Βλέπετε 1216–1230 από 1567 αποτελέσματα

Βιβλία

Ίρβιν Γιάλομ

Το περιεχόμενο της Θεραπείας του Σοπενάουερ είναι ξανά μια ψυχοθεραπευτική περιπέτεια, η οποία όμως δεν εκτυλίσσεται πια στο κλειστό σύστημα της ατομικής ψυχοθεραπείας. Ο συγγραφέας ξεναγεί εδώ τον αναγνώστη σ’ ένα νέο θεραπευτικό χώρο. Αν στο Όταν έκλαψε ο Νίτσε μάς άνοιγε ένα παράθυρο στην προ-ψυχαναλυτική Βιέννη, αν Στο ντιβάνι μάς παρουσίαζε την κοινότητα της ατομικής ψυχοθεραπείας στην Αμερική, εδώ μας βάζει πίσω από τον μονόδρομο καθρέφτη να παρακολουθήσουμε τον μικρόκοσμο της ομαδικής ψυχοθεραπείας. […]

Ο Γιάλομ διόλου δεν μεταμφιέζει τη διδακτική του πρόθεση στη Θεραπεία του Σοπενάουερ : εδώ έχει συλλάβει και συνθέσει την ιστορία του με στόχο να διδάξει τη θεωρία και τις μεθόδους της ομαδικής ψυχοθεραπείας, αλλά και να συζητήσει τις φιλοσοφικές απαρχές της ψυχαναλυτικής θεωρίας, τη σχέση (και την αντίθεση) μεταξύ φιλοσοφίας και ψυχοθεραπείας, καθώς και ερωτήματα με τα οποία ασχολείται και στα προηγούμενα βιβλία του : Πώς επηρεάζουν τα μείζονα υπαρξιακά προβλήματα τις σχέσεις μας και τις αποφάσεις μας, τι είναι ιαματικό μέσα στη θεραπευτική διαδικασία και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του καλού ψυχοθεραπευτή. Στην εξέλιξη της πλοκής – στην οποία το πρόσωπο που αποτελεί το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο τώρα και το χθες είναι ο Φίλιπ Σλέιτ, ένας άνθρωπος με μια βασανισμένη σεξουαλική εμμονή, που πιστεύει ότι γιατρεύτηκε ασπαζόμενος την κοσμοθεωρία του Άρθουρ Σοπενάουερ και διαμορφώνοντας τη ζωή του με βάση εκείνον ως πρότυπο – ο Γιάλομ παρεμβάλλει σύντομα μαθήματα για τη ζωή και το έργο του πεσιμιστή Γερμανού φιλοσόφου (1788-1860).[…]

 

25.74

Συλλογικό

Το σύνθημα «Υγεία, Καύλα και Επανάσταση» γράφτηκε στους τοίχους της Αθήνας το 2008 και έγινε τίτλος σε αυτό τον συλλογικό τόμο, σε μια προσπάθεια να δημιουργήσουμε ρωγμές στις ρατσιστικές, σεξιστικές, αποικιοκρατικές, ταξικές και ευγονικές ερμηνείες, που η εξουσία έχει μετατρέψει εδώ και δυο αιώνες σε καθεστώς αλήθειας. Μιας αλήθειας που επαναλαμβάνει, μέσα από τον αστικό βιοϊατρικό λόγο, ότι για την «κρίση» ευθύνεται η καύλα και όχι ο καπιταλισμός.

Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι η καύλα ταυτίστηκε με τον βίο των «πρωτόγονων», των άγριων παιδιών, των ιερόδουλων, των «μπάσταρδων» και με τον υποτιθέμενο ανήθικο, λιβιδινικό βίο των λαϊκών στρωμάτων· και τον βίαιο, εκθηλυμένο θάνατό τους στους δρόμους. Η ευγονική θα ζητήσει τον περιορισμό της αναπαραγωγής αυτών των εκφυλισμένων ατόμων, ομάδων, πληθυσμών, φυλών, που δήθεν στερούνταν ευφυΐα, ηθική και βούληση, ενώ το ναζιστικό καθεστώς θα φτάσει μέχρι την τελειωτική λύση.

