Επιστολές

11.10

Συγγραφέας:
Εκδόσεις:

Σελίδες: 48
Η έκδοση συνοδεύεται από σχέδια του Στέφανου Ρόκου.

Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290

Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr

Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.

Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.

Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.

Κωδικός προϊόντος: LF-BK-10608 Κατηγορία: Ετικέτες: ,

Όσοι αγόρασαν αυτό το προϊόν, επέλεξαν επίσης

Δανάη Σιώζου

«Περπατάμε μέσα σε έναν κήπο, ο κήπος οδηγεί σε μονοπάτι, το μονοπάτι οδηγεί σε δρόμο, ο δρόμος στην πόρτα του σπιτιού μας.» Όμως το σπίτι, δεν είναι ένα σταθερό σημείο ή ένα καταφύγιο, αλλά μια σειρά από τοπία, ανοιχτά στα ενδεχόμενα, ένας χειροποίητος χάρτης διαδρομών με πολύ προσωπικά σημάδια, με δέντρα, με πρόσωπα οικεία και μυθικά, με ένα τραγούδι που θέλει να φτάσει ώς το ξέφωτο, ώς την ελπίδα.

10.00

Δανάη Σιώζου

Μέσα στον κόσμο των παιχνιδιών κατοικούν άνθρωποι, ζώα, φυτά και ένα βραχιόλι. Για παράδειγμα οι δύο χελώνες που πάνε ένα παιδί στη θάλασσα, μία οικογένεια τρυποκάρυδων που έχει προβλήματα επικοινωνίας, ο ωραιότερος άντρας στη γη, οι κόρες του Ρήνου, ένας στρατιώτης, τέσσερα σπίτια, μία διευθύντρια σχολείου και δύο πιερότοι. Τα τοπία εναλλάσσονται, οι λέξεις γίνονται δούρειοι ίπποι, οι πάγοι λιώνουν, φυτά ψηλώνουν, άγρια ζώα πλησιάζουν. Σταδιακά ακόμα και οι ήρωες του βιβλίου επιθυμούν να απεγκλωβιστούν από τα όρια του κόσμου που μοιράζονται και η ανάγνωση είναι ο πιο αγαπημένος τρόπος απόδρασης.

7.00

«Την πρώτη φορά που είδα τον Λούτσο, δεν εντυπωσιάστηκα. Ψηλός, αδύνατος, με βλέμμα διαισθητικό που παρατηρούσε τα πάντα, είχε έρθει παρέα με τον μεγάλο μου αδελφό. Εγώ καθόμουν στο ολοκαίνουργιο γραφείο μου, δώρο γενεθλίων από τους γονείς μου, και τακτοποιούσα τα χαρτάκια μου, τους πρώτους στίχους που ξεπηδούσαν από την ανυποψίαστη εφηβεία μου. Ο αδελφός μου με χαιρέτησε με τρυφερότητα και μου σύστησε αμέσως τον Λούτσο: ‘‘Από δω ο φίλος μου, ο συγκάτοικός μου στο σπίτι της ποιήτριας Εσίλντα Γκρέβε’’. Του έριξα μια λοξή ματιά για ένα δευτερόλεπτο, του έσφιξα το χέρι σαν να ήθελα να κρατήσω τις αποστάσεις.

‘‘Γράφεις;’’
‘‘Ναι, γράφω.’’
‘‘Τι γράφεις;’’
‘‘Ποίηση γράφω’’, του απάντησα με έπαρση.

Ο αδελφός μου επενέβη βιαστικά για να με πληροφορήσει ότι βρισκόμουν μπροστά σ’ έναν αληθινό ποιητή. Τον κοίταξα για πρώτη φορά και χαμήλωσα τα μάτια με ταπεινοφροσύνη. Τότε, εκείνος πήρε μολύβι και χαρτί, έγραψε ένα ποίημα και μου το αφιέ-ρωσε. Πρώτο ανάμεσα στα χιλιάδες που θα μου αφιέρωνε αργό-τερα, προμηνύοντας για μένα μια μοίρα ποιήτριας.»

14.84

Ποίηση

Σονέτα

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

Τα ωραία πλάσματα ποθούμε να βλασταίνουν,
Της ομορφιάς ποτέ το ρόδο να μη σβήνει,
Κι ώριμα πια, όταν σαπίζουν και πεθαίνουν,
Σ’ έναν απόγονο η μνήμη τους να μείνει.
Λατρεύεις μόνο του ματιού σου την αχτίνα,
Τη φλόγα συντηρείς, μα δαπανάς εσένα,
Εκεί που υπάρχει αφθονία φέρνεις πείνα,
Στον εαυτό σου εχθρός, δε θες οίκτο κανένα.
Του κόσμου αν είσαι δροσερό στολίδι τώρα
Κι όπως ο κήρυκας της άνοιξης γιορτάζεις,
Μες στο μπουμπούκι θάβεις του καρπού τα δώρα,
Γλυκέ φιλάργυρε, σωρεύοντας ρημάζεις.
Αυτό που οφείλεις δώσε, άσ’ την απληστία!
Εσύ κι η μαύρη γη αν το φάτε, αμαρτία.
[Από την έκδοση]

From fairest creatures we desire increase,
That thereby beauty’s rose might never die,
But as the riper should by time decease,
His tender heir might bear his memory:
But thou, contracted to thine own bright eyes,
Feed’st thy light’s flame with self-substantial fuel,
Making a famine where abundance lies,
Thy self thy foe, to thy sweet self too cruel.
Thou that art now the world’s fresh ornament,
And only herald to the gaudy spring,
Within thine own bud buriest thy content,
And, tender churl, mak’st waste in niggarding:
Pity the world, or else this glutton be,
To eat the world’s due, by the grave and thee.
[From the publisher]

12.20

Μιχάλης Γκανάς

“Χαμένες οικειότητες”:

Το ντέφι μονάχο, χωρίς κλαρίνο, χωρίς πλατάνι, να εκρήγνυται κάπου βαθιά, σμπαράλια να γίνονται τα μεσημέρια.

Φωτεινό πεινασμένο γεράκι, να γράφει κύκλους πάνω απ’ τον κόκορα, να του δίνει μια με το ράμφος, ν’ ανοίγει το καύκαλό του κι οι κότες πιο δίπλα να βοσκάνε στουρνάρι για να θωρακίσουν το σπέρμα του.

Ψηλά ψηλά τα χελιδόνια χαύοντας μύγες, πετσοκόβοντας τον αέρα πέρα δώθε, αλλά το γαλάζιο ανέπαφο, να σαλπίζει ουρανό ως το σούρουπο.

Περαστικά μας τώρα. Στα σπάρτα οι μνήμες, στις πολυκατοικίες τα υφαντά τους. Χερσαία όνειρα, αποτυπώματα Πελασγών – Κρητών – Τούρκων – Φράγκων – Σλάβων – Άγγλων – Αμερικανών, τί μπατανίες, Θέ μου, τί μπάντες για λογής κρεβάτια, σκοντάφτει εκεί το νυσταγμένο μάτι κι ύστερα σαν ανθρακωρύχος χάνεται στις στοές του ύπνου. Άξαφνα μύτη με πρώρα εσύ κι ένα λευκό καράβι περνάει ανάμεσα στα μάτια σου, χωρίζοντας το αίμα σου στα δυο.

Βαθιά μες στην καρίνα του τα τύμπανα των Αλτζερίνων και πιο βαθιά η άγκυρα που πρήζεται μες στην καρδιά σου

16.92