Σας ενημερώνουμε ότι το LiFO Shop θα παραμείνει κλειστό από τις 24.12.24 έως τις 2.1.25
Όλες οι παραγγελίες που θα πραγματοποιηθούν σε αυτό το διάστημα, θα παραδοθούν μετά τις 3.1.25
Ευχαριστούμε για την κατανόηση & σας ευχόμαστε καλές γιορτές!
Κείμενα για ουκ ολίγες βαθιά υποτιμημένες ταινίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70, που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό (γυναικείο και αντρικό), την ερωτική περίπτυξη ή και την ερωτική πράξη καθαυτή, τοποθετώντας τα όλα τούτα εντός του ελληνικού τοπίου (φυσικού ή αστικού). Σε μια εποχή συντηρητική, όπως και να το κάνουμε, είναι η λογοκρισία εκείνη που χαλαρώνει –και επί δικτατορίας και επί μεταπολίτευσης–, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι άνθρωποι που στήριζαν σε αυτόν την επιβίωσή τους (τεχνικοί, αιθουσάρχες κ.λπ.) μετά το βαρύ χτύπημα που του επέφερε η τηλεόραση, δείχνοντας εν ολίγοις όσα δεν μπορούσε να δείξει η TV. Αναδείχθηκαν έτσι νέες ερωτικές περσόνες, σαν εκείνες που υποδύθηκαν η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, η Δώρα Σιτζάνη, η Ρίτα Μπενσουσάν, η Τίνα Σπάθη, η Ajita Wilson κ.ά., μαζί βεβαίως με τους παρτενέρ τους, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, τον Λευτέρη Γυφτόπουλο, τον Udo Kier, τον Γιώργο Στρατηγάκη, τον Χρήστο Νομικό κ.ά.
Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν τα κείμενα και οι πληροφορίες ακόμα και για τον underground ή πειραματικό κινηματογράφο μας, δεν απουσιάζουν οι πρωτοποριακές μουσικές ταινίες, δεν απουσιάζουν και άλλα πολλά, που θα τα ανακαλύψετε σιγά-σιγά.
Τυχερή, αντί Κρανιά, έτσι λέγανε την πόλη μερικοί πιο παλιοί και πολύ δίκαιος ο τίτλος, ούτε μία ανθρωποκτονία εδώ και δεκαετίες, οι κτηματικές διαφορές και τα συζυγικά κερατώματα δεν είχαν οδηγήσει ντόπιους σε ακραίες συμπεριφορές, η τοπική Αστυνομία ασχολιόταν με παραβίαση ωρών κοινής ησυχίας, παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, διαρρήξεις, εξυβρίσεις και φασαρίες για τα ποδόσφαιρα και τα κομματικά.
Με τον καιρό ο Στέλιος Σπούγιας είχε προσχωρήσει στο πνεύμα της πλειοψηφίας των ντόπιων, που θεωρούσαν πως τα δύο πιο χρήσιμα ρήματα στη ζωή είναι τα βολεύομαι, ξεβολεύομαι. Κάνα δυο φορές, μετά που η Χιονία του τα φόρεσε με τον επιστήμονα και του ζήτησε διαζύγιο, είχε σκεφτεί να σηκωθεί να φύγει σαν κύριος, γιατί όχι στην Αυστραλία, τόσο μακρινή σαν μία περίπτωση Άλλου Κόσμου.
Υπήρχε ο μικρός όμως, ο μοναχογιός του, ο Χρόνης του.
Δεν το έσκασε λοιπόν, έμεινε στις κορνίζες, παραφουσκώνοντας το νόημα του μαγαζιού και το ειδικό βάρος των σχέσεων με την ποικιλία των πελατών.
Κάποια πρωινά άνοιγε το παράθυρο, κοιτούσε ψηλά και τα έριχνε στον παραλήπτη, ουρανέ της Κρανιάς, φουκαρά μου κι εσύ, τι έχεις αποκαλύψει φωτεινός, τι έχεις κουκουλώσει σκοτεινός. Μετά απευθυνόταν και στον εαυτό του, ρε μαλάκα Στέλιο, δεν πας να δεις αν έρχομαι;
Όταν ο Χουά γνωρίζει για πρώτη φορά τον Κεν στο Μπέρκλεϊ, του φαίνεται αντιπαθής. Μέλος φοιτητικής αδελφότητας, με απαίσιο γούστο στη μουσική, ο Κεν μοιάζει ολόιδιος με όλους τους άλλους. Για τον Χουά, που φτιάχνει φανζίν και συχνάζει σε δισκάδικα με ανεξάρτητη μουσική, ο Κεν ανήκει σ’ ένα είδος ανθρώπου που ο Χουά προσπαθεί πάντοτε να αποφεύγει -είναι μέινστριμ. Ίσως το μόνο κοινό που μοιράζονται είναι πως εργάζονται σκληρά για ν’ ανταποκριθούν στα κριτήρια μιας κουλτούρας που μοιάζει να μην έχει θέση για κανέναν από τους δυο. Παρά τις πρώτες εντυπώσεις, ο Χουά κι ο Κεν γίνονται φίλοι, μια φιλία που χτίζεται με συζητήσεις, εξομολογήσεις, κάπνισμα στο μπαλκόνι, με βόλτες στην καλιφορνέζικη ακτή, επιτυχίες και ταπεινώσεις στην καθημερινή φοιτητική ζωή. Κι έπειτα βίαια, παράλογα, ο Κεν χάνεται. Δεν έχουν περάσει ούτε τρία χρόνια από την αρχή της γνωριμίας τους.
Αποτυπώνοντας μια ενηλικίωση που κόβεται απότομα και το πορτρέτο μιας στενής φιλίας, το “Μείνε αληθινός” είναι οι συγκινητικές και εξομολογητικές αναμνήσεις του Hua Hsu. Τι σημαίνει να μεγαλώνεις και να βιώνεις τον κόσμο αναζητώντας νόημα και το αίσθημα ότι ανήκεις κάπου
Α, νά που άρχισε να βρέχει σήμερα στο Σύδνεϋ. Όταν βρέχει, μνημονεύω Σολωμό και αναρωτιέμαι, δεν έχω τίποτ’ άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Βέβαια και έχεις. Έχεις την παιδική σου ηλικία, τις αρρώστιες που σε πόνεσαν, τους ανθρώπους που έχασες, τα ευλογημένα πάθη, τις αγιάζουσες επιθυμίες, τις όσιες αναμνήσεις και, πάνω απ’ όλα, το πολύ απλό ερώτημα που άκουγες συνέχεια από τη μητέρα σου, από την πρώτη μέρα που κατάλαβες τον κόσμο, το προαιώνιο ερώτημα που λένε με αγάπη και θλίψη τα χείλη που σε ανέθρεψαν – τι θέλεις να φάμε σήμερα;
Έχουν πλέον περάσει οι εποχές των παραμυθιών. Είσαι μεσοπέλαγα, νιώθεις ναυτία, αναρωτιέσαι πού να είσαι, πώς βρέθηκες εδώ και γιατί. Κοιτάς τ᾽ αστέρια ενώ κείτεσαι καταγής και οι αστρολάβοι των διαισθήσεων και των παραισθήσεων έχουν χαλάσει, ενώ το μόνο που σκέφτεσαι είναι αυτό που άκουγες συνέχεια από τη μητέρα σου, από την πρώτη μέρα που κατάλαβες τον κόσμο – τι θέλεις να φάμε σήμερα; Ξέρεις, τέτοιες φράσεις σε σώζουν από την αυτοκαταστροφή και την αυτοειδώλευση.
___________________________
Οκτώ επιστολές του Βρασίδα Καραλή από το Σύδνεϋ στην Αθήνα, που απευθύνονται στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο και θίγουν θεμελιώδη ζητήματα ταυτότητας ενός σύγχρονου Έλληνα, με ύφος πλούσιο και πολύσημο, μεταξύ λιβέλλου και ποίησης.
Στο μεταξύ τα λουλούδια σου έχουν αρχίσει να πεθαίνουν το ένα μετά το άλλο. Ο μυστικός κήπος όπου μπορούσες να κρυφτείς, να σκεφτείς και να κλάψεις σιωπηλά, μέρα τη μέρα αφανίζεται. Προσπαθώ να τα φροντίζω, να τα ποτίζω, να τα κλαδεύω και να τα τρέφω, κι όμως αυτά γνωρίζουν πως κάτι έχει αλλάξει, δεν είσαι εσύ μα ένας ξένος, κάποιος που προσποιείται ότι τα φροντίζει. νιώθουν ότι το κάνει για σένα και όχι γι’ αυτά. Η αζαλέα μαράθηκε πρώτη. ύστερα οι τριανταφυλλιές και η πλουμέρια, οι γαριφαλιές, η τελοπέα, οι κάκτοι, οι ανιγόζανθοι, οι μικροί ευκάλυπτοι, το δεντρολίβανο, η μπάνξια, οι βασιλικοί, τα πάντα. Οι πολύχρωμες μικρές πετούνιες σου ξεράθηκαν, μια καφετιά νεκρή μάζα στη θέση της παλιάς φαντασμαγορίας. Η υπόσχεση που αντιπροσώπευε κάθε λουλούδι βρίσκεται τώρα μουδιασμένη και σφραγισμένη στα μαραμένα τους μπουμπούκια. Ένα πράσινο κυπαρίσσι απομένει, το σπαρτιάτικό σου, που μας θύμιζε τα χρώματα γύρω από την Ολυμπία, και η μικρή ελιά που χάιδευες τόσο τρυφερά, η υπέρτατη λαχτάρα μας για ρίζες. Τα κοιτάζω και με αποδοκιμάζουν. «Μας άφησε,» μουρμουρίζουν θροΐζοντας «άσε μας τώρα κι εσύ, φύγε. Αναζητούμε τα μάτια του Ρόμπερτ, το άγγιγμά του, τη ζεστασιά του. Δεν είσαι εσύ». Αυτό λένε κάθε φορά που προσπαθώ να τα φροντίσω. Με αγνοούν. Νιώθω αβοήθητος, απελπισμένος.
Στην καρδιά κάθε σχέσης υπάρχει ένας κήπος. Κάνω ό,τι μπορώ για να τον κρατήσω ζωντανό, όμως τα λουλούδια ρωτούν συνέχεια για σένα – και δεν ξέρω πώς να τους εξηγήσω το θάνατο, τη μοναξιά, την εκδημία, το πένθος. «Δεν θα υπάρξει καινούρια άνοιξη για μας» λένε το ένα στο άλλο. «Είμαστε εδώ για ν’ ακούσουμε τα λόγια του Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ, που μας καλεί στη ζωή. Μας πότιζε ένα ένα, υπομονετικά, στοργικά. Μας έλεγε ιστορίες. Ήταν φίλος μας. Αλλά πού είναι τώρα; Καλύτερα να μην ξαναγεννηθούμε, αφού δεν είναι αυτός εδώ. Τα χέρια του μας κρατούσαν ζωντανά. Η φωνή του συνέθετε τη σαγηνευτική μελαγχολία μας.» Κι ενώ εγώ προσπαθώ να εξηγήσω, παραμένουν απόμακρα, αγνοώντας με – είμαι ο ξένος τώρα, ο παρείσακτος, η περιττή παρουσία.
Ένα από τα πιο σπαρακτικά κείμενα που έχουν γραφτεί για την απώλεια είναι το βιβλίο του Βρασίδα Καραλή για την εκδημία του συντρόφου του Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ.
«Το αποχαιρετιστήριο αυτό γράμμα είναι κάπως σαν την καρδιά μου ξεγυμνωμένη, σαν μια προσπάθεια να καταγράψω τι πραγματικά μας κάνει να ζούμε – το μυστήριο της αγάπης και της παρουσίας μας στον κόσμο.» – B.K.
___________
Ο Βρασίδας Καραλής συνομιλεί με τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο για το βιβλίο του «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ»
ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ: Ο Βρασίδας Καραλής είναι απέναντί μου, αλλά εγώ τώρα πια, που ήρθε η ώρα να μιλήσουμε, δεν ξέρω τι να του πω. Την περασμένη άνοιξη έχασε τον σύντροφό του μετά από τριάντα χρόνια κοινής ζωής. Στα κύματα πένθους, οργής και απορίας που τον διακατέχουν έκατσε και έγραψε ένα μικρό βιβλίο στα αγγλικά ‒γιατί ο Βρασίδας ζει στην Αυστραλία πολλά χρόνια τώρα, είναι καθηγητής πανεπιστημίου εκεί‒, ένα γράμμα αγάπης, ουσιαστικά, στον νεκρό του σύντροφο. Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό κείμενο μεγάλου πένθους και αξίας, όχι μόνο λογοτεχνικής αλλά και πολιτικής, γιατί για πρώτη φορά εκφράζεται έτσι η αγάπη ανάμεσα σε δύο άντρες, δίχως ίχνος απολογητικής διάθεσης αλλά ούτε και πολεμικής, πικρίας ή επιθετικότητας. Σαν να έχει περάσει το ζήτημα σ’ ένα επόμενο στάδιο που κάποιος δεν μπαίνει καν στη δικαιωματική συζήτηση επειδή δεν του περνάει από το μυαλό ότι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε ανθρώπινα πλάσματα πρέπει να δώσει λογαριασμό για το υψηλό του αίσθημα. Επειδή ο έρωτας ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε ανθρώπινα πλάσματα είναι αυτοδίκαιος και μεγαλειώδης ούτως ή άλλως… Οπότε, Βρασίδα, είμαι τυχερός που το αριστούργημα αυτό κυκλοφορεί στα ελληνικά μεταφρασμένο από την Κατερίνα Σχινά για τις εκδόσεις της LiFO· είμαι τυχερός που σ’ έχω εδώ, απέναντί μου, στο πέρασμά σου από την Αθήνα· αλλά, ειλικρινά, δεν ξέρω αν πρέπει να σου δείξω ξανά τον απέραντο θαυμασμό που νιώθω για το βιβλίο σου ή να σε χτυπήσω στην πλάτη και να σε ρωτήσω: «Και τώρα τι γίνεται; Πώς μπορεί να συνεχιστεί η ζωή;».
ΒΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ: Όπως λέμε στα αγγλικά, η ζωή τώρα είναι at a standstill. Υπάρχει μια περίοδος στασιμότητας μετά από έναν θάνατο, και μάλιστα τον θάνατο ενός ανθρώπου που στάθηκε δίπλα σου τόσο πολλά χρόνια. Το μόνο που νιώθεις είναι ότι η φωνή του άλλου έρχεται από πολύ μακριά, βρίσκεσαι σε μια έρημο και δεν ξέρεις πώς να επικοινωνήσεις με τον άλλο κόσμο, έχεις χάσει το αίσθημα προσανατολισμού και ταυτόχρονα έχεις ένα αίσθημα ματαιότητας. Τι κάνω τώρα εδώ, για ποιον λόγο και προς τι; Η ζωή μου δεν ήταν ποτέ τιμές και μεγαλεία, καθηγητική έδρα και φήμη πανεπιστημιακή, αλλά αυτό που ο Heidegger ονομάζει «Gelassenheit», ηρεμία, ένα είδος γαλήνης. Τη βρίσκεις την ώρα που συγχρονίζεσαι με τον κόσμο μέσω ενός άλλου προσώπου… Αυτή η λογοτεχνία του πένθους, όπως ονομάζεται, μιλάει συνήθως για τον άνθρωπο που γράφει, τι νιώθει και πώς είναι. Αυτά δεν με αφορούν, γιατί, όπως είδες, στο βιβλίο ουσιαστικά προσπάθησα να δω πώς σχετιστήκαμε με τον Ρόμπερτ και ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος.
Σ.Τ.: Διακρίνω ένα είδος υπερβολικής προσοχής για να μη φανεί ότι το βιβλίο αυτό γράφτηκε για σένα αλλά για τον Ρόμπερτ. Γιατί;
Β.Κ: Γιατί δεν γράφτηκε για μένα. Αυτό το βιβλιαράκι, αυτή η επιστολή, είναι μια πρόσκληση, μια χειρονομία προς τον Ρόμπερτ: «Πες μου πού είσαι αυτήν τη στιγμή».
Σ.Τ.: Χειρονομία προς την άβυσσο.
Β.Κ.: Προς την άβυσσο. Και τη σιωπή βέβαια, γιατί δεν πρόκειται να μου απαντήσει ποτέ.
Σ.Τ.: Η στάση σου απέναντι στα άλλα βιβλία που ξεκινούν από μια εκδημία, από μια απώλεια, αλλά οι συγγραφείς μιλούν για τον εαυτό τους, ποια είναι; Γιατί βλέπω ένα είδος περιφρονητικής αναφοράς στο βιβλίο της Joan Didion.
Β.Κ.: Ναι, δεν μου άρεσε καθόλου. Το διάβασα πάρα πολύ προσεκτικά, πριν συμβεί αυτό με τον Ρόμπερτ, και στην αρχή, ξέρεις, συγκινήθηκα, γιατί το γεγονός το ίδιο είναι συγκινητικό. Και ο άντρας της πεθαίνει και η κόρη τους μετά, στο «Blue Nights». Αλλά μιλάει συνέχεια για τον εαυτό της, για το ότι αισθάνεται οίκτο για τον ίδιο της τον εαυτό που έμεινε πίσω. Δεν αισθάνθηκα πότε οίκτο για μένα.
Σ.Τ.: Αλλά;
Β.Κ.: Οργή. Για τον τρόπο που έφυγε. Μετά, όταν βλέπεις ότι το αμετάκλητο της αναχώρησης είναι εκεί, θα μείνει εδραίο, στέκει όπως ένας βράχος μπροστά σου, έκλαψα.
Σ.Τ.: Οπότε ένα από τα στάδια του πένθους είναι η οργή. Αυτή ήρθε πρώτα;
Β.Κ.: Πρώτα η οργή. Μετά, ένα είδος numbness, ένα μούδιασμα. Έψαχνες παντού να τον βρεις και δεν ήταν πουθενά. Αυτό έγινε τη μέρα που τον πήγαμε στο νεκροτομείο και έπρεπε να του φορέσω τα ρούχα. Νομίζω ότι για όσους έχουν ζήσει τον θάνατο αυτή είναι απλώς η πιο τραγική, συγκλονιστική στιγμή. Μου θύμισε αυτό που λέει ο Χριστός στον Ιωάννη, στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη: «Άνοιξε τα χέρια σου τώρα που μπορείς γιατί μια μέρα κάποιοι άλλοι θα τα ανοίξουν, όταν δεν θα μπορείς να τα ανοίξεις». Μου ήρθε αυτό το πράγμα στον νου. Εν τω μεταξύ, την ώρα που προσπάθησα να του βάλω τις κάλτσες, λιποθύμησα. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ήμουν τόσο αδύναμος.
Σ.Τ.: Είναι κανείς δυνατός μπροστά σε αυτά τα πράγματα;
Β.Κ.: Όχι.
Σ.Τ.: Μόνο από αναισθησία ίσως.
Β.Κ.: Να πω την αλήθεια, δεν κατάλαβα πώς έγινε η ταφή. Πήγαμε στην εκκλησία, στο νεκροταφείο. Είχα διαβάσει όσα έπρεπε να κάνω και έκανα τα πάντα, παρήγγειλα φέρετρο…
Σ.Τ.: Τα έκανες εσύ όλα αυτά;
Β.Κ.: Ναι. Έπρεπε να αγοράσω τον τάφο, να σκεφτώ τι θα μπει πάνω στον τάφο.
Σ.Τ.: Οι φίλοι; Δεν βοήθησαν στα πρακτικά;
Β.Κ.: Δεν μπορούσαν νομίζω.
Σ.Τ.: Αυτό είχε να κάνει και με την, ας το πούμε, κοινωνική μοναξιά του gay ζευγαριού;
Β.Κ.: Α, όχι, ήμασταν πολύ αυτάρκεις μαζί, δεν ήμασταν ποτέ μοναχικοί. Είχαμε πολλούς φίλους, ήθελαν να βοηθήσουν, αλλά είναι μερικά πράγματα που πρέπει…
Σ.Τ.: … να τα κάνεις εσύ.
Β.Κ.: Ναι. Και πρέπει να αντιμετωπίσεις όλο αυτό ως μια τελετή περάσματος. Γιατί αυτό βοηθάει πάρα πολύ εσένα τον ίδιο να πεις «αντίο». Λιποθύμησα ξανά όταν τον κατέβασαν στον τάφο.
Σ.Τ.: Είχες συνείδηση των στιγμών εκείνων;
Β.Κ.: Όχι, όχι. Τον έψαχνα παντού γύρω μου. Έρχονταν οι φίλοι, με αγκάλιαζαν, με φιλούσαν, με χτυπούσαν στην πλάτη και μου έλεγαν: «Είμαστε μαζί σου, έλα να μιλήσουμε». Μου είπε κάποιος, «πρέπει να αποκτήσεις χόμπι τώρα και να ασχοληθείς με τη γιόγκα για να τα ξεχάσεις όλα αυτά». Εγώ δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν και ρωτούσα συνεχώς την ξαδέλφη του, που ήταν δίπλα μας: «Πού είναι ο Ρόμπερτ; Γιατί δεν τον βλέπω εδώ τον Ρόμπερτ; Γιατί με έχει αφήσει μόνο μου εδώ μέσα;». Το μόνο που θυμάμαι είναι οι φωνές των kookaburra, των πουλιών, και τους ανθρώπους που θα έκλειναν τον τάφο, που μου είπαν ξαφνικά: «Πρέπει να ρίξεις αυτά τα ροδοπέταλα πάνω στον τάφο».
Σ.Τ.: Ένα επόμενο στάδιο μετά το μούδιασμα ποιο είναι;
Β.Κ.: Η νεκροφάνεια, νομίζω, η δική μου. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς πέρασε ο Ιούλιος, ο Αύγουστος, ο Σεπτέμβριος. Πέρασαν μήνες που δεν έβγαινα έξω. Είχα αποκοπεί εντελώς απ’ όλο τον κόσμο. Έβγαινα το βράδυ μόνο για να βγάλω βόλτα τα δυο σκυλάκια που είχαμε. Το μόνο που έκανα ήταν να επιστρέφω στο σπίτι, να κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση, να την ανοίγω, αλλά να μη βλέπω καν τι έπαιζε.
Σ.Τ.: Αφέθηκες σε πλήρη παρακμή δηλαδή;
Β.Κ.: Απόλυτη, ναι. Κατατονία απόλυτη.
Σ.Τ.: Έτρωγες, πλενόσουν;
Β.Κ.: Τα έκανα αυτά, ναι, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος για να αντιδράσω. Δηλαδή κατάλαβα ότι δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτό. Με έναν περίεργο τρόπο προσπαθούσα να νιώσω αυτό που ένιωθε ο Ρόμπερτ εκείνη τη στιγμή. Γι’ αυτό λέω στο βιβλίο ότι ήταν σαν να μπήκα στον κόσμο του Edgar Allan Poe. Ακούγεται γλυκανάλατο ή ηλίθιο, αλλά έβλεπα οράματα. Έβλεπα πράγματα να εμφανίζονται μπροστά μου. Δεν κοιμόμουν γιατί φοβόμουν ότι από το ταβάνι του δωματίου θα έβγαιναν περίεργες φιγούρες.
Σ.Τ.: Μέσα στο σκοτάδι αυτό τι σε βοηθούσε; Έπαιρνες φάρμακα; Έπινες;
Β.Κ.: Όχι, όχι.
Σ.Τ.: Υπήρχε κάτι που σου έδινε μια μικρή έστω παρηγοριά;
Β.Κ.: Κατάλαβα πώς πολλοί άνθρωποι παίρνουν ναρκωτικά, πίνουν ή πέφτουν σε άλλου είδους καταχρήσεις μετά από ένα τέτοιο γεγονός.
Σ.Τ.: Εσύ πού όρμησες για να βρεις λίγη παρηγοριά;
Β.Κ.: Αρχικά, αφιερώθηκα στα δύο σκυλάκια που είχαμε. Ξαφνικά κατάλαβα ότι εξαρτώνται από μένα. Ήταν πολύ μικρά και αισθάνθηκα υπεύθυνος γι’ αυτά. Έπειτα, γύρω στον Σεπτέμβριο, αποφάσισα να γράψω αυτή την επιστολή.
Σ.Τ.: Υπήρξε κάποια στιγμή που ενεργοποίησε αυτή την επιθυμία; Κάτι ξαφνικό; Ή γεννήθηκε σιγά-σιγά;
Β.Κ.: Υπήρξε μια στιγμή. Άνοιξα την ντουλάπα για να δω τι θα κάνω με τα ρούχα του και όλη αυτή η μυρωδιά, η αίσθηση του αρώματός του –έβαζε πάντα Miyake–, όλο αυτό, με χτύπησε σαν κάποιος να με χαστούκιζε για ώρες, αλλά και σαν να μου έλεγε «πρέπει να επιζήσεις, να το ξεπεράσεις, να ζήσεις και να μιλήσεις γι’ αυτό». Βρήκα τις κάλτσες που του είχα αγοράσει από εδώ, από το Κολωνάκι, μπλε και άσπρες, με την ελληνική σημαία. Του άρεσαν πάρα πολύ, τις φορούσε. Όταν ακούμπησα το παλτό του, ήρθε μια μυρωδιά που έφερε αναμνήσεις με τον τρόπο του Proust. Για να πω την αλήθεια, μου έδωσε ελπίδα όλο αυτό, ώστε να μην παραιτηθώ.
Σ.Τ.: Τα ρούχα αυτά τα έχεις ακόμα;
Β.Κ.: Ναι, ναι.
Σ.Τ.: Τι σκοπεύεις να τα κάνεις;
Β.Κ.: Δεν ξέρω. Θα μείνουν εκεί για πολλά χρόνια νομίζω. Προσπάθησα, λίγο πριν φύγω από την Αυστραλία, να τα δώσω. Στην Αυστραλία υπάρχει η παράδοση μόλις κάποιος πεθαίνει να δίνεις τα ρούχα στους άπορους και στους αστέγους. Ενώ είχα κανονίσει μια συνάντηση με τους Saint Vincent de Paul, μια σχετική οργάνωση, μετά κατάλαβα ότι δεν μπορούσα καν να τα ξεκρεμάσω.
