Βλέπετε 61–75 από 138 αποτελέσματα

Ιστορία

Ελευθερία Κόλλια

Στα χρόνια του Χρήστου Λαμπράκη Μαρτυρίες και αφηγήσεις για τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη 1957-2017

61 πρόσωπα (Λένα Σαββίδη, Γιάννης Μαρίνος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Γιάννης Πρετεντέρης, Ηλίας Νικολακόπουλος, Λιάνα Κανέλλη, Πέτρος Ευθυμίου, Παύλος Τσίμας κ.ά.) ξετυλίγουν την ιστορία του ΔΟΛ.

29.70

Νικόλας Μανιτάκης

Το 1915, το εκπαιδευτικό παράρτημα της Γαλλικής Σχολής Αθηνών που είχε ανοίξει τις πύλες του λίγα χρόνια νωρίτερα μετονομάστηκε σε “Ινστιτούτο” (Ανώτερο Ινστιτούτο Γαλλικών Σπουδών), μετεξελισσόμενο σιγά-σιγά σ’ έναν νέου τύπου εκπαιδευτικό και πολιτιστικό θεσμό, με ειδικές λειτουργίες, όπως η κατάρτιση των διδασκόντων γαλλικής γλώσσας και η διοργάνωση διαλέξεων γαλλικής λογοτεχνίας.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, το ίδρυμα της οδού Σίνα θα αναπτύξει ολοένα και πιο εξωστρεφή δράση, εξελισσόμενο στον κυριότερο δίαυλο διάχυσης του γαλλικού πολιτισμού και της γαλλικής πνευματικής παραγωγής στην Ελλάδα, σε μια περίοδο κατά την οποία η Γαλλία εξακολουθούσε να ασκεί κυρίαρχη επιρροή. Η Κατοχή όχι μόνο δεν θα ανακόψει την ανοδική πορεία του Γαλλικού Ινστιτούτου, αλλά θα του επιτρέψει να ενδυναμώσει τις σχέσεις του με τον ντόπιο πληθυσμό και ιδιαίτερα με τη σπουδάζουσα νεολαία και με κύκλους αντιστεκόμενων διανοουμένων και καλλιτεχνών. Μετά το 1945 και έως το τέλος της θητείας του πρώτου και μακροβιότερου διευθυντή του, Octave Merlier, η πορεία του ινστιτούτου θα είναι εξίσου εντυπωσιακή: νέες δραστηριότητες, έκδοση βιβλίων, βιβλιογραφική καταγραφή και ερευνητικές εργασίες, θα είναι ορισμένες μόνο από τις νέες δράσεις του ινστιτούτου, το οποίο κατάφερνε να μεσουρανεί σε μια περίοδο δυναμικής διείσδυσης της αγγλικής γλώσσας και ενός αναδυόμενου τότε πολιτιστικού εξαμερικανισμού.

Το παρόν βιβλίο μελετά αυτήν ακριβώς την περίοδο της ιστορίας του ιδρύματος καθώς και ευρύτερα ζητήματα των ελληνογαλλικών σχέσεων στον 20ό αιώνα βασίζεται κυρίως εκ αδημοσίευτα ή ανεκμετάλλευτα τεκμήρια και φωτίζει με νέους τρόπους όσα ήδη γνωρίζαμε ή έχουμε ακούσει από τους πολυάριθμους μαθητές που σπούδασαν εκεί από την ίδρυσή του έως σήμερα.

24.90

Βρασίδας Καραλής

Το βιβλίο αυτό αφηγείται την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου από τη γέννησή του, στις αρχές του 20ού αιώνα, μέχρι τις μέρες μας. Επιχειρεί να ξεκαθαρίσει το υλικό ―το οποίο είναι τεράστιο και σε εντυπωσια­κό βαθμό ανεξερεύνητο―, με σκοπό να παρουσιά­σει, πέρα από το εξειδικευμένο ή το περιστασιακό, το απόσταγμα: αυτό που ξεχωρίζει και που καθίσταται σύμβολο μιας γενικής τάσης, ψηφίδα μιας συλλογικής απάν­τησης.

Στόχος είναι να αναδειχθούν τα ίδια τα κινηματογραφικά έργα, οι προσω­πικότητες πίσω από αυτά, το ιστορικό πλαίσιο, και η συνάφεια με τις διεθνείς τάσεις. Το βιβλίο σχετικοποιεί τη διάκριση μεταξύ εμπορικού σινεμά και κινηματογράφου τέχνης, μελετώντας και είδη όπως η κωμωδία, το μελό­δραμα ή το μιούζικαλ. Παράλληλα, εξετάζει ερωτήματα σχετικά με την κοινωνική τάξη, την πολιτισμική μνήμη και το φύλο, προτείνοντας ερμηνείες στο ευρύτερο πλαίσιο της εγχώριας πνευματικής ιστορίας και της ιστορίας των ιδεών στην Ευρώπη.

