Βλέπετε 1–15 από 75 αποτελέσματα

Ποίηση

Μαρία Πολυδούρη

H Μαρία Πολυδούρη έχει από καιρό περάσει στην περιοχή του λογοτεχνικού μύθου: είναι το σύμβολο της πρόωρα χαμένης ομορφιάς και του μοιραίου έρωτα, της παράφορης νεότητας και της αυθεντικής ποιητικής κατάθεσης.

Στη νέα έκδοση των Ποιημάτων, εμπλουτισμένης με ανέκδοτα έργα που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα σε ιδιωτικά αρχεία ή ελάνθαναν δημοσιευμένα σε δυσεύρετα έντυπα, συγκεντρώνονται όλα τα ευρισκόμενα ποιήματά της και πλαισιώνονται συστηματικά με φιλολογικά σχόλια.

Η μελέτη Μαρία Πολυδούρη ή «τα ρόδα του αίματος», που περιλαμβάνεται στο επίμετρο του τόμου, αναδεικνύει τους βασικούς άξονες του έργου της, τη σχέση με την ευρωπαϊκή και την ελληνική λογοτεχνική παράδοση καθώς και τις περιπέτειες της πρόσληψής του. Ένα κρίσιμο ζήτημα, στο οποίο εστιάζει η εργασία της επιμελήτριας του τόμου Χριστίνας Ντουνιά, είναι αν –και σε ποιο βαθμό– η ποίηση της Πολυδούρη μπορεί να διαβαστεί, όχι σαν μνημείο του παρελθόντος, αλλά σαν μια σύγχρονη, ζωντανή τέχνη.

Η Χριστίνα Ντουνιά είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην École des Hautes Études en Sciences Sociales, στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόννης και στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και εργάστηκε ως κριτικός λογοτεχνίας στο περιοδικό Αντί.

Άλλα βιβλία της: Λογοτεχνία και Πολιτική στο Μεσοπόλεμο. Τα περιοδικά της Αριστεράς, (Καστανιώτης, 1996), Βρέχει σ’ αυτό το όνειρο, (Καστανιώτης, 1998), Κ. Γ. Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, (Καστανιώτης, 2000) (Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου), Ντόρα Ρωζέττη, Η ερωμένη της, (Φιλολογική επιμέλεια – Επίμετρο), (Μεταίχμιο, 2005), Πέτρος Πικρός. Τα όρια και η υπέρβαση του νατουραλισμού, (Γαβριηλίδης, 2006). Επιμελήθηκε και έγραψε τις εισαγωγές στα βιβλία του Πέτρου Πικρού: Χαμένα κορμιά, Άγρα, 2009, Σα θα γίνουμε άνθρωποι, Άγρα, 2009, Τουμπεκί, Άγρα, 2010, Μαρία Πολυδούρη, Ρομάντσο και άλλα πεζά,εκδ. της Εστίας, 2014.

21.75

Ποίηση

Μαντείο

Τζωρτζ Λε Νονς

Άργησα πολύ να μιλήσω δεν ήθελα να πω τ’ όνομά μου
Βικτωρία Θεοδώρου
Αδαής ακόμη, κοιτάζεις την αντανάκλασή σου και χαίρεσαι
«εγώ είμαι» λες, «αυτός είμαι εγώ», ούτε που φαντάζεσαι
πως δεν είσαι, και δεν θα γίνεις, το είδωλό σου, ένας άλλος
είναι η αντανάκλασή σου, κι όχι μόνο αυτή στον καθρέφτη,
όλες οι αντανακλάσεις από εδώ και πέρα, όλα τα είδωλά σου
είναι ένας άλλος, αλλιώς ζει, αλλιώς σκέφτεται,
άλλα στηρίγματα έχει, εσύ δεν τα φαντάζεσαι καν.
Αμέριμνος σου λέει ιστορίες για τη μάνα του
κι ούτε του περνάει από το νου πως εσύ δεν έχεις μάνα.
Νοσταλγικός σου περιγράφει το πατρικό του σπίτι
κι ούτε μπορεί να φανταστεί πως εσύ δεν έχεις σπίτι.
Πικραμένος σου αφηγείται πως τον αδίκησαν στη δουλειά
κι ούτε υποψιάζεται πόσα χρόνια έχεις άνεργος.
Απλά πράγματα, καθημερινά, δεδομένα
σπίτι, δουλειά, οικογένεια, καταγωγή
μόνο που δεν είναι δεδομένα
και δεν θέλεις πια να ξανασυναντήσεις
δεν θέλεις πια να ξαναμιλήσεις με κανέναν
δεν διαθέτεις τον ελάχιστο απαιτούμενο
κοινό παρονομαστή
έχεις χάσει προ πολλού κάθε παρονομαστή.
Και κανείς δεν δύναται να διανοηθεί πως υπάρχεις κι εσύ
μέσα στην επιδεικτική αρτιμέλεια του κόσμου.