Σ.Τ.: Δικό του ρούχο έχεις φορέσει εσύ;
Β.Κ.: Τις κάλτσες του.
Σ.Τ.: Και νιώθεις κάτι;
Β.Κ.: Δεν μπορώ να πω. Αισθάνομαι ότι ανασυγκροτώ κάποιες στιγμές που ζούσε.
Σ.Τ.: Είναι τρελό, αλλά εμένα, όπως σου έχω ξαναπεί, η μάνα μου μού έδωσε ένα μπουφάν του πατέρα μου είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, και όταν το φόρεσα ήταν σα να με έκαιγε.
Β.Κ.: Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Γιατί κι εγώ με τις κάλτσες του Ρόμπερτ που φορούσα ένιωθα ότι περπατούσα σαν και κείνον. Ότι ήμουν σε μέρη που πήγαινε εκείνος. Είναι περίεργο πράγμα η μνήμη, το τι μπορεί να κάνει, και το πώς προσπαθούμε τόσο απελπισμένα να επικοινωνήσουμε μέσα απ’ αυτά τα μικρά πράγματα.
Σ.Τ.: Ένα από τα ωραιότερα σημεία του βιβλίου είναι εκεί που λες πως, επιστρέφοντας από κάποιο μάθημά του (σ.σ. ήταν δάσκαλος μουσικής), του είπες ότι ήξερες τι μουσική έπαιζε λίγο πριν από τον ρυθμό που περπάταγε- ότι έπαιζε τα «Crisantemi» του Puccini.
Β.Κ.: Ναι, ναι. Υπάρχει και μια άλλη στιγμή. Ο Ρόμπερτ είχε ασφαλώς μουσική παιδεία, αλλά κι εγώ ήξερα μουσική, επειδή είχα ταξιδέψει. Του υπέδειξα να ακούσει το γερμανικό ρέκβιεμ του Brahms, κι ο Ρόμπερτ τρελάθηκε μετά από αυτό, επειδή ήταν και πολύ γερμανόφιλος. Και ξαφνικά, δύο εβδομάδες μετά, του ζήτησαν να το παίξει στο Opera House του Σίδνεϊ. Εγώ ήμουν στη μία πλευρά της αίθουσας, ενώ ο Ρόμπερτ έπαιζε πάνω στη σκηνή. Δεν ξέρω αν έχεις αισθανθεί την καρδιά σου να χτυπάει δύο φορές. Αν και μάς χώριζαν 500 μέτρα, ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο. Η μουσική του Brahms, ειδικά το δεύτερο μέρος, εκεί που λέει ότι η σάρκα είναι σαν χορτάρι που πεθαίνει και δεν ξανάρχεται… Επικοινωνούσαμε από απόσταση και αισθανόμουν ότι η καρδιά του χτυπούσε δίπλα μου ή μέσα μου ακόμα. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι μού είπε το ίδιο και κείνος. «Κάποια στιγμή δεν μπορούσα να παίξω γιατί νόμιζα ότι κάποιος άλλος είναι μέσα μου». Όλα αυτά προέκυψαν μέσα από τη μουσική, όπως καταλαβαίνεις. Γι’ αυτό, όταν φόρεσα τις κάλτσες του, αισθάνθηκα ότι περπατούσα σαν και κείνον, ότι ήμουν σαν και κείνον… Ακούγομαι ευγενής, αλλά είμαι λίγο χωριάτης, άξεστος άνθρωπος.
Σ.Τ.: Ως προς τι; Ως προς την ορμή των συναισθημάτων;
Β.Κ.: Ως προς τη συμπεριφορά μου.
Σ.Τ.: Μα το να έχεις ορμητικά αισθήματα δεν είναι χαρακτηριστικό του χωριάτη. Το αντίθετο. Η μεγάλη μάζα είναι που ζει σ’ ένα συναισθηματικό flatline.
Β.Κ.: Σωστά. Αλλά ο Ρόμπερτ είχε αυτή την εξευγενισμένη αντίληψη των αισθημάτων· μια απλή κίνηση, μια απλή χειρονομία, ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών. Ήταν σαν να έβλεπες έναν αναγεννησιακό πίνακα όταν μιλούσε ο Ρόμπερτ.
#img#
Σ.Τ.: Δηλαδή εσύ δίπλα του ήσουν ο ζωηρός Μεσόγειος ας πούμε;
Β.Κ.: Ναι, ναι, πάντα.
Σ.Τ.: Και έτσι σε αντιμετώπιζε κι αυτός;
Β.Κ.: Αυτός συγκλονιζόταν από τους ζωηρούς Μεσόγειους. Έτσι γίνεται, ό ένας ζητάει από τον άλλον αυτό που ουσιαστικά θα ήθελε να είναι.
Σ.Τ.: Πάντως, το physique σου δεν είναι του κλασικού Έλληνα. Είσαι ξανθός, γαλανομάτης.
Β.Κ.: Ναι, αλλά η συμπεριφορά μου είναι ανθρώπου από τα Κρέστενα νομού Ηλείας. Δεν έχω, ούτε είχα πρόβλημα με αυτό. Δεν προσπάθησα ποτέ να κρύψω τη συμπεριφορά μου. Αν και στην Αυστραλία η συμπεριφορά των ανθρώπων είναι πολύ ελεγχόμενη, εγώ δεν ήθελα να αλλάξω. Ήθελα να μιλάω.
Σ.Τ.: Σαν τυπικός wog;
Β.Κ.: Aκριβώς, με ευθύτητα καταρχάς, με ειλικρίνεια. Δεν μου άρεσαν οι περιφράσεις που πολλές φορές χρησιμοποιούν οι Εγγλέζοι, που μιλούν για τα πιο προφανή πράγματα χωρίς να τα ονομάζουν.
Σ.Τ.: Οπότε, Βρασίδα, τον Σεπτέμβρη αρχίζεις να γράφεις και σιγά-σιγά τα αισθήματά σου μετασχηματίζονται ― μεταβολίζεις τον θάνατο, για να χρησιμοποιήσω μια άσχημη λέξη…
Β.Κ.: Όχι, όχι. Μου πήρε πολύ καιρό, ακόμα και τώρα νομίζω ότι πολεμάω με αυτό το φάντασμα, με την παρουσία του, με το διάνεμα, όπως θα έλεγαν στη δημοτική γλώσσα. Φαντάσου ότι στην Αυστραλία πολλές φορές περπατάω στον δρόμο και μου έρχονται στίχοι του Παλαμά από τον «Τάφο»: «Γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησέ μας». Άκου κουβέντα τώρα! Ξαφνικά οι συνθήκες τα φέρνουν έτσι ώστε μιλάς με την ποίηση. «Γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησε μας». Δηλαδή όταν φύσαγε ο άνεμος εγώ περίμενα να έρθει να με φιλήσει ο Ρόμπερτ, να με αγγίξει. Η γραφή με βοήθησε λίγο να το ελέγξω όλον αυτό τον συναισθηματικό στρόβιλο στον οποίο βρισκόμουν για πάρα πολύ καιρό. Μετά έπρεπε να πάω στο πανεπιστήμιο ξανά, να δουλέψω, το πρώτο εξάμηνο μετά τον θάνατο του, αλλά συνέχισα να γράφω μανιωδώς. Δεν κοιμόμουν το βράδυ, υπήρξαν εβδομάδες που δεν κοιμήθηκα καθόλου. Προσπαθούσα να βρω τα ίχνη του παντού, τι είχε αφήσει πίσω, τι έκανε. Κάποια στιγμή, εκεί που έψαχνα τα χαρτιά μου, βρίσκω έναν φάκελο που έλεγε «η διαθήκη μου». Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα υπήρχε διαθήκη. Και ήθελα τα περισσότερα να τα δώσω στον αδελφό του, στην οικογένειά του, παρόλο που είχαν απομακρυνθεί λίγο. Αλλά το βιολί και τη βιόλα που έπαιζε, τα προσωπικά του αντικείμενα, τα κράτησα εγώ.
Σ.Τ.: Δεν σε πονάει που τα βλέπεις;
Β.Κ.: Πολύ, πάρα πολύ.
Σ.Τ.: Δεν σου έχει έρθει η επιθυμία να τα κρύψεις, να τα δώσεις; Να τραβήξεις ένα Χ και να κρατήσεις μεν την υψηλή μνήμη του αλλά να μη βασανίζεσαι από τη θέα και τη μνήμη αυτών των πραγμάτων;
Β.Κ.: Περίεργο! Δεν θέλω να χαθεί από δίπλα μου η παρουσία του όσο ζω. Θα τα κρατήσω μέχρι το τέλος. Δηλαδή θα ήθελα να πεθάνω περιστοιχισμένος από τα δικά του πράγματα. Δεν θα ήθελα να αποχωριστώ όσα μας έδεσαν και μας έφεραν μαζί. Και αυτά είναι μικρά πράγματα. Του Ρόμπερτ του άρεσε πάντα να αγοράζει αυτά τα μικρά κόκκινα λεωφορεία όταν πηγαίναμε στο Λονδίνο. Κάθε φορά που τα πιάνω στα χέρια μου αισθάνομαι γαλήνη. Ταυτόχρονα, μου έρχονται λυγμοί, σκεπτόμενος αυτόν που έφυγε. Λες και βρίσκω τα δάχτυλά του, τα χέρια του πάνω τους, τα αποτυπώματά του. Βλέπεις, πολλές φορές μέσα στην τρέλα μου μιλάω σε αυτά τα άψυχα αντικείμενα. Μη με ρωτήσεις αν μου απαντάνε. Εγώ τους μιλάω.
Σ.Τ.: Εσύ, βέβαια, τώρα είσαι σε κατάσταση έντονου πένθους ακόμα, αλλά, απ’ ό,τι ξέρουμε, η ζωή έχει πολλές πανουργίες για να τραβάει τους ζωντανούς πίσω στους ζωντανούς.
Β.Κ.: Ναι, το ξέρω. Ίσως συμβεί κάποια στιγμή, αλλά θέλω να περάσω μέσα από αυτήν τη χώρα του πένθους και να δω πώς θα με αλλάξει. Και νομίζω με έχει αλλάξει πάρα πολύ.
Σ.Τ.: Οπότε, ως προς τις πανουργίες;
Β.Κ.: Έρχονται κάποιες τετοιες στιγμές, αλλά μετά από λίγο ανοίγεις την πόρτα, μπαίνεις στο σπίτι και ξαναγυρνάς εκεί όπου ήσουνα.
Σ.Τ.: Στο σπίτι.
Β.Κ.: Ναι.
Σ.Τ.: Το λες και το ξαναλές. Καταρχάς, λες μια υπέροχη φράση, ότι τη στιγμή που εκφράστηκε ο έρωτας σας, όταν εκείνος σου είπε «μη με αφήσεις ποτέ», εσύ γύρισες και του απάντησες «μα πού να πάω; Εσύ είσαι το σπίτι μου».
Β.Κ.: Μα ήταν το σπίτι μου. Το πρώτο κείμενο που έγραψα στα αγγλικά, που ήταν οι αναμνήσεις του Μανώλη Λάσκαρη, είχαν αυτή την περίεργη αφιέρωση: ToRobert, home.
Σ.Τ.: Α, τέλειο!
Β.Κ.: Ήταν το σπίτι μου. Επειδή στα νιάτα μου περιπλανήθηκα πάρα πολύ, πήγαινα από δω και από κει, έκανα όλες αυτές τις αλλοκοτιές που κάνουν οι νέοι, ψάχνονται, ψάχνουν.
Σ.Τ.: Ψάχνουν τα όριά τους.
Β.Κ.: Και τα ξεπερνούν πολλές φορές.
Σ.Τ.: Μα άμα δεν τα ξεπεράσεις, πώς θα ξέρεις ότι είναι όρια;
Β.Κ.: Σωστά. Και ξαφνικά, όταν συνάντησα τον Ρόμπερτ, όλα αυτά τελείωσαν. Έναν χρόνο μετά τη συνάντησή μας ήμασταν σε ένα gay bar στο Σίδνεϊ, κοιτάξαμε γύρω μας και αυτόματα, χωρίς να έχουμε μιλήσει καν, μου είπε: «Δεν νομίζεις ότι είναι η ώρα να πάμε σπίτι και να μείνουμε εκεί;». Κοίταξα γύρω και του απάντησα «ναι, ναι αυτό ήθελα να σου πω κι εγώ». Ο Ρόμπερτ για μένα είναι το σημείο αναφοράς και το κέντρο ύπαρξης. Δηλαδή, όλο αυτό το πένθος αφορά και το ότι έχασα το κέντρο μου.
Σ.Τ.: Έχασες το σπίτι σου.
Β.Κ.: Ναι. Και ξαφνικά μένεις σε αυτό το σπίτι, αλλά δεν είναι το σπίτι σου πια.
Σ.Τ.: Γι’ αυτό και μερικές απ’ τις πιο σπαρακτικές σελίδες είναι αυτές που λες ότι ο κήπος σας μαραίνεται ερήμην του Ρόμπερτ.
