Βλέπετε 616–630 από 979 αποτελέσματα

Λογοτεχνία

Ξένη λογοτεχνία

Γράμμα στη Ντ.

Γκορζ Αντρέ

Ιστορία ενός έρωτα.

Το Γράμμα στη Ντ. είναι μια δημόσια επανόρθωση, μια ερωτική εξομολόγηση και μια προαναγγελία θανάτου. Η αρχή του είναι συγκλονιστική, το τέλος του αφό­ρητο.

Ο συγγραφέας, που αποκάλυψε ότι έγραψε αυτό το βιβλίο κλαίγοντας, προειδοποιεί ότι δεν θα παρα­στεί στην κηδεία της γυναίκας του – κι όχι επειδή θα κάτσει στο σπίτι. Δεν θα παραλάβει το βαζάκι με την τέφρα της. Θα φύγει μαζί της.

Επειδή το βρίσκει άδικο να πεθάνει εκείνη από μια αρρώστια που οι για­τροί θα μπορούσαν να έχουν προλάβει; Όχι. Επειδή είναι (ξανά) ερωτευμένος μαζί της και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν.

11.25

Ελληνική λογοτεχνία

Πικρία χώρα

Κωνσταντία Σωτηρίου

– Εβάρεσεν.
– Ψυχομασσιεί.
– Αντελλοσσιάζεται.
– Παλλιώνει με τον Χάρον.
– Αντζελοθωρεί.
– Βαρκαρίζει.
– Σιωπάτε! Εν ήρτεν η ώρα της ακόμα.

Στην τελευταία της νύχτα στον κόσμο, καθώς παραδίδει το πνεύμα και ψυχορραγεί, η Σπασούλα συνοδεύεται στην άλλη όχθη από τις φίλες και γειτόνισσές της, που τη συντρόφευαν σε όλη της τη ζωή. Μέσα από μύθους, παραμύθια και δοξασίες, μέσα από πικρές ιστορίες και αληθινά φαντάσματα που μόνο οι γυναίκες μπορούν να δουν και να διηγηθούν, ξεδιπλώνεται η ιστορία των μανάδων των αγνοουμένων της Κύπρου, η ματαίωση, η αναμονή, οι αλήθειες και τα ψέματα της ζωής.

Με την “Πικρία χώρα” η Κωνσταντία Σωτηρίου ολοκληρώνει την τριλογία που ξεκίνησε με τα βιβλία “Η Αϊσέ πάει διακοπές” και “Φωνές από χώμα”, με μοτίβο την αφήγηση των γυναικών για την ιστορία του πολέμου στην Κύπρο. Των γυναικών που περίμεναν, που προδόθηκαν, που δεν δικαιώθηκαν. Γιατί τόσα χρόνια, όλο τούτο που έζησα, τόσα χρόνια που τόσα για τους χαμένους τα βίωσα, ένα πράμα μόνο αν ένιωσα, αν υπάρχουν αθώοι είμαστε εμείς, εγώ, η Σπασούλα και οι άλλες που περιμέναμε, εγώ, η Σπασούλα και οι άλλες που καρτερούσαμε, εγώ και η Σπασούλα και οι άλλες. Αθώες. Μόνο εμείς.

5.60

Ελληνική λογοτεχνία

Η Αϊσέ πάει διακοπές

Κωνσταντία Σωτηρίου

«Είκοσι Ιουλίου, το θυµάσαι πολύ καλά, είχε γίνει η µεγάλη καταστροφή. Ξύπνησες το πρωί και ήταν η λεκάνη στη ρίζα της συκιάς σου γεµάτη µε σύκα ανοιγµένα. Με το νυχτικό βγήκες έξω τα χαράµατα, πήρες το φαράσι και τη σκούπα να τα µαζεύεις. Μάζευες, µάζευες και τελειωµό δεν είχαν. Τα συκαλάκια σου, σκεφτόσουν, τα µελένια σου τα σύκα και µαράζωνες τη συκιά. Και έλεγες τι θα τρώµε τώρα τον Αύγουστο που δεν θα είχες τα συκαλάκια τα γλυκά, τι θα τρώµε τον Αύγουστο που δεν θα έχουµε σύκα.