Ωστόσο, η ευγονική δεν ήταν μια παρένθεση. Κοινωνικές ομάδες, βάσει χαρακτηριστικών όπως το φύλο, ο βίος, η φυλή, η ηλικία, η ένδυση, η ηθική, η τάξη, η εθνότητα, η παιδεία, η σεξουλικότητα, η φτώχεια, και η καύλα, νοηματοδοτήθηκαν ως «ανάξιες» και μετά τον Πόλεμο. Ήρθε ο καιρός, λοιπόν, να γραφτεί τούτη η ιστορία που τολμά να αναστρέψει την κυρίαρχη αφήγηση, ζητώντας να τεθεί πάνω στο τραπέζι της «θεραπείας» όχι η καύλα, ως αιτία της φτώχειας, της εξάρτησης, της παραβατικότητας, της εγκληματικότητας, της ασθένειας και του βίαιου θανάτου, αλλά το ίδιο το οικονομικοκοινωνικό και πολιτικό σύστημα που σήμερα κυριαρχεί.

24.00

Ντάνιελ Μέντελσον

Ο Ντάνιελ μεγαλώνει ακούγοντας διαρκώς από τους συγγενείς του –Εβραίους μετανάστες από το μακρινό Μπόλεχοφ της Ουκρανίας– πόσο μοιάζει στον μακαρίτη θείο Σμιλ. Μεγαλώνει ακούγοντας επίσης τις οικογενειακές ιστο­ρίες του πληθωρικού παππού του, από τις οποίες όμως ο θείος Σμιλ απουσιάζει παντελώς. Το μόνο που γνωρίζει για τον αμνημόνευτο θείο, τη γυναίκα και τις τέσσερις όμορφες κόρες του είναι ότι «τους σκότωσαν οι ναζί».

Ενήλικος πια, παρακινούμενος από το ένστικτο του «ιστορικού της οικογένειας» και από τη φρικτή υποψία ότι η σιωπή του παππού του υποκρύπτει μια ιστορία αδελφικής προδοσίας, θα ξεκινήσει τη δική του οδύσσεια ανά τον κόσμο για να τρυγήσει από τους λιγοστούς πια γέροντες, πρώην κατοίκους του Μπόλεχοφ –όσους επέζησαν του Ολοκαυτώματος– τις τελευταίες τους αναμνήσεις για τον Σμιλ και τη μοίρα του, για τον θάνατο αλλά και τη ζωή των Εβραίων της Ευρώπης.

 

25.92

Τζωρτζ Στάινερ

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη: το φάντασμα της ιστορικής παρακμής. Κυριαρχεί ο φόβος ότι η ώρα της Ευρώπης πέρασε, ότι τα αθάνατα επιτεύγματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού δεν μπορούν πια να επαναληφθούν κι ότι πρέπει να συμφιλιωθούμε με τη σκέψη πως σε παγκόσμιο επίπεδο η Ευρώπη θα έχει εφεξής ρόλο δευτεραγωνιστικό, ή και κομπάρσου.

Στη διάλεξη αυτή, ένα απ’ τα τελευταία κείμενα που δημοσίευσε πριν το θάνατό του, ο Τζωρτζ Στάινερ επιχειρεί να «γειώσει» τη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης ― να τη μεταφέρει από τους αιθέρες των μεγάλων ιδεών στο έδαφος της βιωμένης πραγματικότητας.

Τι ορίζει την Ευρώπη; ρωτά ο Στάινερ. Και απαντά: το καφενείο, αυτή η νέα αρχαία αγορά που χωρά τον διανοούμενο και τον πολιτικό μαζί με τον εργάτη και τον άστεγο· το εξημερωμένο και αχόρταγα περπατημένο τοπίο· η διαρκής παρουσία του παρελθόντος στους δημόσιους χώρους ―στους δρόμους, στις πλατείες, στις γέφυρες― και η συνακόλουθη, συχνά ασφυκτική, κυριαρχία της μνήμης· η ριζικά αντιφατική και γι’ αυτό ανεξάντλητα γόνιμη πρωτοκαθεδρία δύο πνευματικών παραδόσεων, της ελληνικής και της εβραϊκής· τέλος, η ιστορικά μοναδική αίσθηση του πεπερασμένου των ανθρώπινων επιδιώξεων και η αναγνώριση της καταστατικής τραγικότητας της ανθρώπινης συνθήκης.

