Η ασπίδα του Αχιλλέα

10.35

Συγγραφέας:
Εκδόσεις:

Μετάφραση: Ερρίκος Σοφράς
Σελίδες: 160

Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290

Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr

Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.

Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.

Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.

Κωδικός προϊόντος: LF-BK-130 Κατηγορία:

Οι πελάτες που αγόρασαν αυτό το προϊόν αγόρασαν επίσης

«Την πρώτη φορά που είδα τον Λούτσο, δεν εντυπωσιάστηκα. Ψηλός, αδύνατος, με βλέμμα διαισθητικό που παρατηρούσε τα πάντα, είχε έρθει παρέα με τον μεγάλο μου αδελφό. Εγώ καθόμουν στο ολοκαίνουργιο γραφείο μου, δώρο γενεθλίων από τους γονείς μου, και τακτοποιούσα τα χαρτάκια μου, τους πρώτους στίχους που ξεπηδούσαν από την ανυποψίαστη εφηβεία μου. Ο αδελφός μου με χαιρέτησε με τρυφερότητα και μου σύστησε αμέσως τον Λούτσο: ‘‘Από δω ο φίλος μου, ο συγκάτοικός μου στο σπίτι της ποιήτριας Εσίλντα Γκρέβε’’. Του έριξα μια λοξή ματιά για ένα δευτερόλεπτο, του έσφιξα το χέρι σαν να ήθελα να κρατήσω τις αποστάσεις.

‘‘Γράφεις;’’
‘‘Ναι, γράφω.’’
‘‘Τι γράφεις;’’
‘‘Ποίηση γράφω’’, του απάντησα με έπαρση.

Ο αδελφός μου επενέβη βιαστικά για να με πληροφορήσει ότι βρισκόμουν μπροστά σ’ έναν αληθινό ποιητή. Τον κοίταξα για πρώτη φορά και χαμήλωσα τα μάτια με ταπεινοφροσύνη. Τότε, εκείνος πήρε μολύβι και χαρτί, έγραψε ένα ποίημα και μου το αφιέ-ρωσε. Πρώτο ανάμεσα στα χιλιάδες που θα μου αφιέρωνε αργό-τερα, προμηνύοντας για μένα μια μοίρα ποιήτριας.»

14.84

Ποίηση

Σονέτα

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

Τα ωραία πλάσματα ποθούμε να βλασταίνουν,
Της ομορφιάς ποτέ το ρόδο να μη σβήνει,
Κι ώριμα πια, όταν σαπίζουν και πεθαίνουν,
Σ’ έναν απόγονο η μνήμη τους να μείνει.
Λατρεύεις μόνο του ματιού σου την αχτίνα,
Τη φλόγα συντηρείς, μα δαπανάς εσένα,
Εκεί που υπάρχει αφθονία φέρνεις πείνα,
Στον εαυτό σου εχθρός, δε θες οίκτο κανένα.
Του κόσμου αν είσαι δροσερό στολίδι τώρα
Κι όπως ο κήρυκας της άνοιξης γιορτάζεις,
Μες στο μπουμπούκι θάβεις του καρπού τα δώρα,
Γλυκέ φιλάργυρε, σωρεύοντας ρημάζεις.
Αυτό που οφείλεις δώσε, άσ’ την απληστία!
Εσύ κι η μαύρη γη αν το φάτε, αμαρτία.
[Από την έκδοση]

From fairest creatures we desire increase,
That thereby beauty’s rose might never die,
But as the riper should by time decease,
His tender heir might bear his memory:
But thou, contracted to thine own bright eyes,
Feed’st thy light’s flame with self-substantial fuel,
Making a famine where abundance lies,
Thy self thy foe, to thy sweet self too cruel.
Thou that art now the world’s fresh ornament,
And only herald to the gaudy spring,
Within thine own bud buriest thy content,
And, tender churl, mak’st waste in niggarding:
Pity the world, or else this glutton be,
To eat the world’s due, by the grave and thee.
[From the publisher]

12.20

Μιχάλης Γκανάς

“Χαμένες οικειότητες”:

Το ντέφι μονάχο, χωρίς κλαρίνο, χωρίς πλατάνι, να εκρήγνυται κάπου βαθιά, σμπαράλια να γίνονται τα μεσημέρια.

