Βρισκόμαστε στο 2005. Ο Χόρχε Σεμπρούν σκύβει ξανά στο παρελθόν του και καταπιάνεται με το έργο της ανάμνησης. Σε αυτό το κείμενο, που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, επανέρχεται σε γεγονότα που έχει ζήσει, και αφηγείται, όπως δεν το είχε κάνει ποτέ πριν, την εμπειρία του από τα βασανιστήρια. Μαρτυρία χωρίς δραματοποίηση, αφήγηση αποστασιοποιημένη και ταυτόχρονα συγκλονιστική, από την οποία αναδύεται μια μεστή φιλοσοφική αντίληψη. Ο Χόρχε Σεμπρούν συνεχίζει εδώ τον στοχασμό που είχε ξεκινήσει στα θεμελιώδη έργα του, όπως το “Μεγάλο ταξίδι” ή το “Γραφή ή ζωή”, και γράφει για ύστατη φορά για την αλληλεξάρτηση γραφής και πραγματικότητας.
«Η εμπειρία των βασανιστηρίων δεν είναι μόνο, ίσως ούτε καν κυρίως, εμπειρία του πόνου, της αβάσταχτης μοναξιάς του πόνου. Είναι επίσης, ίσως και προπαντός, εμπειρία της αδελφοσύνης. Σιωπή από την οποία γαντζώνεσαι, κρεμιέσαι σφίγγοντας τα δόντια, προσπαθώντας να δραπετεύσεις μέσω της φαντασίας ή της μνήμης από το ίδιο σου το σώμα, το άθλιο σώμα σου, αυτή η σιωπή είναι πλούσια με όλες τις φωνές, όλες τις ζωές που προστατεύει, που τους επιτρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν»