Βλέπετε 916–930 από 1087 αποτελέσματα

Λογοτεχνία

Ελληνική λογοτεχνία

Τα υλικά του χρόνου

Μαργαρίτα Μαντά

Πιό πολύ απ’ όλα στο ΣΙΝΕΑΚ, εμένα μ’ αρέσουν τα “επίκαιρα”.

“Αυτά τα δείχνουν πριν από τις ταινίες και είναι μαυρόασπρα. Ο μπαμπάς μάς έχει εξηγήσει πως είναι τα νέα απ’ τον κόσμο και την Ελλάδα σε περίληψη. Βλέπουμε εικόνες με βασιλιάδες, πολιτικούς, παπάδες, πολεμιστές, παρελάσεις, νοσοκόμες, παιδάκια σε νοσοκομεία, παιδάκια που παίρνουν δώρα για τα Χριστούγεννα, κάτι στρατιώτες που ψήνουν αρνιά και τσουγκρίζουν αυγά με κάτι κυρίους που φοράνε σκούρα γυαλιά, πολλές ελληνικές σημαίες που ανεμίζουν σε διάφορα μέρη, τον κύριο Ωνάση που φοράει κι αυτός σκούρα γυαλιά, κάτι αεροπλάνα που σταματάνε σ’ ένα μεγάλο μέρος κι ύστερα κατεβαίνει μια σκάλα και βγαίνει μια κοπέλα μ’ ένα καπέλο σαν το πρώτο μου καθικάκι ανάποδα και χαμογελάει και πίσω της βγαίνουν μερικές κυρίες και κύριοι, που κι αυτοί φοράνε σκούρα γυαλιά. Όλα αυτά που βλέπουμε μας τα εξηγεί ένας κύριος με πολύ χοντρή φωνή που δεν τον βλέπουμε, μόνο τον ακούμε. Όταν τελειώνουν τα “Επίκαιρα” μπαίνει μια μουσική και μετά αρχίζει η ταινία”.

“Μνήμες του παιδιού που υπήρξα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Μνήμες εικόνων, ακουσμάτων και σιωπών. Μνήμες αφής, όσφρησης, μνήμες αισθήσεων. Καταγραφή ενός κόσμου και μιας χώρας που δεν υπάρχουν πια, από το παιδί που ήμουν τότε. Βιώματα που όσο μεγαλώνω τόσο πιο ισχυρά με κατοικούν. Όχι σαν νοσταλγία. Σαν δομικό υλικό της πορείας της ζωής μου”. (Μ.Μ.)

12.60

Ελληνική λογοτεχνία

Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή

Βασίλης Γκουρογιάννης

[…]Το παλιό λεωφορείο, ένα Βόλβο εικοσαετίας, με αεροπορικό βόμβο και ξερούς τριγμούς, ξεκίνησε για μια σύντομη περιήγηση στην παλαιά Λευκωσία και αποκεί θα κατευθυνόταν προς το ξενοδοχείο Nicosia. Στην ατμόσφαιρά του πλανιόταν η αίσθηση ότι εγκατέλειπαν πίσω στη Μακεδονίτισσα τους νεκρούς συμπολεμιστές, ηττημένοι από το πάθος για μια παγωμένη μπίρα. Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούσαν να τους παρηγορήσουν. Δεν γνωρίζουν αν οι νεκροί χρειάζονται παρηγοριές. Αυτό που έγινε πριν από λίγο ήταν μια βιαστική συνάντηση έπειτα από τριάντα τόσα χρόνια παλαιών φίλων, οι οποίοι δεν είχαν τίποτε πλέον να πουν πέρα από τα τυπικά και ανυπομονούσαν να χωρίσουν με εύσχημο τρόπο. Εξάλλου οι νεκροί ήταν ήδη ενήλικες: ήταν τριάντα τριών ετών νεκροί. Είχαν πια προσαρμοστεί να είναι νεκροί, ενώ ως ζωντανοί βίωσαν μόλις είκοσι πέντε χρόνια, και προφανώς τα είχαν λησμονήσει. […]