Αρκούν αυτά, αναρωτιέται ο Στάινερ, για να παραμείνει η Ευρώπη μια ιδέα που διεγείρει την ψυχή και τη φαντασία; Ή μήπως είναι καταδικασμένη «να κατοικήσει στο μεγάλο μουσείο περασμένων ονείρων που ονομάζουμε ιστορία»;

9.90

Αλμπέρ Καμύ

«Επαναστατώ, άρα υπάρχουµε» επιβεβαιώνει ο Αλµπέρ Καµύ. Η εξέγερση είναι ο µόνος τρόπος για να ξεπεράσουµε το παράλογο. Αλλά το αληθινό θέµα του Επαναστατηµένου ανθρώπου είναι τα ερωτήµατα που θέτει το διεισδυτικό πνεύµα του Καµύ: Πώς ο άνθρωπος, στο όνοµα της εξέγερσης, συµβιβάστηκε µε το έγκληµα; Πώς η εξέγερση κατέληξε στα αυταρχικά κράτη του 20ού αιώνα που αντιγράφουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης; Πώς η ανθρώπινη περηφάνια αλλαξοδρόµησε;

Ο Επαναστατηµένος άνθρωπος είχε ευθύς εξαρχής τεράστιο αντίκτυπο, προκάλεσε όµως και πολλές αντιδράσεις από διάφορες πλευρές: κοµουνιστές, σουρεαλιστές, υπαρξιστές, χριστιανούς… Οι σύγχρονοι του Καµύ δεν ήταν αρκετά ώριµοι για να παραδεχτούν αλήθειες που επιβλήθηκαν τα κατοπινά χρόνια, καθιστώντας τον Επαναστατηµένο άνθρωπο έργο επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε.

«…Το επαναστατικό πνεύµα στην Ευρώπη µπορεί επίσης, για πρώτη και τελευταία φορά, να στοχαστεί πάνω στις αρχές του, ν’ αναρωτηθεί ποια παρέκκλιση το οδηγεί στον χαµό της τροµοκρατίας και του πολέµου, και να ξαναβρεί, µαζί µε τις αιτίες της εξέγερσής του, την πίστη του σε τούτες τις αρχές».

Ένα από τα σπουδαιότερα µανιφέστα ανθρωπισµού. The Times

11.84

Αλμπέρ Καμύ

«Πρώτα πρώτα πρέπει να σωπαίνουµε – να καταργούµε το κοινό και να έχουµε το κουράγιο της αυτοκριτικής. Να εξισορροπούµε µια προσεκτική καλλιέργεια του σώµατος µε την πλήρη συνείδηση της ζωής. Να εγκαταλείπουµε κάθε αξίωση και ν’ αφοσιωνόµαστε σ’ ένα διπλό έργο απελευθέρωσης – ως προς τα χρήµατα και ως προς τις µαταιοδοξίες και τις µικροψυχίες µας. Να ζούµε ακολουθώντας τους κανόνες του παιχνιδιού. Δεν είναι υπερβολικά τα δύο χρόνια από µια ολόκληρη ζωή για να σκεφτούµε πάνω σ’ ένα µόνο πράγµα. Πρέπει να εξουδετερώσουµε οριστικά όλες τις προηγούµενες καταστάσεις και να βάλουµε όλη µας τη δύναµη, πρωτίστως για να µην ξεµάθουµε τίποτα, κατόπιν για να µάθουµευποµονετικά».

