Βλέπετε 376–390 από 979 αποτελέσματα

Λογοτεχνία

Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος

«Το αρχαίο δραματικό ποίημα του μύθου της προμήθειας της φωτιάς από τον Προμηθέα ξεκίνησα να το μεταφράζω τον Σεπτέμβριο του 2014 (τώρα που σημειώνω, σε μια γωνιά του μυαλού μου αναδύεται η σεφερική λέξη μεταγραφή για τις ενδογλωσσικές μεταφράσεις) και πρέπει να σταμάτησα να εργάζομαι σ’ αυτό στα τέλη της άνοιξης του 2018», αναφέρει ο μεταφραστής. «Η εργασία έγινε τμηματικά, αποσπασματικά και λόγω πενθών σπασμωδικά, κάποιες φορές με ασυνήθιστη ταχύτητα καθώς γύρευα να προλάβω το θάνατο επιστήθιου φίλου, με παύσεις πολλές και επανεκκινήσεις. Υπάρχει ένα είδος γιάτρισσας συγκέντρωσης που ανθίζει στις απώλειες και στις καταστροφές. Τότε υπήρχε για μένα γιάτρισσα. Έπειτα η μετάφραση διάβηκε από ανεκπλήρωτες θεατρικές διαδρομές πριν φτάσει σε αυτή την παράσταση.»

Η μετάφραση του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου έγινε ο καμβάς, ίσως και η αφορμή, για την θεατρική και μουσική σύνθεση του Δημήτρη Καμαρωτού, σε μια παραγωγή του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ), σε συνεργασία με την Εθνική Βιβλιοθήκη. Οι δύο φορείς συνέπραξαν, προκειμένου για την παρουσίασή του στο Αναγνωστήριο της ιστορικής έδρας της ΕΒΕ, το Βαλλιάνειο Μέγαρο στην οδό Πανεπιστημίου. Συμμετείχαν οι ηθοποιοί Αμαλία Μουτούση και Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, η μεσόφωνος ʼννα Παγκάλου και οι μουσικοί Κατερίνα Κωνσταντούρου και Χρήστος Λιάτσος.

 

10.00

Ποίηση

Σώμα

Γιάννης Αντιόχου

Στη γλώσσα μου

ίδια πια βαραίνουν

άνθρωποι

και πουλιά

Λιγοστεύω

Στο νέο του ποιητικό βιβλίο ο Γιάννης Αντιόχου συγκεντρώνει και επανεξετάζει ποιήματα προερχόμενα από τις οκτώ ποιητικές συλλογές του· από το πρώτο του βιβλίο που εκδόθηκε το 2003 μέχρι το Αυτός, ο κάτω ουρανός, που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2020. Στο σώμα περιλαμβάνονται και αδημοσίευτα ποιήματα που γράφτηκαν αυτά τα χρόνια. Η επίτομη αυτή έκδοση μαρτυρά το ανεπαίσθητο νήμα που ορίζει την ποιητική του πορεία τα τελευταία 20 χρόνια.

14.94

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

Να μάθεις να χορεύεις με την απειλή.
Σκύβει το κεφάλι αυτή;
Σκύβεις κι εσύ με τη σειρά σου.
Πόδι μπροστά εκείνη, εσύ
το άλλο, βήμα μαζί και πλάι της.
Και έτσι να στροβιλίζεστε αργά,
από κοντά, με τις περούκες
και τα φιογκάκια στα παπούτσια
σ’ έναν χορό που σας κρατά
δεμένους χώρια.
Κι όταν ο φόβος
σού ψιθυρίζει στο αυτί, κάτι πηχτά
απογεύματα με γεύση χώματος,
να μάθεις να χορεύεις με την απειλή·
γιατί ο βασιλιάς γυμνός πάντοτε ήταν
κι ο θάνατος πάντοτε σε κοιτούσε·
μα εσένα τώρα θάμπωσαν με φως
πρώτη φορά τα μάτια σου και είδες.
Και σαν σωπάσει η μουσική και ο χορός,
μη γελαστείς και πεις πως επανήλθε ο κόσμος.
Τόσο στροβίλισμα άλλαξε θέση τις πυξίδες.
Τόσο σκοτάδι χάρισε στους τυφλούς το φως.

