Βλέπετε 46–60 από 72 αποτελέσματα

Ποίηση

Μάτση Χατζηλαζάρου

Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.
Σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.
Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει
μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη.
Σ’ αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρίδερμος
κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει
τον καλπασμό του αλόγου.

18.08

Άννα Αχμάτοβα, Ζιναΐδα Γκίππιους, Μαρίνα Τσβετάγιεβα, Μίρρα Λόχβιτσκαγια, Σοφία Παρνόκ

Το όνομά μου είναι… Μίρρα, Ζιναΐδα, Σοφία, Άννα, Μαρίνα… Πέντε ονόματα, πέντε σημαντικών Ρωσίδων ποιητριών του Αργυρού αιώνα, που βρίσκουν τη θέση τους στα νεοελληνικά γράμματα, χάρη σε μια νέα μεταφραστική προσέγγιση.

 

Η Ντιάνα Καλαϊτζίδη μας συστήνει (ή και μας επανασυστήνει) κάποιες σημαίνουσες ποιήτριες της ρωσικής λογοτεχνίας που άφησαν ένα ιδιότυπο στίγμα σε ένα ομιχλώδες λογοτεχνικό τοπίο της εποχής, στην οποία έζησαν και έγραψαν.

 

Επιλέγει, με δέος και με πάθος, να μεταφράσει πέντε εξέχουσες ποιητικές γυναικείες προσωπικότητες, που μέσα από τα λόγια τους δεν αποκαλύπτεται μόνο η σκέψη τους, αλλά σκιαγραφείται και ο χαρακτήρας τους. Μας μεταφέρει στη Ρωσία, σε έναν υπέροχο λογοτεχνικό τόπο, και με το γυναικείο της ένστικτο μάς γνωρίζει πέντε ποιήτριες που κάτι θέλουν να μας πουν για την εποχή τους.

13.50

Ποίηση

Τα κύματα

Βιρτζίνια Γουλφ

[…] Tα μάτια μου είναι άγρια· τα χείλη μου σφιχτά. Το πουλί πετάει· το λουλούδι χορεύει· αλλά εγώ ακούω πάντα τον υπόκωφο ήχο των κυμάτων· και το αλυσοδεμένο τέρας ποδοπατάει στην παραλία. Ποδοπατάει, πάλι και πάλι. […]

 

[…] Είμαστε καταδικασμένοι, όλοι μας. Γυναίκες περνούν με σακούλες με ψώνια. Άνθρωποι συνεχίζουν να περνάνε. Όμως δε θα με καταστρέψεις. Γι’ αυτήν τη στιγμή, αυτήν τη στιγμή μόνο, είμαστε μαζί. Σε πιέζω πάνω μου. Έλα πόνε, φάε με. Βύθισε τους κυνόδοντές σου στη σάρκα μου. Κάνε με κομμάτια. Σπαράζω, σπαράζω. […]

 

[…] Τα δέντρα κυματίζουν, τα σύννεφα περνούν. Πλησιάζει η ώρα που όλοι αυτοί οι μονόλογοι θα μοιραστούν. Δε θα βγάζουμε πάντα ήχους σαν τον απόηχο μιας καμπάνας, καθώς η μια αίσθηση διαδέχεται την άλλη. Παιδιά, οι ζωές μας υπήρξαν καμπάνες που χτυπάνε· διαμαρτυρίες και κομπασμό· κραυγές απόγνωσης· χτυπήματα στον σβέρκο στους κήπους. […]
15.30

Νίκος Μπελάνε

[…] Διασταυρώθηκαν τα ξίφη

των μαχητικών καυσαερίων

στον ουρανό της νότιας επαρχίας

πάνω ακριβώς από τον

άγνωστο ταριχευμένο στρατιώτη

και τον εύθραυστο δρομέα που

μόνιμα ακίνητος κόβει το νήμα

της ιλιγγιώδους ζωής μας. […]

9.00

Ποίηση

Δέρμα νερού

Μένιος Καραγιάννης

[…] δέρμα νερού
στο χρώμα του χρυσού
εφάπτομαι
βήμα ανάλαφρο στην κόψη του
ξυραφιού
σκοντάφτω να μη βλάψω
ανάβω ένα κερί γυρίζω μια σελίδα
αφουγκράζομαι: στοργικές φυλλωσιές
ζώο ρουθουνίζει ζώο
ο χορός της φλόγας […]

9.00

Ελένη Ποζιού

Συνήθως μόνοι βαδίζουμε.