 

Με πρωταγωνιστές μια ομάδα βετεράνων του πολέμου στην Κύπρο το 1974, κατά την εισβολή του Αττίλα, οι οποίοι επιστρέφουν στα πεδία των μαχών τριάντα τόσα χρόνια μετά, ο Βασίλης Γκουρογιάννης στήνει ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα για τον αγνοημένο αυτό πόλεμο αλλά και για κάθε πόλεμο. Μεγάλο μέρος του μυθοπλαστικού υλικού του βιβλίου είναι βασισμένο σε μαρτυρίες ελλήνων και τούρκων βετεράνων που έλαβαν μέρος στα γεγονότα.

11.97

Ελληνική λογοτεχνία

Ο κουτσός Άγγελος

Αλέξης Πανσέληνος

Ένα νουάρ μυθιστόρημα στα χρόνια της Κατοχής.

Αθήνα 1943. Ένας ντετέκτιβ, Ελληνοαμερικανός, βρίσκεται εδώ και λίγα χρόνια στην Ελλάδα, κυνηγημένος από τους εχθρούς του.

Φυτοζωεί από το επάγγελμά του και ενώ ο πόλεμος διαλύει τις τελευταίες του ελπίδες, κάποιος του αναθέτει την προστασία ενός κοντραμπασίστα της όπερας. Μετέωρος μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, θα συναντήσει πλάσματα φτιαγμένα από τα υλικά του πόνου και της επιβίωσης: μια μοιραία γυναίκα που σαγηνεύει όλους τους άνδρες της ιστορίας, μια Εβραιοπούλα παντρεμένη μ’ έναν μαυραγορίτη, έναν Γερμανό αρχιμουσικό αποφασισμένο ν’ ανεβάσει τον «Χρυσό του Ρήνου» στη Λυρική, έναν αλλήθωρο πρώην εκτελωνιστή, μια πόρνη της Τρούμπας, μια μαυροφορεμένη γυναίκα παραδομένη στο ερωτικό αλισβερίσι. Όλοι τους έχουν δαγκώσει το μήλο της αμαρτίας. Όλοι τους μπορούν είτε να σωθούν είτε να χαθούν. Μήπως για να σωθεί η ψυχή ενός τόπου πρέπει να επιζήσουν και η αρετή και ο πειρασμός;

11.97

Ελληνική λογοτεχνία

Ελαφρά ελληνικά τραγούδια

Αλέξης Πανσέληνος

Κοιταγμένα σήμερα τα πρόσωπα στις φωτογραφίες που δημοσίευαν οι εφημερίδες της εποχής θυμίζουν τα πορτρέτα μιας πολυάνθρωπης οικογένειας. Αμέσως ανιχνεύεις αμέτρητα κοινά χαρακτηριστικά σε αυτούς τους εντελώς άσχετους μεταξύ τους ανθρώπους, σαν εκείνα που κληροδοτούν από τη μια γενιά στην άλλη άντρες και γυναίκες μιας οικογένειας στους απογόνους τους. Δεν είναι ότι μοιάζουν πραγματικά τα πρόσωπα, τα μάτια, οι μύτες, τα στόματα, τα μέτωπά τους. Μια άλλου είδους ομοιότητα τους κάνει να μοιάζουν τόσο: ίσως η πολυκαιρισμένη απόχρωση της παλιάς εφημερίδας, ίσως τα ασπρόμαυρα αρνητικά που αφαιρούν τη χρωματική διαφοροποίηση, ίσως τελικά η σφραγίδα των καιρών επάνω τους το γενικό ήθος της εποχής, τα γεγονότα της κοινής τους καθημερινότητας, η μόδα στα ρούχα, στα χτενίσματα, τα τραγούδια που ακούνε στο ραδιόφωνο, οι ήχοι των δρόμων, όλα όσα σφραγίζουν ένα κοινό υποσυνείδητο και σχηματίζουν μέσα μας το αποτύπωμα του κόσμου.