14.00

Ελληνική λογοτεχνία

Ο οβολός

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος

Ο αναγνώστης στον Οβολό συναντά την εφαρμογή της κλασικής μεθόδου του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου: Το παλαιικό αναπαράγεται μέσα από την προσέγγιση του παρελθόντος με κάποιου είδους νοσταλγία και μέσα από τη χρήση επιλεγμένων εκφράσεων της καθαρεύουσας. Η αυστηρότατη από την άλλη πλευρά κειμενική δομή, η διαύγεια και η σαφήνεια της έκφρασης μαζί με την απόλυτη προσοχή στην λεπτομέρεια μάς παραπέμπουν στον τόσο δημοφιλή στις μέρες μας μινιμαλισμό. Μέσα σε ένα περιβάλλον βουλιμικής πλησμονής και θορύβου όπως είναι αυτό που ζούμε, ο Παπαδημητρακόπουλος μάς προσκαλεί να συγκεντρωθούμε στο ασήμαντο και στο σεμνό. Γι’ αυτό και ένα από τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του είναι ότι η πεζογραφία του μικρού, του απλού και του ευκρινούς που καλλιεργεί είναι εντελώς μοντέρνα (Ελισάβετ Κοτζιά, «Διακρίνοντας», Η Καθημερινή, 6/3/2005).

 

9.90

Ξένη λογοτεχνία

Οι φόνοι της οδού Μοργκ

Έντγκαρ Άλαν Πόε

Δύο γυναίκες, μητέρα και κόρη, βρίσκονται φριχτά δολοφονημένες σε ένα κτίριο της οδού Μοργκ στο Παρίσι. Το δωμάτιό τους, στον τέταρτο όροφο, ήταν κλειδωμένο. Πώς μπόρεσε ο δολοφόνος να τις προσεγγίσει; Και γιατί τους επιτέθηκε με τόσο άγριο τρόπο;

Η υπόθεση κινεί το ενδιαφέρον ενός ερασιτέχνη ντετέκτιβ, του Ογκίστ Ντιπέν, που θα προσπαθήσει να λύσει το αίνιγμα με τη λογική…

Οι φόνοι της οδού Μοργκ είναι μια αριστουργηματική ιστορία μυστηρίου, που θεωρείται από πολλούς το αρχέτυπο του σύγχρονου αστυνομικού μυθιστορήματος. Στον τόμο αυτό παρουσιάζεται μαζί με δύο ακόμα ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστεί ο Ογκίστ Ντιπέν, “Το μυστήριο της Μαρί Ροζέ” και “Το κλεμμένο γράμμα”.

Μια τριλογία που γέννησε αμέτρητα έργα και λογοτεχνικούς ήρωες, μεταξύ των οποίων τον Σέρλοκ Χολμς, και, όπως έχει επισημάνει η Dorothy L. Sayers, «είναι σχεδόν ένα πλήρες εγχειρίδιο της θεωρίας και πράξης του αστυνομικού μυθιστορήματος»