Φωτεινό πεινασμένο γεράκι, να γράφει κύκλους πάνω απ’ τον κόκορα, να του δίνει μια με το ράμφος, ν’ ανοίγει το καύκαλό του κι οι κότες πιο δίπλα να βοσκάνε στουρνάρι για να θωρακίσουν το σπέρμα του.

Ψηλά ψηλά τα χελιδόνια χαύοντας μύγες, πετσοκόβοντας τον αέρα πέρα δώθε, αλλά το γαλάζιο ανέπαφο, να σαλπίζει ουρανό ως το σούρουπο.

Περαστικά μας τώρα. Στα σπάρτα οι μνήμες, στις πολυκατοικίες τα υφαντά τους. Χερσαία όνειρα, αποτυπώματα Πελασγών – Κρητών – Τούρκων – Φράγκων – Σλάβων – Άγγλων – Αμερικανών, τί μπατανίες, Θέ μου, τί μπάντες για λογής κρεβάτια, σκοντάφτει εκεί το νυσταγμένο μάτι κι ύστερα σαν ανθρακωρύχος χάνεται στις στοές του ύπνου. Άξαφνα μύτη με πρώρα εσύ κι ένα λευκό καράβι περνάει ανάμεσα στα μάτια σου, χωρίζοντας το αίμα σου στα δυο.

Βαθιά μες στην καρίνα του τα τύμπανα των Αλτζερίνων και πιο βαθιά η άγκυρα που πρήζεται μες στην καρδιά σου

16.92

Νίκος Καρούζος

έος αυτός τόμος ποίησης του Νίκου Καρούζου περιλαμβάνει: α) τα ποιήματα των πρώτων του ποιητικών συλλογών (1953-1956), β) ποιήματα δημοσιευμένα από τον ίδιο σε περιοδικά και εφημερίδες από το 1949 και εντεύθεν, τα οποία δεν είχε εντάξει στις ποιητικές του συλλογές, και γ) αδημοσίευτα ποιήματα από το αρχείο του, αλλά και από αρχεία ανθρώπων που βρέθηκαν κοντά του.

Συμπεριλαμβάνονται ποιήματα αφιερωμένα ή χαρισμένα, τα οποία είτε δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατο του ποιητή από τους κατόχους τους είτε βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας σ’ αυτόν τον τόμο.

Ο τόμος αυτός, που διαμορφώθηκε με τα έως σήμερα —μια και η έρευνα συνεχίζεται— ευρεθέντα ποιήματα, διατρέχει, όλη την περίοδο της ποιητικής παραγωγής του Καρούζου και μπορεί να αναγνωστεί σε σχέση με τη συγκεντρωτική έκδοση (των δύο τόμων των ποιημάτων που ήδη κυκλοφορούν από τον Ίκαρο) συγχρονικά και διαχρονικά.

Η πρώτη ενότητα με τον τίτλο «Πρώτες ποιητικές συλλογές» αποτελεί ανατύπωση των ποιητικών συλλογών Η επιστροφή του Χριστού (1953), Νέες δοκιμές (1954), Σημείο (1955), Είκοσι ποιήματα (1955), Διάλογοι (1956). Ο ποιητής είχε απορρίψει μεγάλο μέρος των ποιημάτων που περιλαμβάνονταν σε αυτές. Η ένταξή τους, όμως, στον νέο τόμο κρίθηκε αναγκαία αφενός επειδή είναι εξαντλημένες εδώ και πολλά χρόνια και δυσεύρετες, αφετέρου δε επειδή στις πρώτες αυτές ποιητικές συλλογές αναδεικνύονται ποιητικά στοιχεία-σταθμοί, που στην εξέλιξη και την ποιητική ωρίμανσή τους αποκαλύπτουν το ποιητικό αξιακό σύμπαν του Καρούζου.

Τα ποιήματα της δεύτερης ενότητας, δημοσιευμένα απ’ τον ίδιο τον ποιητή σε λογοτεχνικά περιοδικά, παρατίθενται με χρονολογική σειρά, σύμφωνα με την ημερομηνία δημοσίευσης, και μας δίνουν παράλληλα μια εικόνα των εκδοτικών συνεργασιών του μέσα στο χρόνο. Στην ενότητα αυτή, παρακολουθούμε, επίσης, ποιήματα γραμμένα για τους Schönberg, Giacometti, Maiakovski, Σικελιανό, Vivaldi, αλλά και ποιήματα όπου εντάσσονται στίχοι άλλων ποιητών (Καρυωτάκης) ή χρησιμοποιούνται ως μότο (Σολωμός), όπως και ένα ποίημα ως παραλλαγή του υπερρεαλιστικού παιχνιδιού «cadavre exquis».