Ο ελληνικός κινηματογράφος υπήρξε αναμφίβολα εξαιρετικά παραγωγικός και λαοφιλής: για ένα διάστημα παρήγε περισσότερες ταινίες ανά άτομο από το Χόλλυγουντ, ενδεχομένως και απ’ οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο, ενώ υπήρχαν χρονιές που στην Ελλάδα κόβονταν πάνω από 100 εκατομμύρια εισι­τήρια. Την ίδια στιγμή μαστιζόταν από μια διαρκή τάση προς την εσωστρέφεια, η οποία ωστόσο δεν συνοδευόταν από μια διάθεση κριτικής αυτοεξέτασης, αλλά συχνά εκφυλιζόταν σε μια παιδιάστικη και άγονη ­αυτοϋποτίμηση.

Το βέβαιο είναι ότι το ελληνικό σινεμά έδωσε πολλές θαυμάσιες ταινίες, ορισμένες εκ των οποίων θα μπορούσαν άνετα και με σιγουριά να χαρακτηριστούν «μεγάλες ταινίες» του ευρωπαϊκού ή ακόμη και του παγκόσμιου κανόνα. Το σημαντικότερο επίτευγμα, πάντως, του ελληνικού κινηματογράφου ―επίτευγμα που κατέστη δυνατό χάρη στο επίμονο όραμα και το ηθικό σθένος ορισμένων εξαιρετικών κινηματογραφιστών― ήταν ότι κατά­φερε να διαμορφώσει και να εδραιώσει ένα εικονοπλαστικό ιδίωμα ικανό να αποτυπώσει την ελληνική εμπειρία, με όλη της την αντιφατικότητα και πολυσχιδία, σε μια συνεκτική οπτική γλώσσα.

22.49

Χριστίνα Πετροπούλου

Πε­ρι­φρο­νη­μέ­νη για χρό­νια από την ηγε­μο­νι­κή κουλ­τού­ρα, άγνω­στη ακό­μη και στον κο­ντι­νό πε­ρί­γυ­ρο, σή­με­ρα η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα της Κα­λα­βρί­ας, γκρέ­κο/γκρε­κά­νι­κα, ανε­ξαρ­τή­τως του εάν ομι­λεί­ται και σε ποιο βαθ­μό, με ανα­κτη­μέ­νο το γλωσ­σι­κό κύ­ρος και το κοι­νω­νι­κό της γό­η­τρο, έχει επα­νέλ­θει δυ­να­μι­κά στο προ­σκή­νιο της κοι­νω­νι­κής, πο­λι­τι­κής και οικο­νο­μι­κής ζω­ής της Κα­λα­βρί­ας. Ακό­μη και οι εξαί­σιοι Πο­λε­μι­στές του Ρι­ά­τσε σε αυτήν τη γλώσ­σα μας προ­σκα­λού­σαν την προ­η­γού­με­νη χρο­νιά (2022) να γι­ορ­τά­σου­με την 50ή επέ­τειο από την ανα­κά­λυ­ψή τους.

Από γλώσ­σα των «τε­λευ­ταί­ων», των paddèki και tamari (άξε­στοι, απο­λί­τι­στοι), όπως ο αστι­κός κό­σμος του Ρη­γίου της Κα­λα­βρί­ας (Reggio di Calabria) χα­ρα­κτή­ρι­ζε τους ορε­σί­βι­ους πλη­θυ­σμούς από τα ελ­λη­νό­φω­να χω­ριά του Ασπρο­μό­ντε κά­θε φο­ρά που κα­τέ­βαι­ναν στην πό­λη, τώ­ρα έχει ανα­χθεί σε σύμ­βο­λο μι­ας ευγε­νούς πα­ρά­δο­σης κι ενός έν­δο­ξου πα­ρελ­θό­ντος με ανα­γω­γές στη Με­γά­λη Ελ­λά­δα και στο Βυ­ζά­ντιο σύμ­βο­λο, το οποίο όλοι προ­σπα­θούν να οικει­ο­ποι­η­θούν: Δή­μοι, Σύλ­λο­γοι, πο­λι­τι­κά σχή­μα­τα, εται­ρεί­ες επι­ζη­τούν τον προσ­δι­ο­ρι­σμό γκρε­κά­νι­κο/α. Οι χθε­σι­νοί paddèki τώ­ρα είναι «τα εγ­γό­νια του Ομή­ρου» και η γλώσ­σα τους σύμ­βο­λο υπε­ρη­φά­νει­ας για όλη την Επαρ­χία του Ρη­γίου –αν όχι για όλη την Κα­λα­βρία.