Καταδικασμένοι έρωτες και πολιτικές συνωμοσίες, ελαφρά ελληνικά τραγούδια, εκτελέσεις και καλλιστεία ξαναζωντανεύουν στους δρόμους της Αθήνας του 1950: μια μυθιστορηματική τοιχογραφία για μια εποχή δύσκολης ανάρρωσης ενός κόσμου που μάτωσε.

“Συνωθείται ο κόσμος στα σκαλοπάτια της εισόδου από την Καραγεώργη Σερβίας, αλλά δεν μπορεί να μπει ο καθένας, μόνο όσοι έχουν το μαγικό χαρτάκι. Οι λιμουζίνες έχουν τραβήξει πιο κάτω προς το «Κινγκ Τζωρτζ», για να μην εμποδίζουν τα αυτοκίνητα και τα ταξί που αποβιβάζουν τους επισήμους και τους καλεσμένους… Όλων η προσοχή είναι στραμμένη στην είσοδο και στα σκαλοπάτια της «Μεγάλης Βρετανίας». Από μέσα ακούγεται η μουσική της ορχήστρας και η φωνή της Βέμπο που πρώτα τραγουδά τη μεγάλη της επιτυχία, τόσο ταιριαστή με την αποψινή γιορτή, καθώς η Αθήνα μπαίνει και επίσημα ξανά στον χάρτη των ευτυχισμένων, ξένοιαστων και ευλογημένων πόλεων:

Λόντρα, Παρίσι, Νιου Γιορκ, Βουδαπέστη, Βιέννη, μπρος στην Αθήνα καμμιά, καμμιά σας δε βγαίνει”

6.00

Ζαν Ζενέ

Το ημερολόγιο ενός κλέφτη είναι ένα κείμενο αυτοβιογραφικό. Ωμό, άγριο, διαστροφικό, άκρως ερωτικό, βαθιά ποιητικό, σκιαγραφεί έναν κόσμο που μας τρομάζει και μας σαγηνεύει συνάμα. Ο Ζενέ γνωρίζει πολύ καλά το κάτεργο, τους φονιάδες, τους κλέφτες, την απαγορευμένη λαγνεία, το πάθος που φουντώνει (και κατατρώει και τον ίδιον)… Υπάρχει και το παρελθόν που τον στοιχειώνει: η εκπόρνευση σε δημόσια ουρητήρια για πενταροδεκάρες, ο φόνος που διαπράττει, η ζωή του ως άστεγος και ρακένδυτος, οι φυλακές… Παρουσιάζει το Κακό σκληρό και ωμό, όπως είναι, και, την ίδια στιγμή, το εξιδανικεύει ως ύψιστο μέσο άντλησης της ηδονής.

«Το γράψιμο του ημερολογίου δεν είναι μια μορφή λογοτεχνικής χαλάρωσης. Όσο προχωρώ, βάζοντας σε τάξη ό,τι μου προσφέρει η περασμένη μου ζωή, όσο εμμένω στην ακρίβεια της συγγραφής –των κεφαλαίων, των φράσεων, του ίδιου του βιβλίου–, τόσο περισσότερο αισθάνομαι πως εδραιώνεται η θέλησή μου να χρησιμοποιήσω, για τους σκοπούς της αρετής, την αλλοτινή μου εξαθλίωση. Νιώθω τη δύναμή της».