Κάνοντας ανόητους διασκελισμούς,

κροταλίζουμε τα πέλματα στο πεζοδρόμιο.

Ενίοτε συμβαδίζουμε με άλλους,

στις διχάλες χωριζόμαστε

ή σιωπηρά

αποστρέφουμε τις πλάτες

και συνεχίζουμε.

9.00

Μιχάλης Κατσαρός

Τα “Μείζονα Ποιητικά” του Μιχάλη Κατσαρού (1920-1998), ενός από τους πιο επιδραστικούς ποιητές στη νεοελληνική λογοτεχνία, περιλαμβάνουν το πιο γνωστό, σχολιασμένο και πολλαπλώς διαβασμένο έργο του, δηλαδή τις τρεις συλλογές του “Μεσολόγγι” (1949), “Κατά Σαδδουκαίων” (1953), “Οροπέδιο” (1957).

Το πρόσθετο ενδιαφέρον όμως σε αυτή την έκδοση είναι ότι περιλαμβάνει ικανό αριθμό ποιημάτων που εντοπίστηκαν μετά τον θάνατο του ποιητή στο Αρχείο του και που -αυτό ίσως είναι το σημαντικότερο- αποκαλύπτουν στον αναγνώστη υφολογικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν ευθέως στις τρεις μείζονες συλλογές του.

Τα περισσότερα από αυτά τα ποιήματα του Αρχείου είτε έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικές εκδόσεις, είτε παρέμεναν ως τώρα ανέκδοτα, είτε δεν έχουν ποτέ θησαυριστεί.

Με αυτή την έννοια ο τόμος “Μείζονα Ποιητικά” παρουσιάζει πρόσθετο χρηστικό και αισθητικό ενδιαφέρον: τόσο για τον ειδικό ερευνητή όσο και, κυρίως, για τον αναγνώστη που εμπνέεται και συγκινείται από τη διαχρονικής δύναμης ελευθεριακή ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού.

17.09

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

Το μάνταλο αδράχνει ευθύς το ένοχό του χέρι

Και με το γόνατό του διάπλατα την πόρτα ανοίγει.

Ο γκιόνης το κοιμώμενο θ ’αρπάξει περιστέρι:

Πριν τον προδότη αντιληφθούν, αυτός κιόλας προδίδει˙

Καθένας θα ‘φευγε μακριά, αν έβλεπε το φίδι.

Μα εκείνη άφοβη στα βάθη του ύπνου του γλυκού,

Κείται στο έλεος του θανατηφόρου του κεντριού.

«Αν είχες την τιμή σου εντός μου, άνδρα μου, αποθέσει,

Την άρπαξαν με μια πανίσχυρη έφοδο από μένα.

Σαν τον κηφήνα απέμεινα, το μέλι έχω απολέσει˙

Δεν έχω πλέον απόσταγμα του θέρους μου κανένα˙

Από την άγρια κλοπή όλα λεηλατημένα.

Τρύπωσε σφήκα αλήτισσα στην άμοιρη κυψέλη

Και της αγνής σου μέλισσας το ρούφηξε το μέλι».

13.50

Κυριάκος Χαρίτος

Κι αν ο θάνατος χτυπάει οκτάωρο;
Κι αν έχει προβλήματα στη δουλειά;
Κι αν περιμένει αργίες, λαχταρά προαγωγές, τρέμει απολύσεις;
Κι αν γυρίζει σπίτι κουρασμένος μονάχα με την ελπίδα
ενός ήσυχου Σαββατοκύριακου;

Παλινδρομώντας μεταξύ σοβαρότητας και γκροτέσκου, επιστημονισμού και ιδεοληψίας, ποίησης και γλωσσικής αμηχανίας η Μικρή Εγκυκλοπαίδεια του Θανάτου τολμά να αναρωτηθεί. Επιχειρεί να απαντήσει.Ένα λογοτεχνικό φυτολόγιο του τέλους.Μια διασκεδαστική γεμάτη απορίες “θανατολόγηση”.Ένα γλωσσικό εκθετήριο γεμάτο διαφορετικά πορτρέτα του ίδιου προσώπου.

