Είχαμε σταθεί στην είσοδο του πάρκου και κουβεντιάζαμε περί έρωτος. Τότε ακούστηκε βουή αυτοκινήτου και από τη γωνιά του «Σεραγιού» παρουσιάστηκε ένα παλιό ανατρεπόμενο καμιόνι, σαν αυτά των εργολάβων. Καβάλησε το ρείθρο της πλατείας, έφτασε στο κέντρο της, έκανε μια ολόκληρη στροφή επιτόπου και σταμάτησε, με τη μηχανή του αναμμένη. Από μπροστά κατέβηκε ένας λοχίας με παλάσκες και τόμιγκαν. Η καρότσα άρχισε να σηκώνεται σιγά σιγά, κι όταν έφτασε στο κατάλληλο ύψος, είδαμε να πέφτουν από μέσα της πτώματα. Ήμασταν οι πρώτοι που πήγαμε κοντά. Σε λίγο φυσικά ο κύκλος μεγάλωσε. Το καμιόνι έμεινε με την καρότσα τεντωμένη εκεί πάνω και μπροστά μας είχε σχηματιστεί μια μικρή πυραμίδα από νεκρούς άντρες. Η μοναδική γυναίκα ανάμεσά τους έκλεινε μπρούμυτα την κορυφή της πυραμίδας. Η φούστα της είχε τραβηχτεί μέχρι τους γλουτούς και στο εξωτερικό μέρος του αριστερού μηρού υπήρχε ένα τρύπημα από ξιφολόγχη. Παρά την ανατριχίλα του θανάτου στο δέρμα της, που ο χειμωνιάτικος ήλιος τη δυνάμωνε, ένιωσα έναν άγριο ερεθισμό.
Φώντας Τρούσας
Κείμενα για ουκ ολίγες βαθιά υποτιμημένες ταινίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70, που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό (γυναικείο και αντρικό), την ερωτική περίπτυξη ή και την ερωτική πράξη καθαυτή, τοποθετώντας τα όλα τούτα εντός του ελληνικού τοπίου (φυσικού ή αστικού). Σε μια εποχή συντηρητική, όπως και να το κάνουμε, είναι η λογοκρισία εκείνη που χαλαρώνει –και επί δικτατορίας και επί μεταπολίτευσης–, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι άνθρωποι που στήριζαν σε αυτόν την επιβίωσή τους (τεχνικοί, αιθουσάρχες κ.λπ.) μετά το βαρύ χτύπημα που του επέφερε η τηλεόραση, δείχνοντας εν ολίγοις όσα δεν μπορούσε να δείξει η TV. Αναδείχθηκαν έτσι νέες ερωτικές περσόνες, σαν εκείνες που υποδύθηκαν η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, η Δώρα Σιτζάνη, η Ρίτα Μπενσουσάν, η Τίνα Σπάθη, η Ajita Wilson κ.ά., μαζί βεβαίως με τους παρτενέρ τους, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, τον Λευτέρη Γυφτόπουλο, τον Udo Kier, τον Γιώργο Στρατηγάκη, τον Χρήστο Νομικό κ.ά.
Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν τα κείμενα και οι πληροφορίες ακόμα και για τον underground ή πειραματικό κινηματογράφο μας, δεν απουσιάζουν οι πρωτοποριακές μουσικές ταινίες, δεν απουσιάζουν και άλλα πολλά, που θα τα ανακαλύψετε σιγά-σιγά.
Από τον πρόλογο του βιβλίου
Μαργαρίτα Καραπάνου
“… Διάβασα το βιβλίο σας και θέλω να σας συγχαρώ για τα εξαιρετικά του προτερήματα. Νομίζω πως κανείς δεν έχει χειριστεί το θέμα της παιδικής ηλικίας όπως εσείς. Δεν έχει μιλήσει για την κρυφή σκληράδα, για το αόρατο αυτό μείγμα της φαντασίας και της πραγματικότητας, μ’ έναν τρόπο τόσο ανοιχτό και απροσδόκητο. Μου ήρθανε στο νου ο Proust, ο Jerzy Kosinski και ο Lewis Carroll… Εσείς, όμως, έχετε βρει εδώ μία αλήθεια που κανένας απ’ αυτούς τους τρεις συγγραφείς δεν έπιασε. Περιμένω με ανυπομονησία το επόμενό σας βιβλίο.” (Απόσπασμα από γράμμα του John Updike)
“… Καμία ανάλυση της Κασσάνδρας και του Λύκου δεν μπορεί να εξηγήσει τη γοητεία και την αινιγματικότητα του βιβλίου. Πρώτο μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Καραπάνου, Η Κασσάνδρα και ο Λύκος, είναι μία από τις σπάνιες δημιουργίες που γεννιούνται μυστηριωδώς, χωρίς κανένα προηγούμενο. Το βιβλίο είναι πρωτότυπο, τρομαχτικό, ολοκληρωμένο. Εφευρίσκει τη δική του ιστορία, μπαίνει σε εφιαλτικές καταστάσεις και βγαίνει, όπως ανακατεύει το όνειρο με την πραγματικότητα. Η Κασσάνδρα και ο Λύκος είναι ένα μικρό, νευρώδες μυθιστόρημα με μία τέλεια αίσθηση της τεχνικής. Δεν είναι ποτέ συναισθηματικό, όμορφο ή παραφουσκωμένο. Η Μαργαρίτα Καραπάνου καταλαβαίνει πως μία αφήγηση δεν είναι παρά “λεπτομέρεια, λεπτομέρεια, λεπτομέρεια”.” (Απόσπασμα από κριτική του Jerome Charyn, New York Times)
Κλερ Κίγκαν
Δεκαπέντε ιστορίες που κινούνται από τη βάναυση, δύσκολη επαρχιώτικη ζωή στην Ιρλανδία μέχρι το καυτό τοπίο του αμερικάνικου νότου. Η Keegan διερευνά έναν κόσμο όπου τα όνειρα, η μνήμη και η τύχη έχουν συντριπτικές συνέπειες για όλους.
Η γραφή της, συχνά σκοτεινή, υπαινικτική και ατμοσφαιρική, κάνει τον αναγνώστη να νιώθει πως κάτι βαρυσήμαντο παραμονεύει σε κάθε μία από αυτές τις σμιλεμένες ιστορίες. Συγκινητικό, χάρη στη χαμηλόφωνη έντασή του, το βραβευμένο αυτό βιβλίο αποτελεί ένα σπάνιο, εντυπωσιακό δείγμα γραφής.