15.50

Γιάννης Κοντός

Η παρούσα ανθολογία με τους ερωτικούς στίχους τού Γιάννη Κοντού εκδίδεται 10 χρόνια μετά τον θάνατό του και έρχεται να φωτίσει περισσότερο την πλευρά του εκείνη που τον έκανε αγαπητό μέχρι και σήμερα, ειδικά στους νέους: τον τρυφερό του χαρακτήρα. Ο Γιάννης Κοντός ταξίδεψε κυρίως στην πόλη (Αθήνα) και σε δωμάτια, πραγματικά ή φανταστικά. Σκηνοθέτησε τόσο το έργο όσο και τη ζωή του με τα υλικά της καθημερινότητας. Η ποίησή του είναι γεμάτη από τα σώματα και τα μέρη τους: ώμους, λαιμούς, χέρια, στόματα, μάτια, μαλλιά, φλέβες. Αλλά και από όσα εκπέμπουν τα σώματα: χαμόγελα, αναπνοές, λόγια, φωνές, ίχνη, φιλιά, αγκαλιές, ψιθύρους, ομιλίες.

Στόχος της έκδοσης (και του ανθολόγου) είναι το βιβλίο να διαβαστεί και να χαριστεί από ερωτευμένο σε ερωτευμένο.

Η θάλασσα τα σκεπάζει όλα, και κολυμπάμε
ήδη στο πέλαγος. Όμως όταν σε βλέπω ανθίζω.
Το καμένο ξύλο πετά φύλλα.
Λες και δεν ξέρω πού είμαι και σε φιλάω
απελπισμένα, λες και φεύγω για πόλεμο.

14.00

Αργύρης Χιόνης

Η ΠΑΡΟΥΣΑ νέα συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Αργύρη Χιόνη από την Κίχλη περιλαμβάνει την έκδοση με τον τίτλο Η φωνή της σιωπής. Ποιήματα 1966-2000 (Αθήνα 2006), που είχε επιμεληθεί ο ίδιος ο ποιητής, επιπλέον τις συλλογές, Στο υπόγειο (Αθήνα 2004) και Ό,τι περιγράφω με περιγράφει. Ποίηση δωματίου (Αθήνα 2010), καθώς και εκδοτικό σημείωμα.

«Αν πρέπει να διατυπώσω με δυο λέξεις τί πρωτόγνωρο ή ασυνήθιστο έχει φέρει ο Χιόνης στο νεότερο ποιητικό τοπίο, θα έλεγα: παραλλαγές πάνω στην ίδια σκέψη. Του αρέσει να πιάνει ένα θέμα, να το γυροφέρνει από δω κι από κει, να παίζει μαζί του –ναι, να παίζει· ποιος είπε ότι η ποίηση πρέπει νά ’ναι, σώνει και καλά, σοβαρή κι αγέλαστη;–, να το στήνει όρθιο, πλάγια, ανάποδα, ώσπου να δει πόσες όψεις μπορεί να πάρει. Εκεί ο αναγνώστης χαίρεται το πλάτος αυτής της φαντασίας.»