Στην τρίτη ενότητα παρουσιάζονται τα ποιήματα εκείνα που δημοσιεύτηκαν, μετά το θάνατο του Καρούζου, από τρίτους και παρατίθενται επίσης σε χρονολογική σειρά σύμφωνα με την ημερομηνία δημοσίευσης. Τα προερχόμενα από το αρχείο του ποιητή, ομαδοποιούνται και παρουσιάζονται στην αρχή αυτής της ενότητας.

Η τέταρτη ενότητα περιλαμβάνει τα ευρεθέντα μη δημοσιευμένα ποιήματα. Όλες οι αφιερώσεις των ποιημάτων είναι χειρόγραφες. Αξίζει να επισημανθεί, σχετικά με το θέμα της αφιέρωσης, ότι ο ίδιος ο ποιητής έχει εντάξει στις ποιητικές του συλλογές ποιήματα ήδη αφιερωμένα, είτε δημοσιοποιώντας την αφιέρωση είτε όχι.

Στο Παράρτημα αυτού του τόμου δίνονται τα απαραίτητα πληροφοριακά στοιχεία των ποιημάτων, όπως ο τόπος και ο χρόνος της πρώτης δημοσίευσής τους ή, αν πρόκειται για επιμελημένη από τον ίδιο τον ποιητή αναδημοσίευσή τους, τα ανάλογα στοιχεία, όπως, επίσης, και η διαφορετική εκδοχή τους με επισήμανση των διαφοροποιήσεων. Δίνονται επίσης, όπου κρίνεται απαραίτητο, στοιχεία συγκριτικής μελέτης των ποιητικών κειμένων, τα οποία αναδεικνύουν την καρουζική ποίηση ως διαδικασία όπου το εκάστοτε παρόν της ποιητικής γραφής εγκλείει το παρελθόν της.

Ο τίτλος της παρούσας έκδοσης επελέγη από τον Ευγένιο Αρανίτση, με βάση το ομότιτλο ποίημα.

20.00

Νικόλας Κουτσοδόντης

ΔΙΧΩΣ ΝΑ ΤΟ ΞΕΡΕΙ – ΒΟΛΤΑ ΣΤΟΝ ΘΕΡΜΑΙΚΟ

Στις τρεις τη νύχτα ο Θερμαϊκός
είναι μια λίμνη με δεκάδες τηλεοράσεις αναμμένες

Να βγεις κρυφά να δεις
τη μοναξιά της σκόνης στα κλειστά περίπτερα
μα και τ’ αμάξια που στην Βασιλίσσης Όλγας
μοιάζουν αυτόβουλα
σαν την Κριστίν του Κάρπεντερ.

Αυτό δεν φτάνει να πειστείς πως όλα
περπατούν στο σύμπαν
και πως κι αυτή την ώρα ακόμα υπάρχει
η αρχιτεκτονική των αραχνών
επάνω στα μικρά πευκάκια.

Μα όλα σε διαρκή ταραχή κι ας μην ακούγεται
το ελάχιστο κύμα
της μεταμεσονύχτιας τέκνο απ’ το μάρκετ
με τον φοιτητή υπάλληλο
παρά μονάχα οι ήχοι από το πέρασμα
μιας ποδηλάτισσας
όπως μαζεύει απ’ τα σκουπίδια γυαλικά
και τα ηλεκτρικά πατίνια των νυχτερινών περαστικών
με μαύρα μαρτιάτικα πλεκτά σκουφιά
ηλεκτρισμένα απ’ τα μαλλιά τους.

Όλα βαδίζουνε και ταξιδεύουνε λοιπόν
από στενό σε στενό στα κλεφτά
όπως κι εγώ που δίχως να το ξέρει
με βήματα γοργά κάτω απ’ το μπλε
φως χειρουργείου της εισόδου
τον άφησα μόνο του στης γκαρσονιέρας το σκοτάδι
κι έφυγα με την πλάτη μου μήλο
καλά δαγκωμένο απ’ τα δόντια του
για λίγο στην πόλη.

10.60