Είναι 1985, και βρισκόμαστε σε μια πόλη της Ιρλανδίας. Πλησιάζουν Χριστούγεννα, εποχή πολυάσχολη για τον Μπιλ Φέρλονγκ, προμηθευτή ξυλείας και κάρβουνου. Νωρίς ένα πρωί, παραδίδει μια παραγγελία στο τοπικό μοναστήρι – κι έρχεται αντιμέτωπος με τη σκοτεινιά και τη συνένοχη σιωπή μιας πόλης που βρίσκεται υπό τον έλεγχο της εκκλησίας.
Σε μια μικρή πόλη της Ιρλανδίας ο Μπιλ Φέρλονγκ προσπαθεί να καλύψει τις παραγγελίες των πελατών του καθώς η χρονιά πλησιάζει στο τέλος της. Στο τιμόνι μιας μικρής εταιρείας και πατέρας πέντε κοριτσιών, έχει καταφέρει να φτιάξει τη ζωή του μόνος του. Η μητέρα του, υπηρέτρια, έμεινε έγκυος στα δεκαπέντε αλλά, σε αντίθεση με ό,τι συνήθως συνέβαινε, δεν την πέταξαν απ’ το σπίτι με το μωρό της. Από αυτή την άποψη, ο Μπιλ ήταν πιο τυχερός από άλλα παιδιά. Την παραμονή των Χριστουγέννων ο Μπιλ κάνει την τελευταία του παράδοση στο μοναστήρι – όπου, υπό το πρόσχημα ότι τις εκπαιδεύουν, οι μοναχές εκμεταλλεύονται κοπέλες «χαλαρών ηθών» και τις βάζουν να δουλεύουν στο πλυντήριο του μοναστηριού. Τα όσα ανακαλύπτει ο Μπιλ εκεί, και η δύσκολη απόφαση στην οποία τον οδηγούν, τα αφηγείται η συγγραφέας με τόσο συγκρατημένη χάρη, που αυτό το όμορφο κείμενο γίνεται ταυτόχρονα αινιγματικό και συνταρακτικό.
Ένα κομψοτέχνημα που δικαίως υμνήθηκε από την κριτική.
Φώντας Τρούσας
Κείμενα για ουκ ολίγες βαθιά υποτιμημένες ταινίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70, που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό (γυναικείο και αντρικό), την ερωτική περίπτυξη ή και την ερωτική πράξη καθαυτή, τοποθετώντας τα όλα τούτα εντός του ελληνικού τοπίου (φυσικού ή αστικού). Σε μια εποχή συντηρητική, όπως και να το κάνουμε, είναι η λογοκρισία εκείνη που χαλαρώνει –και επί δικτατορίας και επί μεταπολίτευσης–, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι άνθρωποι που στήριζαν σε αυτόν την επιβίωσή τους (τεχνικοί, αιθουσάρχες κ.λπ.) μετά το βαρύ χτύπημα που του επέφερε η τηλεόραση, δείχνοντας εν ολίγοις όσα δεν μπορούσε να δείξει η TV. Αναδείχθηκαν έτσι νέες ερωτικές περσόνες, σαν εκείνες που υποδύθηκαν η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, η Δώρα Σιτζάνη, η Ρίτα Μπενσουσάν, η Τίνα Σπάθη, η Ajita Wilson κ.ά., μαζί βεβαίως με τους παρτενέρ τους, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, τον Λευτέρη Γυφτόπουλο, τον Udo Kier, τον Γιώργο Στρατηγάκη, τον Χρήστο Νομικό κ.ά.
Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν τα κείμενα και οι πληροφορίες ακόμα και για τον underground ή πειραματικό κινηματογράφο μας, δεν απουσιάζουν οι πρωτοποριακές μουσικές ταινίες, δεν απουσιάζουν και άλλα πολλά, που θα τα ανακαλύψετε σιγά-σιγά.
Από τον πρόλογο του βιβλίου
Ηλίας Δ. Κούβελας
Ένα από τα πλέον σημαντικά επιστημονικά ερωτήματα σήμερα είναι: Ποια η σχέση του ανθρώπινου νου με το υπόλοιπο σύμπαν; Με άλλα λόγια, πώς μπορεί ο —ουσιαστικά χωρίς νόημα— κόσμος να περιέχει νοήματα;
Η προσέγγιση στο ερώτημα αυτό από την πλευρά της νευροεπιστήμης είναι ότι οι νοητικές λειτουργίες είναι μέρος του φυσικού κόσμου, ότι το ερμηνευτικό εργαλείο κατανόησής τους είναι ο ορθολογισμός και ότι η «μηχανή του νου» είναι ο εγκέφαλος. Ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι η πιο πολύπλοκη δομή που υπάρχει στο σύμπαν που γνωρίζουμε, και είναι αποτέλεσμα διαδικασιών που πραγματοποιήθηκαν μέσα στα εκατομμύρια χρόνια της εξέλιξης. Και ο εγκέφαλος του καθενός από εμάς είναι αποτέλεσμα της συνδυασμένης δράσης των γονιδίων του και των εμπειριών του, ιδίως εκείνων κατά τα πρώτα στάδια της ζωής του. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να κατανοήσουμε τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου διότι, σε πλήρη αντίθεση με τα προϊόντα της τεχνητής νοημοσύνης, ο εγκέφαλος δεν δημιουργήθηκε προκειμένου να επιτευχθεί ένας συγκεκριμένος στόχος με βάση τις αρχές ενός συγκεκριμένου σχεδιασμού. Η φυσική επιλογή, η μηχανή της εξέλιξης δηλαδή, είναι η μόνη υπεύθυνη για τη δημιουργία του.
Βιρτζίνια Γουλφ
Η γοητεία του σύγχρονου Λονδίνου έγκειται στο ότι δεν χτίστηκε για να διαρκέσει· χτίστηκε για ν’ αφανίζεται. Οι γυάλινες προσόψεις του, η διαφάνειά του, τα φουσκωμένα κύματα των χρωματιστών σοβάδων, δίνουν μια ευχαρίστηση άλλου τύπου και πετυχαίνουν έναν διαφορετικό στόχο απ’ αυτόν που επιδίωκαν και προσπαθούσαν να πετύχουν οι παλιοί οικοδόμοι και τ’ αφεντικά τους, οι ευγενείς της Αγγλίας. Η περηφάνια τους απαιτούσε την ψευδαίσθηση της μονιμότητας. Η δική μας, αντίθετα, φαίνεται να χαίρεται ν’ αποδεικνύει ότι μπορούμε να κάνουμε πέτρες και τούβλα τόσο εφήμερα, όσο οι επιθυμίες μας.