Η χρή­ση του πα­ρελ­θό­ντος και πώς αυτό επι­στρα­τεύ­ε­ται για να κα­λύ­πτει ανά­γκες του πα­ρό­ντος δεν είναι πρω­το­φα­νές στην αν­θρώ­πι­νη ιστο­ρία. Το ερώ­τη­μα είναι πώς φθά­σα­με ως εδώ, στη ση­με­ρι­νή «ανα­γέν­νη­ση» του γκρέ­κο και στα ποι­κί­λα τε­κται­νό­με­να γύ­ρω από αυτό. Απά­ντη­ση σε αυτό –και σε άλ­λα συ­να­φή– έρ­χε­ται να δώ­σει το βι­βλίο αυτό. Αφη­γού­με­νο τις πε­ρι­πέ­τει­ες της γλώσ­σας και του κό­σμου της –μέ­σα από μία πο­λυ­ε­τή επι­τό­πια έρευ­να– έρ­χε­ται να προ­σθέ­σει μια μι­κρή ψη­φί­δα στο εξαι­ρε­τι­κά εν­δι­α­φέ­ρον αν­θρω­πο­λο­γι­κό μω­σα­ϊ­κό του Νό­του της γει­το­νι­κής μας χώ­ρας, κα­θώς και στην Αν­θρω­πο­λο­γία της Με­σο­γείου.

19.80

Νίκος Μαραντζίδης

Το βιβλίο αυτό διερευνά την ιστορία του ΚΚΕ κατά την περίοδο 1918–1956, δείχνοντας πόσο ο εγχώριος κομμουνισμός συνδέθηκε με τις διεθνείς εξελίξεις. Η ιστορία του ΚΚΕ φανερώνει τον ρόλο που διαδραμάτισε η Μόσχα στους κόλπους των διαφόρων κομμουνιστικών κομμάτων της νοτιοανατολικής Ευρώπης, καθώς, όπως δείχνει ο Νίκος Μαραντζίδης, οι διεθνείς θεσμοί του κομμουνισμού (καθοδηγητικό κέντρο στη Μόσχα, Κομιντέρν, Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία, Κομινφόρμ, αδελφά κόμματα στα Βαλκάνια) δεν υπήρξαν απλοί εξωγενείς παράγοντες που επηρέασαν τον προσανατολισμό και τις πολιτικές επιλογές τους.

Βασισμένο στην έρευνα αδημοσίευτων και δημοσιευμένων αρχειακών υλικών που βρίσκονται στην Ελλάδα, τη Ρωσία, την Ανατολική και Δυτική Ευρώπη, καθώς και στις χώρες των Βαλκανίων, το βιβλίο ανιχνεύει τις αλληλεπιδράσεις του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος με τα αδελφά κόμματα των γειτονικών κρατών και με τους περιβόητους ανώτατους καθοδηγητές τους στη Σοβιετική Ρωσία του Στάλιν. Ο Μαραντζίδης δείχνει ότι, καθώς τα όρια μεταξύ του εθνικού και του διεθνούς στον κομμουνιστικό κόσμο δεν ήταν σαφή, οι διεθνείς θεσμοί, τα σοβιετικά γεωπολιτικά συμφέροντα και οι στρατηγικές των αδελφών κομμάτων διαμόρφωσαν με ουσιαστικό τρόπο την ηγεσία του ΚΚΕ, τον χαρακτήρα του ως κόμματος και την εκ μέρους του λήψη αποφάσεων, καθώς και τον τρόπο ζωής των υποστηρικτών του στην πορεία του χρόνου.

18.98

Άντα Διάλλα

Εισάγοντας το ελληνικό 1821 σε ένα ευρύτερο χωρικό πλαίσιο, πέραν του συνήθους δυτικοκεντρικού, το βιβλίο αυτό αναδεικνύει εκ νέου και με κριτική ματιά την ιστοριογραφικά παραμελημένη ρωσική/ευρασιατική οπτική. Μελετά τις πολυεπίπεδες διαπολιτισμικές σχέσεις των ελληνόφωνων ορθοδόξων υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Ρωσική Αυτοκρατορία κατά τη λεγόμενη Εποχή των Επαναστάσεων και εξετάζει τα πολλαπλά νήματα που συνδέουν ένα τοπικό φαινόμενο, την επανάσταση του 1821, με περιφερειακές και παγκόσμιες διαδικασίες. Κεντρική είναι εδώ η έννοια της Αυτοκρατορίας, η οποία προϋποθέτει μεταξύ άλλων τη διεθνική οπτική και προσφέρει μια μεσαία κλίμακα μελέτης μεταξύ τοπικού και παγκόσμιου.