11.70

Θάνος Τσακνάκης

ΑΝΤΙΧΑΡΙΣΜΑ

σε χαιρετώ γιέ της Ηώς·
μου έκανες τη χάρη να σ’ ακούσω
Μέμνονα
να ‘ναι καλά οι Πιερίδες Μούσες –
χάρη σ’ εκείνες τραγουδώ η φιλαοιδός Δαμώ

τη χάρη επιστρέφοντας
θα ψέλνω με τη λύρα μου τη δόξα σου αιώνια.

15.90

Μαριαλένα Σπυροπούλου

Το ίχνος της απώλειας, της αντοχής και της εγκαρτέρισης σφραγίζουν τα ποιήματα της Μαριαλένας Σπυροπούλου. Η ποιήτρια αποτυπώνει με σπαρακτική ειλικρίνεια το γυναικείο βίωμα, μετουσιώνει τα «θέλω του κόσμου» σε ποιητική τροφή, σε σάρκα της γλώσσας.

 

10.80

Μάτση Χατζηλαζάρου

Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.
Σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.
Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει
μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη.
Σ’ αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρίδερμος
κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει
τον καλπασμό του αλόγου.

16.34

Όντεν Γουίσταν Χιου

Γραμμένο την δεκαετία του 1940, το ποίημα αρχικά μοιράστηκε δακτυλογραφημένο ανάμεσα σε φίλους του Ώντεν. Τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1965, σε περιοδικό της Νέας Υόρκης, και κυκλοφόρησε ταυτόχρονα σαν φυλλάδιο.

Αλλά λίγο καιρό αργότερα, μετά από έφοδο της αστυνομίας της Νέας Υόρκης, στο βιβλιοπωλείο του Ed Sanders, κατασχέθηκαν τα περισσότερα αντίγραφά του, μαζί με άλλο «άσεμνο» υλικό, και κατεστράφησαν.

Ξαναδημοσιεύθηκε στο Λονδίνο το 1967 και στο Άμστερνταμ το 1969 (στο ερωτικό δημοσίευμα Suck που αναφέρεται στο ποίημα του Σπέντερ). Το ποίημα, ωστόσο, δεν συμπεριλαμβάνεται στις Εκδόσεις των Ποιητικών Συλλογών του Ώντεν.

10.00

Σωτήρης Κακίσης

Ο μέσα κήπος

Όλυμπε, Κίσσαβε, βουνά της Κίνας,
άγνωστα ‘Εβερεστ της Ινδοκίνας,
ψηλά κι απάτητα, μικρά μπροστά μου,
μπρος στα αισθήματα τα πιο κρυφά μου.

Ο μέσα έρωτας, ο μέσα κήπος,
κόσμος ολόκληρος αυτός ο χτύπος.
Ο μέσα έρωτας, καρδιά, καρδιά μου,
βουνά κι ηφαίστεια όλα δικά μου!

Βουνά ρεμπέτικα της Αλαμπάμα,
Αίτνα της Θήρας μου και Φουτζιγιάμα,
ηφαίστεια άγρια, σβηστά μπροστά μου,
μπροστά στον έρωτα και την καρδιά μου.

13.78

Σωτήρης Κακίσης

Στην τσέπη μου μέσα μυρίζει ρίγανη, φυτεία ολόκληρη από κάθε ως τώρα μου εποχή, κάθε κόκκος της κι άλλη μυρωδιά, όλες σ’ όλους η μία καλύτερη από την άλλη, η μια εποχή πιο δική μου εδώ τώρα από το μέλλον όπως φαίνεται, από την άλλη. και χάδια στην τσέπη μου μέσα μαζί, κι από των ελάχιστων ηλικιών μέσα στην τσέπη μου εδώ φερμένα. κι όπερα ολόκληρη μες στην τσέπη μου υπέροχα ιδιωτική. όπερα με χάδια και ρίγανη αποκλειστικά.

7.63