Ας φυσά τώρα

13.00

Εκδόσεις:

Πρώτη έκδοση: Ιούνιος 2019

Σελίδες: 152

Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290

Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr

Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.

Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.

Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.

Όσοι αγόρασαν αυτό το προϊόν, επέλεξαν επίσης

Προσφορά!

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

Έγραψαν για το βιβλίο:

Ηλιου φαεινότερο λοιπόν ότι τα κείμενα αυτού του ανθρώπου, έχουν το μυστικό μιας ακριβοθώρητης γοητείας που δεν είναι δάνειο, κρυπτομνησία ή συστηματικό αλληθώρισμα, αλλά προσωπικό ένστικτο. Στα ταξιδιωτικά του αυτή η αρετή είναι διάχυτη. Πριν απο όλα εντυπωσιάζει το διαζύγιο με το «πνεύμα της βαρύτητας». Πουθενά ακρογωνιαίος λίθος, αγκονάρι ή φέροντες οργανισμοί. Αυτή η υδάτινη ροϊκότητα που άλλοτε μιμείται τον αέρα και άλλοτε πέφτει απο ψηλά, συνιστά ενα κατασταλαγμένο μάθημα ζωής, ενα είδος φυσιογνωμίας που μεταλλάσσεται ανάλογα με τη διάθεση και το έναυσμα της στιγμής.

– ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ, Κωστής Παπαγιώργης

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΚΔΟΣΗ

Διαβάζοντας μετά από χρόνια τα σύντομα αυτά κείμενα, διαπιστώνω πρωτίστως ότι δεν είναι ταξιδιωτικά. Λίγα μαθαίνει κανείς για ξένους τόπους. Οι χώρες και οι πόλεις είναι σκηνικά σε ένα παλιό δράμα: τον μπερδεμένο μου εαυτό. Υπό αυτή την έννοια, μικρή διαφορά κάνει αν όσα αναφέρω συνέβησαν στο Ρίο, τη Δαμασκό ή την Αθήνα. Αυτό που πε- ριγράφεται είναι η πορεία ενός ανθρώπου από την κουζίνα ως το μπαλκόνι του, να πάρει αέρα, να μη σκάσει. Και να μετρήσει τα τετραγωνικά του κόσμου του.

Όντως ταξίδευα πολύ εκείνα τα χρόνια – αν θεωρήσουμε ότι ταξιδεύει πολύ εκείνος που διαρκώς είναι σε ένα αεροπλάνο ή αυτοκίνητο. Δεν ταξίδευα. Έφευγα από τον έναν τόπο στον άλλον. Ήταν μετακινήσεις σε θερμά κλίματα, αποδημητικό ένστικτο – ο μόνος τρόπος που ήξερα για να φτιάξω ένα αεροστεγές σύστημα εκτός κοινωνίας, που να μου δίνει ηδονή και αίσθημα ανωτερότητας, ενώ μου επέτρεπε να μετεωρίζομαι σαν τουρίστας μέσα στην εβδομάδα των άλλων. Αν συνέβαινε μια στραβή, πάντα σκεφτόμουν: «Και τι με νοιάζει, την Πέμπτη θα είμαι αλλού».

Τη Δευτέρα, όμως, ήμουν πίσω.

Δυστυχώς, όταν έγραφα αυτό το βιβλίο δεν είχα την τόλμη να μιλήσω ανοιχτά και να πω ότι το βασικό και κύριο ζητούμενο στα ταξίδια εκείνης της εποχής ήταν τα γούστα μου. Το ποτό και το σεξ. Δεν εννοώ τον σεξοτουρισμό -δεν είμαι φαν του είδους-, εννοώ τη διασκέδαση σε μπαρ και κλαμπ και όσα επακολουθούν όταν είσαι νέος. Διέσχισα εκείνη τη

δεκαετία λιώμα – αυτό που ήθελα μόνο ήταν να τραβιέμαι σε άγνωστα μέρη, να πίνω και να κάνω σεξ. Θα είχε νόημα να έγραφα περισσότερα για τη λάσπη στον πάτο της εικόνας, το πουλάκι όμως πέταξε: απλώς δεν ήμουν έτοιμος.

Παρ’ όλα αυτά, δεν λέω ψέματα. Κι αυτό ίσως είναι το πιο αξιοπερίεργο: πώς τα ρευστά, υπαινικτικά αυτά κείμενα πέφτουν σαν γάτες από τον έκτο και προσγειώνονται όρθια. Μπορεί να μην περιγράφω τις λεπτομέρειες μιας συνουσίας (με αυτήν τη μοντέρνα σαφήνεια που προσωπικώς βαριέμαι), περιγράφω όμως εκείνο που τελικά μέτραγε πιο πολύ: το μελαγχολικό ξενέρωμα της άλλης μέρας. Διότι ο κανονικός τίτλος αυτού του βιβλίου θα έπρεπε να είναι «Κυνηγώντας την ουρά μου: Πώς ο άνθρωπος που δεν έχει αγάπη, είναι βαρέλι δίχως πάτο. Και δεν θα χορτάσει ποτέ».