11.97

Κώστας Θ. Καλφόπουλος

Τα λαϊκά νουάρ διηγήματα του Κώστα Θ. Καλφόπουλου μοιάζουν να βγαίνουν από τις κιτρινισμένες και ιλουστρασιόν σελίδες των οικογενειακών περιοδικών μιας άλλης εποχής ή από ταινίες του παλιού, ασπρόμαυρου ελληνικού κινηματογράφου. Ανάμεσα στις γραμμές τους, σαν ολογράμματα, προβάλλουν ο αστυνόμος Μπέκας και ο επιθεωρητής Μαιγκρέ την «αποφράδα μέρα» της 21ης Απριλίου 1967, ο Γιάννης Διακογιάννης φευγαλέα, τα ΒΙΠΕΡ, που κατέκλυζαν τα περίπτερα τη δεκαετία του ’70, μια κίτρινη εσάρπα τον φοβερό μήνα Αύγουστο του 1968, το Αμβούργο, γκρίζο και βροχερό όπως στον Αμερικανό φίλο του Βέντερς, τα λαϊκά κορίτσια των 70s, ένα φονικό παράξενο καλοκαίρι στην Κρήτη, μαζί και μια διαφορετική ληστεία στην Αθήνα τη μέρα του μεγάλου τελικού Άγιαξ-Παναθηναϊκού το 1971. Γραμμένα σε μια περίοδο έξαρσης του αναγεννημένου «είδους», τα διηγήματα του βιβλίου συνομιλούν με την παράδοση του αμερικανικού, κυρίως, νουάρ, εκεί όπου συνυφαίνονται οι μοίρες των ηρώων με τον έρωτα, την πόλη και τον θάνατο. Παράλληλα, συνδέουν το λαϊκό μοτίβο με το ποπ στοιχείο, όπως αυτά αναδεικνύονται σταδιακά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 στη νεοελληνική εκδοχή της καταναλωτικής κοινωνίας.

Ένα ταξίδι σε μια Ελλάδα φωτεινή και σκοτεινή συνάμα, λαϊκή αλλά και νουάρ.

10.00

Ξένη λογοτεχνία

Ένα ατέλειωτο ταξίδι

Κλαούντιο Μάγκρις

“Το Εγώ του ταξιδιώτη” γράφει ο Κλάουντιο Μάγκρις “είναι μόλις κάτι περισσότερο από ένα βλέμμα, ένα κοίλο κέλυφος στο οποίο αποτυπώνεται η μορφή της πραγματικότητας, ένα δοχείο που υπερχειλίζει από τα πράγματα”. Εξού και η τεράστια ποικιλία των τοπίων που ο ίδιος διασχίζει και αποκωδικοποιεί σαν να είναι πρόσωπα, από τη Μαδρίτη στην Πράγα, το Βερολίνο και τη Βαρσοβία, από τη Φινλανδία μέχρι την Αυστραλία, από τη μια θάλασσα στην άλλη, κάνοντας στάση και στην Τεργέστη φυσικά, στην πόλη όπου κατεξοχήν υφαίνεται και περιπλέκεται ένας λαβυρινθώδης ιστός διαφορετικών εποχών. “Σκοπός του ταξιδιού” διευκρινίζει ο Μάγκρις “είναι οι άνθρωποι”. Ταξιδεύω σημαίνει “έρχομαι αντιμέτωπος με την Ιστορία και τις παραλλαγές της”. Και το βιβλίο αυτό συνιστά ακριβώς μια τέτοια απολαυστική αναμέτρηση, διότι προέρχεται από έναν παρατηρητή φιλοπερίεργο και πολυμαθή, ειρωνικό και μεγαλόψυχο, ποιητή και συγχρόνως ιστορικό και φιλόσοφο. Πέρα όμως από τις ετερόκλητες αφορμές που πυροδότησαν τα συγκεκριμένα αφηγήματα, αυτό που κυρίως συναρπάζει είναι η βαθύτερη συνοχή τους χάρη στην οποία αναγνωρίζουμε τα βασικά θέματα και μοτίβα του έργου του Μάγκρις, τις αέναες και δημιουργικές ανησυχίες του.

20.00

Ξένη λογοτεχνία

Η ντροπή

Ανί Ερνό

Ο πατέρας μου προσπάθησε να σκοτώσει τη μητέρα μου μια Κυριακή του Ιούνη, νωρίς το απόγευμα»: το βιβλίο είναι η ιστορία μιας δωδεκάχρονης, αφορά όμως και την αφηγήτρια, μια ώριμη γυναίκα, την ίδια τη συγγραφέα. Η βίαιη στιγμή ζει μέσα της. Το τραύμα έρχεται σε μια εποχή που ακόμα νιώθει τόσο κοντά στους γονείς της, ώστε η επαπειλούμενη βίαιη πράξη να της είναι ακατανόητη. Τη σχίζει σαν τσεκούρι.