Έτσι η Ρωσία δεν εμφανίζεται μόνο ως μια μεγάλη δύναμη ομόδοξη προς τους εξεγερμένους, αλλά και ως μια υβριδική σύγχρονη αυτοκρατορία, με σημαίνοντα ευρωπαϊκό, ευρασιατικό και παγκόσμιο ρόλο. Ο ρόλος αυτός ως προς τους ελληνόφωνους ορθόδοξους της Υψηλής Πύλης εξετάζεται σε τρεις διαφορετικούς χρόνους: το 1770 (μεγάλη διάρκεια), που είναι η αρχή της ρωσικής παρουσίας στη Μεσόγειο και της βαρύνουσας σημασίας της στις περαιτέρω ιστορικές διεργασίες στην περιοχή· το 1815 (μέση διάρκεια), που σηματοδοτεί τις πολιτικές του Αλέξανδρου Α’  και των στενών του συνεργατών στην οικοδόμηση της μεταναπολεόντειας Ευρώπης· και, τέλος, το πρώτο έτος της Ελληνικής Επανάστασης, το 1821 (συγκυρία), όπου η ρωσική διπλωματία –με δυναμικούς ελληνόφωνους στην υπηρεσία της, όπως ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο Αλέξανδρος Στούρτζας και το δίκτυο των ελληνόφωνων ρωσικών προξένων στα επαναστατημένα μέρη– θέτει σε μεγάλο βαθμό τους όρους για την πρόσληψη του αγώνα των Ελλήνων στο διεθνές πεδίο ως ενός εθνικού πολέμου που στοχεύει στην απελευθέρωση από τον «αλλόθρησκο ζυγό».

18.98

Τόνυ Τζαντ

Σε αυτό το σύντομο και πυκνό δοκίμιο, ένας σπουδαίος ιστορικός μας αφηγείται την ιστορία των σιδηροδρόμων και αναδεικνύει τη σημασία τους στον νεότερο πολιτισμό, που δεν περιορίζεται βέβαια στη διευκόλυνση των μετακινήσεων και των μεταφορών. “Κανένας άλλος τεχνολογικός σχεδιασμός ή κοινωνικός θεσμός δεν αντιπροσωπεύει τη νεωτερικότητα όσο ο σιδηρόδρομος”, γράφει χαρακτηριστικά ο Τόνυ Τζαντ. Τα τρένα, πέρα από την προφανή συμβολή τους στην οικονομική δραστηριότητα, μεταμορφώνουν τις πόλεις, αλλάζουν την κοινωνία και τη ζωή των ανθρώπων, τη σχέση τους με τον χώρο, τον χρόνο, τον εαυτό τους και τους άλλους.

Η σύγχρονη πόλη γεννήθηκε από τη μετακίνηση με το τρένο. Τα τρένα κατακτούν τον χώρο, μεταβάλλουν το ίδιο το τοπίο, το επινοούν εκ νέου. Αυτή η κατάκτηση του χώρου οδηγεί αναπόδραστα και στην αναδιοργάνωση του χρόνου. Οι πελώριοι νέοι σιδηροδρομικοί σταθμοί, ως μνημειώδεις πύλες εισόδου στις σύγχρονες πόλεις, προκαλούν βαθιές αλλαγές στην κοινωνική οργάνωση του δημόσιου χώρου. Περικαλλή έργα σπουδαίων αρχιτεκτόνων, οι σταθμοί αυτοί φανερώνουν με μόνη την ύπαρξή τους ότι τα τρένα δεν ήταν προορισμένα μόνο για μεταφορές και αναγκαίες μετακινήσεις, αλλά συνδέονταν εξαρχής με το ταξίδι ως ψυχαγωγία, ως περιπέτεια, εντέλει ως την αρχέτυπη εμπειρία του σύγχρονου κόσμου.

