O Graham Greene γεννήθηκε το 1904 στο Berkhamsted της Αγγλίας και πέθανε το 1991 στην Ελβετία. Σπούδασε ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Το 1925 εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο, μια ποιητική συλλογή. Το 1926 ασπάσθηκε τον καθολικισμό. Την ίδια χρονιά άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στους Times. Το 1929 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, The Man Within. Το 1935 άρχισαν οι μεγάλες περιπλανήσεις του· οι χώρες στις οποίες ταξίδεψε (ανάμεσά τους, Λιβερία, Μεξικό, Σιέρα Λεόνε, Νιγηρία, Μαλαισία, Ινδοκίνα, Κούβα, Κονγκό, Αϊτή, Ελβετία, Άγιος Δομίνικος, Γερμανία, Αυστρία) αποτέλεσαν το σκηνικό πολλών βιβλίων του.
Τα θέματα των βιβλίων του επηρεάσθηκαν έντονα και από τη θητεία του ως πράκτορα των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.Ο Γκρην εργάσθηκε επίσης ως ανταποκριτής και απεσταλμένος εφημερίδων (Times, Sunday Times, Sunday Telegraph, Figaro, Observer) στο εξωτερικό, ως στέλεχος εκδοτικών οίκων και ως κριτικός λογοτεχνίας και θεάτρου.
Το 1966 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Γαλλία, και έζησε στο Παρίσι και την Αντίμπ.
Ο Γκρην αναγνωρίσθηκε γρήγορα τόσο από την κριτική όσο και από το κοινό ως σημαντικός συγγραφέας. Άντλησε τους αφηγηματικούς του τρόπους τόσο από την υψηλή όσο και από τη λαϊκή λογοτεχνία και χρησιμοποίησε στο φιλόδοξο έργο του μοτίβα από περιπετειώδη μυθιστορήματα της σειράς, όπως είχαν κάνει και οι αγαπημένοι του συγγραφείς, Στήβενσον και Κόνραντ.
Ο Γκρην δάνεισε στους ήρωές του στοιχεία από τη δική του προσωπικότητα· χαρακτηρίζονται από την αίσθηση της φυγής, την ανάγκη του εκπατρισμού, την αμφιβολία, τα ηθικά διλήμματα, το άγχος αλλά και την ελπίδα. Στρατευμένος πολιτικά στην Αριστερά, ένθερμος, αν και με οδυνηρές αμφιβολίες καθολικός, στο σταυροδρόμι όλων των τάσεων, των τεχνοτροπιών και των πολιτικών γεγονότων της εποχής του, μπόρεσε να συνδυάσει τη γραφή και τη δράση του για να μεταδώσει την εμπειρία του από τη διάλυση και την εγκατάλειψη ενός κόσμου “αβεβαιότητας και απελπισίας, χωρίς ποτέ να πάψει να πιστεύει στο απέραντο έλεος του Θεού που μπορεί να γλιτώσει και τον πιο άθλιο αμαρτωλό”, γράφει ο Alain Blayak.