Τον Νοέμβριο του 1919, ο Φραντς Κάφκα παίρνει δυο εβδομάδες άδεια από τη δουλειά του και πηγαίνει σε ένα μικρό χωριό κοντά στην Πράγα, όπου νοικιάζει ένα δωμάτιο σε μια πανσιόν. Μοναδικός σκοπός του γι’ αυτή την απομάκρυνση από την καθημερινότητά του είναι να γράψει ένα γράμμα στον πατέρα του, στο οποίο να αποτυπώσει, μέσα από την περιγραφή πολλών περιστατικών από την παιδική του ηλικία ακόμη, την τεταμένη και αμφιλεγόμενη σχέση τους σε όλη την έκταση και το βάθος της.
Ο Κάφκα είναι τριάντα έξι ετών όταν γράφει αυτό το γράμμα και ο πατέρας του εξήντα επτά, εντούτοις οι λεκτικές εκφράσεις και ο συναισθηματικός τόνος όλης της επιστολής παραπέμπουν σε ένα έντονα φοβισμένο παιδί που στέκεται με αμηχανία και δέος μπροστά στη δεσποτική πατρική φιγούρα.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το γράμμα δεν έφτασε ποτέ στον παραλήπτη του, για λόγους που μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Παρά ταύτα, αποτελεί ίσως ό,τι πιο κοντινό έχουμε σε μια αυτοβιογραφία του Κάφκα ρίχνοντας φως στο σκοτεινό και συνάμα υπέροχο λογοτεχνικό σύμπαν του σπουδαίου συγγραφέα. Ταυτόχρονα αποτελεί ένα βασικό κείμενο της λογοτεχνικής νεωτερικότητας και μια ισχυρή ανάλυση της αστικής ψυχογένεσης, ιδιαίτερα των ψυχολογικών ριζών της εξουσίας και της εξάρτησης. Η σπουδαιότερη όμως συνεισφορά του είναι ότι μεταφέρει ένα καίριας σημασίας μήνυμα, εξαιρετικά επίκαιρο μέχρι σήμερα, που καλό θα ήταν να λάβουν υπόψη τους και να μελετήσουν όλοι οι γονείς του κόσμου.