Η κατακτητική εμπειρία των σιδηροδρόμων θα ανακοπεί κατά τη δεκαετία του 1950. Το τρένο έχει πια ισχυρούς ανταγωνιστές το αυτοκίνητο και το αεροπλάνο και θα πέσει θύμα του εξαστισμού, τον οποίο το ίδιο είχε διευκολύνει. Εκεί όμως που το μέλλον των τρένων προμηνυόταν ζοφερό, τα πράγματα, μετά το 1990, άρχισαν να γίνονται ξανά ελπιδοφόρα. Αυτή η απροσδόκητη αναβίωση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα σημαντικά περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα του σύγχρονου τρένου. Όπως σημειώνει στο επίμετρο του βιβλίου ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, το κείμενο του Τζαντ, εκτός από ακριβές ιστορικό μελέτημα, είναι και πολιτικό δοκίμιο: “Η υπεράσπιση των τρένων είναι ουσιαστικά υπεράσπιση του δημόσιου έναντι του ιδιωτικού, της κοινωνίας των πολιτών έναντι των αγορών, της σοσιαλδημοκρατίας έναντι του νεοφιλελευθερισμού”. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Τζαντ: “Αν χάσουμε τους σιδηροδρόμους δεν θα έχουμε χάσει απλώς ένα πολύτιμο πρακτικό εφόδιο… Θα έχουμε αποδεχθεί ότι λησμονήσαμε πώς να ζούμε συλλογικά”.

7.67

Συλλογικό

«Δεν υπάρχει βιβλικός ή θεολογικός, κανονικός ή λειτουργικός, πατερικός ή ποιμαντικός λόγος που να δικαιολογεί την καθυστέρηση ή την παρεμπόδιση της πλήρους αποκατάστασης του παραδοσιακού θεσμού των διακονισσών από τη σύγχρονη Εκκλησία».

Οι μελέτες του ανά χείρας τόμου εξετάζουν από επιστημονική και εκκλησιαστική προοπτική τον θεσμό των διακονισσών της Εκκλησίας του Χριστού, τόσο κατά τους πρώτους όσο και κατά τους επόμενους αιώνες, καθώς και τις σύγχρονες αντιδράσεις και επιφυλάξεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών και άλλων χριστιανικών παραδόσεων.

Στο βιβλίο παρουσιάζονται σύγχρονες ιστορικές μελέτες από ιστορικούς διεθνούς κύρους, οι οποίες φέρνουν στην επιφάνεια αρχαιολογικά ευρήματα που δίνουν στοιχεία σχετικά με την παρουσία γυναικών στην Αγία Τράπεζα και τον ρόλο τους στη λατρεία. Τα θεολογικά κείμενα επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στη διακονική φύση της χριστιανικής μαρτυρίας και της ιεροσύνης, η οποία παραθεωρήθηκε από αιώνες πατριαρχικής νοοτροπίας και θεσμικού κληρικαλισμού και τονίζουν ότι η Εκκλησία είναι ένα μυστήριο Ευχαριστίας και όχι μια πυραμίδα εξουσίας.

22.50

Αννί Ζουρντάν

Η Γαλλική Επανάσταση ταυτίζεται με την Τρομοκρατία; Είναι, άραγε, αναπόφευκτο κάθε επαναστατικό εγχείρημα να καταλήγει στον αυταρχισμό; Η Αννί Ζουρντάν θέτει στο στόχαστρο τις κλασικές θέσεις για την Επανάσταση και προτείνει μια νέα ερμηνεία της Τρομοκρατίας. Όχι, υποστηρίζει η συγγραφέας, Επανάσταση και Τρομοκρατία δεν είναι συνώνυμα. Όχι, κάθε φιλόδοξο ιδεολογικό σχέδιο για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας δεν καταλήγει μοιραία στον αυταρχισμό, «αναγκάζοντας τους ανθρώπους να γίνουν ελεύθεροι», κατά τη διατύπωση του Ρουσσώ. Οι κλασικές θέσεις, εναντίον των οποίων εξαπολύει τα βέλη της η Ζουρντάν, έχουν ασφαλώς τις απαρχές τους στα χρόνια της Επανάστασης, αλλά αναδιατυπώθηκαν από τον Francois Furet και τους μαθητές του κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, καταλήγοντας να συγκροτήσουν την κυρίαρχη ερμηνεία για τη Γαλλική Επανάσταση στα τέλη του 20ού αιώνα.

Σήμερα, όμως, αμφισβητούνται. Πολλοί ιστορικοί, συμφωνώντας με την Αννί Ζουρντάν, αποδίδουν την επαναστατική βία στα συλλογικά πάθη, στον κλονισμό του κράτους και των θεσμών και στη συγκυρία, όχι όμως στην επαναστατική ιδεολογία. Για να κατανοήσουμε την επαναστατική βία, υποστηρίζει η Ζουρντάν, πρέπει να δούμε τη Γαλλική Επανάσταση όπως στ’ αλήθεια ήταν: ένας εμφύλιος πόλεμος. Η επαναστατική βία δεν υπήρξε κάτι το εξαιρετικό. Εκδηλώνεται σε όλες τις επαναστάσεις εκείνης της περιόδου, συμπεριλαμβανομένης της αμερικανικής. Η τρομοκρατία δεν ανάγεται αποκλειστικά στους Αβράκωτους και στους Ιακωβίνους. Όλα τα αντιμαχόμενα μέρη καταφεύγουν σε αυτήν. Στην αρχή, πολεμούν οι επαναστάτες κατά των αντεπαναστατών και, στη συνέχεια, από το 1791, οι επαναστάτες μεταξύ τους.