Αν δει το πλάσµαν τα σύκα να ψήννουνταιεποχήν που ’εν ένι του τζαιρού τους, σηµαίνει µεγάλον µαράζιν. Σηµαίνεικαβκάδες, καρκασαλλίκκιν, κακόν. Που τζείνα τα κακά που ’εν ηµπορεί να βάλει το σέριν του ούτε ο ίδιος ο Θεός. Τίποτε ’εν θα ηµπόρει να κάµει ο Πλάστης.

Έτσι σε βρήκε η γειτόνισσα το πρωί. Ήρθε καταχαρούµενη να σου πει τα νέα. Σωθήκαµε, σου φώναξε. Σωθήκαµε. Ήρθε η µάνα µας να µας σώσει. Ήρθε η Αϊσέ να κάνει εδώ διακοπές. “Τι κάνεις εκεί µε τα σύκα;” “Σκάσανε όλα” της είπες. “Ανοίγουνε τα συκαλάκια µου τον Ιούλιο, τα µελένια µου τα σύκα που ζηλεύει όλη η γειτονιά. Σκάνε και πέφτουνε στην αυλή. Δεν θα έχουµε σύκα να τρώµε τον Αύγουστο” είπες και βούρκωσες. Άφησες µετά τη γειτόνισσα στην αυλή και έτρεξες να ξυπνήσεις τον γιο σου. “Μάνα, τι γίνεται;” σου φώναξε. “Ήρθε” του είπες “η Αϊσέ να κάνει εδώ διακοπές. Και εµάς µας αρρώστησε η συκιά µας. Δεν θα έχουµε κάτι να την τρατάρουµε. Δεν θα µπορέσουµε τον Αύγουστο να τρώµε σύκα”. Και άρχισες ύστερα να κλαις».

Το βιβλίο βραβεύτηκε από το Πετρίδειο Ίδρυμα και το Διαδικτυακό Περιοδικό “Ζωή και Τέχνη” στο πλαίσιο του 2ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού Λογοτεχνικών Βραβείων στην μνήμη των μ.Χριστόδουλου και Μαρίας Πετρίδη. Η συγγραφέας βραβεύτηκε το 2019 με το Βραβείο της Κοινοπολιτείας της Περιφέρειας Ευρώπης και Καναδά.

4.87

Ελληνική λογοτεχνία

Ένα άλμπουμ ιστορίες

Αντώνης Γεωργίου

Ένα κουβάρι ιστορίες “έλα τζαί η γιαγιά σου έννεν’ καλά”

έλα τζαί η γιαγιά σου έννεν’ καλά, ετηλεφώνησέν μου η Μύντα πριν λλίον, “μάνταμ, μαντάμ, γρήγορα η γιαγιά έφτυσεν γαίμαν”, έκαμεν εμετόν γαίμαν, έτσι μου ‘πεν, ήμασταν στην ψησταριάν με την Αγάθην, ο κόσμος πολλύς, που να έφευκα τζείνην την ώραν; ετηλεφώνησα στον θκειόν σου να πάει να την φέρει κάτω, νναι λαλώ σου, επήεν, εν με εκάνεν η στεναχωρία μου, το τηλέφωνον απάντησέν μου το η θκειά σου, “κόρη, γλήορα δώσ’ μου τον αρφόν μου”, είπα της άλλα που να καταλάβει, “τι κάμνεις, Μαρούλλα μου;” άρκεψεν, τζαί ότι επήαν στες ελιές, τζαί έτσι, τζ’ αλλιώς, είσεν όρεξην για κουβένταν, “δώσ’ μου τον, κόρη, τζ’ η μάνα μας έννεν’ καλά”, έτοιμη ήμουν να της βάλω τες φωνές, ευτυχώς εκατάλαβέν το τζαί εφώναξέν του, έστειλα τον λαλώ σου τζαί εφέραν την στο νοσοκομείον, πάμεν τζαί εμείς τωρά, εννά ‘ρτεις; […]