Ο Αλµπέρ Καµύ αντιµέτωπος τόσο µε τον κόσµο όσο και µε τον εαυτό του. Με περιέργεια για όλους και για όλα, διηγείται ένα συµβάν, «πιάνει» µια αίσθηση, αποτυπώνει –για να επιστρέψει αργότερα σε αυτές– ιδέες και µνείες. Οι σηµειώσεις αφορούν τα παιδικά του χρόνια, αρχικά, τα αναγνώσµατά του εκείνης της εποχής. Τις σκέψεις, κατόπιν, που θα πλέξουν τα θέµατα από όπου θ’ αναδυθούν ο Ευτυχισµένος θάνατος, ύστερα ο Ξένος, αποσπάσµατα του Μύθου του Σισύφου και της Πανούκλας, που προαναγγέλλουν τον Επαναστατηµένο άνθρωπο. Τα Σηµειωµατάρια µας µισανοίγουν την πόρτα της εσωτερικής ζωής του Καµύ, σε µια ατµόσφαιρα οικειότητας που φωτίζει το έργο του, ενώ αποτελούν, παράλληλα, µια θαυµαστή µαρτυρία για τη σχέση του µε τον κόσµο.

8.54

Ξένη λογοτεχνία

Ο ξένος

Αλμπέρ Καμύ

«…Αυτό που θα διαβάσει ο αναγνώστης στον “Ξένο”, είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που, δίχως τίποτα το ηρωικό στη συμπεριφορά του, δέχεται να πεθάνει για την αλήθεια. Ένιωσα εξάλλου την ανάγκη να πω, κι ας μοιάζει παράδοξο, πως προσπάθησα ν’ αποδώσω με τον ήρωά μου τον μόνο Χριστό που μας αξίζει. Είναι φανερό λοιπόν, μετά τις εξηγήσεις μου, ότι το είπα χωρίς πρόσθεση βλασφημίας, απλώς και μόνο με την κάπως ειρωνική τρυφερότητα που δικαιούται να νιώθει ένας καλλιτέχνης για τα πρόσωπα που δημιουργεί».
Αλμπέρ Καμύ, 1954

10.60

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Ο πρώτος άνθρωπος

Αλμπέρ Καμύ

Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Ζακ Κορμερί, ταξιδεύει στη γενέθλια πόλη του, στο Αλγέρι. Μια πλημμυρίδα αναμνήσεων τον υποχρεώνει ν’ αναμετρηθεί με το παρελθόν του. Θυμάται τη φτώχεια, την ορφάνια, τους παθιασμένους με το ποδόσφαιρο συνομηλίκους του, αλλά και τον εμπνευσμένο δάσκαλο που του εμφύσησε την αγάπη για το διάβασμα και τα βιβλία. Ώριμος άντρας πια, ζει στη Γαλλία και αναρωτιέται σε ποια πλευρά της Μεσογείου ανήκει. “Τελικά, θα μιλήσω για κείνους που αγαπούσα” γράφει ο Αλμπέρ Καμύ σε μια σημείωση για τον Πρώτο άνθρωπο.

Το κατεξοχήν αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του ανασύρθηκε ημιτελές από τα συντρίμμια του αυτοκινήτου όπου ο ίδιος έχασε πρόωρα τη ζωή του. Μέσα στις σελίδες του βιβλίου αναδύονται η προσωπικότητα και η ευαισθησία του Καμύ, οι ρίζες της σκέψης και οι απαρχές της ιδεολογικής στράτευσής του. Γιατί, σε όλη του τη ζωή, ήθελε να μιλάει εξ ονόματος εκείνων στους οποίους απαγόρευαν το λόγο. Ο ίδιος είχε πει κάποτε ότι οι συγγραφείς “τρέφουν την ελπίδα ότι θα ξαναβρούν τα μυστικά μιας οικουμενικής Τέχνης η οποία, με ταπεινότητα και μαεστρία, θα ξανάδινε επιτέλους ζωή σε ήρωες με σάρκα και διάρκεια”.

Ο πρώτος άνθρωπος είναι ο τελευταίος Καμύ, πάντα συγκινητικός, πάντα συναρπαστικός.