Αλέξης Πολίτης, Διαβάζοντας ποίηση

25.01

Σπύρος Καρυδάκης

Μια συλλογή από 419 ποιήματα 95 αρχαίων Ελλήνων ποιητών, που αναφέρονται στον έρωτα μεταξύ ανδρών με υψηλό ύφος ή απλότητα, με χιούμορ ή ερωτισμό, με τρυφερότητα ή σαρκική λαχτάρα που συγκλονίζει. Μεγάλοι δημιουργοί όπως ο Πίνδαρος ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης ο Θεόκριτος μα και ανώνυμοι κι ελάσσονες. Από τον Όμηρο και την αρχαϊκή εποχή, τον Σάλωνα, τον Αλκαίο, τον Ίβυκο, τον Θέογνι, τον Μίμνερμο, μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει σχόλια, βασισμένα σε αρχαίους Έλληνες και Βυζαντινούς συγγραφείς, καθώς και σε συλλογές επιγραφών. Οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες απαντούν σε βασικά ερωτήματα σχετικά με τη θεσμική θέση των ανδρικών ερώτων στις αρχαιοελληνικές κοινωνίες: μυητικοί, θεσμικά καθιερωμένοι έρωτες μεταξύ ανδρών, σεξουαλικότητα σε σχέση με τις παλαίστρες και τα σχολεία, νομικό πλαίσιο για τους αρσενικούς έρωτες, σεξουαλικές πρακτικές, έρωτες με δούλους και ευνούχους ανδρική πορνεία, θηλυστολία δηλαδή τραβεστισμός, εκθήλυνση, αρχαιοελληνική αρρενοερωτική αργκό, θεσμισμένη στρατιωτική ομοφυλοφιλία σε σχέση με την πόλιν, την ελευθερία και τη δημοκρατία, ανδρικοί έρωτες στον Όμηρο και άλλα.

Ένα βιβλίο για τον αρσενικό έρωτα που, κατά τον Αριστοτέλη, ποιεί κοινωνίαν, δηλαδή “δημιουργεί επικοινωνία και κοινωνικότητα”.

25.00

Οδυσσέας Ελύτης

Την άνοιξη δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς ή, έστω, σ’ έναν Μποττιτσέλλι όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη. Έτσι και μια μέρα, τη θάλασσα την ένιωσα κοιτάζοντας μια κεφαλή Διός.
Όταν ανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και τις περπατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ’ ένα άλλου είδους ξέφωτο που είναι η Ποίηση. Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία, όπως ένας είναι ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από πού βλέπει κανείς τον ουρανό.

Εγώ τον έχω δει από καταμεσής της θάλασσας.

 

14.50

Ποίηση

Ποιήματα

Σύλβια Πλαθ

ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ

Ακόμα και τα ηλιοφώτιστα σύννεφα αυτό το πρωινό δεν καταφέρνουν
να φτιάξουν τέτοιες φούστες.
Ούτε και η γυναίκα στο ασθενοφόρο
Παρ’ όλο που η κόκκινη καρδιά της ανθίζει μέσ’ από το παλτό της
τόσο εκθαμβωτικά –

Ένα δώρο, ένα δώρο αγάπης
Απόλυτα απροσδόκητο –
Από έναν ουρανό

Που χλομά και φλογισμένα
Πυροδοτεί το μονοξείδιο του άνθρακα, από μάτια
Προσηλωμένα και βαθύσκιωτα κάτω από στρογγυλά καπέλα.

Ω Θεέ μου, τι είμαι εγώ
Για να ανοίξουν κραυγάζοντας αυτά τα αργοπορημένα στόματα
Μέσα σε ένα δάσος από πάγο, σε μια αυγή από αγριολούλουδα;
[Από την έκδοση]