19.08

Ελληνική λογοτεχνία

Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι

Κωνσταντίνος Δομηνίκ

Ακολουθάω τρέχοντας, μέχρι το παρεκκλήσι του γκαβού, ένα σμήνος από φυγόκεντρα μελίσσια. Και τα βλέπω έκθαμβος, με το που μπαίνω, να γλυκοπλέκουνε, μπροστά στο Άγιο Βήμα, μια δεύτερη, δική τους, θεόρατη κηρήθρα-τέμπλο. Όπου το κάθε κελί της κηρήθρας, αποτελεί κι από έναν ζυμωτό, εξαπτέρυγο μικρόκοσμο – ιστορίες αλλόκοτες, του Φέγγου, που δουλεύουνε με φοβικά. Αίφνης, μπαίνω στο νόημα: Ότι σαν με πλακώσει κι ο τελευταίος μπαξές, με αυτές θα ανοίξω δρόμο – άλλο δεν έχω. 

Ο Κωνσταντίνος-Δομηνίκ Πιπίλης, γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1988 και ζει στην Κατερίνη. Η συλλογή διηγημάτων «Ώπα-ώπα μπλάτιμοι» είναι το πρώτο του βιβλίο.

8.90

Μιχάλης Αλμπάτης

Αρχές της δεκαετίας του 1950, σ’ ένα χωριό της Κρητικής ενδοχώρας, ένα νεαρό αγόρι ανακαλύπτει, στην κηδεία κάποιου συγγενή του, πως έχει την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των νεκρών. Κανείς δεν τον πιστεύει αρχικά, όταν όμως αποδεικνύει δημόσια το αληθές των ισχυρισμών του, ένας θείος του, συνειδητοποιώντας τις δυνατότητες οικονομικής εκμετάλλευσης που ανοίγονται μπροστά τους, τον πείθει να φύγουν απ’ το χωριό και ν’ αρχίσουν να περιοδεύουν στα χωριά του κάμπου προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σαν “διερμηνείς των πεθαμένων”.

Από χωριό σε χωριό κι από κηδεία σε κηδεία, κάθε νεκρός διηγείται την δική του ιστορία, φανερώνει τα δικά του μυστικά και δίνει τις δικές του απαντήσεις στον γρίφο της ύπαρξης· μόνο που οι νεκροί λένε πάντα την αλήθεια, και οι ζωντανοί δεν θέλουνε αλήθειες να ακούσουν…

“Η επομένη ήταν Κυριακή και, όπως έκαναν πάντα, είχαν κινήσει πρωί πρωί με τη μητέρα του και την αδερφή του για την εκκλησιά. Φυσικά, τα χθεσινά γεγονότα στην κηδεία της γρια-Ξώφαινας είχαν διαδοθεί από στόμα σε στόμα και αποτελούσαν το κύριο θέμα συζήτησης σ’ ολόκληρο το χωριό. Στον δρόμο για τον Αϊ-Γιώργη, αλλά και μέσα στην εκκλησιά, όταν άναψε το κερί κι έπειτα που στάθηκε μπροστά απ’ το ιερό μαζί με τους άλλους άντρες, τα βλέμματα όλων στρέφονταν επάνω του δίχως ίχνος κοροϊδίας πια, αλλά φορτισμένα με ανησυχία, δέος ή φόβο, ενώ τα χείλη τους ψιθύριζαν την ώρα που από μπροστά τους περνούσε: “Μιλάει με τους νεκρούς!”, “Ακούει τους πεθαμένους!”.

18.00

Ελληνική λογοτεχνία

Λυκοχαβιά

Κώστας Μπαρμπάτσης

«Θα φύγω, ξάδερφε», έλεγε και ξανάλεγε ο Πάνος, μπας και τελικά το έπαιρνε απόφαση και γύριζε στο χωριό.

