Εμφάνιση του μοναδικού αποτελέσματος

Τσεζάρε Παβέζε

Ξένη λογοτεχνία

Το φεγγάρι και οι φωτιές

Τσεζάρε Παβέζε

Το φεγγάρι και οι φωτιές είναι το βιβλίο που κουβαλούσα μέσα μου εδώ και πολύ καιρό και που απόλαυσα περισσότερο γράφοντάς το. Τόσο που πιστεύω πως για κάμποσο -ίσως και για πάντα- δεν θα γράψω τίποτ’ άλλο.
Δεν είναι σωστό να προκαλούμε υπερβολικά τους θεούς. (Cesare Pavese)

Το φεγγάρι και οι φωτιές, το τελευταίο μυθιστόρημα του Cesare Pavese, κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1950 και χαρακτηρίστηκε αριστούργημα από τους κριτικούς. Ο πρωταγωνιστής, το Χέλι, την επομένη της Απελευθέρωσης, επιστρέφει στο χωριό του, ύστερα από πολλά χρόνια παραμονής του στην Αμερική και μαζί με τον Νούτο, τον φίλο του, ταξιδεύει στους τόπους της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας, σ’ ένα ταξίδι στον χρόνο όπου θ’ αναζητήσει τις παλιές, βασανισμένες ρίζες του.

Ιστορία απλή και λυρική συνάμα, δομημένη σαν ένα αδιάκοπο πηγαινέλα από το παρελθόν στο παρόν, Το φεγγάρι και οι φωτιές συνοψίζει τα κοινωνικά ζητήματα του αγώνα των παρτιζάνων, την αντιφασιστική συνωμοσία, τον απελευθερωτικό αγώνα και τα συνδέει με προσωπικούς προβληματισμούς, με τη φιλία, τον έρωτα, την ηδονή, τον θάνατο, σε μια δραματική πλοκή που υπογραμμίζει την πλήρη απόσχιση του ατόμου από τον κόσμο και τη θλιβερή μοναχική του μοίρα.

«Πού γεννήθηκα δεν ξέρω· δεν υπάρχει σε τούτα τα μέρη ούτε ένα σπίτι, ούτε ένα κομμάτι γης ούτε οστά, για να μπορώ να πω: «Ορίστε, να τι ήμουνα προτού γεννηθώ». Δεν ξέρω αν προέρχομαι από το λόφο ή απ’ την κοιλάδα, από τα δάση ή από κάποιο σπίτι με βεράντες. Το κορίτσι που με παράτησε στα σκαλάκια του καθεδρικού ναού της Άλμπα ίσως να μην προερχόταν καν από την επαρχία, ίσως να ήταν κόρη αφεντάδων κάποιου αρχοντικού, ή μπορεί να μ’έφεραν εδώ μέσα σ’ ένα κοφίνι του τρύγου δυο φτωχές γυναίκες από το Μονιτσέλο, το Νέιβε ή -γιατί όχι;- κι από την Κραβαντσάνα. Ποιος μπορεί να πει από τι σάρκα είμαι φτιαγμένος; Γύρισα τον κόσμο αρκετά, ώστε να ξέρω πως όλες οι σάρκες καλές είναι και ισάξιες, όμως γι’ αυτό ακριβώς ο άνθρωπος κοπιάζει και προσπαθεί να ριζώσει, ν’ αποκτήσει γη και πατρίδα, για να μπορεί η σάρκα του ν’ αξίζει και να βαστάξει λίγο περισσότερο από ένα απλό γύρισμα των εποχών.»

12.96