Στα μεσοδιαστήματα εκείνου του κυνηγητού, ναι, έζησα και μερικές στιγμές αλλόκοτης αγνότητας. Και μαγείας. Είδα αυτό που λένε, τη δρόσο των άστρων. Ζεστές, πράσινες θάλασσες. Χειρονομίες ανείπωτης ευγένειας. Το μονοπάτι της υπερβολής μου πέρναγε μέσα από έναν κήπο. Είμαι ευγνώμων που τον διέσχισα, έστω παραπατώντας.

Υπό αυτή την έννοια, ο Παλιός Καταρράκτης, χρόνια εξαντλημένος, είναι ένα βιβλίο που ήθελα να υπάρχει. Χωρίς να διεκδικεί τίποτα, περιγράφει πώς κάποιος έφτιαξε κόσμο, παραδέρνοντας μεταξύ λαγνείας και ποίησης.

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

 

13.00

Ελληνική λογοτεχνία

Πολλαπλά κατάγματα

Γιώργος Ιωάννου

Όπως ακριβώς τα παλιά οδοιπορικά, όπως οι διάφορες ταξιδιωτικές περιπλανήσεις και οι πολεμικές περιπέτειες, έτσι πρέπει να αντιμετωπιστεί και το κείμενο αυτό – Πολλαπλά κατάγματα και Το σφραγιδάκι – του Γιώργου Ιωάννου: εντυπώσεις, εσωτερικές περιγραφές, άδηλοι και κρύφιοι διαλογισμοί, κοιτάγματα της ζωής μέσα από έναν άλλο χώρο, στον οποίο αποσύρεται το εγώ και επισκοπεί τα πάντα όταν επισυμβεί στο σώμα το ατύχημα. Και, συνάμα, περιγραφές του κλίματος της εποχής, του περιβάλλοντος, των ειδικών χώρων, της ειδικής συμπεριφοράς που εμφανίζουν ξαφνικά προς τον αδύναμο – και μόνο προς αυτόν – οι άλλοι καθώς τον βλέπουν να βρίσκεται ολότελα στο έλεός τους.
Γιώργος Ιωάννου

15.50

Ελληνική λογοτεχνία

Ἀπό τό χάος στό χαρτί

Χρήστος Βακαλόπουλος

Δέν ὑπῆρξα ποτέ ἐφευρέτης καί οὔτε σκοπεύω νά γίνω. Ὅταν ὑπάρχει μιά σύμβαση εἴτε την σπᾶς, εἴτε ξαναγυρίζεις στήν πρωταρχική μορφή, τότε πού δέν ἦταν σύμβαση. Καί κάτω ἀπ’ αὐτή τήν ἀντίληψη μ’ ενδιαφέρει περισσότερο ὁ Παπαδιαμάντης ἀπ’ τον Γκριγιέ ἤ τόν Γιατρομανωλάκη. Δέν μπορῶ νά δῶ σάν φόρμα αὐτό πού γράφω, γιατί δέν εἶναι φόρμα. Δέν πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν στήν λογοτεχνία πειράματα ἀλλά ὁράματα. Ἡ λογοτεχνία γιά μένα εἶναι διατύπωση ὁραμάτων, δέν εἶναι ζήτημα μορφῆς κατά κανένα τρόπο. Κι ἄν εἶχα προβλήματα φόρμας θά ἤμουνα φιλότεχνος κι ἐραστής τῆς λογοτεχνίας, δηλαδή καλός ἀναγνώστης. Οἱ πολιτισμοί πού δίνουν περισσότερο βάρος στή μορφή ἀπό τό ὅραμα. ἀπό στιγμή σέ στιγμή θά βρεθοῦν σέ ἀδιέξοδο. Κι ἀπό τή στιγμή πού ἐγώ πολιτιστικά κληρονομῶ τήν ἑλληνική παράδοση δέν μπορῶ νά θέσω πρόβλημα μορφῆς οὔτε νά σκεφτῶ ὅτι ὑπάρχει κάποιο ἀδιέξοδο. Ἀδιέξοδο φόρμας θά ὑπάρξει ὅταν θά σταματήσει νά ὑπάρχει ζωή.

Χρῆστος Βακαλόπουλος (1956-1993) γεννήθηκε καί ἔζησε στήν Ἀθήνα. Σπούδασε Οἰκονομικά στήν ΑΣΟΕΕ καί Κινηματογράφο στό Παρίσι. Συνεργάστηκε μέ τό περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος ἀπό τό 1976 μέχρι καί τό 1983.