Σπάραζε όλη μέρα η Σεβαστή, ζητώντας να της φέρουν πίσω τον Ζαχαρία. Τον πατέρα του παιδιού που είχε στην κοιλιά.

Μόνο το λύκο είχε για παρέα ο Τσίλιας στο λόγγο. Κι ό,τι κι αν έλεγαν οι άλλοι, δε θα άφηνε κανέναν να τον πάρει από κοντά του.

Ο Λευτέρης, λοχαγός στο αλβανικό μέτωπο, είχε υποσχεθεί πως ακόμη κι ένας φαντάρος να έμενε ζωντανός, θα τον πήγαινε στον τόπο του.

Είκοσι τόσα χρόνια βολοδέρνει στα λεωφορεία η Γιωργία, ξεροσταλιάζοντας για μια κουβέντα, για ένα βλέμμα του Κωσταντή.

Βροντερά γέλαγε ο Λόλος. Και κάθε που τον άκουγαν οι καλιακούδες, παράταγαν τις καλαμποκιές και πέταγαν τρομαγμένες μακριά.

Έξι ιστορίες για την απώλεια. Την απώλεια των συναισθημάτων, της λογικής, της ίδιας της ζωής. Κυρίαρχο σκηνικό η Αιτωλοακαρνανία και η Ήπειρος κατά τη διάρκεια του πολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου, της μετανάστευσης.

Άνθρωποι εύθραυστοι που, αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν τη σκληρότητα που τους περιβάλλει, βλέπουν ως μόνη διέξοδο τη φυγή.

9.90

Ελληνική λογοτεχνία

Μάκινα

Ανδρέας Νικολακόπουλος

“Μάκινα” ονομάζεται ο διαλογέας της σταφίδας. Μια μεγάλη ξύλινη μηχανή, που στο επάνω μέρος της ρίχνονται οι σταφίδες και στο κάτω βγαίνουν διαχωρισμένοι οι καρποί από τα κλωνάρια. Σ’ αυτή τη χάρτινη Μάκινα ρίχνονται άνθρωποι και μοίρες ανακατεμένοι με μεγάλα ιστορικά γεγονότα, αλλά και καθημερινές σκληρές ιστορίες και το αποτέλεσμα που βγαίνει στο κάτω μέρος της μηχανής είναι ζωές ρημαγμένες και ανθρώπινα ερείπια διαχωρισμένα από το αρχικό όνειρο, που έγινε εφιάλτης.

Δεκατρείς ιστορίες, που εκτυλίσσονται σε μια περίοδο εξήντα χρόνων. Όσο δηλαδή κράτησε η σταφιδική κρίση, που μάστισε τα χωριά της ορεινής Αιγιάλειας και τάραξε τη χώρα στις αρχές του περασμένου αιώνα παράλληλα με σημαντικά γεγονότα όπως το πρώτο μεγάλο Μεταναστευτικό Κύμα, η Μικρασιατική Εκστρατεία, ο Μεσοπόλεμος και οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι.

10.00

Ελληνική λογοτεχνία

Αποδοχή κληρονομιάς

Ανδρέας Νικολακόπουλος

Ένα νυχτερινό ταξίδι δεκαέξι στάσεων με συνεπιβάτες έναν λευκοντυμένο ζωγράφο χωρίς πατρίδα, έναν στοιχειωμένο εχθρό της θάλασσας, έναν σύγχρονο αποθέτη, κάποιον άθεο ιερέα, τους καλλιεργητές μιας γης γεμάτης κροταλίες, ένα λευκό, παρασημοφορημένο άλογο, κάποιον σφουγγαρά που δεν βουτάει για σφουγγάρια, μια κόρη με καουμπόικες μπότες, ένα σκιάχτρο με κίτρινο ζωνάρι, έναν ασυνόδευτο αργαλειό, έναν άνθρωπο των σπηλαίων που τρώει μαρέγκες, ένα φίδι φωλιασμένο σε μια μαξιλαροθήκη, έναν επαναπατρισμένο χιονάνθρωπο, κάποιον θεό που τρέχει με ενενήντα δύο μίλια την ώρα, έναν αντάρτη πόλης με αϋπνίες και έναν κουτσό λυκάνθρωπο.

Ένα ταξίδι με δεκαέξι σταθμούς επιβίβασης, μα με έναν και μοναδικό σταθμό αποβίβασης. Τον τερματικό.

11.25

Ελληνική λογοτεχνία

Μόνο το αρνί

Πέτσα Βασιλική

Όπως της τα είπαν και όπως τα φαντάστηκε: διαπλέκοντας τοπικές ιστορίες, μαρτυρίες και οικογενειακές αφηγήσεις, αντλώντας από την ντοπιολαλιά και το εκφραστικό της ύφος, η συγγραφέας αναπλάθει τον κόσμο της θεσσαλικής επαρχίας σε χρόνο παρελθοντικό και ανασυστήνει πρόσωπα και εποχές. Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1940 και καταλήγοντας στις απαρχές της Μεταπολίτευσης, τα τέσσερα διηγήματα της συλλογής επικεντρώνονται σε περιθωριακούς χαρακτήρες και ψηλαφούν διαχρονικά ρήξεις και συνέχειες, “αφουγκραζόμενα” τον απόηχό τους στην καθημερινή ζωή της ελληνικής περιφέρειας.

Ανθρώπινα δράματα και ιστορικά γεγονότα, διαπροσωπικές προστριβές και συλλογικές συγκρούσεις, που αλληλεπιδρούν και διαταράσσουν τις ισορροπίες στο εσωτερικό της κοινότητας, της οικογένειας, του ατομικού ψυχισμού. Τέσσερα διηγήματα που εστιάζουν στη μικροκλίμακα, αναδεικνύουν τις λεπτομέρειες, φωτίζουν το αφανές και ανασύρουν το λησμονημένο, σαν ισάριθμες φωτογραφίες, ασπρόμαυρες, τσακισμένες στις γωνίες, που εντοπίζει κανείς σε παλιά οικογενειακά άλμπουμ. Θωρακίζοντας με το φίλτρο της ειλικρίνειας και της τρυφερότητας τον λογοτεχνικό της φακό, αποκαθαίροντάς τον από τη νοσταλγία και τον φολκλορισμό, η συγγραφέας απαθανατίζει έναν κόσμο που έχει πια χαθεί, κι ας μην υπήρξε ποτέ πραγματικός.

14.00

Ελληνική λογοτεχνία

Χάθηκε βελόνι

Χρήστος Αρμάντο Γκέζος

Ένας άντρας που περνάει τη ζωή του στιγματισμένος από τη μοίρα στην άκρη του λόφου. Μια μητέρα που αφιερώνεται στη γεμάτη αντιξοότητες πορεία της οικογένειάς της. Ένας γιος που ψάχνει τον μικρό του αδερφό στην άλλη μεριά του κόσμου. Ένα πολυστρωματικό μυθιστόρημα που ξεκινάει από την Αλβανία των αρχών του προηγούμενου αιώνα, διατρέχει την Ελλάδα της ύστερης μεταπολίτευσης και καταλήγει στην καρδιά της αμερικανικής ηπείρου.

Το Δρεπένι: α, το Δρεπένι, τι όνομα κι αυτό! Αν θυμάται καλά, το είχε πάρει από έναν δευτερεύοντα ημίθεο της ελληνικής μυθολογίας, τον Δρέπανο, που υποτίθεται ότι είχε εξοριστεί από τον Δία για να ζήσει ολομόναχος κι αποκλεισμένος βαθιά μέσα στις αφιλόξενες κοιλότητες των βουνών της περιοχής. Γιατί αλήθεια πόσο άγονος και σκληρός ήταν ο τόπος που τον γέννησε, πόσο ασύμμετρα μοιρασμένη στον κόσμο η τρυφερότητα του χώματος.

13.95

Ελληνική λογοτεχνία

Γκιακ

Παπαμάρκος Δημοσθένης

«Γιατί καθαρός δεν είν’ κανένας, μοναχά ο άπραγος».