11.16

Σύλβια Πλαθ

Καθισμένη στα γόνατα του πατέρα της στο γραφείο, κοιτάζοντας τα κύματα στο τέλος του δρόμου να χτυπιούνται σε έναν κουρελιασμένο αφρό και να ραντίζουν τον κυματοθραύστη, η Άλις έμαθε να γελάει με την καταστροφική μεγαλοσύνη των στοιχείων της φύσης. Τα φουσκωμένα μοβ και μαύρα σύννεφα σκίζονταν με εκτυφλωτικές φωτεινές αστραπές και οι βροντές έκαναν το σπίτι να τρέμει συθέμελα. Αλλά με τα δυνατά μπράτσα του πατέρα της γύρω της και τον σταθερό καθησυχαστικό χτύπο της καρδιάς του στα αφτιά της, η Άλις πίστευε πως ήταν με κάποιον τρόπο συνδεδεμένος με το θαύμα της μανίας έξω από τα παράθυρα και πως, μέσω εκείνου, θα μπορούσε να αντικρίσει την καταστροφή του κόσμου με απόλυτη ασφάλεια. Όταν ήρθε η κατάλληλη εποχή του χρόνου, ο πατέρας της την πήγε στον κήπο και της έδειξε πώς μπορούσε να πιάνει μπούμπουρες. Αυτό ήταν κάτι που κανένας άλλος πατέρας δεν μπορούσε να κάνει. Ο πατέρας της έπιανε ένα ειδικό είδος μπούμπουρα, που το αναγνώριζε από το σχήμα του, και τον κρατούσε στην κλειστή χούφτα του, βάζοντας το χέρι του στο αφτί της. Στην Άλις άρεσε να ακούει το θυμωμένο, πνιχτό βουητό της μέλισσας, πιασμένης στη σκοτεινή παγίδα του χεριού του πατέρα της, αλλά χωρίς να τσιμπάει, χωρίς να τολμάει να τσιμπήσει. Μετά, με ένα γέλιο, ο πατέρας της άνοιγε διάπλατα τα δάχτυλά του, και η μέλισσα πετούσε, ελεύθερη, ψηλά στον αέρα και μακριά…

17.91

Σύλβια Πλαθ

Δίγλωσση έκδοση (ελληνικά-αγγλικά). Με αυθεντικά χειρόγραφα της Σύλβια Πλαθ.

Η Σύλβια Πλαθ έγινε διάσημη μετά το θάνατό της, όταν στα μέσα του 1960 εκδόθηκε η ποιητική της συλλογή “Άριελ”. Οι αναγνώστες ίσως εκπλαγούν μαθαίνοντας ότι το χειρόγραφο βιβλίο που άφησε πίσω της η Σύλβια Πλαθ όταν πέθανε το 1963 είναι διαφορετικό από τον τόμο με τα δημοσιευμένα ποιήματα που κέρδισε την παγκόσμια αναγνώριση.
Η έκδοση αυτή, η οποία αποτελεί πιστό αντίγραφο του χειρογράφου της, αποκαθιστά για πρώτη φορά την επιλογή και τη διευθέτηση των ποιημάτων όπως είχε γίνει από την ίδια την Πλαθ πριν το θάνατό της. Μαζί με το αντίγραφο του χειρογράφου αυτή η έκδοση περιλαμβάνει επίσης και τα αντίγραφα όλων των προσχεδίων του ποιήματος “Άριελ”, με σκοπό να προσφέρει μια εικόνα για τη δημιουργική διαδικασία που ακολουθούσε η Πλαθ, καθώς επίσης και τις σημειώσεις που είχε κάνει η συγγραφέας για το BBC πάνω σε κάποια από τα ποιήματα του χειρογράφου.
Στη διορατική εισαγωγή της η Φρίντα Χιουζ, κόρη της Σύλβια Πλαθ, εξηγεί τους λόγους για τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στην προηγούμενη, επιμελημένη από τον πατέρα της Τεντ Χιουζ, έκδοση του “Άριελ” και στην αυθεντική εκδοχή της μητέρας της που δημοσιεύεται εδώ. Με αυτή την έκδοση το όραμα και το κληροδότημα της ποιήτριας θα επανεκτιμηθούν υπό το φως του αυθεντικού χειρογράφου.

