Μεγαλώνοντας, ο Χάρης Αλεξιάδης ενδιαφέρεται όλο και πιο πολύ για τα σπουδαία, κοσμοϊστορικά γεγονότα. Χρόνια αργότερα, αυτό το άγουρο ενδιαφέρον γίνεται επάγγελμα. Ύστερα από μια σύντομη θητεία στον αθηναϊκό Τύπο, η παράλληλη άνοδος της ιδιωτικής τηλεόρασης θα του προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία: να βρεθεί στο Σαράγεβο τον Ιούνιο του 1992, ως πολεμικός ανταποκριτής ενός νέου μεγάλου καναλιού, και να καλύψει τις συγκρούσεις που ακολούθησαν την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.
Ο Χάρης ενθουσιάζεται με αυτή την προοπτική. Αναγνωρίζει αμέσως την ιστορική σημασία των συγκρούσεων και ανυπομονεί να βρεθεί στο επίκεντρο των εξελίξεων, στην καρδιά της Ευρώπης.
Θα παραμείνει, ωστόσο, στο Σαράγεβο περισσότερο απ’ όσο έχει υπολογίσει. Οι συγκρούσεις παγιώνονται, διαρκούν ολόκληρους χειμώνες, και καταλήγουν στην πιο μακρόχρονη πολιορκία πρωτεύουσας στην ιστορία των σύγχρονων πολέμων. Ο αρχικός ενθουσιασμός του Χάρη μετατρέπεται σε κούραση και σταδιακή εξάντληση από το κρύο, την ανασφάλεια και, κυρίως, τη βεβαιότητα ότι αυτή η τραγική κατάσταση δεν θα αλλάξει. Τα αιματηρά επεισόδια είναι αμέτρητα και, στις 5 Φεβρουαρίου 1994, η αντοχή του στον ανθρώπινο πόνο δοκιμάζεται, όταν παρακολουθεί και καταγράφει τον βομβαρδισμό της αγοράς του Μαρκάλε, με 68 νεκρούς και 144 τραυματίες.
Την επόμενη μέρα, ο Χάρης ζητάει την άδεια να επιστρέψει στην Ελλάδα. Δυσκολεύεται να προσαρμοστεί και παραμένει για πολύ καιρό αδρανής. Σκέφτεται να αποσυρθεί από το πολεμικό ρεπορτάζ και, σε συνεννόηση με το κανάλι, αποφασίζει να μεταπηδήσει στην ψυχαγωγία και να αναλάβει παρουσιαστής σ’ ένα νέο μουσικό τηλεπαιχνίδι.
Αρχίζει έτσι, για εκείνον, μια καινούργια φάση. Ανάμεσα σε πλατό, κάμερες, εκτυφλωτικούς προβολείς και συναναστροφές με τις κοσμικές προσωπικότητες της Αθήνας, η ζωή του αλλάζει κι εκείνος αφήνεται να παρασυρθεί. Τα επόμενα χρόνια αναλαμβάνει κι άλλα, αμφιβόλου ποιότητος τηλεπαιχνίδια, και στροβιλίζεται σε έναν εκστατικό χορό με σύντομα διαστήματα μελαγχολίας. Ώσπου, ξαφνικά, ένα νευρολογικό πρόβλημα πλήττει την κινητικότητά του και τον αναγκάζει ν’ αποσυρθεί βίαια από οτιδήποτε έχει ανάγκη.
Το “Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ” είναι ένα μυθιστόρημα για τα μεγάλα μεγέθη που δεν μεταβολίζονται από το άτομο· για την ομορφιά και τη φασαρία, ως στιγμιαίο αντίδοτο σε όλα εκείνα που δεν θεραπεύονται· και για όσους επιζητούν την ένταση της μουσικής τόσο δυνατά ώστε να καλύπτει τα πάντα.