«Γκιακ» θα πει αίμα, δεσμός συγγένειας, φόνος για λόγους εκδίκησης, φυλή. Οι ήρωες στα διηγήματα του Παπαμάρκου, στρατιώτες που πολέμησαν στα άγρια πεδία των μαχών στη Μικρά Ασία, επιστρέφουν οριστικά αλλαγμένοι στον τόπο τους στη Λοκρίδα. Καθορισμένοι από ό,τι οφείλουν να κάνουν για την τιμή της κοινότητας, σύμφωνα με τον βαρύ νόμο του αίματος στο αυστηρό εθιμικό δίκαιο της κλειστής κοινωνίας τους, γίνονται θύτες και είναι ταυτοχρόνως θύματα. Αποσιωπημένα εγκλήματα και τραύματα, καταστροφή και αφανισμός, βιασμοί και δολοφονίες, στοιχειά και δαίμονες, ηθικές δοκιμασίες – ιστορίες ανομολόγητων πράξεων, στην προφορική γλώσσα του ρουμελιώτικου ιδιώματος, που εντέλει οδηγούν, έστω βίαια, τους ήρωες σε σύγκρουση με την κοινότητά τους και στην αναθεώρηση της ταυτότητάς τους.

«Αυτό πάει να πει να ’σαι σιβιλάιζντ. Να πατάς στα σκατά με αψηλό τακούνι».

Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος γεννήθηκε το 1983 στη Μαλεσσίνα Λοκρίδος. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, διηγήματα και comics. Η συλλογή διηγημάτων Γκιακ απέσπασε το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών – Ιδρύματος Πέτρου Χάρη και το Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας του περιοδικού Αναγνώστης. Κυκλοφορεί στα ρωσικά από τις εκδόσεις O.G.I. Επίσης, έχει γράψει για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Στο πλαίσιο του Onassis Artistic Research Fellowship έγραψε το θεατρικό έργο Στον Κόρακα.

10.71

Ξένη λογοτεχνία

Ένα μακρύ Σάββατο

Λωρ Αντλέρ, Τζωρτζ Στάινερ

Προς το τέλος της ζωής του και κατά παράβαση των συνη­θειών του, ο Τζωρτζ Στάινερ δέχτηκε να παραχωρήσει μια σειρά συνεν­τεύξεων στη διακεκριμένη Γαλλίδα δημοσιογράφο Λωρ Αντλέρ.

 

Οι συζητήσεις τους περιέλαβαν σχεδόν όλα τα θέματα που απασχόλησαν τον Στάινερ στη μακρόχρονη πνευματική του περιπλάνηση: τη μοίρα του εβραϊσμού, τη σημασία των κλασικών κειμένων, το μυστήριο της ανθρώπινης δημιουργικότητας.

 

Συναισθηματικός, διαυγής και χωρίς κανένα φόβο πια, ο Τζωρτζ Στάινερ μιλά για τη ζωή του, από τα παιδικά του χρόνια στο Παρίσι, την εξορία και τις σπουδές στην Αμερική, μέχρι τη μετακόμισή του στο Πρίνστον και κατόπιν την επιστροφή του στην Ευρώπη. Ο Στάινερ δίνει απαντήσεις, ενώ δεν παύει να θέτει ερωτήματα, συχνά προκλητικά, για το «μακρύ Σάββατο» της ανθρώπινης ύπαρξης, την ατέρμονη προσμονή, τον τρόμο της ματαιότητας και την αβέβαιη λύτρωση.

 

Ένα βιβλίο που διαβάζεται τόσο σαν πανόραμα ενός πνευματικού σύμπαντος και εισαγωγή στη σκέψη ενός μεγάλου στοχαστή του 20ού αιώνα, όσο και σαν επίλογος μιας ζωής αφιερωμένης στις ιδέες, στα κείμενα, στα γράμματα.