15.93

Ξένη λογοτεχνία

Τρυφερή είναι η νύχτα

Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ

Όπως γράφτηκε μετά τον θάνατό του, «ο Fitzgerald ήταν καλύτερος από ό,τι μπόρεσε να συνειδητοποιήσει πότε ο ίδιος γιατί, ουσιαστικά και μεταφορικά, επινόησε μια γενιά…». Εκπρόσωποι αυτής της χαμένης γενιάς του Μεσοπολέμου, ο Ντικ και η Νικόλ Ντάιβερ, πλούσιοι, όμορφοι, ευφυείς, δίνουν πάρτι μυθικά, δημιουργούν απερίγραπτη ατμόσφαιρα για τους φίλους τους, είναι αφάνταστα ελκυστικοί. Ζουν μια φαινομενικά ανέμελη ζωή πλούτου και περιηγήσεων. Και όμως πίσω από την αστραφτερή επιφάνεια κρύβουν εκείνη ένα μυστικό κι αυτός μια αδυναμία. Κατευθύνονται προς τους βράχους πάνω στους οποίους θα συντριβεί η ζωή τους και μόνον ο ένας από τους δυο επιζεί πραγματικά. Ιστορία τρυφερή αλλά και δυνατή, ένας κόσμος ολέθριας ευημερίας και λεηλατημένου ιδεαλισμού.

Το γράψιμο του Fitzgerald είναι τόσο φυσικό, όσο το σχήμα που αφήνουν στη σκόνη τα φτερά μιας πεταλούδας.
Ernest Hemingway

Η εκδοτική ιστορία του βιβλίου.
Την Πρωτομαγιά 1925, τρεις εβδομάδες μετά την κυκλοφορία του Υπέροχου Γκάτσμπυ, ο Fitzgerald έγραφε στην εκδότη του για το νέο του μυθιστόρημα: «Είναι κάτι αληθινά νέο στη μορφή, την ιδέα, τη δομή – για την εποχή μας, αυτό το πρότυπο που αναζητούν ο Joyce και η Stein και που δεν το βρήκε ο Κόνραντ». Η συγγραφή του πέρασε έπειτα από σαράντα κύματα – η κατάρρευση της Zelda το ’30 κι ο εγκλεισμός της σε κλινική στην Ελβετία, το ταξίδι της επιστροφής των Fitzgerald στην Αμερική το ’31, η υποτροπή της Zelda, ο εκ νέου εγκλεισμός της σε κλινική. Το μυθιστόρημα εκδόθηκε σε συνέχειες και, με αναθεωρήσεις και περικοπές, σε μορφή βιβλίου τον Απρίλη του 1934 και χάρισε στον συγγραφέα του τον τίτλο του σύγχρονου Ορφέα.

5.94

Ξένη λογοτεχνία

Η άγρια Ίρις

Λουίζ Γκλικ

“Στο τέλος του μαρτυρίου μου
υπήρχε μία πόρτα.
Άκουσέ με: αυτό που ονομάζεις θάνατο
το θυμάμαι” (Από το ποίημα “Η άγρια ίρις”)

Η παραβολή και ο μύθος είναι παρόντα σε όλη την έκταση της ποίησης της Λουίζ Γκλικ, μιας ποίησης που υπερβαίνει τη γυναικεία εμπειρία, μεταμορφώνοντας τη σε ένα απλό ίχνος, ένα εννοιακό σημάδι που μένει να διερευνηθεί, να αμφισβητηθεί και να ερμηνευτεί. Ιδιαίτερα στη συλλογή Η άγρια ίρις, το στοιχείο της παραβολής προσδίδει στον κήπο -τον φανταστικό χώρο μέσα στον οποίο αναπτύσσονται οι φωνές της ποιητικής σύνθεσης- βιβλική και μυθολογική χροιά.