Με τον καιρό, η ανάμνηση παγώνει ώσπου δεν είναι παρά ένα ενσταντανέ που κουβαλά στο πορτοφόλι της, απαράλλακτη ακόμα και μετά από χρόνια, όταν η δωδεκάχρονη έχει γίνει γυναίκα και συγγραφέας. Χρόνια αργότερα η πληγή είναι ακόμα εκεί, όμως η ύπαρξή της ολόκληρη έχει θρέψει γύρω της σαν το δέντρο που, αν και χτυπήθηκε από κεραυνό, επιβίωσε.

Με τη συναισθηματικά πλούσια φωνή της σπουδαίας λογοτεχνίας και την οξεία αναλυτική ματιά ενός επιστήμονα, η Annie Ernaux προσφέρει έναν δυνατό στοχασμό για την εμπειρία και τη δύναμη μιας βίαιης ανάμνησης να αντέχει στον χρόνο και να καθορίζει την τροχιά μιας ζωής.

10.98

Ξένη λογοτεχνία

Ψέμα και μάγια

Έλσα Μοράντε

Ας σκεφτούμε ένα ευρύχωρο σπίτι με άπειρα μικροπράγματα αλλά χωρίς καθόλου ζωή. Αίφνης προβάλλει ένα θηλυκό πρόσωπο. Αυτή είναι η Ελίζα, μια ορφανή κοπέλα, περικυκλωμένη από επικές αφηγήσεις με ήρωες και δεσποσύνες. Αποφασισμένη να αποτυπώσει την ιστορία της οικογένειάς της, η Ελίζα ανυψώνει σε μυθικές διαστάσεις τη μητέρα της Άννα, τον πατέρα της Φραντσέσκο, τον ξάδελφο Εντοάρντο και τη Ροζάρια, μια ανοιχτόψυχη πόρνη. Αυτά τα πλάσματα, από αδιάφορα έως κακόμοιρα, μεταμορφώνονται σε αληθινούς ανθρώπινους χαρακτήρες που βιώνουν ένα σωρό αλλόκοτες περιπέτειες. Το αποτέλεσμα; Μια εν δυνάμει ηθογραφική κωμωδία μετουσιώνεται εν τέλει σε μεγαλοπρεπέστατη τραγωδία. Η Ελίζα, η γυναίκα με τις μακριές κοτσίδες και τη χλωμή όψη, η καταφρονεμένη κόρη, έχει κληρονομήσει ένα αίνιγμα από τους γονείς της.

Σε αυτό έρχονται να προστεθούν ο φόβος και η ματαίωση που κατασκευάζουν οι παθιασμένοι έρωτες, οι δυστυχισμένοι γάμοι, τα εξώγαμα παιδιά. Προκειμένου να κατανοήσει αυτή την τρέλα, η Ελίζα επιστρατεύει τη μνήμη και τη φαντασία της. Έπειτα γράφει και μας μεταφέρει σε μια πόλη του ιταλικού Νότου στις αρχές του 20ού αιώνα, σε έναν τόπο και μια εποχή όπου η ελευθερία των γυναικών ήταν στα χέρια των ανδρών, συζύγων ή εραστών. Το Ψέμα και μάγια (1948), αυτό το ανησυχαστικό μυθιστόρημα, ακολουθεί τα πρότυπα μιας λογοτεχνικής παράδοσης που από τον Σταντάλ και τον Τολστόι φτάνει μέχρι τον Προυστ, καθρεφτίζοντας την πραγματικότητα μιας ολόκληρης κοινωνίας. Η Έλσα Μοράντε χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη, σαγηνευτική γλώσσα, όπου η πρόφαση του υπαινιγμού και του παιχνιδιού δεν είναι παρά ένα είδος συστολής για να υπερασπιστεί τον μύχιο χαρακτήρα μιας μοναδικής, αλησμόνητης εξομολόγησης.

