Το 1921 και σε μια Γερμανία που μόλις έχει λήξει η επανάσταση των συμβουλίων, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ασχολείται με το πάντοτε φλέγον ζήτημα της βίας και διερωτάται κατά πόσο είναι δυνατή μια διάκρισή της σε βία που υποτάσσει και σε βία που απελευθερώνει. Πρόκειται για ένα “αγαπημένο” και τότε (όπως και σήμερα) άκρως επίκαιρο θέμα συζήτησης των αναρχικών ιδεών και πρακτικών και θα πρέπει να επισημανθεί ότι εκείνη την περίοδο της ζωής του ο Μπένγιαμιν δήλωνε αναρχικός (κάτι τέτοιο φαίνεται άλλωστε και από τα γραπτά του, από τις επαφές και τις γενικότερες ενασχολήσεις του). Προλεταριακή γενική απεργία, λοιπόν, εναντίον πολιτικής γενικής απεργίας, μυθική βία εναντίον θεϊκής βίας, δυνατότητα μη βίαιης επίλυσης των διαφορών, κατάσταση εξαίρεσης και να που σήμερα οι σκέψεις του Μπένγιαμιν συνεχίζουν να είναι επίκαιρες. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από την παράθεση των εισηγήσεων σχετικά με το κείμενο του Μπένγιαμιν σε μια ημερίδα που έγινε το 2011 στο ιστορικό κατειλημμένο κοινωνικό κέντρο του Μιλάνου (Cox 18, αλλά και από ένα μικρό σχόλιο του ίδιου Μπένγιαμιν σχετικά με το ζήτημα της χρήσης βίας (ανέκδοτο στην εποχή του). Έτσι προχωράμε σε μια ακόμη έκδοση του κειμένου του Μπένγιαμιν, ελπίζοντας ότι ο παρών τόμος θα συνεισφέρει γόνιμα σε προσωπικές και συλλογικές διερωτήσεις.
Γιάννης Ατζακάς
Υπήρχε πάντα μέσα του η βαθιά χαρακιά που άφησε το πέρασμα από τις μετεμφυαλικές εκείνες παιδοπόλεις -ένδοξους βασιλικούς τόπους υποταγής και χειραγώγησης, σταθμούς καθαγιασμένους μόνον κατ’ όνομα: «Απόστολος Παύλος», Άγιος Χαράλαμπος», «Καλή Παναγιά», «Άγιος Δημήτριος», Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, 1949 – 1955. Έχοντας από καιρό διανύσει τις περισσότερες από τις αναπότρεπτες διαδρομές του, ο Γιάννης Αρχοντής φτάνει μόνος του ένα απόγευμα του Ιουνίου σε κάποια ερημική ακτή του Αιγαίου. Δεν ήταν τόσο ανάγκη ενός τελικού απολογισμού, όσο η επίμονη «αναζήτηση του χαμένου χρόνου» και των σημαδιών που άφησε μέσα του μια εποχή ερμητικά κλειστή, όπως τα περίκλειστα και περίλαμπρα ιδρύματα, όπου έζησε έξι από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Εκεί, την ώρα που ένα φωταγωγημένο καράβι περνά ανοιχτά μέσα στη νύχτα, από τον «θολό βυθό» της μνήμης του, όπου για περισσότερο από πενήντα χρόνια το είχε απωθήσει, αναδύεται απροσδόκητα το φάσμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε, για να πει επιτέλους ολόκληρη την παλιά ιστορία του. (. . .)
Μάριο Βάργκας Λιόσα
ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Γιατί η Oυρανία Καβράλ επιστρέφει στο νησί της, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ενώ είχε ορκιστεί να μην ξαναπατήσει το πόδι της εκεί; Γιατί αισθάνεται τρόμο για τη ζωή από τα δεκατέσσερά της χρόνια; Και γιατί δεν γνώρισε ούτε έναν έρωτα στη ζωή της; Στη Γιορτή του Τράγου, το νέο του πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα, ο μεγάλος Περουβιανός συγγραφέας υφαίνει μια μεγάλη τοιχογραφία όπου η Ιστορία μπλέκεται με τις μικρές ανθρώπινες ιστορίες, και όπου γνωστά ιστορικά πρόσωπα –όπως ο στρατηγός Τρουχίλιο που βασάνισε 3.000.000 ανθρώπους χωρίς να υποψιάζεται τη «μακιαβελική» πτώση του– διασταυρώνουν τα πεπρωμένα τους με τους μυθιστορηματικούς ήρωες του βιβλίου. Με έναν καταιγιστικό ρυθμό και την αξεπέραστη λογοτεχνική του ικανότητα, ο Βάργκας Λιόσα επιστρέφει στο «πολιτικό» μυθιστόρημα για να συγκινήσει, να προειδοποιήσει και να καταγγείλει όλες εκείνες τις μορφές εξουσίας που επιβιώνουν ανοίγοντας δρόμο μέσα από σωρούς πτωμάτων. Η παγκόσμια κριτική χαιρέτησε τη Γιορτή του Τράγου ως το αναμφισβήτητο αριστούργημα της ώριμης συγγραφικής περιόδου του Βάργκας Λιόσα.
Τάσος Θεοφίλου
Οι φυλακές είναι πάρκινγκ και γυμναστήριο για τους κρατούμενους και τις κρατούμενες, διευθυντήριο και σχολείο για το έγκλημα, ένοχο μυστικό για τη δικαιοσύνη και μαύρο κουτί για την κοινωνία των πολιτών. Το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο από τον Τάσο Θεοφίλου, έναν άνθρωπο που έζησε μέσα στις ελληνικές φυλακές και βγαίνοντας δεν σταμάτησε να τις παρακολουθεί και να γράφει γι’ αυτές. Με άλλα λόγια, έναν άνθρωπο που τις έζησε διπλά, ως φυλακισμένος και ως παρατηρητής της καθημερινότητάς τους, μετατρέποντας την προσωπική του εμπειρία σε γλώσσα ικανή να σταθεί απέναντι στα στερεότυπα που παράγουν οι ειδήσεις, οι επιτροπές και οι σκηνοθέτες. Και είναι μια σύντομη κατάδυση στο τυφλό σημείο του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και των θεσμών του, εκεί όπου τα δικαιώματα ακυρώνονται από την ίδια την εφαρμογή τους.