Ο καθηγητής γλωσσολογίας Ντέσμοντ Μπέιτς συνταξιοδοτείται πρόωρα εξαιτίας της επιδεινούμενης βαρηκοΐας του. Ταυτόχρονα η γυναίκα του περνάει μια δεύτερη νεότητα, ενώ η υγεία του επίσης βαρήκοου πατέρα του πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Ντέσμοντ γνωρίζει την Άλεξ, μια γοητευτική φοιτήτρια που του ζητάει τη βοήθειά του για τη διατριβή της, η οποία αφορά την ανάλυση λόγου των σημειωμάτων αυτοκτονίας. Κι αυτός προσφέρεται να τη βοηθήσει, χωρίς να ξέρει τι τον περιμένει.
Σε αυτό το μυθιστόρημα ο Λοτζ γράφει με χιούμορ που τσακίζει κόκαλα για τις ανθρώπινες σχέσεις, τη σεξουαλική ζωή στη μέση ηλικία, τις ελπίδες και τις ματαιώσεις, τη φθορά και τον θάνατο.
«Νοσταλγούσε τον ρυθμό της ακαδημαϊκής χρονιάς όπως ένας χωρικός θα νοσταλγούσε τις διαφορές των εποχών αν έπαυαν ξαφνικά να υπάρχουν· και ανακάλυψε επίσης ότι νοσταλγούσε ακόμα και τη δομή της ακαδημαϊκής εβδομάδας, την ημερήσια διάταξη της ανάθεσης εργασιών, την επίβλεψη των μεταπτυχιακών φοιτητών, τη διόρθωση των δοκιμίων, τις συσκέψεις των επιτροπών, τις συνεντεύξεις και τις προθεσμίες για τη μια ή την άλλη αναφορά, δουλειές ρουτίνας που τον έκαναν να γκρινιάζει, η διεκπεραίωση των οποίων όμως, όσο ασήμαντες ή εφήμερες κι αν ήταν, πρόσφερε μια έστω χαμηλού επιπέδου ικανοποίηση και διασφάλιζε ότι ποτέ, μα ποτέ δεν θα ερχόσουν αντιμέτωπος με το ερώτημα: Πού να περιφέρω το σαρκίο μου σήμερα;»