30.00

Ξένη λογοτεχνία

Τα πράσινα πατζούρια

Ζωρζ Σιμενόν

Το 1950 ο Σιμενόν βρίσκεται στην Αμερική. Είναι γεμάτος σχέδια και δουλεύει πυρετωδώς. Πιστεύει πιο πολύ παρά ποτέ ότι το επόμενο βιβλίο του είναι το καλύτερό του. Πρόκειται ακριβώς για τα “Πράσινα παντζούρια”, «το βιβλίο που οι κριτικοί περιμένουν από καιρό και ήλπιζα πάντα να γράψω μια μέρα». Μια στενή του φίλη σχολίασε ότι για καιρό ένιωθε τρομαγμένη από τη δύναμή του. Ο Σιμενόν το θεωρεί «κεντρικό έργο» στη μεγάλη παραγωγή του. Ο Γκαλλιμάρ το θαυμάζει απεριόριστα. Θέμα του: Το πορτραίτο ενός μεγάλου ηθοποιοί, του Εμίλ Μωζέν, ιερού τέρατος της θεατρικής σκηνής και του κινηματογράφου προς το τέλος της ζωής του, που την έζησε ακραία, όχι μόνο εργαζόμενος σκληρά αλλά και πίνοντας και έχοντας αναρίθμητες ερωμένες. Είναι κυνικός και φαίνεται απόμακρος. Μετά από μια απειλητική διάγνωση από τον καρδιολόγο του, ξανακοιτάζει όλη του τη ζωή και νιώθει ένα τεράστιο αίσθημα ένοχης που δεν μπορεί να το διαχειριστεί. Συνεχίζει να ζει ακραία, θέτοντας όμως θέματα στον εαυτό του και αναρωτώμενος πότε θα έρθει το τέλος.
Είναι ένα ιδιότυπο και δυναμικό μυθιστόρημα, με πολλές ενδοσκοπήσεις στους τρόπους με τους οποίους οι ηθοποιοί δημιουργούν χαρακτήρες. Υπάρχουν όμως πολλοί παραλληλισμοί και με την ψυχολογία ενός συγγραφέα, καθώς και ένα διακριτό καφκικό στοιχείο στις φανταστικές σκηνές «δίκης» και ειδικά κατά τα τελικά στάδια της ζωής του ηθοποιού.

Ο μεγάλος φόβος του Σιμενόν ήταν ότι το βιβλίο θα μπορούσε να θεωρηθεί πως αναφέρεται σε υπαρκτούς σπουδαίους ηθοποιούς της εποχής του, όπως ο Raimu, ο Michel Simon, ο W.C. Fields ή ο Charlie Chaplin. Σχολίασε σχετικά: «Είναι αδύνατον να δημιουργήσεις ένα πρόσωπο του χώρου τους, με το δικό τους βεληνεκές, και να μη δανειστείς ορισμένα χαρακτηριστικά, κάποια τικ, από τον έναν ή τον άλλον. Όλα τα υπόλοιπα είναι καθαρή μυθοπλασία». Ένας προσεκτικός όμως αναγνώστης από τη Βολιβία, που αλληλογραφούσε με τον Σιμενόν, παρατήρησε ότι ο Μωζέν ήταν μάλλον ο ίδιος ο συγγραφέας, αναγνωρίζοντας πολλά, περισσότερο ή λιγότερο κρυμμένα χαρακτηριστικά του.

13.00

Ξένη λογοτεχνία

Σπίτι με ονόματα

Κολμ Τόιμπιν

Της έκοψαν τα μαλλιά προτού την σύρουν στον τόπο της θυσίας. Της είχαν δεμένα τα χέρια σφιχτά πίσω στη ράχη, της κόρης μου, το δέρμα στους καρπούς καταγδαρμένο από τα σκοινιά, οι αστράγαλοί της δεμένοι. Το στόμα της το είχαν φιμώσει, για να μην καταριέται τον πατέρα της, τον άνανδρο, διπρόσωπο πατέρα της.