16.96

Σάκης Σερέφας

Ποιος ναός της πόλης λειτούργησε ως φρενοκομείο; Ποια πλευρά από τις επάλξεις του Λευκού Πύργου προτιμούν οι αυτόχειρες; Ποιες φράσεις έχουν χαράξει πάνω στους τρούλους από το Μπεζεστένι οι εργάτες εδώ και τρεις αιώνες; Σε ποιας εκκλησίας το προαύλιο έγιναν φονικές μάχες; Γιατί λείπουν τα δάχτυλα από τα αγάλματα της οδού Φράγκων; Σε ποιο σημείο της παλιάς παραλίας στήθηκαν αγχόνες; Μπροστά από ποιο ξενοδοχείο σκοτώθηκε ο καπνεργάτης από τους χωροφύλακες; Μέσα σε ποια εκκλησία τα ποντίκια έφαγαν τους ανθρώπους; Μέσα σε ποιο ζαχαροπλαστείο γυρίστηκε μια σκηνή της Χριστίνας με τον Ηλιόπουλο; Ποιος είναι ο «συνήθης τόπος εκτελέσεων»; Σε ποιο ξενοδοχείο έμενε η Γερμανίδα κατάσκοπος; Ποια είναι η ιστορία της τηγανητής πατάτας στην πόλη; Ποιο πρόπυλο ναού είναι χτισμένο με υλικά από τα σπίτια που κάηκαν το 1917; Σε ποιον δρόμο της πόλης οι άνθρωποι προσκυνούσαν τους αγίους που ζωγραφίζονταν στα τζάμια των σπιτιών; Ποιος μαχαιρώθηκε με τον σουγιά που βρίσκεται πεταμένος στη θάλασσα, μπροστά από το «Όλυμπος-Νάουσα»; Κάτω από ποιο πλατάνι στο κέντρο της πόλης γίνονταν τα παλουκώματα; Ποιο φονικό έγινε στη Διαγώνιο; Σε ποιο σημείο του βυθού στ’ ανοιχτά του Λευκού Πύργου βρίσκεται ποντισμένο ένα πιάνο; Ποιοι θέλησαν να εξοντώσουν τις ακακίες της Βενιζέλου; Μέσα σε ποιον κινηματογράφο αυτοκτόνησε ένας απελπισμένος; Υπάρχουν ιπτάμενοι δίσκοι στην παραλία; Ποιο είναι το πιο κολασμένο στρατόπεδο της πόλης;

14.94

Θωμάς Κοροβίνης

Όταν πρωτοπάτησα το πόδι μου στην πόλη -και δεν ήμουνα καν είκοσι χρόνων-, είπα “εγώ εδώ γεννήθηκα”. Είπα “κισμέτ”! Η τύχη το ‘φερε -πέρα απ’ τις κατά καιρούς πολυήμερες επισκέψεις μου- να τη ζήσω στα γεμάτα την “αυτοκρατορική περίοδό” μου απ’ το 1987 μέχρι το 1995 ως μόνιμος τότε κάτοικός της, ιχνευτής, καθημερινός περιηγητής, παγανιστής και μύστης, απολαμβάνοντας τα ανεξάντλητα μπερεκέτια της – αποθησαυρίζοντας παράλληλα πλούσιο και σπάνιο πολιτιστικό υλικό που δε θα μου ‘φταναν δέκα ζωές να το αξιολογήσω και να το αξιοποιήσω γόνιμα.

Η Ανατολή πάλι είναι ο τόπος των προγόνων μου, με τραβάει πάντοτε σα να είναι εκείνη το αυθεντικό λίκνο μου, και είναι, ή καλύτερα, όπως γράφω σ’ ένα κείμενο για την εκ πατρός γιαγιά μου, “η μοίρα μας ήταν να ζούμε ανάμεσα σε δυο πατρίδες, το κορμί μας από δώ, η ψυχή μας από κεί”.

