Στο νέο της φωτογραφικό λεύκωμα, Ατελιέ καλλιτεχνών, χάος και έμπνευση (Artist Studios, Chaos and Inspiration), η Λίλη Τσίγκου μάς προσκαλεί σε μια μοναδική οπτική ξενάγηση στα εργαστήρια έντεκα καταξιωμένων Ελλήνων καλλιτεχνών. Μέσα από τον φακό της, αποτυπώνεται η ακατέργαστη, συχνά χαοτική ομορφιά αυτών των δημιουργικών χώρων, αναδεικνύοντας τη βαθιά σχέση του κάθε καλλιτέχνη με το περιβάλλον του και το μαγικό μονοπάτι της δημιουργίας. Η επιλογή των καλλιτεχνών βασίστηκε στις μακροχρόνιες προσωπικές σχέσεις της Τσίγκου με τους ίδιους, κάτι που της επέτρεψε την είσοδο σε χώρους συνήθως απροσπέλαστους στο ευρύ κοινό. Κάθε εργαστήριο αποτελεί έναν ξεχωριστό μικρόκοσμο, γεμάτο με τυχαίες λεπτομέρειες και ίχνη έμπνευσης, τα οποία περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να αποτυπωθούν. Οι φωτογραφίες της Τσίγκου εστιάζουν σε αυτά τα στοιχεία, αναδεικνύοντας την απρόβλεπτη γοητεία και την αθέατη δημιουργική διαδικασία του κάθε καλλιτέχνη. Το βιβλίο περιλαμβάνει επίσης εισαγωγή από τον καθηγητή James Hall, διακεκριμένο ερευνητή της ιστορίας των καλλιτεχνικών ατελιέ από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, καθώς και ένα testimonial του φωτογράφου Τάσου Βρεττού προς τη Λίλη Τσίγκου. Η ιστορικός τέχνης Λουίζα Καραπιδάκη και ο ζωγράφος Στέφανος Δασκαλάκης προσφέρουν μοναδικές προσεγγίσεις για τη σχέση φωτογραφίας και ζωγραφικής, ενώ ο καλλιτέχνης Γιώργος Ρόρρης παραχωρεί μια ιδιαίτερη συνέντευξη για την καλλιτεχνική του πορεία. Ο γιατρός και γνώστης θεμάτων τέχνης σπάνιας εμβέλειας Νίκος Παΐσιος περιγράφει κάθε ατελιέ, προσθέτοντας βάθος στην οπτική αυτή περιήγηση, ενώ το λεύκωμα περιέχει και κείμενα της ίδιας της Τσίγκου, συνοδευτικά στις εικόνες. Οι καλλιτέχνες που παρουσιάζονται στο λεύκωμα είναι οι: Μιχάλης Μαδένης, Κυριάκος Ρόκος, Στέφανος Δασκαλάκης, Ειρήνη Ηλιοπούλου, Βασίλης Παπανικολάου, Γιώργος Ρόρρης, Βάσος Καπάνταης, Τίμος Μπατινάκης, Δημήτρης Νικολαΐδης, Πέτρος Καραβέβας και Ρουμπίνα Σαρελάκου.
Www.lilytsingos.com @ArtistStudio.Photobook
Φώντας Τρούσας
Κείμενα για ουκ ολίγες βαθιά υποτιμημένες ταινίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70, που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό (γυναικείο και αντρικό), την ερωτική περίπτυξη ή και την ερωτική πράξη καθαυτή, τοποθετώντας τα όλα τούτα εντός του ελληνικού τοπίου (φυσικού ή αστικού). Σε μια εποχή συντηρητική, όπως και να το κάνουμε, είναι η λογοκρισία εκείνη που χαλαρώνει –και επί δικτατορίας και επί μεταπολίτευσης–, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι άνθρωποι που στήριζαν σε αυτόν την επιβίωσή τους (τεχνικοί, αιθουσάρχες κ.λπ.) μετά το βαρύ χτύπημα που του επέφερε η τηλεόραση, δείχνοντας εν ολίγοις όσα δεν μπορούσε να δείξει η TV. Αναδείχθηκαν έτσι νέες ερωτικές περσόνες, σαν εκείνες που υποδύθηκαν η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, η Δώρα Σιτζάνη, η Ρίτα Μπενσουσάν, η Τίνα Σπάθη, η Ajita Wilson κ.ά., μαζί βεβαίως με τους παρτενέρ τους, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, τον Λευτέρη Γυφτόπουλο, τον Udo Kier, τον Γιώργο Στρατηγάκη, τον Χρήστο Νομικό κ.ά.
Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν τα κείμενα και οι πληροφορίες ακόμα και για τον underground ή πειραματικό κινηματογράφο μας, δεν απουσιάζουν οι πρωτοποριακές μουσικές ταινίες, δεν απουσιάζουν και άλλα πολλά, που θα τα ανακαλύψετε σιγά-σιγά.
Από τον πρόλογο του βιβλίου
Χρήστος Βακαλόπουλος
…η ζωή είναι ένα συλλογικό όνειρο σκηνοθετημένο από πολιτιστικές μνήμες.
Με το τέλος της δικτατορίας, οι εικόνες και οι ήχοι βρίσκονται εκτοπισμένοι σ’ ένα άδηλο ακόμη πεδίο επικοινωνίας, στο περιθώριο του επίσημου πολιτικού λόγου. Μαζί με λίγους πρωτοπόρους κριτικούς και κόντρα σε πολλούς άλλους, ο Βακαλόπουλος θα βαλθεί να το κατακτήσει, δοκιμάζοντας τα τελευταία ρεύματα της μοντέρνας σκέψης –μαρξισμό, σημειολογία, ψυχανάλυση– σε σημαδιακά έργα της εποχής και σ’ όλο το φάσμα της νεαρής ελληνικής τηλεόρασης: από τον Γκοντάρ, τον Βέντερς και τον Ντύλαν μέχρι τις εκπομπές του Φρέντυ Γερμανού ή τα σίριαλ της Αλίκης Βουγιουκλάκη κι από τη Γιουροβίζιον, τους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ ή το παρισινό Μπωμπούρ μέχρι το Τραμ το τελευταίο και τη Ρεζέρβα. Όμως ο ιδεολογικός πόλεμος δεν θ’ αργήσει να κοπάσει στη δεκαετία του ’80, παραχωρώντας τη θέση του στον πολιτισμό της εικόνας, που προωθεί η αυτοκρατορία των μέσων. Αρχίζει τότε μια μοναχική περιπλάνηση σ’ αυτό τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο, σε αναζήτηση παραδόσεων και προσώπων ικανών να αναμετρηθούν εκφραστικά μαζί του, αλλά και στα ίχνη μιας αόρατης Ελλάδας, όπου συγκλίνουν ξεχωριστοί κινηματογραφιστές, ηθοποιοί και μουσικοί: Δαμιανός, Τορνές, Ρομέρ και Τζάρμους· Σαπφώ Νοταρά και Βέγγος· Λένον και Σαββόπουλος· Βαν Μόρισον, Πορτοκάλογλου, Παπάζογλου, Ξυδάκης· The Clash και Χειμερινοί Κολυμβητές…
Στα διακόσια και πλέον κείμενα που συγκεντρώνονται και αναδημοσιεύονται για πρώτη φορά εδώ, η κριτική του Βακαλόπουλου ξετυλίγει μια ολοκληρωμένη θεώρηση της σύγχρονης επικοινωνίας και μαζί μια μοναδική περιπέτεια της σκέψης και των αισθήσεων: από τη θύελλα των ιδεών στο όνειρο μιας ζωής που ξαναβρίσκει τον χαμένο χρόνο και την τρομερή ηρεμία των πραγμάτων.