24.93

Χρύσα Μαλτέζου

Το 1204, πολεμιστές από τη δυτική Ευρώπη με σύμβολο τους τον σταυρό ­κατέλαβαν την πρωτεύουσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, κατέλυσαν τη βυζαντινή έννομη τάξη και λεηλάτησαν με μανία την πλουσιότερη πολιτεία του μεσαιωνικού μεσογειακού κόσμου. Οι οδυνηρές για τις τύχες του ελληνικού κόσμου συνέπειες της τέταρτης σταυροφορίας είναι γνωστές. Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, οι σταυροφόροι, Φράγκοι και Βενετοί, μοίρασαν μεταξύ τους τα εδάφη της Ρωμανίας, εγκαθιδρύοντας στον ελληνικό χώρο την ξένη κυριαρχία. Η διείσδυση και επικράτηση της Δύσης στην Ανατολή αποτελεί ένα από τα πιο σπουδαία κεφάλαια της ιστορίας της Ευρώπης.

Θεωρούμενη μέσα από το πρίσμα της καθολικότερης ευρωπαϊκής ιστορίας, η εποχή που συνηθίζουμε να καλούμε «λατινοκρατία» και, ειδικότερα, «βενετοκρατία» αποδεικνύεται μείζων περίοδος της ελληνικής ιστορίας. Και τούτο, γιατι το ελληνικό στοιχείο παρουσιάζει στο διάστημα αυτό αφενός προσαρμοστικότητα στις θεσμικὲς αλλαγές, με αποτέλεσμα την οικονομική εξίσωση του με τους ξένους, και αφετέρου πολιτισμική αντοχή και ευρωστία που του επιτρέπει γόνιμη επικοινωνία με τους Δυτικοευρωπαίους, οδηγώντας το εν τέλει στην παραγωγή νέας πολιτισμικής έκφρασης.

Το ιστορικό υλικό που συγκεντρώνεται στο παρόν πόνημα αποσκοπεί να λειτουργήσει ως πρόκληση για την προώθηση της έρευνας των ζητημάτων τα οποία αφορούν την περίοδο της βενετοκρατίας στον ελληνικό χώρο. Το έργο ­φιλοδοξεί να προσφέρει με εύληπτο τρόπο τόσο στον ειδικό όσο και στο ευρύ­τερο μορφωμένο κοινό μία σύνθεση των ήδη εγνωσμένων. Πρόκειται για εγχειρίδιο με αποδέκτη τον νέο σπουδαστή, αλλά και τον εξοικειωμένο ερευνητή και γενικότερα τον κάθε ενδιαφερόμενο να προσεγγίσει το ιστορικό αυτό παρελθόν.

18.00

Αλέξανδρος Κιτροέφ

Από τον πρώιμο 19ο αιώνα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του I960, οι Έλληνες αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη, την οικονομικά ισχυρότερη και την κοινωνικά και γεωγραφικά πιο ποικίλη από όλες τις ευρωπαϊκές παροικίες της Αίγυπτου. Αν και επωφελήθηκαν από τα προνόμια που δόθηκαν στους αλλοδαπούς και τον έλεγχο που άσκησε η Μ. Βρετανία, ισχυρίστηκαν παρ’ όλα αυτά ότι απολάμβαναν μια ιδιαίτερη σχέση με την Αίγυπτο και τους Αιγύπτιους και θεώρησαν ότι συνέβαλαν στον εκσυγχρονισμό της χώρας.

Οι Έλληνες και η διαμόρφωση της νεότερης Αιγύπτου είναι η πρώτη περιεκτική ιστορική αφήγηση της σύγχρονης ελληνικής παρουσίας στην Αίγυπτο από τις απαρχές της την περίοδο της κυριαρχίας του Μοχάμεντ Άλι μέχρι τις έσχατες ημέρες της επί Νάσσερ. Προσεγγίζει κριτικά την πραγματικότητα και τους μύθους που περιβάλλουν την πολύπλοκη και πανταχού παρούσα ελληνική παροικία στην Αίγυπτο, εξετάζοντας το νομικό καθεστώς των Ελλήνων, τις σχέσεις τους με τους ηγέτες της χώρας, την αλληλεπίδρασή τους τόσο με τα ηγετικά στρώματα όσο και με τους απλούς Αιγύπτιους, τις οικονομικές δραστηριότητές τους, τις επαφές τους με τις άλλες παροικίες, τους δεσμούς τους με την ελληνική πατρίδα, και τον παροικιακό βίο, ο οποίος διακρινόταν για την πλούσια και περίφημη λογοτεχνική παραγωγή και τις ευρύτερες πολιτιστικές δραστηριότητές του.