Την ημέρα του γάμου της κόρης του, ο Αγαμέμνονας ζητάει τη θυσία της. Μόνο έτσι θα έχει τους ανέμους με το μέρος του για να φτάσει ως την Τροία. Η Ιφιγένεια τελικά θυσιάζεται, ο Αγαμέμνονας οδηγεί τον στρατό του στη μάχη και επιβραβεύεται με ένδοξη νίκη.

Χρόνια αργότερα, ο Αγαμέμνονας επιστρέφει και η αιματηρή επιλογή του κατευθύνει όλη την οικογένεια σ’ ένα μονοπάτι ενδόμυχης βίας. Καθώς η σύζυγός του Κλυταιμνήστρα επιζητά διακαώς τον θάνατό του ως εκδίκηση, η κόρη τους Ηλέκτρα λειτουργεί ως σιωπηλός παρατηρητής αυτού του πρωτοφανούς οικογενειακού δράματος. Ταυτόχρονα ο γιος τους Ορέστης απάγεται και η επιβίωσή του είναι αβέβαιη.

Σ’ αυτή την απάνθρωπη συνθήκη, η Ηλέκτρα και ο Ορέστης θα προβούν με τη σειρά τους σε εξίσου απάνθρωπες ενέργειες, πασχίζοντας να διορθώσουν τα λάθη του παρελθόντος.

14.40

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού κοιτώντας την και με τις πέντε μου αισθήσεις μαγεμένες.

Ένας ηλικιωμένος δημοσιογράφος, όταν γίνεται ενενήντα χρονών, αποφασίζει να κάνει ένα ξεχωριστό δώρο στον εαυτό του: μια νύχτα με μια έφηβη παρθένα. Η πιο φημισμένη και καπάτσα πατρόνα της πόλης τού βρίσκει αυτό που ζητάει.

Αλλά, αντί για μια μικρούλα πόρνη που θα τον αναζωογονήσει, ο ήρωάς μας συναντά μια Ωραία Κοιμωμένη, που θα του πάρει τα μυαλά. Και συνειδητοποιεί ότι μπορεί κανείς να πεθάνει στ’ αλήθεια από βαθύ, βασανιστικό, παράφορο έρωτα, σαν αυτόν που νιώθει τώρα ο ίδιος για πρώτη φορά στη ζωή του…

Ένα βιβλίο για την εφήμερη σάρκα και τον παντοτινό έρωτα, με τη γοητευτική φωνή, τον αισθησιασμό και τη διεισδυτική ματιά του μεγάλου Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.

9.99

Ελληνική λογοτεχνία

Διακοπές στη Μύκονο

Γιάννης Μαρής

Μέσα στην καμπίνα της Α’ θέσεως διάβασε το τηλεγράφημα για δέκατη φορά. «Ο Αυγουστίδης θα βρίσκεται στην Αθήνα στο τέλος του μηνός. Φρόντισε ως τότε να τα ‘χεις τακτοποιήσει όλα». Δίπλωσε το τηλεγράφημα και χαμογέλασε πικρά, «Φρόντισε ως τότε να τα ‘χεις τακτοποιήσει όλα». Σαν να ήταν δυνατό να τακτοποιήσει πια τίποτε, εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα. Με το τσιγάρο στο στόμα άνοιξε τη βαλίτσα του. Νευρικά το χέρι του έψαξε ανάμεσα στα ρούχα. Βρήκε αυτό που ήθελε. Ένα κομψό αυτόματο «Μπράουνινγκ» των εφτά. Χαμογέλασε με πίκρα. «Φρόντισε να τα ‘χεις τακτοποιήσει όλα ως τότε…» Κοίταζε το πιστόλι. Έμοιαζε σαν ένα κομψό παιχνίδι από έβενο, μέσα στο μεγάλο, δυνατό χέρι του. Το ξανάβαλε στη βαλίτσα του και το σκέπασε πάλι με τα ρούχα. Η πόρτα χτύπησε.

