Γιάννης Ατζακάς
Υπήρχε πάντα μέσα του η βαθιά χαρακιά που άφησε το πέρασμα από τις μετεμφυαλικές εκείνες παιδοπόλεις -ένδοξους βασιλικούς τόπους υποταγής και χειραγώγησης, σταθμούς καθαγιασμένους μόνον κατ’ όνομα: «Απόστολος Παύλος», Άγιος Χαράλαμπος», «Καλή Παναγιά», «Άγιος Δημήτριος», Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, 1949 – 1955. Έχοντας από καιρό διανύσει τις περισσότερες από τις αναπότρεπτες διαδρομές του, ο Γιάννης Αρχοντής φτάνει μόνος του ένα απόγευμα του Ιουνίου σε κάποια ερημική ακτή του Αιγαίου. Δεν ήταν τόσο ανάγκη ενός τελικού απολογισμού, όσο η επίμονη «αναζήτηση του χαμένου χρόνου» και των σημαδιών που άφησε μέσα του μια εποχή ερμητικά κλειστή, όπως τα περίκλειστα και περίλαμπρα ιδρύματα, όπου έζησε έξι από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Εκεί, την ώρα που ένα φωταγωγημένο καράβι περνά ανοιχτά μέσα στη νύχτα, από τον «θολό βυθό» της μνήμης του, όπου για περισσότερο από πενήντα χρόνια το είχε απωθήσει, αναδύεται απροσδόκητα το φάσμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε, για να πει επιτέλους ολόκληρη την παλιά ιστορία του. (. . .)
Μάριο Βάργκας Λιόσα
ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Γιατί η Oυρανία Καβράλ επιστρέφει στο νησί της, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ενώ είχε ορκιστεί να μην ξαναπατήσει το πόδι της εκεί; Γιατί αισθάνεται τρόμο για τη ζωή από τα δεκατέσσερά της χρόνια; Και γιατί δεν γνώρισε ούτε έναν έρωτα στη ζωή της; Στη Γιορτή του Τράγου, το νέο του πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα, ο μεγάλος Περουβιανός συγγραφέας υφαίνει μια μεγάλη τοιχογραφία όπου η Ιστορία μπλέκεται με τις μικρές ανθρώπινες ιστορίες, και όπου γνωστά ιστορικά πρόσωπα –όπως ο στρατηγός Τρουχίλιο που βασάνισε 3.000.000 ανθρώπους χωρίς να υποψιάζεται τη «μακιαβελική» πτώση του– διασταυρώνουν τα πεπρωμένα τους με τους μυθιστορηματικούς ήρωες του βιβλίου. Με έναν καταιγιστικό ρυθμό και την αξεπέραστη λογοτεχνική του ικανότητα, ο Βάργκας Λιόσα επιστρέφει στο «πολιτικό» μυθιστόρημα για να συγκινήσει, να προειδοποιήσει και να καταγγείλει όλες εκείνες τις μορφές εξουσίας που επιβιώνουν ανοίγοντας δρόμο μέσα από σωρούς πτωμάτων. Η παγκόσμια κριτική χαιρέτησε τη Γιορτή του Τράγου ως το αναμφισβήτητο αριστούργημα της ώριμης συγγραφικής περιόδου του Βάργκας Λιόσα.
Κώστας Γαβρόγλου
Η Δίκη του Γαλιλαίου αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της επιστήμης αλλά και στη διανοητική ιστορία των νεότερων χρόνων. Στο βιβλίο αυτό ανασυγκροτείται το πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζονται οι εξελίξεις που καταλήγουν στη Δίκη, μέσα από τις επιστημονικές, φιλοσοφικές, θεολογικές, πολιτικές και ιδεολογικές διαμάχες της εποχής, τον Τριακονταετή Πόλεμο και την ολοένα και πιο έντονη παρουσία των Ιησουιτών στην εκπαίδευση. Η ανασυγκρότηση του πλαισίου βασίστηκε στο αρχειακό υλικό του ίδιου του Γαλιλαίου, στα δημοσιευμένα και αδημοσίευτα έργα του, στα αρχεία της Ιεράς Εξέτασης, καθώς και στην αλληλογραφία μεταξύ των μελών ενός εκτεταμένου δικτύου συμμάχων αλλά και εχθρών του Γαλιλαίου. Σκιαγραφούνται επίσης οι σημαντικότερες εξελίξεις στη διάρκεια των 350 ετών από το τέλος της Δίκης, όταν πολλοί λόγιοι θέλησαν να υπερασπιστούν τον Γαλιλαίο, ενώ άλλοι θέλησαν να επιχειρηματολογήσουν πως η Εκκλησία έπραξε καλώς.
Το 1616 ο Γαλιλαίος είχε αποδεχτεί στους περιορισμούς των αποφάσεων της Ιεράς Εξέτασης. Όμως με το βιβλίο που γράφει το 1632 προσπαθεί να δοκιμάσει τα όρια αυτών των περιορισμών. Κι ακόμα, θεωρεί πως ο Πάπας -και χάριν της μακροχρόνιας σχέσης τους αμοιβαίου σεβασμού, πριν από την εκλογή του- δεν θα έφτανε στα άκρα παραπέμποντάς τον στην Ιερά Εξέταση. Ωστόσο, η απόλυτη εξουσία της Εκκλησίας απαιτούσε απόλυτη υπακοή· έτσι, ο Πάπας μετατράπηκε στον δριμύτερο κατήγορό του.
Στη “Δίκη του Γαλιλαίου” προβάλλεται η θέση ότι το πρόβλημα για την Καθολική Εκκλησία δεν ήταν τόσο η θεολογικά αιρετική άποψη περί κίνησης της Γης όσο το ότι μια νέα κοσμολογία θα οδηγούσε σε έναν νέο τρόπο θέασης της φύσης· και τότε ο αριστοτελισμός, που είχε ήδη δεχτεί πολλά πυρά, θα κατέρρεε, μαζί με το σύστημα ιδεών που στήριζε την τεράστια κοινωνική εξουσία φιλοσόφων και θεολόγων. Οι αστρονόμοι, οι μαθηματικοί και οι τεχνίτες θα άρχιζαν να παίζουν κυρίαρχο ρόλο, οι κοινωνικοί συσχετισμοί θα άλλαζαν. Αυτά ήθελε να αποφύγει η εκκλησιαστική εξουσία τον 17ο αιώνα, και οι παραδοσιακές ερμηνείες των Γραφών τής έδιναν το καλύτερο άλλοθι για να το πετύχει. Ο ανυπάκουος Γαλιλαίος θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα σύμβολο ατίθασου πνεύματος που θα υπονόμευε τη διανοητική ηγεμονία της Εκκλησίας.