώπων.
Διονύσης Σαββόπουλος
Αυτό που λέμε «Σαββόπουλος» δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο «Σάββο», όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.
Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο. Το ’χει. Σαν ρόλος, και σουξέ είχε και πείρα διαθέτει.
Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ένα παιχνίδι είναι. Ένα κόλπο. Ελπίζω να το βρείτε διασκεδαστικό.
Σε αυτό το βιβλίο ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιόνιο. Αυτόν ντύνεται.
Καλή ακρόαση, αγαπητοί μου, καλή ανάγνωση.
Δ.Σ.
Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ
«Η πρώτη µου επίσκεψη στην Ελλάδα πραγµατοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1954. Δέκα χρόνια είχαν περάσει από την αποχώρηση των Γερµανών και πέντε χρόνια από το τέλος του Εµφυλίου. Η Ελλάδα που πρωτοείδα ήταν βουτηγµένη στη φτώχεια. Αυτό ήταν εµφανές παντού. Συχνά όταν συζητούσες µε έναν Έλληνα για την οµορφιά της χώρας του, ακολουθούσε ένα “ναι, αλλά είναι πολύ φτωχή” – και προς επίρρωση των λεγοµένων του έτριβε τον αντίχειρα µε τον δείκτη του». ROBERT A. MCCABE
«Πολλές από τις σαγηνευτικές φωτογραφίες του Robert McCabe (που τραβήχτηκαν σε διάφορα µέρη της Ελλάδας από τα µέσα της δεκαετίας του 1950 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1960) επιτρέπουν µατιές σε στιγµιότυπα µιας διαλεκτικής µεταξύ διαφορετικών στιγµών της ελληνικής ιστορίας και πολιτισµού, όπως διατηρήθηκαν στην µεταπολεµική Ελλάδα». ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΡΟΪΛΟΣ
«Η ασπρόµαυρη εικόνα του Robert McCabe µε τον εργάτη να δουλεύει εντατικά στους χώρους του Ηρωδείου που προοριζόταν να γίνει κέντρο του Φεστιβάλ φέρνει µπροστά στα µάτια µας ολοζώντανα τα χρόνια αυτού του “ανοίγµατος”, αυτού του µεταβατικού χρονικού σηµείου µεταξύ µιας εποχής τροµακτικών δεινών που έδυε και µιας νέας, ελπιδοφόρας ανασυγκρότησης που ανέτελλε». ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ
Συλλογικό
“Παραλογές” ονομάστηκαν από τους φιλολόγους τα τραγούδια με πλαστή, «πεποιημένη» υπόθεση. Οι παραλογές δεν μεταπλάθουν κάποιο πραγματικό γεγονός, το επινοούν· στηρίζονται αποκλειστικά στη φαντασία κι όχι στην άμεση εμπειρία.
Οι καταστάσεις που περιγράφονται υπακούουν στους νόμους της καθημερινής πραγματικότητας. Όπου συμβαίνει τίποτα πέρα από τους φυσικούς νόμους, αυτό γίνεται ακριβώς σαν θαύμα, θαύμα που το προκαλεί η υπερβολική ένταση του γεγονότος: καθώς η νόμιμη τάξη έχει διασαλευτεί στο έπακρο από τα όσα συμβαίνουν, αντιδρά η ίδια η φύση. Στο «Μάνα φόνισσα», το συκώτι του σφαγμένου παιδιού αποκτά φωνή για να καταγγείλει τη φρικτή ανομία· στο «Νεκρόφιλος έρως», όπου ο νέος «εφτά φορές αμάρτεψε με την αποθαμένη», ακούγεται το άγιο Πνεύμα που τον εκδιώκει από την εκκλησία. Στο τραγούδι «Του κολυμπητή», θα πάρει η θάλασσα φωνή για να επιτιμήσει τον τολμητία – ποιος άλλος θα μπορούσε να το κάνει στη μέση του πελάγους;
Στην ουσία δεν είναι παρά ο «αφηγητής» που μιλάει σε όλες τις περιπτώσεις, δανείζοντας τη φωνή του στη Φύση.
Ο πυρήνας των παραλογών είναι αναμφίβολα αρχαίος, πιθανόν και προελληνικός, πολύ συχνά και παγκόσμιος· η δομή και η μορφή τους μας οδηγούν προς μια κοινωνία πολύ πιο κοντινή: την αστική ζωή στα βενετοκρατούμενα και τα φραγκοκρατούμενα νησιά και τις παραθαλάσσιες πόλεις του 13ου ως και του 15ου αιώνα. Στην ίδια περίπου εποχή και στους ίδιους τόπους γεννήθηκαν και κυκλοφορούσαν τα έμμετρα ερωτικά μυθιστορήματα της γραπτής λογοτεχνίας, τα «Ερωτοπαίγνια» και η «Ριμάδα κόρης και νιού» – που πέρασε και στην προφορική παράδοση.
Τέλος, η έλλειψη ομοιοκαταληξίας υποδηλώνει πως η σύνθεση των παραλογών πρέπει να είχε ολοκληρωθεί πριν από τον 15ο αιώνα.