Μέσα στον κήπο της κηπουρού (της ποιήτριας) διαδραματίζεται μια συνομιλία μεταξύ τριών “φωνών”; του Θεού ή ενός ανώτερου όντος, της ποιήτριας, και των φυτών και λουλουδιών. Η κηπουρός αναρωτιέται για το πεπερασμένο της ύπαρξής της, για τη φθορά των σχέσεων με τους άλλους, για τη διαρροή του νοήματος. Απευθύνεται στον Δημιουργό της, ζητώντας του κατά έναν τρόπο να αποκαλυφθεί, μέσα από προσευχές (ή αντι-προσευχές), τις οποίες η Γκλικ προσφυώς τιτλοφορεί “Όρθρους” και “Εσπερινούς”. Ο Θεός απευθύνεται στα δημιουργήματά του μέσα από ποιήματα που αναφέρονται σε μια στιγμή μέσα στην ημέρα (“Καθαρό πρωινό”), ή μέσα στο έτος (“Απρίλιος”), κάποτε ακόμη και σε μια μετεωρολογική συνθήκη (“Άνεμος που αποσύρεται”). Η φωνή των φυτών και των λουλουδιών, τα οποία εμφανίζονται στη σύνθεση με μια σειρά που αντιστοιχεί στον φυσικό κύκλο της ζωής τους, λειτουργεί αντιστικτικά προς τη συνομιλία Δημιουργού και κηπουρού, δημιουργώντας μια ορατοριακού χαρακτήρα πολυφωνία μέσω της οποίας σχολιάζεται η αέναη επανάληψη γέννησης, θανάτου και αναγέννησης – ο αδιάσπαστος κύκλος της ζωής.

Με μια γραφή που χρησιμοποιεί καθημερινή γλώσσα, η οποία, ωστόσο, μεταρσιώνεται μέσω της λεπτής επεξεργασίας του στίχου, των αιφνίδιων τομών, των εκλείψεων και των πολλαπλών βιβλικών και μυθολογικών αντηχήσεων στον πυρήνα των ποιημάτων, η Λουίζ Γκλικ μεταφέρει με ενάργεια την οξύτητα του οράματός της. Μια εξαιρετική ποιητική σύνθεση για τον καιρό της ανθοφορίας αλλά και του μαρασμού, που αποτυπώνει αριστοτεχνικά την τραγική ομορφιά της ζωής, σε όλες τις μορφές της.

13.50

Φερνάντο Πεσσόα

Το ποιητικό έργο του Αλμπέρτο Καέιρο απαρτίζεται από τρεις ενότητες: τον “Φύλακα των Κοπαδιών”, τον “Ερωτευμένο Βοσκό” και τα “Ασύνδετα Ποιήματα”. Σε αυτόν επικεντρώνονται τα σχόλια όλων των ετερωνύμων καθότι είναι ο δάσκαλος όλων, η κεντρική έδρα και η πηγή της πεσσοανικής δημιουργίας.

Η μετάφραση αυτή του συνόλου του έργου του συνοδεύεται από τον “Πρόλογο” του Ρικάρντο Ρέις και τις “Σημειώσεις εις μνήμην του δασκάλου μου Καέιρο” του ‘Αλβαρο ντε Κάμπος, τοποθετώντας έτσι τον Αλμπέρτο Καέιρο στο πλαίσιο της ετερωνυμίας και δίνοντάς του την κεντρική θέση για την οποία τον προόρισε ο δημιουργός του.

11.70

Φερνάντο Πεσσόα

Τελευταίος της βασικής τριάδας των ετερωνύμων ως προς τη σειρά γέννησης, μετά τον Αλμπέρτο Καέιρο και τον Ρικάρντο Ρέις, τη θριαμβική εκείνη ημέρα της 8ης Μαρτίου 1914, ο ‘Aλβαρο ντε Κάμπος είναι, σύμφωνα με τον Αντόνιο Ταμπούκι, “ένα διπλό πρόσωπο, στο βαθμό που είναι πρόσωπο της μυθοπλασίας που δημιουργεί μυθοπλασία, ένα λογοτεχνικό πρόσωπο που δημιουργεί με τη σειρά του λογοτεχνία.

Ο Κάμπος επομένως είναι κάτι περισσότερο από ένα πορτρέτο ή μία αυτοανάλυση· είναι ένας στοχασμός, ένα είδος προειδοποίησης: είναι ο Πεσσόα που βλέπει τον εαυτό του ως πρωτοποριακό καλλιτέχνη”.