Η Θεσσαλονίκη είναι ο τόπος που με διαμόρφωσε, λειτουργεί για την προσωπικότητά μου ως διαρκής πόλος έλξης και απώθησης, και τα δυο αδιαπραγμάτευτα, θανάσιμα. Κάποιοι λόγοι για το τι έχει συμβεί μέσα μου εξηγούνται σε μερικά απ’ τα κείμενα του παρόντος τόμου αφηγημάτων. Αφηγήματα θα τα πω, άλλα είναι ατόφια διηγήματα, άλλα μονογραφίες χαρακτηριστικών προσωπικοτήτων με τις οποίες έχω συνδεθεί ή τις έχω θαυμάσει, κάποια άλλα αναφέρονται σε ιδιαίτερες ατμόσφαιρες που έχω ζήσει ή που έχω “ανθιστεί” στο παρελθόν, τώρα πια χαμένες ανεπιστρεπτί. Το συναξάρι αυτό είναι ένα κομμάτι της προσωπικής μου μυθολογίας.

Ένα νοερό νήμα συνδέει τις δύο πόλεις και τη “δική μου” Ανατολή, καθώς είναι οι δύο πολιτείες που με ορίζουν και με το παρελθόν των οποίων βρίσκομαι σε αδιάπτωτη συνομιλία”.

18.50

Ελληνική λογοτεχνία

Το μαύρο φόρεμα του κόρακα

Θοδωρής Γκόνης

Οι εφτά ιστορίες του βιβλίου ταξιδεύουν στον ίδιο τόπο, τον περιγράφουν αλλά δεν τον κατονομάζουν.

Περιηγούνται στο χώρο της μνήμης καθώς αυτή αρχίζει να εξασθενεί, να χάνεται σχεδόν, και έτσι αναγκάζεται ο αφηγητής τους να χτίζει πάνω στα χαλάσματα και τα συντρίμμια των παλιών πραγματικών γεγονότων, να επινοεί φανταστικές ιστορίες σαν αντιστάθισμα αυτής της απώλειας.

Με τα παλιά υλικά προσπαθεί να φτιάξει νέες ιστορίες, αλλά το ξάφνιασμά του είναι μεγάλο όταν πάνω σε αυτά που έχει επινοήσει σκοντάφτουν όλα εκείνα που έχουν συμβεί και αδυνατεί να τα ξεχωρίσει.

9.90

Δημήτρης Ινδαρές

Πού πας, Ελένη, από βραδιού, πού πας τώρα το βράδυ;»
«Πάου στη θεια μου τη Γιαννού, πάου να νυχτονέσω,
να γνέσω τα βαμβάκια μου, να ξάνω τα μαλλιά μου,
να φτιάσω μπόλια του γαμβρού, της πεθεράς μαντίλι,
να φτιάσω του Λιμάζαγα ένα χρυσό μεϊτάνι».

Πρόκειται για ένα στοχαστικό ταξίδι με οδηγό την ακαταμάχητη ανάγκη εξερεύνησης των ριζών σε μια ορεινή κοινότητα της Πελοποννήσου. Η τυχαία ανακάλυψη ενός πάκου εγγράφων στο πατρικό του σπίτι στην Πάτρα οδηγεί τον συγγραφέα σε μια αναζήτηση βάθους επτά γενεών. Ανάμεσα στα χαρτιά βρίσκεται το εκκλησιαστικό επιτίμιο που αφορά την καταδίκη των εμπρηστών ενός πύργου στο Λειβάρτζι των Καλαβρύτων, εκεί όπου λίγο πριν από το 1821 πλέχτηκε το ειδύλλιο δύο αλλοθρήσκων: της Ελένης, κόρης του άρχοντα Κυρ-Χριστόδουλου, και του Ελμάζ-αγά της Μοστενίτσας.

Η Ελένη υπερασπίστηκε το αίσθημά της ξεστομίζοντας το αδιανόητο για την εποχή «Άντρα χρώσταγα, άντρα πήρα», προκαλώντας την αποχώρηση του πατέρα της από το αξίωμα του προεστού αλλά και τη φοβερή κατάρα της μάνας της. Λίγα χρόνια αργότερα, στις 16 Μαρτίου του 1821, ο ξάδελφος της αρχοντοπούλας οπλαρχηγός Δημητράκης Ινταρές κατακαίει τον πύργο του αγά στη Μοστενίτσα.

