Εμφάνιση του μοναδικού αποτελέσματος

Λενάκι

Δημήτρης Ινδαρές

Πού πας, Ελένη, από βραδιού, πού πας τώρα το βράδυ;»
«Πάου στη θεια μου τη Γιαννού, πάου να νυχτονέσω,
να γνέσω τα βαμβάκια μου, να ξάνω τα μαλλιά μου,
να φτιάσω μπόλια του γαμβρού, της πεθεράς μαντίλι,
να φτιάσω του Λιμάζαγα ένα χρυσό μεϊτάνι».

Πρόκειται για ένα στοχαστικό ταξίδι με οδηγό την ακαταμάχητη ανάγκη εξερεύνησης των ριζών σε μια ορεινή κοινότητα της Πελοποννήσου. Η τυχαία ανακάλυψη ενός πάκου εγγράφων στο πατρικό του σπίτι στην Πάτρα οδηγεί τον συγγραφέα σε μια αναζήτηση βάθους επτά γενεών. Ανάμεσα στα χαρτιά βρίσκεται το εκκλησιαστικό επιτίμιο που αφορά την καταδίκη των εμπρηστών ενός πύργου στο Λειβάρτζι των Καλαβρύτων, εκεί όπου λίγο πριν από το 1821 πλέχτηκε το ειδύλλιο δύο αλλοθρήσκων: της Ελένης, κόρης του άρχοντα Κυρ-Χριστόδουλου, και του Ελμάζ-αγά της Μοστενίτσας.

Η Ελένη υπερασπίστηκε το αίσθημά της ξεστομίζοντας το αδιανόητο για την εποχή «Άντρα χρώσταγα, άντρα πήρα», προκαλώντας την αποχώρηση του πατέρα της από το αξίωμα του προεστού αλλά και τη φοβερή κατάρα της μάνας της. Λίγα χρόνια αργότερα, στις 16 Μαρτίου του 1821, ο ξάδελφος της αρχοντοπούλας οπλαρχηγός Δημητράκης Ινταρές κατακαίει τον πύργο του αγά στη Μοστενίτσα.

Τα πρόσωπα ακολούθησαν στη συνέχεια τις δικές τους διαδρομές στον χάρτη της ιστορίας. Τα ίχνη τους κρύβουν εκπλήξεις και νέους συμβολισμούς, σε μια εποχή που το ενδιαφέρον στρέφεται ξανά στους παλιούς μύθους.

Κλειδί της αναψηλάφησης αποδεικνύεται το δημοτικό τραγούδι του Λιμάζη, ευρέως διαδεδομένο ως και τον Πόντο. Το περιεχόμενο και ο συμβολισμός του λειτούργησαν επί χρόνια για όποιον ήθελε να θυμάται την αναγεννητική δύναμη που κρύβει η συνάντηση αλλότριων κόσμων.

12.59