Λουί-Φερντινάν Σελίν
«Είδα τότε απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα τη Γιαγιά ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, στη μέσα κάμαρα… Βαριανάσαινε, λαχάνιαζε, πνιγόταν, η ανάσα της σφύριζε και κοβόταν… Μόλις είχε φύγει ο γιατρός. Αφού πρώτα έσφιξε σοβαρός τα χέρια όλων… Τότε με μπάσανε στο δωμάτιο… Την είδα στο κρεβάτι, πώς πάλευε ν’ ανασάνει. Το πρόσωπό της κίτρινο και κόκκινο, λουσμένο στον ιδρώτα, σαν μάσκα που από στιγμή σε στιγμή θα έλιωνε… Με κάρφωσε με το βλέμμα της η Γιαγιά, αλλά ακόμα κι εκείνο το βλέμμα είχε αγάπη… Μ’ έσπρωξαν να τη φιλήσω… Κι εγώ έσκυψα από πάνω της. Αλλά με το χέρι της έκανε νόημα πως όχι… Μου χαμογέλασε αδύναμα… Κάτι προσπάθησε να μου πει… Αλλά η φωνή τριβόταν μέσα στο λαιμό της, δεν έβγαινε… Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος τα κατάφερε… κι όσο πιο γλυκά μπορούσε, ψιθύρισε: «Να δουλέψεις σκληρά, μικρέ μου Φερντινάν!». Δεν τη φοβόμουνα τη Γιαγιά. Κατά βάθος καταλαβαινόμασταν… Τελικά, το σίγουρο είναι πως δούλεψα σκληρά… Μα αυτό δεν αφορά κανέναν άλλο…»
Πριν το Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας, πριν το ταξίδι στο τέρμα του κόσμου που ήταν ο Μεγάλος Πόλεμος και η Μεγάλη Σφαγή, ο στρατιώτης Φερντινάν Μπαρνταμού είναι μόνον ο Φερντινάν: ένα παιδί που μεγαλώνει στην άκρη της ζωής, στο χείλος της αβύσσου. Ένα παιδί που το ταΐζουν ο απόλυτος φόβος, η αχαλίνωτη απόγνωση και υποκρισία. Ένα παιδί που μεγαλώνει στους ρυθμούς της μαύρης κωμωδίας, της χρεοκοπημένης κοινωνίας, της επικείμενης καταστροφής. Μαθαίνει να λέει την ιστορία της ζωής του με τρόπο συγκλονιστικό: με φωνές, με παραμιλητά, με βρισιές και σιωπές, με πικρά, τραγικά, φλύαρα αποσιωπητικά… Αλλά προπάντων με γέλια. Γιατί ο Φερντινάν πλέκει τα νήματα του χάους και της υστερίας γύρω του με τις δεξιοτεχνικές σταυροβελονιές του Ραμπελαί: γελάει πικρά και πηγαία, γελάει και περιγελάει τον εαυτό του και τους άλλους. Θεούς και δαίμονες. Και βέβαια τους ανθρώπους.
Ο Φερντινάν γυρίζει τις σελίδες αυτού του επικού Bildungsroman, που είναι η εφηβεία του, με ορμή και πάθος που κόβουν την ανάσα. Προχωράει χωρίς να λυπάται ούτε την ψυχή ούτε το σώμα του· ξοδεύει αλύπητα για ν’ αντέξει, να σταθεί στα πόδια του, να περπατήσει – εντέλει να ζήσει. Ο λόγος του ανατρέπει τα πάντα, λογική, γραμματική, σύνταξη· έτσι κινείται. Πατάει γκάζι καίγοντας ομορφιές και πίστεις και λέξεις. Τρέχει δίχως φρένα. Στο τέλος του βιβλίου τον βλέπουμε να φτάνει ζωντανός, όρθιος, έτοιμος για τη νέα αρχή