Β.Κ.: Ναι. Τα λουλούδια με μισούν! Γιατί περίμεναν τον Ρόμπερτ, που τα πρόσεχε συνέχεια. Και έναν μήνα αφού έφυγε κατάλαβα ότι τα λουλούδια δεν με θέλουν. Μου φώναζαν «φύγε από δω, δεν θέλουμε να μας πιάνεις, να μας αγγίζεις», παρόλο που τα πότιζα, τα περιποιόμουν, τα κλάδευα. Τώρα αυτά, θα μου πεις, είναι παραισθήσεις και παράκρουση.
Σ.Τ.: Δεν είναι. Για το σπίτι χρειάζονται δύο.
Β.Κ.: Ναι. Ο Ρόμπερτ είχε μια απίστευτη αίσθηση της τάξης.
Σ.Τ.: Δεν είναι μόνο η τάξη, είναι και αυτό που λες επανειλημμένως: η ολοκλήρωση. Ότι μέσα από τον έρωτα βλέπεις για πρώτη φορά τον εαυτό σου και αισθάνεσαι ότι αυτό το σπασμένο πράγμα που είσαι, κυκλοφορώντας στον κόσμο, γίνεται ένα όταν συναντάς τον έρωτά σου.
Β.Κ.: Ξέρεις, πολλές φορές με πιάνει απόγνωση με αυτό που λένε οι άνθρωποι, ειδικά οι θρησκευόμενοι, «σημασία έχει η αγάπη». Δεν υπάρχει η αγάπη γενικά, υπάρχει η αγάπη ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, αγαπάς κάτι συγκεκριμένο και βάσει αυτής της έντασης, της αφοσίωσης και της αυτοθυσίας πιστεύω ότι πρέπει να κριθούμε. Μόνο έτσι μπορούμε να σταθούμε μπροστά σε μια μεταφυσική κρίση που θα έρχεται από τον Θεό, αν υπάρχει βέβαια θεός, και δεν είναι μία από τις προβολές του Εγώ μας. Εγώ νομίζω ότι το μεγαλύτερο πράγμα που μου έδωσε ο Ρόμπερτ είναι ότι ξαφνικά άρχισα να σκέφτομαι και για κάποιον άλλο, όχι μόνο για τον εαυτό μου.
Σ.Τ.: Στα χρόνια της αλητείας, ας τα πούμε έτσι, γράφεις ότι ήσουν ευτυχισμένος, σχεδόν αυτάρκης. Ωστόσο, θεωρείς ότι ο άνθρωπος ολοκληρώνεται και βρίσκει τα υψηλότερα σημεία του όταν ερωτεύεται.
Β.Κ.: Και γίνεται δέντρο. Με τον άλλο βγάζεις ρίζες, κάνεις καρπούς.
Σ.Τ.: Στις ρίζες βάζεις και τα παιδιά ή…
Β.Κ.:… οτιδήποτε διαλέγει κάθε άνθρωπος να κάνει. Δεν μου αρέσει να γενικεύω.
Σ.Τ.: Σας ήρθε ποτέ η επιθυμία να έχετε παιδιά;
Β.Κ.: Όχι. Νομίζω ότι ήμασταν και οι δύο πολύ αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον, δεν θα ήθελα να κάνω παιδιά ούτε να τα βλέπω ως αντίγραφο του εαυτού μου, όπως ακούσαμε πρόσφατα. Αυτό, νομίζω, ότι είναι το μεγάλο πρόβλημα με τα ανδρικά ζευγάρια πολλές φορές, και η μεγάλη έλλειψη. Ότι ενώ θα ήθελες να έχεις, επιλέγεις να μην το έχεις, να μην το κάνεις. Νομίζω ότι ο Ρόμπερτ ξαναζούσε διαρκώς την παιδική του ηλικία, ήταν ένα παιδί.
Σ.Τ.: Εσύ αυτό το αποδίδεις και σε μια ολόκληρη γενιά, τη γενιά σου, τη γενιά μας. Λες ότι είναι εφηβενήλικες.
Β.Κ.: Ναι. Kidults.
Σ.Τ.: Δηλαδή νοσταλγούν συνέχεια την εφηβεία τους, αρνούνται να μεγαλώσουν.
Β.Κ.: Δεν είναι φανερό;
Σ.Τ.: Ασφαλώς. Το διακρίνεις περισσότερο στους Έλληνες ή μιλάς γενικά;
Β.Κ.: Το διακρίνω παντού. Και στην Αυστραλία το ίδιο είναι, και στον αγγλοσαξονικό κόσμο.
Σ.Τ.: Αναφέρεσαι στους boomers;
Β.Κ.: Στη γενιά μετά τους boomers. Οι boomers έχουν γεράσει.
Σ.Τ.: Μα κι εμείς έχουμε γεράσει.
Β.Κ.: Εννοώ ότι έχουν γεράσει ψυχικά, διότι βασανίστηκαν περισσότερο απ’ ό,τι νομίζουμε. Η γενιά μας έχει αποφασίσει να μείνει στη δεκαετία του ’70. Να μη μεγαλώσουμε, να μην ξεπεράσουμε αυτήν τη δεκαετία, να είμαστε πάντα σε μια διαρκή επαναστατική ή οργασμική διέγερση.
Σ.Τ.: Πάντως δεν ήταν κι άσχημα, Βρασίδα.
Β.Κ.: Ήταν πολύ ωραία.
Σ.Τ.: Το γλεντήσαμε.
Β.Κ.: Το γλεντήσαμε, το απολαύσαμε. Γνωριστήκαμε με ανθρώπους, κάναμε πράξεις άσκοπες, που είναι πολύ σημαντικό.
Σ.Τ.: Αυτή η ανευθυνότητα είχε και την πλάκα της.
Β.Κ.: Είχε και τη σημασία της, από ψυχολογικής πλευράς.
Σ.Τ.: Είχε βέβαια και τις ζημίες της.
Β.Κ.: Ναι, γιατί μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να ξεκολλήσουν. Μπορεί κάποιος να εθιστεί, να χρειάζεται κάθε βράδυ να βγαίνει και να κάνει σεξ με αγνώστους, χωρίς να καταλαβαίνει για ποιον λόγο και στο τέλος, όσο πιο πολύ το κάνεις, τόσο πιο ανικανοποίητος μένεις.
Σ.Τ.: Ισχύει. Εσύ το ένιωθες αυτό;
Β.Κ.: Πάρα πολύ. Γι’ αυτό, κάποια στιγμή, ήμουν λίγο μαζεμένος, μετά τα 26-27.
Σ.Τ.: Ο Ρόμπερτ, όμως, κάποια στιγμή γυρίζει και σου λέει ότι νιώθει βρόμικος λόγω αυτής της σεξουαλικής υπερβολής. Ένιωθες κι εσύ βρόμικος;
Β.Κ.: Ποτέ.
Σ.Τ.: Πώς κι έτσι;
Β.Κ.: Δεν ξέρω.
Σ.Τ.: Και αυτή η διαφορά πού οφείλεται;
Β.Κ.: Είναι η διαφορά μεταξύ Προτεσταντισμού και Ορθοδοξίας νομίζω.
Σ.Τ.: Αυτό λες; Μα και η Ορθοδοξία προκαλεί τόσες ενοχές.
Β.Κ.: Μπα, εγώ την Ορθοδοξία τη βλέπω ως ένα «θεολογικό χορευτικό». Η Ορθοδοξία δεν έχει βάθος, δεν βλέπει τον άνθρωπο ως ψυχολογική σχάση, μια ψυχή η οποία βρίσκεται σε διάλυση. Δεν έχουμε την αυγουστίνεια ανθρωπολογία στην Ορθοδοξία.
Σ.Τ.: Ναι, αλλά δεν ενοχοποιεί τη σεξουαλικότητα;
Β.Κ.: Η Ορθοδοξία ενοχοποιεί τη σεξουαλικότητα, αλλά δεν την κάνει δαιμονική. Ο Προτεσταντισμός την βλέπει ως κάτι δαιμονικό για το οποίο πρέπει να τιμωρηθείς. Εμείς δεν το αισθανόμαστε ποτέ αυτό.
Σ.Τ.: Οπότε το κενό, ας πούμε, που ένιωθες μετά τη σεξουαλική υπερβολή των ’70s ήταν περισσότερο από κόπωση παρά από ενοχή;
Β.Κ.: Κοίταξε, κάποια στιγμή νομίζω ότι πρέπει να λέμε «I had enough», ό,τι ήταν να κάνουμε το κάναμε.
Σ.Τ.: Μου θυμίζεις τον Χριστιανόπουλο που έλεγε ότι «απαραιτήτως ο άνθρωπος πρέπει να σταματάει να πηγαίνει στο ψωνιστήρι στα 57 του χρόνια». Το είχε μετρήσει.
Β.Κ.: (γέλια) Ναι, το είχε μετρήσει. Θα μου πεις ότι υπάρχει η απληστία της επιθυμίας, η επιθυμία είναι απέραντη και απαιτητική πάντα. Αλλά από ένα σημείο και πέρα λες ότι εντάξει, πρέπει να κοιτάξω και τον εαυτό μου τώρα.
Σ.Τ.: Νομίζω ότι ο Απόστολος Παύλος έλεγε: «ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί…»
Β. Κ.: «… ίνα μη υπεραίρωμαι».
Σ.Τ.: Ακριβώς.
Β. Κ.: Δεν μου δόθηκε σκόλοπας, τον δημιούργησα. Δηλαδή κάποια στιγμή είπα ότι εντάξει, έκανες ό,τι έκανες, τώρα πρέπει να βρεις κάποιον και να είσαι μαζί του.
Σ.Τ.: Οπότε συναντηθήκατε εσείς οι δύο άνθρωποι μετά από αυτή την περιπλάνηση που για σένα δεν ήταν μόνο σεξουαλική, είχε κι άλλα, πολύ ωραία πράγματα, μεγάλα ταξίδια, εμπειρίες ― είχες γίνει μέχρι και μοναχός.
Β. Κ.: Καλόγερος. Ναι. Αποτυχημένος βέβαια.
Σ.Τ.: Αποτυχημένος. Αλλά το δοκίμασες. Ως ηθοποιός ίσως- πνευματικός ηθοποιός. Έφτασες μέχρι και τη Μόσχα;
Β. Κ.: Μέχρι τη Μόσχα, το μοναστήρι του Αλεξάνδρου Νιέφσκι.
Σ.Τ.: Πόσο έμεινες εκεί;
Β. Κ.: Περίπου τέσσερις μήνες, δεν άντεξα άλλο. Αν οι ορθόδοξοι καλόγεροι είναι τυπολάτρες και δεν έχουν καμιά αίσθηση πνευματικότητας, οι Ρώσοι πίνουν συνέχεια. Από το πνεύμα στο οινόπνευμα!
Σ.Τ.: Πόσων ετών ήσουν τότε;
Β. Κ.: Είκοσι τρία-είκοσι τέσσερα.
Σ.Τ.: Θα ήσουν και όμορφος.
Β. Κ.: Πολύ.
Σ.Τ.: Ήσουν ένας ξανθός άγγελος, είκοσι τριών ετών, ανάμεσα στους Ρώσους πότες!
Β. Κ.: Όχι απλώς πότες, έπρεπε να τους τραβάω το βράδυ. Θυμάμαι τον ηγούμενο του μοναστηριού που καθόταν κάτω από μια κάνουλα.
Σ.Τ.: Τι πλάκα!
Β. Κ.: Άνοιγε την κάνουλα και έπινε βότκα. Μου θύμιζε Buñuel όλη αυτή η κατάσταση.
Σ.Τ.: Αυτό δεν κατέρριψε κάθε θρησκευτικό σου αίσθημα;
Β. Κ.: Ναι. Τότε αποφάσισα ότι δεν υπάρχει Θεός. Αν αυτοί πιστεύουν, δεν υπάρχει Θεός, αυτό είπα στον εαυτό μου. Μετά πήρα τον Υπερσιβηρικό και ταξίδεψα μέσα από τη Σιβηρία όλη τη Ρωσία, έφτασα μέχρι το Βλαδιβοστόκ. Και εκεί βλέπεις τη φυσική αποκάλυψη του Θεού. Τα δάση, τα χρώματα των δέντρων, τα ζώα, τις αποχρώσεις του χιονιού που νομίζουμε ότι είναι άσπρο, αλλά δεν είναι άσπρο πουθενά, αν το προσέξεις. Ξαφνικά ανακαλύπτεις την ωραιότητα του κόσμου, που όπως λένε οι Ψαλμοί αναγγέλλει τη δόξα του Θεού.
Σ.Τ.: Οπότε έχασες τον Θεό απ’ τη μια μεριά αλλά τον βρήκες απ’ την άλλη.
Β.Κ.: Δεν ξέρω αν λέγεται Θεός. Όπως θα έλεγε ο Spinoza, είναι ο Θεός ή η Φύση; Εγώ πιστεύω σε μια φυσική θεολογία, των προσωκρατικών, ότι τα πάντα είναι πλήρη θεών. Γι’ αυτό δεν είχα ποτέ, αν μου επιτρέπεις, ενοχή. Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει να έχεις ενοχές γι’ αυτό που είσαι. Δεν μπορείς να είσαι ένοχος γι’ αυτό που είσαι! Είσαι αυτό που είσαι.
