Γεννηµένος σε µια µεγάλη µποέµικη οικογένεια, ο John Craxton (1922-2009) από πολύ νωρίς λαχταρούσε να ζήσει και να ζωγραφίσει στην Ελλάδα. Πέτυχε τον στόχο του, και έκτοτε όλα τα έργα του έχουν τα χρώµατα µιας ακατάλυτης χαράς.
Δεν έδωσε ποτέ στη ζωή του εξετάσεις, παρά µόνο για να αποκτήσει δίπλωµα οδήγησης µοτοσικλέτας. Αναρχικό πνεύµα αυτοδίδακτης ευρυµάθειας, απεχθανόταν τις ταµπέλες, ειδικά του νεοροµαντικού κινήµατος της δεκαετίας του 1940, του οποίου θεωρήθηκε πρωταγωνιστής. Κι ενώ οι µοναχικές, σκοτεινές φιγούρες του ήταν αυτοπροσωπογραφίες του, ο ίδιος ζούσε εξαιρετικά κοινωνική ζωή σε όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσµίου πολέµου. Στα 19 του γνώρισε µια ατίθαση αδελφή ψυχή ονόµατι Lucian Freud, που τον ακολούθησε στην Ελλάδα το 1946, για να επιστρέψει µόνος του στην Αγγλία πέντε µήνες αργότερα. Ο Craxton είχε ήδη γνωρίσει, στο Λονδίνο το 1945, τον Έλληνα ζωγράφο Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, καθώς και τον Βρετανό συγγραφέα Patrick Leigh Fermor. Οι τρεις τους συµπορεύθηκαν, στη ζωή και στην τέχνη, για τα επόµενα 50 χρόνια, στην Ύδρα, στην Κρήτη, στην Καρδαµύλη, στην Κέρκυρα…
Μοντερνιστής µε αγάπη για την αρχαιολογία, ο Craxton υπήρξε ιδιαίτερος καλλιτέχνης. Το έργο του, µε επιρροές αρχικά από τον Blake και τον Palmer και στη συνέχεια από τον Miró και τον Picasso, εξελίχθηκε σε έναν διάλογο µε τα βυζαντινά ψηφιδωτά, τον Ελ Γκρέκο και τον ελληνικό τρόπο ζωής. Ο Craxton αγαπούσε την ανθεκτικότητα του µύθου στη ζωή της ελληνικής υπαίθρου. Είχε διάσηµους φίλους, αλλά ζωγράφιζε καθηµερινούς ανθρώπους. Στο τέλος έµοιαζε µε βοσκό από την κατ’ επιλογήν πατρίδα του, την Κρήτη.
Αφελής ξένος και θύµα µιας σκανταλιάρικης αίσθησης του χιούµορ, έµπλεξε αρκετές φορές σε δυσάρεστες καταστάσεις. Όσα κι αν τραβούσε, όµως, δεν έπαψε ποτέ να αντιµετωπίζει τα πάντα µε έναν ηρωικό ηδονισµό.