Τα πρόσωπα ακολούθησαν στη συνέχεια τις δικές τους διαδρομές στον χάρτη της ιστορίας. Τα ίχνη τους κρύβουν εκπλήξεις και νέους συμβολισμούς, σε μια εποχή που το ενδιαφέρον στρέφεται ξανά στους παλιούς μύθους.

Κλειδί της αναψηλάφησης αποδεικνύεται το δημοτικό τραγούδι του Λιμάζη, ευρέως διαδεδομένο ως και τον Πόντο. Το περιεχόμενο και ο συμβολισμός του λειτούργησαν επί χρόνια για όποιον ήθελε να θυμάται την αναγεννητική δύναμη που κρύβει η συνάντηση αλλότριων κόσμων.

12.59

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Ταξίδι στην Εσπέρια

Νίκανδρος Νούκιος

Στα μέσα του 16ου αιώνα, ένας ταπεινός Έλληνας αντιγραφέας χειρογράφων, ο Νίκανδρος ο Κερκυραίος, ξεκινά για ένα παράξενο, ανάστροφο ταξίδι. Ενώ οι σύγχρονοί του πηγαίνουν προς την Ανατολή η σαλπάρουν για τον Νέο Κόσμο, αυτός πορεύεται προς την Ιταλία, τη Γερμανία και τη Φλάνδρα, την Αγγλία και τη Γαλλία.
Ουμανιστής με κλασική παιδεία, μας παραδίδει την Ευρώπη της Αναγέννησης μέσα από τα λόγια του Στράβωνα και του Ιουλίου Καίσαρα, και σ’ αυτή την Ευρώπη δεν βρίσκουμε ίχνος απ’ ό,τι εμείς θεωρούμε οικείο. Ποτάμια, πόλεις και λαοί με αρχαϊκά ονόματα ανήκουν σε χώρες εξωτικά μεταμορφωμένες, εκεί που η Μεταρρύθμιση είναι στα σπάργανα, εκεί που παρασκευάζεται η κερβεσία, αλλιώς μπίρα, και εκεί που τις γυναίκες τις φιλούν δημόσια στο στόμα.

Η σχέση των τραγικοκωμικών γαμήλιων περιπετειών του Ερρίκου Η’ βασιλιά της Αγγλίας, η συνάντηση με τον Φραγκίσκο Α’  τής Γαλλίας, ο διάσημος Έρασμος και ο Λούθηρος δεν καταφέρνουν ωστόσο να κρύψουν τον καημό του εξόριστου. Στο θέαμα μιας Ευρώπης που σπαράζεται από βίαιους και ασταμάτητους πολέμους, στο νου του Νίκανδρου έρχεται η Μεσόγειος, όπου ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής και ο πειρατής βασιλιάς Μπαρμπαρόσα, οδηγημένοι από τις έριδες ανάμεσα στους πρίγκιπες της Δύσης, πολιορκούν και λεηλατούν την πατρίδα του την Κέρκυρα.
Το Ταξίδι γίνεται έτσι το αφήγημα μιας μελαγχολικής εξερεύνησης σε γη μακρινή, όπου η ικανότητα να μιλάς για τον άλλο γίνεται ζωτική ανάγκη για τη δική σου ύπαρξη, «ραγίζοντας το φίλτρο συνηθειών και προκαθορισμένων κρίσεων, ξεθαμπώνοντας τις διόπτρες», όπως γράφει ο Υβ Ερσάν, διευθυντής σπουδών στο EHESS, στο Επίμετρό του «Τα γυαλιά του Νίκανδρου».