Σ.Τ.: Αυτό είναι θαυμάσιο όταν συμβαίνει, αλλά, μεγαλώνοντας στην ελληνική επαρχία τη δεκαετία του ’60 ή του ’70, δεν είναι και τόσο εύκολο, μέχρι να σταθείς στα πόδια σου πνευματικά.
Β.Κ.: Ναι.
Σ.Τ.: Ωστόσο εσύ μου λες ότι ποτέ δεν είχες ενοχή.
Β.Κ.: Ποτέ. Αντίθετα, πάντα ήξεραν ότι κάτι ήταν στραβό με αυτό το παιδί.
Σ.Τ.: Αυτή η λέξη, το «στραβό», είναι το θέμα.
Β.Κ.: Μου άρεσε όμως εμένα να είμαι στραβός. Δεν ήθελα να είμαι σαν τους άλλους. Δηλαδή οι άλλοι ήταν, πώς να το πούμε, ένα είδος…
Σ.Τ.: … βαρετής ορθοκανονικότητας.
Β.Κ.: Ναι, και ομοιομορφίας, που έλεγε ότι πρέπει να συμπεριφέρεσαι έτσι, ενώ ο Βρασίδας…
Σ.Τ.: Οπότε, Βρασίδα, συναντηθήκατε με τον Ρόμπερτ, έκλεισε η περίοδος των περιπλανήσεων και ήρθε το αποκαλυπτικό φως του έρωτα. Το οποίο, επίσης, είχε στάδια, φαντάζομαι.
Β.Κ.: Ε, στην αρχή, ξέρεις, είναι ο πόθος. Ο πόθος και το σεξ. Δηλαδή συναντάς κάποιον άνθρωπο και ξαφνικά κολλάτε σωματικά.
Σ.Τ.: Από κει ξεκινούν όλα.
Β.Κ.: Δεν μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε. Για μήνες, για τον πρώτο χρόνο. Ήταν αυτό που έλεγε ο Ερωτόκριτος, «για σένα εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου». Το ένιωσα αυτό. Βρε, διάολε, έκανες σεξ παντού, στον Καναδά, στη Φινλανδία, στη Ρωσία. Και ξαφνικά, βρίσκεις έναν άνθρωπο…
Σ.Τ.: Μάλιστα τον πόθο σού τον δημιούργησε ένα σώμα που ήταν, ας το πούμε, στραβό επίσης, γεμάτο ουλές. Ενός ανθρώπου ο οποίος ντρεπόταν για το σώμα και τη γύμνια του. Ωστόσο αυτή η ευθραυστότητα εσένα σε ερέθισε ακόμα πιο πολύ.
Β.Κ.: Σου είπα, μετά από λίγο δεν θέλαμε να ξεκολλήσουμε. Αυτό το σώμα για μένα ήταν η επαφή με κάτι άλλο πέρα από το σώμα, αν μου επιτρέπεις, το αγκάλιασμα των σωμάτων, ο οργασμός, ο έρωτας, η εκσπερμάτωση, όλα αυτά ήταν μια απάντηση στον Πλάτωνα, στον Χριστό. Αν θυμάσαι, στον Πλάτωνα, στο Συμπόσιο δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που ενώνονται. Λέει η Διοτίμα, «τι είναι αυτό που ζητάτε εσείς οι θνητοί ο ένας από τον άλλον;». Αυτό είναι η απάντηση του έρωτα, σε αυτό το ερώτημα. Και τελικά ήθελα αυτόν. Δεν ήταν μια αφηρημένη ιδέα, μια επικύρωση κοινωνική, μια αναγνώριση.
Σ.Τ.: Αν είναι έτσι όπως τα λες, η θρησκεία θα φοβάται λίγο και τον έρωτα.
Β.Κ.: Κοίταξε, υπερβάλλουμε με τη θρησκεία. Είναι άλλο το θρησκευτικό αίσθημα, ας το πούμε η θρησκευτικότητα, και άλλο η θρησκεία η οργανωμένη. Δεν μιλάω για την Εκκλησία την ορθόδοξη, την οποία θεωρώ έναν αντιπνευματικό οργανισμό και επομένως άφιλο. Δεν μπορείς να κάνεις θεολογία αν δεν έχεις φίλους. Η φιλία, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, είναι αυτή που χτίζει πολιτείες. Αυτή που χτίζει σχέσεις, πολιτεύματα και, τέλος, σχέσεις ερωτικές μεταξύ των ανθρώπων. Λοιπόν, εγώ νομίζω ότι με τον Ρόμπερτ περάσαμε τις τέσσερις λέξεις που έχει η ελληνική γλώσσα γι’ αυτή την πορεία: από τον πόθο, στον έρωτα, στη στοργή και στο τέλος, στην αγάπη. Έγινε αυτή η καταπληκτική μετάβαση.
Σ.Τ.: Από το «σε θέλω» στο «τι θέλεις;».
Β.Κ.: Επομένως, η στοργή σήμαινε ότι έπρεπε να πάρω ευθύνη για τη ζωή του Ρόμπερτ- και την πήρα. Ο Ρόμπερτ μου έλεγε «φύγε, καταστρέφω την καριέρα σου» και του απαντούσα «let it go, δεν με ενδιαφέρει η καριέρα μου, δεν θα ζήσω με την καριέρα μου».
Σ.Τ.: Όταν φτάσατε στα επόμενα στάδια του πόθου, όταν ο πόθος γίνεται στοργή και «τι θές να σου μαγειρέψω σήμερα;», αισθάνθηκες ποτέ ότι αυτό ήταν κάτι πιο χαμηλό, πιο συμβατικό από τα πρώτα στάδια;
Β.Κ.: Εγώ τρελαίνομαι για ρουτίνες. Δεν τις φοβάμαι. Οι ρουτίνες υποδηλώνουν μια σχέση αδιάρρηκτη. Θα κάνεις αυτό, θα κάνω εκείνο, και έχουμε μια πολύ όμορφη σχέση. Όλοι οι άνθρωποι ζουν με αυτές τις ρουτίνες. Ο Καζαντζάκης την ονομάζει «η άγια ρουτίνα της καθημερινότητας». Η ωραιότερη στιγμή είναι να πηγαίνεις στο σπίτι και βλέπεις ένα πιάτο φαγητό να σε περιμένει. Αυτό το έχεις γράψει εσύ για τη μητέρα σου. Ένα καταπληκτικό κομμάτι. Έτρεχα να γυρίσω στο σπίτι πριν έρθει ο Ρόμπερτ για να του φτιάξω μια μπολονέζ ή ένα άλλο φαγητό που του άρεσε. Για μένα ήταν ευτυχία αυτό. Ήταν το απόλυτο, αν μου επιτρέπεις, ήταν έρωτας.
Σ.Τ.: Και για μένα είναι ευτυχία αυτό.
Β.Κ.: Μεγάλη ευτυχία, απόλυτη. Συντονισμός στον κοσμικό ρυθμό πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Ο ήλιος, το ημίφως και το σκοτάδι: αυτά τα ζούσαμε μαζί εκεί πέρα. Βγαίναμε έξω το βράδυ να κάνουμε βόλτες, καθόμασταν δίπλα στα λουλούδια και μιλούσαμε.
Σ.Τ.: Η σεξουαλική απιστία που μπορεί να έρθει σε τέτοιες περιόδους, είναι κάτι που σε πλήγωσε;
Β.Κ.: Στην αρχή, ναι, με πλήγωσε. Ακόμα με πληγώνει… Το έκανα κι εγώ μια φορά. Το ομολογώ.
Σ.Τ.: Γιατί το σώμα εξακολουθεί να έχει τις ανάγκες του.
Β.Κ.: Να πω την αλήθεια, μετά από λίγο το κάνεις μόνο και μόνο γιατί θες να αποδείξεις στον εαυτό σου ότι μπορείς να το κάνεις.
Σ.Τ.: Α! Λες;
Β.Κ.: Ναι. Εγώ έτσι νόμιζα, έτσι το έκανα. Ήθελα να δω αν μπορώ να το κάνω, αν είμαι σε θέση να λειτουργήσω.
Σ.Τ.: Σε πλήγωσε ωστόσο.
Β.Κ.: Πολύ, πάρα πολύ. Πέρασαν μέρες που σχεδόν καθόμασταν δίπλα χωρίς να κάνουμε έρωτα ή οτιδήποτε άλλο, απλώς κρατώντας το χέρι ο ένας του άλλου. Αλλά όπως λέμε στα αγγλικά: «You have to move on». Και προχωρήσαμε.
Σ.Τ.: Εσύ ήσουν τυχερός που δεν ένιωσες τύψεις, ενοχές, μεγαλώνοντας μέσα στη σεξουαλικότητα που έχεις, και έζησες αυτόν τον ανεπίληπτο, ρομαντικό έρωτα. Ωστόσο, η κοινωνία συσχετίζει κουτά πάντα, φαντάζομαι ακόμη και στις δύσκολες στιγμές. Νομίζω ότι αναφέρεις πως στο νοσοκομείο αντιμετωπίσατε εκρήξεις ομοφοβίας ή βλέμματα ομοφοβικά.
Β.Κ.: Πάρα πολλά. Ειδικά στο νοσοκομείο, και από νοσοκόμες κυρίως που προέρχονταν από διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα. Αλλά τα ξεπερνούσα. Δεν με ενδιέφερε καθόλου. Κάποτε τους αποκρινόμουν με την ίδια περιφρόνηση.
Σ.Τ.: Ναι, αλλά στη δύσκολη ώρα, αυτό είναι ένας βαθμός δυσκολίας μεγάλος.
Β.Κ.: Ναι. Έκανα το παν να μην το δει ο Ρόμπερτ. Το εισέπραξα μόνος μου, τον προστάτευα από τέτοιου είδους αισθήματα. Δεν ήθελα να νιώσει κάτι τέτοιο σε μια στιγμή αδυναμίας, αρρώστιας, ασθένειας. Εγώ μπορούσα να το αντιμετωπίσω και να απαντήσω, έκανα πολλαπλές αναφορές. Φαντάσου να μπαίνεις σ’ ένα νοσοκομείο που «φωνάζει» ότι είναι εναντίον της ομοφοβίας με τεράστιες αφίσες και μετά να αντιμετωπίζεις αυτό.
Σ.Τ.: Είναι τρομερό, αλλά τη στιγμή που μιλάμε για έναν τέτοιον έρωτα, βλέπεις ότι η κοινωνία, παρότι προσποιείται τη μοντέρνα, είναι σε μεγάλο βαθμό ομοφοβική ακόμα. Ακόμα και η φράση «α, οι ομοφυλόφιλοι μπορούν να ερωτεύονται τόσο βαθιά, τόσο ρομαντικά, τόσο απόλυτα;» ενέχει ομοφοβία.
Β.Κ.: Αν υπάρχει κάτι σημαντικό στο βιβλίο είναι αυτό. Δείχνει πώς ερωτεύονται, αγαπάνε και αφοσιώνονται ο ένας στον άλλο δυο άντρες. Γιατί πολλοί νομίζουν ότι οι gay το μόνο που κάνουν είναι να πηγαίνουν από δω και από κει και να κάνουν ανώνυμο και πολλαπλό σεξ. Ότι είναι «μηχανές του σεξ», όπως λέγαμε παλιά.
Σ.Τ.: Συμφωνώ ότι αυτή είναι η κορυφαία αξία αυτού του βιβλίου.
Β.Κ.: Δεν έχει αποδεικτική αξία, αλλά χωρίς να το καταλάβουμε, δείξαμε και αποδείξαμε ότι η αφοσίωση περνάει μέσα από το σεξ, τον έρωτα, τον πόθο και τελικά γίνεται κάτι πολύ σημαντικότερο, κάτι ευρύτερο, που μας αγκαλιάζει ως ανθρώπους. Ο Freud έχει μιλήσει για τον άγνωστο ωκεανό της γυναικείας ψυχολογίας. Εγώ νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε κάποια στιγμή για τον απύθμενο ωκεανό της ανδρικής ψυχολογίας, για το πώς σχετίζονται οι άντρες μεταξύ τους.
Σ.Τ.: Οι αρχαίοι Έλληνες λίγο το είχαν οσμιστεί.
Β.Κ.: Ναι, με την έννοια της φιλίας. Γι’ αυτό τον Ρόμπερτ τον ονομάζω Αχιλλέα και Άμλετ μαζί.
Σ.Τ.: Απλώς τώρα πρέπει να ξεπεράσουμε όλες αυτές τις στρώσεις των άλλων πολιτισμών που ακολούθησαν.
Β.Κ.: Κοίταξε, αυτό είναι προσωπική ευθύνη του καθενός. Δεν νομίζω ότι είναι νομοθετικό ζήτημα πλέον. Γιατί η νομοθεσία υπάρχει, αλλά είναι ζήτημα νοοτροπίας, ανθρώπων οι οποίοι είναι φοβισμένοι και οι ίδιοι, τρομοκρατημένοι από τη διαφορά. Όπως είπα, όταν ο Ρόμπερτ ήταν άρρωστος, προσπάθησα να τον προφυλάξω απ’ όλα αυτά. Για μένα το πώς δυο άντρες αγαπιούνται είναι ένα βασικό θέμα που αναδεικνύει αυτό το βιβλίο. Πώς περνάνε απ’ όλες αυτές τις φάσεις, τα στάδια.