“Νομίζω ότι η μητέρα μου ήταν εκπληκτική στη δουλειά της και γενναία στην προσπάθειά της να πολεμήσει την κατάθλιψη που την καταδίωκε σε όλη της τη ζωή. Χρησιμοποίησε κάθε συναισθηματική εμπειρία σαν να ήταν ένα κομμάτι ύφασμα από το οποίο μπορούσε να φτιαχτεί ένα υπέροχο φόρεμα δεν σπατάλησε τίποτα απ’ όσα είχε αισθανθεί κι όταν πήρε τον έλεγχο αυτών των θυελλωδών συναισθημάτων, μπόρεσε να συμπυκνώσει και να κατευθύνει το απίστευτο ποιητικό της ταλέντο σε ένα υπέροχο αποτέλεσμα. Και να το “Άριελ”, το μεγαλειώδες επίτευγμά της, να ταλαντεύεται όπως εκείνη ανάμεσα στην ασταθή συναισθηματική της κατάσταση και στο χείλος του γκρεμού. Η τέχνη δεν έπρεπε να εκπέσει”. (Φρίντα Χιούζ, από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

16.00

Ζαν-Ζοζέφ Ραμπεαριβέλο

Ο Ζαν-Ζοζέφ Ραμπεαριβέλο (1901/1903-1937) είναι ο πρώτος νεωτερικός ποιητής της Αφρικής και ο εθνικός ποιητής της Μαδαγασκάρης.

Εδώ παρουσιάζεται για πρώτη φορά ολόκληρο στα ελληνικά το «Πώς μεταφράζεται η Νύχτα», το τελευταίο έργο που εξέδωσε ο ποιητής, και εκείνο που θεωρείται ως το αριστούργημά του.

 

10.00

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

“Ο τόμος με τα άπαντά μου δεν είναι, μόνο η συγκέντρωση των ποιημάτων μου αλλά κι ολόκληρης της ζωής μου, αφού δε θυμάμαι να έζησα ποτέ χωρίς ποίηση. Μικρή, μου διάβαζε ποίηση η μητέρα μου και, βέβαια, μεγάλωσα στη σκιά του νονού μου, του Νίκου Καζαντζάκη. Ήξερα πώς γράφονται τα ποιήματα, δηλαδή ότι δεν μπορείς να τα προγραμματίσεις. Εκείνα αποφασίζουν πότε θα σε κατακτήσουν. Αρκεί να ‘χεις την όσφρηση που χρειάζεται για να τα συλλάβεις. Αυτό ίσως και να σημαίνει “ταλέντο”. Βέβαια, όταν είσαι νέος, τα κύματα της ποίησης πολλαπλασιάζονται, αφού ο έρωτας κυριαρχεί. Ένα άλλο στοιχείο της ποιητικής μου ενέργειας είναι ότι πρωτοδημιούργησα στη δεκαετία του ’60, εποχή αναγέννησης της νεοελληνικής ποίησης και τέχνης γενικότερα, ή, όπως λέει ο Καβάφης, “με μουσικές εξαίσιες, με φωνές”. Είδαμε την ποίηση της Ελλάδας να αποσπά τη διεθνή προσοχή, ενώ ως τότε μόνο οι αρχαίοι Έλληνες τους ενδιέφεραν. Ωραία εμπειρία ο συγκεντρωτικός τόμος”.

25.00

Δανάη Σιώζου

«Περπατάμε μέσα σε έναν κήπο, ο κήπος οδηγεί σε μονοπάτι, το μονοπάτι οδηγεί σε δρόμο, ο δρόμος στην πόρτα του σπιτιού μας.» Όμως το σπίτι, δεν είναι ένα σταθερό σημείο ή ένα καταφύγιο, αλλά μια σειρά από τοπία, ανοιχτά στα ενδεχόμενα, ένας χειροποίητος χάρτης διαδρομών με πολύ προσωπικά σημάδια, με δέντρα, με πρόσωπα οικεία και μυθικά, με ένα τραγούδι που θέλει να φτάσει ώς το ξέφωτο, ώς την ελπίδα.