14.40

Φερνάντο Πεσσόα

Από την τρυφερή του ηλικία, ο Φερνάντο Πεσσόα θα έρθει αντιμέτωπος με την εμπειρία της απώλεια στις πιο οδυνηρές της εκφάνσεις και η θεματική του θανάτου θα απασχολήσει εξίσου τον ορθώνυμο συγγραφέα και τους ετερώνυμούς του: τον Αλμπέρτο Καέιρο, τον Ρικάρντο Ρέις, τον Άλβαρο ντε Κάμπος, τον Μπερνάντο Σοάρες, τον Μπαράο ντε Τέιβε.

Σ’ αυτά τα ανέκδοτα μέχρι προσφάτως διηγήματα που φέρουν την υπογραφή του Φερνάντο Πεσσόα –ορισμένα εκ των οποίων συναγωνίζονται σε λυρικότητα την ποίησή του και άλλα μαρτυρούν τις κοινωνιολογικές, ψυχολογικές και εν γένει επιστημολογικές ανησυχίες του– προαναγγέλλονται και αναπαριστώντα ι αυτοκτονίες, διαπράττονται φόνοι, συμβαίνουν θάνατοι αιτιολογημένοι και αναιτιολόγητοι, ενώ πάντα στο βάθος ακούγεται η απαράμιλλη φωνή του ποιητή που ορίζει:

Θάνατος είναι η στροφή του δρόμου

Πεθαίνω είναι δεν με βλέπουν πια

6.30

Φερνάντο Πεσσόα

Αυτοβιογραφία χωρίς γεγονότα, αποσπάσματική, ημιτελής, όπου η παραίτηση είναι ο μόνος τρόπος δράσης και η ασυνειδησία η βάση της ζωής: “Αν η καρδιά μπορούσε να σκεφτεί, θα σταματούσε”. Δεν είναι μυθιστόρημα, ούτε ημερολόγιο, ούτε σημειωματάριο. Είναι το Βιβλίο της ανησυχίας του Fernando Pessoa, ένα από τα σημαντικότερα κείμενα όλων των εποχών.

“Για να πραγματοποιήσεις ένα όνειρο πρέπει να ξεχάσεις, να μην του δίνεις πια καμιά προσοχή. Γι’ αυτό πραγματοποιώ είναι δεν πραγματοποιώ. Η ζωή είναι γεμάτη με παραδοξότητες, όπως τα τριαντάφυλλα με αγκάθια”.

17.10

Φερνάντο Πεσσόα

Αυτοβιογραφία χωρίς γεγονότα, αποσπάσματική, ημιτελής, όπου η παραίτηση είναι ο μόνος τρόπος δράσης και η ασυνειδησία η βάση της ζωής: “Αν η καρδιά μπορούσε να σκεφτεί, θα σταματούσε”. Δεν είναι μυθιστόρημα, ούτε ημερολόγιο, ούτε σημειωματάριο. Είναι το Βιβλίο της ανησυχίας του Fernando Pessoa, ένα από τα σημαντικότερα κείμενα όλων των εποχών.

“Για να πραγματοποιήσεις ένα όνειρο πρέπει να ξεχάσεις, να μην του δίνεις πια καμιά προσοχή. Γι’ αυτό πραγματοποιώ είναι δεν πραγματοποιώ. Η ζωή είναι γεμάτη με παραδοξότητες, όπως τα τριαντάφυλλα με αγκάθια”.

17.10

Ξένη λογοτεχνία

Ο αναρχικός τραπεζίτης

Φερνάντο Πεσσόα

Το διήγημα με τον προκλητικό για την κοινή λογική τίτλο Ο Αναρχικός Τραπεζίτης δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1922. Παραβολή, διαλεκτική σάτιρα, υποδειγματικό οικοδόμημα μιας αυστηρής επαγωγικής λογικής, διαθέτει την εγγενή επικαιρότητα που χαρακτηρίζει ολόκληρο το έργο του Πεσσόα.