Το Ταξίδι στην Εσπερία πέρασε σχεδόν απαρατήρητο στους αιώνες από τη συγγραφή του, μεταφράζεται όμως στην Ελλάδα για πρώτη φορά ολόκληρο, με την επιμέλεια του Πάολο Οντορίκο, πρώην διευθυντή σπουδών στο EHESS. Ο ιστορικός σχολιασμός και οι σημειώσεις έγιναν από τον Ζοέλ Σναππ, ερευνητή του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Σπουδών της Φλωρεντίας.

19.35

Ξένη λογοτεχνία

Ευτυχισμένες μέρες

Σάμιουελ Μπέκετ

Η ειρωνεία στις Ευτυχισμένες μέρες δεν είναι αυτή που συνήθως ονομάζουμε «τραγική ειρωνεία». Δεν γνωρίζουμε περισσότερα απ᾽ όσα γνωρίζει η Γουίνυ· και ό,τι κινητοποιούμε ως συναίσθημα για να αρθούμε πάνω από το δικό της δράμα αυτογνωσίας και αυταπάτης επιστρέφει σ᾽ εμάς τους ίδιους. Τη Γουίνυ δεν μπορούμε να της αντικρίσουμε με οίκτο ή με συγκατάβαση.

Είναι ένα από τα πιο συμπαθητικά πρόσωπα που έχει πλάσει το θέατρο. Μας προσεταιρίζεται με μια βαθιά αλλά αμήχανη συμπάθεια, γιατί απλούστατα συμπάσχει με τις βαθύτερες, τις πιο ανεξιλέωτες ανησυχίες μας. Στον πυρήνα όλου του έργου του Μπέκετ έχει εγκατασταθεί μια τραγική αντίληψη του κόσμου και της ανθρώπινης κατάστασης, από την οποία ωστόσο αρνούνται να αποσχιστούν ἡ καλοσύνη, το σκώμμα και ο γέλως – ο γέλως του φιλοσόφου και ο γέλως του γελωτοποιού· ποτέ όμως ο σαρκασμός εκείνου που χλευάζει.

6.30

Ρενέ Ζιράρ

Στο πρώτο κείμενο, ο Ζιράρ συμπυκνώνει τη θεωρία της μιμητικής επιθυμίας, που αποτελεί τη δική του συνεισφορά όχι μόνο στην κριτική της λογοτεχνίας -αυτό θα ήταν ένα πολύ στενό πλαίσιο-, αλλά και στην ιστορία της βίας, της θρησκείας και της επιθυμίας. Φραγμός στην ανθρώπινη επιθυμία δεν υπάρχει; όσα επιδιώκει ένα μεμονωμένο μέλος της κοινότητας μπαίνουν στο στόχαστρο των υπολοίπων. Και ακριβώς επειδή οι άλλοι τα εποφθαλμιούν, εκείνος τα λατρεύει διπλό. Διαφαίνεται εδώ το περίφημο “μιμητικό τρίγωνο”, που συνδέει τον επιθυμούντο, το επιθυμούμενο αντικείμενο και τον μεσολαβητή-πρότυπο.

Το δεύτερο κείμενο αφορά ένα γνωστό από τη βιβλιογραφία συνέδριο στο οποίο συμμετείχε ο Ζιράρ, αλλά ταυτόχρονα την άγνωστη εν πολλοίς συνάντησή του με τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Στο Δεκαήμερο του Σεριζύ, με θέμα την “Αυτοοργάνωση”, οι δυο τους συγκρούονται για την ενδεχομενικότητα στις ανθρώπινες υποθέσεις. Ο καθολικός Ζιράρ -ο ίδιος τοποθετεί τη μεταστροφή του από τον σκεπτικισμό στον χριστιανισμό το 1958- απέναντι στον μαχητικό άθεο Καστοριάδη. Ο αφηγητής του Ιερού εντός της κοινωνίας απέναντι στον εισηγητή της αυτονομίας, που εξορίζει τη θρησκεία. Ο ντετερμινιστής, που αναζητά υπεριστορικούς κανόνες για τη θέσμιση των κοινωνιών, και ο υπέρμαχος του πολιτικού αναστοχασμού και της πράξεως.

9.00