10.00

Ποίηση

Επιστολές

Δανάη Σιώζου

Αγαπητή Κλαίουσα Ιτιά,

μην πιστεύετε τον κοκκινολαίμη, είναι ακόμα θυμωμένος.
Ο θυμός φυλάσσεται σε διάφανα μπουκαλάκια,
έχει διάφορα χρώματα και πίνεται σαν κολόνια.
Οι συνεχείς μετακομίσεις είναι αδιαμφισβήτητα
δουλειά για αράχνες.
Οι θάλασσες το φθινόπωρο είναι μολυβένιες.
Το μολύβι πάντα κάποιον βαραίνει.
Αγαπητή μου Κλαίουσα,
η έλευση της ανθοφορίας είναι μια άδεια φιέστα.
Βαθιά στη γη συντελείται το πανδαιμόνιο.
Ρωτήστε τις ρίζες σας, τις βαθιές σας ρίζες.
Με τα κίτρινα ανθάκια σας, όταν πέσουν,
θα φτιάξουμε περιδέραια,
ελαφρύτερα κι από όνειρα που δεν πήγαν παραπέρα.

Δικός σας,
Κ.

11.10

Δανάη Σιώζου

Μέσα στον κόσμο των παιχνιδιών κατοικούν άνθρωποι, ζώα, φυτά και ένα βραχιόλι. Για παράδειγμα οι δύο χελώνες που πάνε ένα παιδί στη θάλασσα, μία οικογένεια τρυποκάρυδων που έχει προβλήματα επικοινωνίας, ο ωραιότερος άντρας στη γη, οι κόρες του Ρήνου, ένας στρατιώτης, τέσσερα σπίτια, μία διευθύντρια σχολείου και δύο πιερότοι. Τα τοπία εναλλάσσονται, οι λέξεις γίνονται δούρειοι ίπποι, οι πάγοι λιώνουν, φυτά ψηλώνουν, άγρια ζώα πλησιάζουν. Σταδιακά ακόμα και οι ήρωες του βιβλίου επιθυμούν να απεγκλωβιστούν από τα όρια του κόσμου που μοιράζονται και η ανάγνωση είναι ο πιο αγαπημένος τρόπος απόδρασης.

7.00

Κάρμεν Γιάνιες

«Την πρώτη φορά που είδα τον Λούτσο, δεν εντυπωσιάστηκα. Ψηλός, αδύνατος, με βλέμμα διαισθητικό που παρατηρούσε τα πάντα, είχε έρθει παρέα με τον μεγάλο μου αδελφό. Εγώ καθόμουν στο ολοκαίνουργιο γραφείο μου, δώρο γενεθλίων από τους γονείς μου, και τακτοποιούσα τα χαρτάκια μου, τους πρώτους στίχους που ξεπηδούσαν από την ανυποψίαστη εφηβεία μου. Ο αδελφός μου με χαιρέτησε με τρυφερότητα και μου σύστησε αμέσως τον Λούτσο: ‘‘Από δω ο φίλος μου, ο συγκάτοικός μου στο σπίτι της ποιήτριας Εσίλντα Γκρέβε’’. Του έριξα μια λοξή ματιά για ένα δευτερόλεπτο, του έσφιξα το χέρι σαν να ήθελα να κρατήσω τις αποστάσεις.

‘‘Γράφεις;’’
‘‘Ναι, γράφω.’’
‘‘Τι γράφεις;’’
‘‘Ποίηση γράφω’’, του απάντησα με έπαρση.

Ο αδελφός μου επενέβη βιαστικά για να με πληροφορήσει ότι βρισκόμουν μπροστά σ’ έναν αληθινό ποιητή. Τον κοίταξα για πρώτη φορά και χαμήλωσα τα μάτια με ταπεινοφροσύνη. Τότε, εκείνος πήρε μολύβι και χαρτί, έγραψε ένα ποίημα και μου το αφιέ-ρωσε. Πρώτο ανάμεσα στα χιλιάδες που θα μου αφιέρωνε αργό-τερα, προμηνύοντας για μένα μια μοίρα ποιήτριας.»

14.84