Ἐργάστηκε ὡς κριτικός κινηματογράφου στήν ἐφημερίδα Αὐγή καί στό περιοδικό Ἀντί, καί ὡς παραγωγός καί παρουσιαστής κινηματογραφικῶν καί μουσικῶν ἐκπομπῶν στό ραδιόφωνο.

Ὑπόθεση Μπέστ-Σέλλερ εἶναι τό πρῶτο του βιβλίο· γράφτηκε κατόπιν παραγγελίας καί ἐκδόθηκε τό 1980. Ἀκολουθοῦν Οἱ πτυχιοῦχοι (μυθιστόρημα, 1984), οἱ Νέες ἀθηναϊκές ἱστορίες (διηγήματα, 1989), ἡ Δεύτερη προβολή: Κείμενα γιά τόν κινηματογράφο 1976-1989 (1990), Ἡ γραμμή τοῦ ὁρίζοντος (μυθιστόρημα, 1991) καί τό Ἀπό τό χάος στό χαρτί (συλλογή ἄρθρων καί συνεντεύξεων, 1995).

Συνεργάστηκε στά σενάρια τῶν ταινιῶν Σχετικά μέ τόν Βασίλη τοῦ Σταύρου Τσιώλη καί Ἡ γυναίκα πού ἔβλεπε τά ὄνειρα τοῦ Νίκου Παναγιωτόπουλου. Γύρισε δύο ταινίες μικροῦ μήκους, τίς Βεράντες (1984) καί τό Θέατρο (1986), καί δύο μεγάλου μήκους, τήν Ὄλγα Ρόμπαρντς (1989) καί τό Παρακαλῶ, γυναῖκες, μήν κλαῖτε (1992) μαζί μέ τόν Σταῦρο Τσιώλη. Ἡ ταινία αὐτή ἀπέσπασε τά βραβεῖα σκηνοθεσίας καί καλύτερου σεναρίου στό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τοῦ 1992, τό βραβεῖο καλύτερης ταινίας ἀπό τήν Πανελλήνιο Ἕνωση Κριτικῶν Κινηματογράφου καί τό κρατικό βραβεῖο ποιότητας.

 

14.70

Ελληνική λογοτεχνία

Αιολική γη

Ηλίας Βενέζης

Η “Αιολική γη” γράφεται μέσα στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, σε μια περίοδο δηλαδή ανάπηρης ελευθερίας, ανυπέρβλητων δυσκολιών και ευτελισμού της ανθρώπινης ζωής. Η έως τότε δεκαπενταετής συγγραφική πορεία του Βενέζη είχε επιβεβαιώσει την εικόνα ενός δημιουργού με απολύτως προσωπικό ύφος και με βασική θεματογραφία την τραγικότερη εθνική περιπέτεια του εικοστού αιώνα, τη Μικρασιατική Καταστροφή, την οποία ο Βενέζης εβίωσε με οδυνηρό τρόπο ως αιχμάλωτος στα εργατικά τάγματα της Ανατολής, απ` όπου ελάχιστοι είχαν την τύχη να επιζήσουν. Αν “Το νούμερο 31328” αφηγείται τη φοβερή δοκιμασία στα εργατικά τάγματα και η “Γαλήνη” τις κάποτε ανυπέρβλητες δυσχέρειες των προσφύγων να ριζώσουν στη μητέρα πατρίδα, η “Αιολική γη” ανασυνθέτει την ευτυχισμένη ζωή των Ελλήνων στη Μικρασία πριν την Καταστροφή. […]

(από τον πρόλογο του Δημήτρη Δασκαλόπουλου στην τεσσαρακοστή όγδοη έκδοση)

26.88

Ελληνική λογοτεχνία

Το νούμερο 31328

Ηλίας Βενέζης

Πάνε είκοσι ένα χρόνια από το 1924 που έγραψα στην πρώτη του μορφή, γυρίζοντας, παιδί, απ’ τα κάτεργα της Ανατολής, το χρονικό τούτο. Το ξαναδούλεψα στο 1931 όταν βγήκε σε βιβλίο. Από τότε δεν το είχα πιάσει στα χέρια μου. Με είχε πολύ βασανίσει όταν το έγραφα, με είχε αναστατώσει το επίμονο στριφογύρισμα στην πυκνή και φοβερή ύλη της πικρής αυτής ζωής που έπρεπε να πάρει έκφραση. Είχα τότε περάσει πολλές νύχτες που, κυνηγημένος απ’ τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις, δεν μπορούσα να βρω καταφύγιο μήτε στον ύπνο. Γι’ αυτό, όταν βγήκε πια σε βιβλίο ” Το Νούμερο 31328″, δεν τολμούσα, δεν ήθελα να το ξαναδώ – τελοσπάντων η ζωή, όταν είσαι γέρος και είσαι νέος, έχει τόση δύναμη, σου το επιβάλλει να θέλεις να ξεχνάς. (Από τον πρόλογο του συγγραφέα στη δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση [1945])

14.55