Σ.Τ.: Η αρετή αυτού του βιβλίου είναι ότι δεν το χαρακτηρίζει καμία ενοχή, καμία τύψη αλλά και ότι δεν έχει και καμία επιθετικότητα. Είναι unapologetic, αλλά όχι με τον τρόπο που η gay, ας το πούμε, λογοτεχνία μιλά για τον έρωτα. Είναι σαν να μην υφίσταται πια το θέμα, να έχει αυτοδικαίως ξεπεραστεί. Ο έρωτας είναι γυμνός, ασχέτως φύλων, θρησκειών.
Β.Κ.: Είναι ο Ρόμπερτ και ο Βρας.
Σ.Τ.: Και αυτό είναι πραγματικά αποκαλυπτικό. Το βιβλίο σου είναι από τα συγκλονιστικότερα πράγματα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια και ελπίζω να βρει το ακροατήριο που του αξίζει.
Β.Κ.: Το έγραψα για να διασώσω τη μνήμη του Ρόμπερτ και της σχέσης μας. Να πω την αλήθεια, εγώ δεν παίζω κανέναν ρόλο σ’ αυτό το βιβλίο. Δεν θέλω να έχω κανένα κέρδος ή αναγνώριση, θέλω ο κόσμος να γνωρίσει τη σχέση μας και να κλάψει λίγο στη μνήμη του Ρόμπερτ, αν μου επιτρέπεις. Ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος, η επαφή του με την Ελλάδα ήταν πολύ ωραία. Είχαμε μια φοβερή εμπειρία στη Σαντορίνη, όπου σχεδόν τον είδα να αιωρείται μπροστά μου – είχα τρελαθεί. Δεν μπορείς να φανταστείς ότι η αγάπη σε φέρνει σε τέτοιες οριακές συγκινήσεις που νόμιζες ότι ανήκουν στη ρομαντική λογοτεχνία ή ότι είναι ψευδαίσθηση. Ξαφνικά τα νιώθεις αυτά, τα ζεις. Στην αρχή δεν μπορείς να το πιστέψεις και λες «μα πώς είναι δυνατό;». Αυτό το εύθραυστο και ευάλωτο σώμα μού δείχνει αυτές τις εμπειρίες που σε άλλες περιπτώσεις θα τις θεωρούσαμε μυστικές, σαν του Μπέμε, του Συμεών του Νέου Θεολόγου ή όλων αυτών των μεγάλων μυστικών. Ξαφνικά, βλέπεις ότι η μυστική εμπειρία κρύβεται σε αυτή την επαφή, σε αυτά τα χέρια, στο φιλί δύο ανθρώπων -αντρών εν προκειμένω-, στο άγγιγμα των σωμάτων, στο αγκάλιασμα, στον αποχαιρετισμό, στο «Θα σε δω το βράδυ. Τι ώρα θα είσαι σπίτι;» «Θα έρθω 7, ίσως και νωρίτερα». Κι εγώ έπρεπε να είμαι εκεί στις 6. Για μένα αυτή η εμπειρία ήταν πολύ σημαντική γιατί όλη αυτή η απλότητα της καθημερινής ζωής είναι τελικά το μεγάλο μυστήριο της ύπαρξης. Απλουστεύεις όσο περνάν τα χρόνια. Βλέπεις τι είναι απολύτως αναγκαίο για τη ζωή σου και, αν μου επιτρέπεις, για την ψυχή σου την ίδια. Έχουμε ξεχάσει ότι έχουμε και ψυχή στις μέρες μας. Και πώς το είδα ότι έχουμε ψυχή; Όταν έφυγε ο Ρόμπερτ το σώμα μου έκανε άλλα πράγματα απ’ αυτά που του έλεγε η ψυχή. Δηλαδή κατάλαβα ότι υπάρχει μέσα μας μια δεύτερη ύπαρξη, αυτό που έλεγε ο Παύλος ο έσω άνθρωπος, που ξαφνικά, όταν χαθεί ο καταλυτής που τον κάνει ζωντανό, δηλαδή η αγάπη, το βλέμμα, το άγγιγμα, η μυρωδιά ενός ανθρώπου, τον ψάχνει.
Σ.Τ.: Καθένας βέβαια αισθάνεται ότι αυτό που έζησε είναι ξεχωριστό. Ωστόσο αισθάνεσαι ότι με αντίστοιχη ένταση ζουν και οι απλοί άνθρωποι τον έρωτα; Το ρωτάω αυτό γιατί στο βιβλίο σου πολύ ορθά λες ότι εμείς είμαστε «παιδιά παιδιών», ότι μεγαλώσαμε στην ελληνική επαρχία με τις γνωστές κακοδαιμονίες και από ανθρώπους που εν πολλοίς ήταν ανέτοιμοι να γίνουν γονείς. Πολλοί από αυτούς ήταν σκληροί, μέθυσοι, μας παράταγαν και, κυρίως, δεν ήξεραν καν πώς να αγαπάνε. Εσύ λοιπόν γεννήθηκες σε μια τέτοια επαρχία που δεν ήξερε να αγαπά. Όμως αγάπησες μ’ έναν βαθύ τρόπο. Πώς έγινε;
Β.Κ.: Κοίταξε, είναι ζήτημα ατομικό και προσωπικό σ’ αυτή την περίπτωση. Δεν θα έλεγα ότι η προηγούμενη γενιά δεν μπορούσε να αγαπήσει, απλώς δεν μπορούσε να εκδηλώσει την αγάπη της και δεν μπορούσε να μιλήσει ποτέ γι’ αυτήν.
Σ.Τ.: Αν δεν το πεις όμως, δεν υπάρχει.
Β.Κ.: Δεν υπάρχει, σωστά. Ήταν ένα ζήτημα αμίλητου πόνου που δημιουργούσε όλη αυτήν τη σύγχυση μέσα τους, που προσπαθούσαν να μας αγαπήσουν, αλλά δεν ήξεραν πώς να το δείξουν και ξαφνικά στρέφονταν εναντίον του εαυτού τους και μετά εναντίον μας. Αυτή είναι η σχέση που είχαμε με τους γονείς μας.
Σ.Τ.: Ισχύει.
Β.Κ.: Αλλά νομίζω ότι, όπως έλεγε ο Ντοστογιέφσκι, μέσα σ’ έναν αμαρτωλό υπάρχει ένας άγιος που παρακαλεί να λυτρωθεί – έτσι γίνεται και σ’ αυτούς. Έρχεται η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος άνθρωπος, και ξαφνικά… Εγώ, αν δεν είχα συναντήσει τον Ρόμπερτ, θα ήμουν ένας στείρος ακαδημαϊκός, αν μου επιτρέπεις, ένα απίστευτο ον…
Σ.Τ.: Σίγουρα όχι καταστροφικό, όπως ήταν πολλοί απ’ τους γονείς μας. Δεν θα μοίραζες πόνο δεξιά και αριστερά, ε;
Β.Κ.: Όχι. Θα ήμουν επιτυχημένος, αλλά θα ήμουν και αυτοκαταστροφικός. Αυτά τα πράγματα δείχνουν ότι η γενιά των γονιών μας ήταν και μια γενιά που βγήκε απ’ τον πόλεμο, απ’ την ανέχεια. Δεν ήξεραν, δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν κανέναν. Η αγάπη και η φιλία είναι ένα άλμα στο χάος ουσιαστικά, στο μηδέν. Πρέπει να εμπιστευτείς. Εμπιστευόμαστε σήμερα;
Σ.Τ.: Επιμένω στο ερώτημά μου γιατί δεν απαντήθηκε: σε σένα, που είσαι παιδί παιδιών, ποιο ήταν το σκαλοπάτι σου για να ανέβεις σε μια άλλη, καλύτερη κατάσταση;
Β.Κ.: Προφανώς ο Ρόμπερτ.
Σ.Τ.: Ναι, αλλά είχες και τα μάτια να τον δεις. Ποιος σου έδωσε τα μάτια να τον δεις;
Β.Κ.: Δεν ξέρω. Έγινε, τον είδα. Και από την ώρα που τον είδα…
Σ.Τ.: Ήταν η παιδεία σου; Από τα Κρέστενα πώς βρέθηκες στον Ελικώνα, βρε παιδί μου;
Β.Κ.: Ίσως τα Κρέστενα να ήταν ο Ελικώνας μου. Νομίζω ότι μου δόθηκε μια σχέση μαγική στην παιδική μου ηλικία. Οι γονείς μας ήταν άσχετοι, άχρηστοι και αχρείαστοι, όλα αυτά μαζί (γελά). Ήταν αφοσιωμένοι στον εαυτό τους, τρώγονταν ο ένας με τον άλλον. Βέβαια, σε τέτοιες περιπτώσεις στα χωριά έχεις τη γιαγιά. Η οποία με μεγάλωσε με όλα αυτά τα παραμύθια, με όλες αυτές τις νεράιδες, τους κοσμικούς θρύλους. Με έβγαζε το βράδυ, ενώ ήταν σχεδόν τυφλή, και μου ονόμαζε τους αστερισμούς έναν-έναν, μου έδειχνε με το δάχτυλο «εκεί είναι αυτό, εκεί είναι το άλλο». Τα ήξερε, ενώ ήταν τυφλή σχεδόν.
Σ.Τ.: Αυτό είναι η απάντηση. Είχες αυτό το μαγικό πρόσωπο.
Β.Κ.: Μαγικότατο. Ήταν η Πότνια θηρών της παιδικής μου ηλικίας ουσιαστικά αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος μου έδωσε τη δυνατότητα να είμαι ανοιχτός στον αιφνιδιασμό, κι αν μου επιτρέπεις μια έκφραση θρησκευτική, στο θαύμα. Το να βλέπεις τον άλλον άνθρωπο, είναι ένα θαύμα, το οποίο σου δίνεται εκεί που δεν το περιμένεις, και ανοίγει μέσα στην καρδιά και στην ψυχή σου τον κόσμο του παραμυθιού, του θρύλου.
Σ.Τ.: Πολλοί λαϊκοί άνθρωποι το έχουν.
Β.Κ.: Ναι. Στη γιαγιά μου αυτό ήταν βασικό, γιατί αυτή μας μεγάλωσε. Οι γονείς μας ήταν ναι μεν αλλά, ήξεις αφήξεις. Η γιαγιά μου ήταν το σταθερό σημείο του περιστρεφόμενου κόσμου μου, ο άνθρωπος που σου ανοίγει ένα άλλο σύμπαν, που δεν είναι το πεζό, το καθημερινό αλλά το σύμπαν των απροσδόκητων συνειρμών, της απροσδόκητης σχέσης με τον φυσικό κόσμο και των αόρατων πραγμάτων που υπάρχουν μέσα στον φυσικό κόσμο. Σου τα δίνει κάποιος εκεί που δεν το περιμένεις.
Σ.Τ.: Ήταν, λοιπόν, αυτά που σου έδωσε η γιαγιά σου και, φαντάζομαι, μετά τα διαβάσματά σου, οι φιλίες σου.
Β.Κ.: Είχα πολλούς φίλους. Επίσης, κάτι που πρέπει να ομολογήσουμε –πρέπει να το έχεις νιώσει κι εσύ– είναι ότι οι φίλοι μου που πέθαναν από AIDS ήταν πολύ μεγάλη μαθητεία για μένα, π.χ. ο φίλος μου ο Αντώνης ο Σταυροπιεράκος, που πέθανε μόνος του στον Καναδά. Μέχρι τώρα δεν έχω ξεπεράσει τον θάνατο αυτού του ανθρώπου. Έμεινε μόνος του γιατί τον είχαν αποκηρύξει οι γονείς του και όλοι οι άλλοι, κι εγώ ήταν αδύνατο να βρω εισιτήριο για να πάω να τον δω.
Σ.Τ.: Αυτή η εμπειρία ως προς τι σε ωρίμασε; Τι σε έκανε να σκεφτείς;
Β.Κ.: Το εύθραυστο της ανθρώπινης ζωής, την τρωτότητα που έχουμε όλοι και ταυτόχρονα τη σκληρότητα του κόσμου, το να εγκαταλείπεις το παιδί σου ή τον φίλο σου μόνο και μόνο γι’ αυτό.
Σ.Τ.: Και σ’ έκανε ίσως και λίγο πιο ατρόμητο απέναντι στα δικά σου αισθήματα.
Β.Κ.: Ένας δεύτερος φίλος μου, για τον οποίο έχω γράψει, ο Άλκης, πέθανε στα χέρια μου την εποχή που όλοι τρόμαζαν να αγγίξουν και, ξέρεις, αυτό ξαφνικά σε λιώνει, όλες οι αντιστάσεις σου πέφτουν, περιμένεις το θαύμα να έρθει. Και ήρθε, και μέσα από αυτούς τους ανθρώπους. Δεν ήταν μόνο αυτοί, ήταν κι άλλοι και λυπήθηκα πάρα πολύ όταν έφυγαν απ’ τη ζωή. Τουλάχιστον ο θάνατος τούς βρήκε με μένα δίπλα τους, που ήμουν ένα φιλικό πρόσωπο. Του Άλκη ειδικά, που πέθανε στα χέρια μου, του τραγουδούσα δημοτικά τραγούδια.