Ο Αλέξανδρος Κιτροέφ υποστηρίζει ότι, μολονότι η αυτοεικόνα των Ελλήνων ως ανθρώπων που συνεισέφεραν στην ανάπτυξη της Αιγύπτου είναι υπερβολική, υπήρξαν τρόποι με τους οποίους λειτούργησαν ως φορείς εκσυγχρονισμού, αν και από μια προνομιούχο και προστατευόμενη θέση. Ενώ δεν έλαβαν ποτέ την αναγνώριση την οποία επιθυμούσαν, οι Έλληνες ανέπτυξαν μια έντονη και γεμάτη νοσταλγία σχέση αγάπης με την Αίγυπτο αφότου οι περισσότεροι εξ αυτών υποχρεώθηκαν να την εγκαταλείψουν τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, για να επανεγκατασταθούν στην Ελλάδα ή σε ακόμα πιο μακρινούς προορισμούς.

18.00

Άννα-Μαρία Δρουμπούκη

Μετά το τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου οι εβραϊκές κοινότητες στην Ελλάδα ήρθαν αντιμέτωπες με τεράστιες δυσκολίες. Δεν ήταν μόνο το τραύμα που άφησε η Καταστροφή και οι αμέτρητες ανθρώπινες απώλειες τις οποίες έπρεπε να διαχειριστούν όσοι επέζησαν και οι οικογένειές τους. Υπήρχε ανάγκη για τη δημιουργία νέων υποδομών για όσους επέστρεφαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ ήταν επιτακτική η εύρεση σπιτιών και χώρων κοινοτικής και θρησκευτικής δράσης. Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, συνέδραμαν –όχι χωρίς προβλήματα- διεθνείς ανθρωπιστικοί οργανισμοί, όπως ο Jewish Material Claims Against Germany και η Joint Distribution Committee.

Ωστόσο, αυτή η «μηχανική της βοήθειας» συνδέεται πιο πολύ με τις γερμανικές αποζημιώσεις. Η άγονη αλληλεπίδραση με τη γερμανική γραφειοκρατία δημιούργησε έναν πάγιο κύκλο δίκαιων αιτημάτων που αν δεν ικανοποιούνταν θα προκαλούσαν βαριά πλήγματα στις εβραϊκές κοινότητες της Ελλάδας. Ο πατερναλιστικός τρόπος διαχείρισης των αιτημάτων και η πολύπλοκη, απρόσωπη γραφειοκρατία συνάντησαν την αντίδραση των κοινοτήτων, οι οποίες δεν αντιλαμβάνονταν αυτή την οικονομική βοήθεια ως «ελεημοσύνη» αλλά ως στοιχειώδη και απαραίτητη ανθρωπιστική βοήθεια, όπως γινόταν, και με μεγαλύτερα ποσά, σε άλλα κράτη της Ευρώπης.

Στο βιβλίο αυτό παρατίθεται η ιστορία της ανασυγκρότησης των Ελλήνων Εβραίων και το πολυετές μπρα-ντε-φερ με τους Γερμανούς γραφειοκράτες για να υποστηριχθεί το βασικό επιχείρημα ότι η ζωή απ’ την αρχή, το χτίσιμο των κοινοτήτων σε νέες βάσεις μετά την οριακή εμπειρία της Καταστροφής, η ανάκτηση των ελπίδων και της αισιοδοξίας, όλα αυτά προϋπέθεταν μια διαρκή αγωνία και έναν αγώνα που δεν είχε πάντοτε αυτονόητα αποτελέσματα.

14.40

Γιάννης Χαμηλάκης - Ράφαελ Γκρήνμπεργκ

Το Αρχαιολογία, έθνος και φυλή είναι ένα βιβλίο απαραίτητο, όχι μόνο για τους σπουδαστές της αρχαιολογίας και των γειτονικών της πεδίων, αλλά και για το ευρύτερο κριτικά σκεπτόμενο κοινό. Με τη μορφή ενός οξυδερκούς και ζωηρού διαλόγου ανάμεσα σε δύο κορυφαίους μελετητές, το βιβλίο συγκρίνει τη σύγχρονη Ελλάδα με το σύγχρονο Ισραήλ -δύο αρχετυπικές και καθοριστικές περιπτώσεις όπου η αρχαιολογία βρίσκεται στην καρδιά του νεωτερικού εθνικού φαντασιακού-, αναδεικνύοντας όψεις οι οποίες συχνά αποσιωπώνται από τον κυρίαρχο θεσμικό Λόγο.