Στους αντίποδες του Βιβλίου της Ανησυχίας, Ο Αναρχικός Τραπεζίτης πραγματεύεται την πρακτική πλευρά της ζωής: την κοινωνία και τα επινοήματά της, το χρήμα, την άσκηση της εξουσίας και τους νόμους της. Ο Πεσσόα δίνει αυτή τη φορά τον λόγο στο πολιτικό ετερώνυμο του ποιητή.

7.20

Ξένη λογοτεχνία

Ο οδοιπόρος

Φερνάντο Πεσσόα

Ο ανυποψίαστος έφηβος που ζει ανέμελα στο πατρικό του σπίτι ξεκινά με την προτροπή του αινιγματικού Άντρα με τα Μαύρα ένα ταξίδι μύησης. Μέσα από τις διαδοχικές συναντήσεις που του επιφυλάσσει ο Δρόμος, θα γνωρίσει την ταραχή του έρωτα, την οδύνη του αποχωρισμού, την ευγένεια της δόξας, την μεγαλοπρέπεια της εξουσίας, την αταραξία της σοφίας, την υπέρτατη γαλήνη του θανάτου, την μοναχικότητα του αναχωρητή και τέλος την ίδια του την Προσωπικότητα.

Στους αντίποδες του Αναρχικού Τραπεζίτη, την ορθολογιστική επιχειρηματολογία αντικαθιστά εδώ η διαισθητική σκέψη, τον λόγο η δράση, αλλά μια δράση αλληγορική, που εκτυλίσσεται μέσα από τη σαγηνευτική διήγηση ενός κλασικού παραμυθιού απ’ όπου δεν λείπουν ούτε οι πριγκίπισσες ούτε τα μαγικά δαχτυλίδια ούτε οι σκοτεινοί λαβύρινθοι.

Μην κοιτάζεις τον Δρόμο: ακολούθησέ τον μέχρι τέλους.

6.30

Ξένη λογοτεχνία

Οι Δουβλινέζοι

Τζέιμς Τζόϊς

Ο πολυτάραχος 20ός αιώνας μόλις ξεκινά και ο μεγάλος ιρλανδός συγγραφέας, έχοντας πλήρη επίγνωση της αγκυλωμένης πραγματικότητας που παραλύει τη χώρα του, τρυπώνει στις πιο ανύποπτες γωνιές του αγαπημένου του Δουβλίνου και με τα απλούστερα μυθοπλαστικά μέσα –την αβίαστη μα απαράμιλλη οξυδέρκειά του, τα μουντά, ρεαλιστικά χρώματα και τον αφοπλιστικό δισταγμό των ηρώων του την κρίσιμη στιγμή– κατορθώνει να συνθέσει τη σπουδαιότερη ίσως συλλογή διηγημάτων στην ιστορία της αγγλόφωνης λογοτεχνίας.

«Έβρισκε ασήμαντα όλα εκείνα που κανονικά θα τον γοήτευαν και δεν απάντησε στα βλέμματα που προκαλούσαν την τόλμη του. Ήξερε πως θα ’πρεπε να μιλήσει πολύ, να επινοήσει και να διασκεδάσει, αλλά το μυαλό και ο λαιμός του ήταν πολύ στεγνά για μια τέτοια δουλειά. Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι άλλο πέρα από το να συνεχίσει να περπατάει…»

Ο Τζέιμς Τζόις, ο συγγραφέας που όρισε τον μοντερνισμό στη λογοτεχνία, γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1882 και πέθανε στη Ζυρίχη σε ηλικία 59 ετών. Μιλούσε δεκαεφτά γλώσσες, κατήργησε τη γραμμική αφήγηση τελειοποιώντας την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου και ταλαιπωρήθηκε από χρόνιες παθήσεις των ματιών. Ο Οδυσσέας, το magnum opus και ασύγκριτο λογοτεχνικό επίτευγμά του, χαρακτηρίστηκε πορνογράφημα στην Αγγλία και στις ΗΠΑ και διαβαζόταν παράνομα για πάνω από δέκα χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του το 1922 στο Παρίσι.

9.45