Σ.Τ.: Από αυτές τις εμπειρίες, αλλά κυρίως από την εμπειρία που περιγράφεις στο βιβλίο σου, τον δικό σου θάνατο πώς τον σκέφτεσαι;
Β.Κ.: Σκέφτομαι ότι πρέπει να προετοιμαστώ γι’ αυτή την εμπειρία. Δεν φοβάμαι πλέον, γιατί νομίζω…
Σ.Τ.: Αλήθεια, βρε Βρασίδα; Δεν φοβάσαι;
Β.Κ.: Όχι. Ερχόμαστε σε αυτήν τη ζωή να κάνουμε ορισμένα πράγματα –το γράφω στο βιβλίο–, εγώ τα έχω κάνει ήδη. Δυστυχώς, η ζωή μου ήταν, αν μου επιτρέπεις, πολύ επιτυχημένη.
Σ.Τ.: Ναι, αλλά η ζωή είναι πάντα γλυκιά.
Β.Κ.: Πάρα πολύ.
Σ.Τ.: Πήρες τώρα το αεροπλάνο και ήρθες από την Αυστραλία εδώ για να μιλήσεις για έναν σκηνοθέτη του σινεμά. Αυτό, όσο λίγη, όσο χλωμή χαρά και αν είναι, είναι χαρά.
Β.Κ.: Και ένας αποχαιρετισμός. Μου αρέσουν πάρα πολύ τα τέσσερα τελευταία τραγούδια τους Στράους. Τα έχεις ακούσει;
Σ.Τ.: Τα έχω ακούσει.
Β.Κ.: Αυτό είναι. Εμένα μ’ αρέσει.
Σ.Τ.: Ακόμα και αυτό έχει μεγάλη γλύκα- στα 84 χρόνια του τα έγραψε!
Β.Κ.: Ίσως και ο θάνατος να είναι κάτι γλυκό, έτσι; Ένας αποχαιρετισμός σ’ αυτά που αγαπάμε. Θυμάσαι τι έλεγαν οι στωικοί, «πόσο άξια ζήσαμε». Την ώρα που κλείνεις τα μάτια η μεγαλύτερη εμπειρία είναι να πεις πόσο ωραία ζήσαμε τελικά – που είναι πολύ σημαντικό.
Σ.Τ.: Αυτό είναι ιδανικό να ακούγεται. Αλλά θέλει κανείς να πεθάνει;
Β.Κ.: Όχι, αλλά μπορώ να φανταστώ αυτόν τον κόσμο χωρίς εμένα.
Σ.Τ.: Εγώ ίσως είμαι αφιλοσόφητος εντελώς, αλλά, παρότι δεν με ενδιαφέρει καθόλου, ούτε ματαιοδοξίες έχω ότι θα αφήσω ίχνη, θέλω να είμαι εδώ, να βλέπω το φως, τον αέρα, τους δρόμους, τα αυτοκίνητα… Δεν έχω χορτάσει τις εικόνες αυτές.
Β.Κ.: Και δεν μπορούμε να τις χορτάσουμε έτσι; Είμαστε φτιαγμένοι γι’ αυτές τις εικόνες.
Σ.Τ.: Γι’ αυτό ρωτάω εσένα.
Β.Κ.: Έχω την εντύπωση ότι έχω ολοκληρώσει τον κύκλο μου. Δηλαδή, κλείνω. Και βλέπω τον ορίζοντα, πλησιάζω προς τον ορίζοντα. Γλυκόπικρο αυτό το πράγμα.
Σ.Τ.: Η δημιουργία;
Β.Κ.: Θα την εγκαταλείψω κάποια στιγμή. Νομίζω ότι έκανα αρκετά. Αυτό το κείμενο, αυτό το γράμμα για τον Ρόμπερτ είναι νομίζω η ακραία μου, πως να το πω, άσκηση και ασκητική. Φτάνει.
PODCAST:
O BΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ «ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΡΟΜΠΕΡΤ»
Ήταν άραγε άλλο ένα μυθιστόρημα αυτό το γραπτό που έφτανε κεφάλαιο-κεφάλαιο στα χέρια του ανυποψίαστου επιμελητή εκδόσεων ή μήπως μια αληθινή ιστορία; Μια ιστορία που έμοιαζε παραδόξως να τον αφορά.
Όταν μέσα από τα παιδικά του μάτια άρχισε να ανακαλύπτει τον κόσμο, ήχησαν οι σειρήνες του πολέμου. Όλα τότε σταμάτησαν με βία και η ζωή δεν ήταν πια ίδια. Kι αυτός ξεκινούσε απ’ την αρχή, χωρίς τους φυσικούς του προστάτες, σ’ έναν καινούργιο, άγνωστο κόσμο, χαμένος ανάμεσα στο καλό και το κακό, την αγάπη και το μίσος, την πραγματικότητα και τις ψευδαισθήσεις, μέχρι τη μεγάλη προσωπική του ήττα. Αυτό που έμενε ήταν οι υποσχέσεις που έπρεπε να τηρηθούν ως ένα ελάχιστο χρέος, έστω και σ’ έναν άλλο χρόνο, έστω κι αν εκείνη δεν περίμενε πια.
Η Νήσος, ένα ειδυλλιακό ψαρονήσι, έχει γίνει καλοκαιρινός προορισμός του διεθνούς τζετ σετ. Ο αστυνόμος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών Αττικής Χριστόφορος Μάρκου περνάει εκεί την άδειά του, όταν κατά τη διάρκεια ενός πάρτι η Λούσι Ντέιβις, μια νεαρή Αγγλίδα δημοσιογράφος, βρίσκεται δολοφονημένη στην αποθήκη της οικοδέσποινας.
Με το νησί αποκλεισμένο από τον άνεμο, ο Μάρκου ψάχνει το κίνητρο και τον δράστη στα μυστικά, τα ψέματα και τα κουτσομπολιά του «κλειστού κύκλου της Νήσου» και σε ένα μυθιστόρημα με κλειδί που έγραφε το θύμα.
Η επιφανειακή ηρεμία του νησιού διαταράσσεται ενώ ένα ακόμη ανεξιχνίαστο έγκλημα από το παρελθόν θα περιπλέξει την υπόθεση.
Καθώς η λίστα των νεκρών μεγαλώνει, θα κατορθώσει ο Μάρκου να βρει τον δολοφόνο προτού αυτός καταφέρει να ξεφύγει με το επόμενο πλοίο της γραμμής;
Πέμπτος όροφος της Νομικής Αθηνών, Τομέας Εγκληματολογίας. Ο υποψήφιος διδάκτορας Άγγελος Κονδύλης ανακαλύπτει το πτώμα της Οχιάς, κατά κόσμον καθηγήτριας Λαμπρινής Σιώμου, πριν δολοφονηθεί κι αυτός με τη σειρά του.
Ο αστυνόμος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών Αττικής Χριστόφορος Μάρκου, απόφοιτος του τομέα και παλιός γνώριμος των θυμάτων, αναλαμβάνει την έρευνα της διπλής ανθρωποκτονίας.
Κινούμενος στο σκοτάδι του πέμπτου ορόφου, σ’ έναν λαβύρινθο μυστικών, διαπλοκής, προσωπικών εμπαθειών κι ακαδημαϊκών φιλοδοξιών, καλείται να ανακαλύψει με τη βοήθεια ενός «πασπαρτού» ποιος μετέτρεψε το κτίριο του πανεπιστημίου σε σκηνικό δολοφονιών, και ν’ απαντήσει: Υπάρχει, τελικά, το τέλειο έγκλημα;
Μετά από σαράντα χρόνια καριέρας, η αποχαιρετιστήρια συναυλία της μεγαλύτερης Ελληνίδας σταρ μετατρέπεται σε πύρινο εφιάλτη.
Ο αστυνόμος Χριστόφορος Μάρκου καλείται να ανακαλύψει ποιος κρύβεται πίσω από τις απειλές, τα παρ’ ολίγον μοιραία ατυχήματα και τον τραγικό θάνατο επί σκηνής της τραγουδίστριας Νένης Βαντά στην παραλία της Βουλιαγμένης.
Τυφλωμένος από το φως των προβολέων που καλύπτουν ένα λαίμαργο σκοτάδι και ένοχα μυστικά, θα καταφέρει ο έμπειρος αστυνόμος να ξετυλίξει το κουβάρι της πρωτόγνωρης για τα ελληνικά δεδομένα υπόθεσης;
Μπορούμε να έχουμε έγκυρη γνώση του παρελθόντος αφού αυτό δεν υπάρχει πια; Τι είναι τα γεγονότα και σε τι διαφέρουν από τα συμβάντα; Η ιστοριογραφία ανακαλύπτει τις ιστορίες που διηγείται ή τις φιλοτεχνεί; Πώς μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στις σκέψεις και στις προθέσεις ιστορικών υποκειμένων; Τι εννοούμε όταν λέμε «θα μας κρίνει η ιστορία»; Μοιάζουν οι ιστορικοί με δικαστές, με ψυχαναλυτές ή με ντετέκτιβ; Μπορεί πεποιθήσεις του παρελθόντος που μας φαίνονται σήμερα παράλογες να ήταν εύλογες και ορθολογικές; Πώς να κατανοήσουμε την αντικειμενικότητα στην ιστορία; Ως ουδετερότητα, ως αμεροληψία, ως απόλυτη σύλληψη της πραγματικότητας; Είναι η ουδετερότητα αρετή για τον/την ιστορικό; Είναι η ιστορία επιστήμη ή μία τέχνη που διδάσκει και συγκινεί; Αν η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται όπως λέγεται συχνά, γιατί να τη μελετάμε; Αυτά και άλλα ανάλογα ερωτήματα εξετάζει η φιλοσοφία της ιστορίας όχι για να δώσει οριστικές απαντήσεις, αλλά για να φέρει στο φως και να διασαφηνίσει μέσα από φιλοσοφική ανάλυση πολλές από τις όψεις αυτών των θεμάτων ώστε να εκτιμήσουμε καλύτερα τα ιστοριογραφικά κείμενα, να απολαύσουμε πιο στοχαστικά τις ιστορικές αφηγήσεις και γα κατανοήσουμε πληρέστερα τις διαμάχες σχετικά με την ιστορία.
Ορκισμένος να μη γελάσει αν δεν ελευθερωθεί η Κρήτη, ο Καπετάν Μιχάλης ζει στο Μεγάλο Κάστρο στα τέλη του 19ου αιώνα, με τη φήμη του αγριμιού να τον συνοδεύει σε κάθε του στιγμή.
Ο ίδιος όμως δείχνει να χάνει τη συγκέντρωσή του και να απομακρύνεται από τις αξίες του όταν γνωρίζει την Εμινέ, σύζυγο του αδερφοχτού του Νουρήμπεη, σαν να τον κυριεύει ένας «δαίμονας» άγνωστος σε εκείνον μέχρι τότε.
Καθώς η τεταμένη κατάσταση ανάμεσα σε Οθωμανούς και Χριστιανούς στο νησί καταλήγει σε μια σειρά γεγονότων που θα οδηγήσει στην επανάσταση του 1889, ο Καπετάν Μιχάλης βρίσκεται να αναζητά την ελευθερία σε έναν ακόμη τομέα…
Εδώ ληξιαρχείο. Καταγραφή ονομάτων. Με τη σειρά ή ανάκατα. Άτσαλα. Εδώ σταθμός, εδώ σταθμός. Πάγκοι παλιοί, ξύλινοι. Στη σειρά, περιμένουν. Συγγενείς και φίλοι. Πιο πολύ, μένουν. Όχι περιμένουν. Μένουν. Απλά. Σαν να ‘ναι μια σειρά από σπασμένα ενθύμια. Πολύ παλιά και πολύ σπασμένα. Στα δύο. Στα οχτώ. Στα δεκάξι. Παλιά ενθύμια για να διαγωνίζεται η μνήμη. Και μια φωτογραφία με ήλιο.
«Ο γιος μου», λέει με περηφάνια. Σταθερά και με περηφάνια. Περσινή. Πού θα πεί «φανταστείτε τον εφέτος». Δυο μέτρα. Ξανθός. Γαλανός. Τραγουδούσε. «Έχεις φωνή», του ‘λεγαν. Αυτός γελούσε. «Εγώ θα χτίζω πόλεις», έλεγε. Τώρα εκτεθειμένος μπροστά στους ξύλινους παλιούς πάγκους. Στο ληξιαρχείο. Τμήμα θανάτων. Εκτεθειμένος. «Χαράλαμπος Ευλαμπίδης». Τραγουδούσε. Το ληξιαρχείο είναι σκοτεινό. Τα ξανθά του μαλλιά φαίνονται μαύρα. Τα γαλάζια του μάτια δεν φαίνονται καθόλου. ‘Άσπρα. «Είναι ο γιος μου», ξαναλέει η γυναίκα με τα μαύρα. Περσινή φωτογραφία. Ήρεμα και περήφανα. «Μπάμπη τον φώναζαν. Πρώτος στο τραγούδι. Στη Σχολή είχε μπει τρίτος. Έχτιζε πολιτείες στο μυαλό του. Δυο μέτρα ήταν. Ο γιος μου. Κοιτάξτε».