Μέσα από τη διερεύνηση θεματικών όπως η αποικιοκρατική προέλευση των εθνικών αρχαιολογιών, η κρυπτοαποικιοποίηση των δύο χωρών και της αρχαιολογίας τους, ο ρόλος της αρχαιολογίας ως διαδικασίας αποκάθαρσης, και η φυλετικοποίηση της αρχαιολογικής και υλικής κληρονομιάς της Ελλάδας και του Ισραήλ, οι δύο συγγραφείς καταλήγουν στη διαπίστωση μιας επείγουσας ανάγκης για αποαποικιοποίηση και για σύναψη συμμαχιών με τις απανταχού υποτελείς κοινότητες και με νέα πολιτικά κινήματα

22.20

Αχιλλέας

Ένα βιβλίο για την ιστορία της αστυνόμευσης στην Ελλάδα.

Το βιβλίο παρακολουθεί μια ομάδα βρετανών αξιωματικών που κλήθηκαν το 1918 να δημιουργήσουν την Αστυνομία Πόλεων στην Αθήνα, τον Πειραιά, την Πάτρα και την Κέρκυρα. Έτσι ερχόμαστε σε επαφή με τα βασικά υλικά απ’ τα οποία φτιάχτηκε η ελληνική αστυνομία: τις πρώτες πεζές περιπολίες, το Τμήμα Τροχαίας Κίνησης, τους κανόνες προστασίας των ζώων, τα δακτυλικά αποτυπώματα και τη στατιστική, τις μυστικές υπηρεσίες, τις παρακολουθήσεις, την αστυνομική σχολή της Κέρκυρας, την πρώτη αστυνομική απεργία το 1929, τις εργασίες του Τμήματος Ηθών και πολλά άλλα.

Μια κοινωνική και πολιτική ιστορία της αστυνομίας, μια ιστορία για τον τρόπο με τον οποίο αναδιοργανώθηκαν οι σχέσεις κράτους και κοινωνίας στον Μεσοπόλεμο

22.26

Άννα Παναγιωταρέα

Η δραματική περιπέτεια του Ελληνισμού, από τη στιγμή που κατορθώνει να αποτινάξει την οθωμανική κυριαρχία από το νότιο τμήμα του ελλαδικού χώρου και να δημιουργήσει ανεξάρτητη εθνική-κρατική εστία (ενώ μένει έξω από τα σύνορα του ελληνικού κράτους ένα μεγάλο μέρος Ελλήνων με αναπτυγμένη τη συνείδηση της εθνικής τους ταυτότητας), εξακολουθεί να είναι και σήμερα βίωμα και όχι παρελθόν. Οι Έλληνες πρόσφυγες από την Τουρκία, από τη Βουλγαρία, την Αίγυπτο, από τη Ρωσία και τη Γεωργία, από την Κύπρο, από την Αλβανία αποτελούν ένα φλέγον θέμα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του τόπου.

Παρά τη διαφορετική τους προέλευση, οι ομάδες των προσφύγων παρουσιάζουν αρκετά κοινά σημεία. Ωστόσο, κάθε προσφυγική κοινωνία έχει τα ιδιαίτερά της χαρακτηριστικά, όχι μόνον επειδή η έξοδος υπαγορεύτηκε από ποικίλες πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και διεθνείς συγκυρίες, αλλά και γιατί αναπτύχθηκε κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Η περίπτωση των Κυδωνιατών-Αϊβαλιωτών που εξετάζω είναι εντελώς ιδιόμορφη, αφού οι Κυδωνίες είχαν πετύχει, με την ανοχή της Υψηλής Πύλης, να δημιουργήσουν μια μεγάλη, ανεξάρτητη και πραγματικά ελεύθερη ελληνική νησίδα μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η έρευνα ενός τέτοιου θέματος, το οποίο εμπίπτει στην ιστορία του μητροπολιτικού όσο και του αλύτρωτου Ελληνισμού, δεν έτυχε ως τώρα της δέουσας προσοχής. Δύο ιστορίες των Κυδωνιών που δημοσιεύτηκαν δεν ανταποκρίνονται στις επιταγές της ιστορικής επιστήμης άλλωστε, ουσιαστικά, δεν ασχολούνται με το θέμα των προσφύγων. Έτσι ξεκίνησε η συστηματική και μακροχρόνια ενασχόλησή μου με το ζήτημα των Κυδωνιατών προσφύγων οι οποίοι με οδηγούσαν συνεχώς στις πηγές της ιστορίας της αδούλωτης πόλης τους.

40.00