 

13.50

Ξένη λογοτεχνία

Αλλαγή: μέθοδος

Εντουάρ Λουί

Ένα αγόρι μετακομίζει από το χωριό του σε μια μικρή πόλη του γαλλικού Βορρά για να φοιτήσει στο λύκειο. Στην προσπάθειά του να ενσωματωθεί στο νέο περιβάλλον και να κόψει οριστικά τους δεσμούς με το παρελθόν, είναι αναγκασμένος να μάθει από την αρχή, με πολύ κόπο και αυτοθυσία, κάθε πτυχή της πραγματικότητας. Όμως η διαρκής επανεπινόηση του εαυτού και η εσωτερική ορμή της αλλαγής τον ωθούν και πάλι σε ρήξη με το καινούργιο πλαίσιο, που αποδεικνύεται εξίσου ασφυκτικό με το παλιό.

Ο Εντουάρ Λουί σε μια βαθιά προσωπική και συγκινητική αφήγηση, αναμειγνύοντας κριτική και νοσταλγία, εξιστορεί τα στάδια που περνάει κανείς για να μεταμορφώσει τον εαυτό του ολοκληρωτικά, σκάβοντας βαθιά μέσα στο δικό του βίωμα της αλλαγής, για να ανασύρει τη συλλογική εμπειρία.

15.93

Ουίλιαμ Ντάλριμπλ

Τα βιβλία έχουν τις δικές τους ζωές, σαν τα παιδιά όταν µεγαλώνουν. Όταν κάνω αναγνώσεις, όλοι θέλουν να ακούσουν αποσπάσµατα από το Ταξίδι στη σκιά του Βυζαντίου , κάτι που δεν µου ζητούσαν πέντε ή δέκα χρόνια πριν. Υποτίθεται ότι είναι το καλύτερό µου βιβλίο – έτσι λένε. Από πολλές απόψεις δε είναι το λιγότερο εµπορικό µου βιβλίο. Έγιναν τόσα απρόοπτα στη διάρκεια του ταξιδιού: έτυχε να είναι η περίοδος που οι Τούρκοι πολεµούσαν τους Κούρδους και το PKK, στο Λίβανο είχε µόλις τελειώσει ο πόλεµος κι είχε αρχίσει η ανοικοδόµηση, στη Συρία περίµεναν να πεθάνει ο Άσαντ. Παντού συνέβαινε κάτι κι είχαν όλα σχέση µε τον χριστιανισµό, ήταν απίστευτες οι συγκυρίες.

Από συνέντευξη του συγγραφέα στη Lifo

Την άνοιξη του έτους 578 µ.Χ., αν καθόσουν σε έναν βράχο ψηλά πάνω από τη Βηθλεέµ, ίσως κατάφερνες να διακρίνεις δύο φιγούρες να προβάλλουν, µε τα ραβδιά τους στο χέρι, από την πύλη της µεγάλης µονής του Αγίου Θεοδοσίου στην έρηµο. Οι δυο τους θα κατευθύνονταν νοτιοδυτικά µέσα από την έρηµη γη της Ιουδαίας, προς το εξαιρετικά πλούσιο, κοσµοπολίτικο λιµάνι της Αλεξάνδρειας. Ήταν η αρχή ενός εκπληκτικού ταξιδιού που θα οδηγούσε τον Ιωάννη Μόσχο και τον µαθητή του, τον Σωφρόνιο τον Σοφιστή, σε µια πορεία κατά µήκος ολόκληρου του ανατολικού βυζαντινού κόσµου. Στόχος τους ήταν να συλλέξουν τη σοφία των πατέρων της ερήµου, των σοφών και των µυστών της βυζαντινής Ανατολής, προτού ο εύθραυστος κόσµος τους καταρρεύσει και εξαφανιστεί. Το αποτέλεσµα είναι το Λειµωνάριο , το βιβλίο που έχω µπροστά µου. Αν σήµερα, στη Δύση, θεωρείται ένα µάλλον άγνωστο κείµενο, πριν από χίλια χρόνια ήταν ένα από τα πιο δηµοφιλή βιβλία ολόκληρης της σπουδαίας βυζαντινής γραµµατείας.

17.91