Λάθος άνθρωποι, λάθος κόσμος, λάθος λέξεις και όλα αυτά τα συνειδητοποίησα σε μια ηλικία λάθος επίσης. Δηλαδή μεγάλη. Θα προτιμούσα να ξέρω τριακόσιες λέξεις και να μου φτάνουν και να μπορώ να ζήσω με αυτές. Να μη χρειάζομαι άλλες. Γιατί τελικά η γλώσσα τι είναι; Μια σκλαβιά είναι και δεν σε λυτρώνει, ό,τι και να λένε, και τυραννιέσαι απλώς. Σαν τη θάλασσα που την έχουν κάνει και σύμβολο. Χτυπιέται που είναι κλεισμένη στις κοίτες της, και δεν μπορεί να τις ξεπεράσει, γιατί αν τις ξεπεράσει θα πλημμυρίσει τον κόσμο και θα χαθεί. Χτυπιέται και ύστερα αποκάνει και εμείς νομίζουμε ότι αυτό είναι γαλήνη, ενώ είναι η πιο βαθιά απελπισία. Γιατί μόνο μέσα στο σχήμα που της δίνουν οι κοίτες της μπορεί να υπάρχει, πράγμα που είναι επίσης σκλαβιά. Αλλά τώρα πρέπει να φύγω.
Γιάννης Ατζακάς
Υπήρχε πάντα μέσα του η βαθιά χαρακιά που άφησε το πέρασμα από τις μετεμφυαλικές εκείνες παιδοπόλεις -ένδοξους βασιλικούς τόπους υποταγής και χειραγώγησης, σταθμούς καθαγιασμένους μόνον κατ’ όνομα: «Απόστολος Παύλος», Άγιος Χαράλαμπος», «Καλή Παναγιά», «Άγιος Δημήτριος», Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, 1949 – 1955. Έχοντας από καιρό διανύσει τις περισσότερες από τις αναπότρεπτες διαδρομές του, ο Γιάννης Αρχοντής φτάνει μόνος του ένα απόγευμα του Ιουνίου σε κάποια ερημική ακτή του Αιγαίου. Δεν ήταν τόσο ανάγκη ενός τελικού απολογισμού, όσο η επίμονη «αναζήτηση του χαμένου χρόνου» και των σημαδιών που άφησε μέσα του μια εποχή ερμητικά κλειστή, όπως τα περίκλειστα και περίλαμπρα ιδρύματα, όπου έζησε έξι από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Εκεί, την ώρα που ένα φωταγωγημένο καράβι περνά ανοιχτά μέσα στη νύχτα, από τον «θολό βυθό» της μνήμης του, όπου για περισσότερο από πενήντα χρόνια το είχε απωθήσει, αναδύεται απροσδόκητα το φάσμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε, για να πει επιτέλους ολόκληρη την παλιά ιστορία του. (. . .)
Καρίσα Τσεν
Μία μόνο επιλογή μπορεί να καθορίσει μια ολόκληρη ζωή.
Η Σούτσι συνάντησε πρώτη φορά τον Χαϊγουέν μαγεμένη από τον ήχο του βιολιού του. Η παιδική τους φιλία άνθισε σε έρωτα στις γειτονιές της Σαγκάη. Όταν εκείνος κατατάχθηκε στον εθνικιστικό στρατό για να σώσει τον αδερφό του της άφησε μονάχα το βιολί του κι ένα σημείωμα: «Συγχώρεσέ με». Εξήντα χρόνια μετά, ο Χαϊγουέν τη ξανασυναντά τυχαία σ’ ένα Market στο Λος Άντζελες. Για εκείνον αυτό μοιάζει σαν μια δεύτερη ευκαιρία, μα η Σούτσι για να επιβιώσει αναγκάστηκε να μην κοιτάξει ποτέ της πίσω.
Η επική αλλά και βαθιά προσωπική ιστορία ενός ζευγαριού που χώρισε και ξαναένωσε η παγκόσμια Ιστορία. Ένα βιβλίο που ανιχνεύει τι σημαίνει να βρίσκεις μια πατρίδα μακριά από τη χώρα σου.
«Η ικανότητα της Τσεν να περιηγείται αβίαστα σε πολιτισμούς και εποχές αντικατοπτρίζει όχι μόνο το βάθος της έρευνάς της, αλλά και τα φυσικά της χαρίσματα ως αφηγήτρια… ένα πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο».
—BookPage