Χρόνια τώρα, κάθε φορά, που γίνονται οι συζητήσεις για το Πολυτεχνείο, μένω στο τέλος τους με την ίδια απορία. Πώς είναι δυνατόν τελικά να αντιστρέφεται μια τόσο απτή, κατά την άποψή μου, αλληλουχία γεγονότων και να μην κρατάμε το καίριο! Το Πολυτεχνείο δεν θα είχε την ξεχωριστή θέση του στην ιστορική διαδρομή της μεταπολεμικής Ελλάδας αν τη δεύτερη ημέρα της κατάληψης οι φοιτητές που ανήκαν στις αντιστασιακές οργανώσεις της Αριστεράς δεν κατάφερναν να αντιστρέψουν το χαρακτήρα που έπαιρνε με τα αιτήματα και τα συνθήματα που προωθούσαν οι υπεραριστεροί και οι αναρχικοί. . . Αυτή ακριβώς η συμπύκνωση των στόχων της εξέγερσης στα δύο καίρια αιτήματα ευρύτερης κατανόησης και αποδοχής – πτώση της δικτατορίας και απαλλαγή από τα στηρίγματά της και την εξάρτηση της χώρας – ήταν εκείνη που μετέτρεψε, με την ουσιαστική συνεισφορά του ραδιοσταθμού, τη φοιτητική έκρηξη σε παλλαϊκού χαρακτήρα ξέσπασμα ενάντια στη δικτατορία.
Όταν δεν αξίζει η ζωή μας να τη διηγηθούμε, είναι σαν να μην τη ζήσαμε. Είμαστε ακόμα ζωντανοί κι ό,τι ζήσαμε ήταν αληθινό δεν πρέπει να επιτρέψουμε να παραχαραχθεί και να αλλοιωθεί. Με την πίστη πως ό,τι έχει υπάρξει αληθινά δε γίνεται να χαθεί, θα το βρουν μπροστά τους φωτεινό οι επόμενοι, οι οπλισμένοι με μνήμη και γνώση, καταθέτω δικαιωματικά, μετά από τριάντα χρόνια, σκόρπιες σημειώσεις, ημερολόγια, ποιήματα, κείμενα και ντοκουμέντα που γράφτηκαν και διασώθηκαν κάτω από συνθήκες παρανομίας και απίστευτων δυσκολιών.
Εκθέτοντας ακόμα μια φορά τον εαυτό μου, χωρίς να επέμβω και να αλλάξω το παραμικρό, για να φανεί η ατμόσφαιρα και το κλίμα μιας τρυφερά επαναστατημένης και εξεγερμένης γενιάς που δημιούργησε το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα. Κι έτσι μιλάνε μόνα τους τα κείμενα – σπαράγματα, με τη φωνή ενός εικοσιτριάχρονου φοιτητή τότε και ενός ανθρώπου σήμερα που ζει τη ζωή του σαν να τη θυμάται σε ένα διαρκές παρόν.
Πενήντα χρόνια μετά, διαβάστε γιατί χωρίς το Πολυτεχνείο δε θα υπήρχε η μεταπολιτευτική δημοκρατία.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν μία αυθόρμητη –χωρίς κομματική καθοδήγηση– κορύφωση στον αγώνα για ελευθερία και δημοκρατία. Εγγράφηκε με δύναμη στη λαϊκή συνείδηση, επειδή εμπεριείχε την έννοια της “θυσίας”, η οποία λειτουργεί σαν σηματοδότης για έθνη και λαούς. Είναι από τα ιστορικά γεγονότα που έχει ζωτική ανάγκη κάθε λαός για να διατηρεί τον αυτοσεβασμό του.
Το φοιτητικό κίνημα είναι εκείνο που εξανάγκασε τον δικτάτορα Παπαδόπουλο να δρομολογήσει το πείραμα Μαρκεζίνη για να νομιμοποιήσει πολιτικά το καθεστώς του. Εάν εκείνος ο ελιγμός είχε επιτύχει, η Ελλάδα θα είχε εγκλωβιστεί σε έναν κηδεμονευόμενο κίβδηλο κοινοβουλευτισμό. Η εξέγερση του Νοέμβρη άνοιξε τον δρόμο για την πτώση της δικτατορίας, έστω κι αν τον ρόλο καταλύτη έπαιξε η τραγωδία της Κύπρου. Με αυτή την έννοια, το Πολυτεχνείο είναι ο ιδρυτικός “μύθος” της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Κάθε μεγάλο ιστορικό γεγονός, άλλωστε, προσλαμβάνει διαστάσεις “μύθου”. Χωρίς το Πολυτεχνείο, η Ελλάδα πιθανόν να είχε ακολουθήσει δρόμο παρόμοιο με αυτόν της Χιλής: Ο αιματοβαμμένος δικτάτορας Πινοσέτ ανέλαβε με πραξικόπημα το 1973 και παρέμεινε στην εξουσία (ως πρόεδρος και αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων) μέχρι το 1998! Δεν πήγε ποτέ φυλακή!
Οι πολιτικοί ταγοί της Μεταπολίτευσης οφείλουν τη σταδιοδρομία τους στο “ριζοσπαστικό ρεύμα” του φοιτητικού κινήματος, το οποίο επέβαλε την κατάληψη. Αν δεν είχε μεσολαβήσει το Πολυτεχνείο, τα κόμματα θα ήταν υποχρεωμένα να πολιτεύονται τουλάχιστον για οκτώ χρόνια στο ασφυκτικό πλαίσιο των υπερ-υπερεξουσιών του δικτάτορα-προέδρου Παπαδόπουλου.
Ο Σταύρος Λυγερός, ως μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, δίνει τη δική του πολιτική και προσωπική κατάθεση για εκείνα τα γεγονότα.
Η εξέγερση μέσα από τις καταθέσεις συγγενών νεκρών, τραυματιών και αυτοπτών μαρτύρων – Aστυνομικά ντοκουμέντα για τους νεκρούς και τους τραυματίες.
Πολυτεχνείο 1973. Πενήντα χρόνια μετά, 23 συγγενείς νεκρών, 133 τραυματίες, 2 συγγενείς τραυματιών και 25 αυτόπτες μάρτυρες δολοφονιών και τραυματισμών παίρνουν ξανά τον λόγο. Οι ξεχασμένες καταθέσεις τους στα δικαστήρια ζωντανεύουν το μεγαλείο της εξέγερσης μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, δρόμο τον δρόμο, αλλά και τη δολοφονική καταστολή της από την αστυνομία και τον στρατό, η οποία είχε όλα τα χαρακτηριστικά ατιμώρητων καθεστωτικών εγκλημάτων πολέμου.
Μέσα από την πολυφωνική αφήγηση προσωπικών βιωμάτων, αναδεικνύονται όλες οι συνισταμένες της διαλεκτικής ενός λαϊκού ξεσηκωμού, από τη συνειδητή μάχιμη συμμετοχή μέχρι τη συμπτωματική παρουσία στα διαρκώς μετατοπιζόμενα πεδία των ταυτόχρονων συγκρούσεων. Αποτυπώνονται λεπτομέρειες και στιγμιότυπα, πολύτιμες ψηφίδες της εξέγερσης, αναγκαίες για μια κατά το δυνατόν ολιστική εξιστόρηση της ενιαίας και αδιαίρετης δράσης των «εντός» και των «εκτός» του Πολυτεχνείου εξεγερμένων.
Μέσα από τη φωτιά των φραγμάτων πυρός ξεπροβάλλουν το μέγα πάθος, η επίμονη μαχητικότητα και η συντροφική αλληλεγγύη των ανθρώπων που βρέθηκαν να διαδηλώνουν δίπλα δίπλα, να σώζουν τραυματίες και τελικά να πεθαίνουν ή να τραυματίζονται και οι ίδιοι, χωρίς να ξέρει ο ένας το όνομα τουάλλου: στοιχεία που προσέδωσαν στην αυθόρμητη εκκίνηση της φοιτητικής κατάληψης τον χαρακτήρα γνήσιας λαϊκής εξέγερσης.
Η έκταση της φονικής καταστολής επιπλέον τεκμηριώνεται με άκρως απόρρητα αστυνομικά και άλλα έγγραφα από τον «Φάκελο 650» του Γραφείου Εθνικής Ασφάλειας τα οποία αναφέρονται:
στους «αναγνωρισμένους» από την αστυνομία νεκρούς,
σε 320 τραυματίες που καταγράφτηκαν σε καταστάσεις νοσοκομείων και κλινικών,
σε 510 τραυματίες που περιλαμβάνονταν σε καταστάσεις της Ασφάλειας.
Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
To βιβλίο αυτό είναι μια συλλογή ατομικών βιωματικών αφηγήσεων με θέμα την Εξέγερση του Πολυτεχνείου (14-18 Νοεμβρίου 1973). Αποτελείται από ογδόντα τέσσερα απομαγνητοφωνημένα κείμενα προφορικών μαρτυριών-συνεντεύξεων με ισάριθμους αφηγητές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από τα τέλη του 2010 έως και το φθινόπωρο του 2020. Πρόκειται για μια συστηματική μελέτη προφορικής ιστορίας με βάση επάλληλα κριτήρια αντιπροσωπευτικότητας όσον αφορά τη συμμετοχή στα γεγονότα, που τη συναπαρτίζουν μαρτυρίες από γυναίκες και άντρες, φοιτήτριες και φοιτητές, συνδικαλιστές του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, μέλη παράνομων οργανώσεων, μαθητές, εργάτες, διαδηλωτές που τραυματίστηκαν από σφαίρες, αυτόπτες μάρτυρες και στρατιωτικούς. Βασικός στόχος του βιβλίου είναι να αποτελέσει ένα σώμα πληροφοριών, που θα καλύψει ορισμένα από τα κενά της έρευνας γύρω από την Εξέγερση του Πολυτεχνείου, και παράλληλα να συμβάλει στη διατήρηση της μνήμης ενός από τα πιο εμβληματικά γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας, το οποίο συνεχίζει να είναι αντικείμενο έντονων φορτίσεων αλλά και να υπόκειται σε διάφορες στρεβλώσεις και ποικίλες αναθεωρήσεις.
Ποια ήταν η σχέση των νέων στην Ελλάδα της Δικτατορίας με την κουλτούρα της διαμαρτυρίας του Μάη του ’68; Σε ποιο βαθμό ήταν σε επαφή με τον πολιτικό ριζοσπαστισμό, αλλά και με τη μαζική κουλτούρα της εποχής, ή αλλιώς με “τα παιδιά του Μαρξ και της Κόκα Κόλα”;
Αυτή η μελέτη ανιχνεύει τις πολιτισμικές ροές και τη διάδραση ανάμεσα στις διεθνείς και τις τοπικές διαστάσεις του ελληνικού φοιτητικού κινήματος στη “μακρά” δεκαετία του εξήντα, υπογραμμίζοντας τη σχέση του με τα κινήματα αμφισβήτησης στο εξωτερικό. Παρουσιάζει διεξοδικά τη νεανική έκρηξη της “Γενιάς του Ζήτα”, τη δράση των παράνομων οργανώσεων ενάντια στο καθεστώς των Συνταγματαρχών και τη μαζική φοιτητική κινητοποίηση στις αρχές του ’70. Αναλύει πώς “τα παιδιά της Δικτατορίας”, κινούμενα στο μεταίχμιο μεταξύ πρωτοπορίας και παράδοσης, αξιοποίησαν τα κενά και τις ασυνέχειες του αυταρχικού καθεστώτος, συνδιαμορφώνο ντας το αριστερό παράδειγμα της εποχής, συχνά σε αντίθεση με την κοινωνική τους προέλευση. Το βιβλίο περιγράφει τις διαδικασίες με τις οποίες ο πολιτισμός συνυφάνθηκε με την πολιτική – δημιουργώντας ένα νέο “τρόπο ζωής”, όπου το όραμα μιας ευρύτερης πολιτικής αλλαγής συνδυαζόταν με το μετασχηματισμό της καθημερινής πραγματικότητας. Έτσι, χαρτογραφεί την πορεία προς την εξέγερση του Πολυτεχνείου, εντάσσοντας για πρώτη φορά την ελληνική περίπτωση στο ευρύτερο πλαίσιο των σίξτις. Kαταδεικνύει επίσης -χωρίς να εξωραΐζει- πώς, σε αντίθεση με την πρόσφατη δαιμονοποίησή της, η περίφημη “Γενιά του Πολυτεχνείου” αναδείχτηκε σε βασικό φορέα εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Καίρια συμβολή της μελέτης είναι η ανάλυση της μνήμης των γεγονότων αυτών μέσα από την προσωπική μικροϊστορία και τη βιωμένη εμπειρία των πρωταγωνιστών τους, η οποία αναδεικνύει τον κομβικό ρόλο που κατέχει το παρελθόν στο σήμερα.