“Οι διακοπές στη Μύκονο” ανήκουν στη χρυσή χρονιά του Γιάννη Μαρή, το 1956. Αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο. Καλοκαίρι, Αύγουστος, Μύκονος. Ο πρωταγωνιστής φλερτάρει με τον τίτλο του ζιγκολό κα’ι τιμωρείται επειδή δεν τηρεί τις αρχές του μέχρι τέλους, καθώς ερωτεύεται μια εικοσάχρονη, τη Λία Καραπάνου. «Μια κοπέλα με κοντά μαλλιά και παράξενα γκριζοπράσινα μάτια διάβαζε ένα περιοδικό μόδας δίπλα του. Μια στιγμή -τυχαία ή επίτηδες- το περιοδικό γλίστρησε από τα χέρια της. Εκείνος έσκυψε, το πήρε και της το έδωσε. Του χαμογέλασε με μια σειρά θαυμάσια άσπρα δόντια σε ένα πολύ Ηλιοψημένο πρόσωπο». Φλερτάρουν και κάνουν παρέα καθημερινά στις παραλίες. «Ήταν ευτυχισμένη να βρίσκεται δίπλα σε αυτόν τον όμορφο, δυνατό άντρα, κάτω από τον χρυσό ήλιο. […] Ήταν αυτό που δεν έπρεπε να τού τύχει. Και του έτυχε. Η Λία ήταν ερωτευμένη μαζί του κι αυτός τώρα το ήξερε πως την αγαπούσε. […] Ήταν γεμάτος απόγνωση και ταυτόχρονα ευτυχία. “Μια ευτυχία με προθεσμία”, σκέφθηκε και χαμογέλασε με πίκρα».

Είναι το μοναδικό μυθιστόρημα του Μαρή στο ύφος του αμερικάνικου νουάρ, που θυμίζει το “Τέλος της διαδρομής” του W.R. Burnett (Άγρα, 1993). Οι “Διακοπές στη Μύκονο” είναι μέσα στα καλύτερα βιβλία του Μαρή και το μόνο με στοιχεία μαύρου αστυνομικού μυθιστορήματος.

13.90

Ξένη λογοτεχνία

Ποτέ πια μόνος

Καρίλ Φερέ

Eiναι οι πρώτες διακοπές του Μακ Κας με τη δεκατριάχρονη κόρη του Αλίς, για την ύπαρξη της οποίας έμαθε μόλις πρόσφατα και αναπάντεχα. Ο πρώην αστυνομικός, μονόφθαλμος και στριφνός, χωρίς ψευδαισθήσεις, απροσποίητος και συνειδητά αυτοκαταστροφικός, εκμεταλλεύεται την περίσταση για να μάθει έστω και αργά τί σημαίνει να είναι πατέρας. Και, παρά την καλή του θέληση, είναι σαφές ότι έχει μια πολύ προσωπική προσέγγιση στην ευθύνη αυτή.

Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν το παλιό λαγωνικό μαθαίνει για το θάνατο του καλού του φίλου Μάρκο, δικηγόρου και έμπειρου ιστιοπλόου, που χτυπήθηκε από φορτηγό πλοίο ενώ έπλεε στη Μάγχη. Για τον Μακ Κας, είναι αδιανόητο ο φίλος του να έκανε κάποιο λάθος πλοήγησης. Πώς όμως να συνδυάσει τις οικογενειακές διακοπές με την Αλίς και την εξιχνίαση του φριχτού θανάτου του φίλου του;

Αγανακτισμένος από τη συλλογική αδράνεια στο δράμα των προσφύγων και των μεταναστών, ο Μάρκο προσπάθησε να ταράξει τα νερά με τα μέσα που διέθετε, γεγονός που θα μπορούσε να εξηγήσει την εξαφάνισή του στη θάλασσα. Και ενώ ο Μακ Κας αδιαφορεί παντελώς για τους ανθρωπιστικούς σκοπούς του φίλου του, αποκαλύπτεται ότι και η πρώην σύζυγός του έχει εξαφανιστεί, και εκείνος θα ορμήσει ενάντια σε όλους και σε όλα, έχοντας μοναδικό κανόνα το “ρίχνω τη βολή για το ‘σπάσιμο’ και κάποια άκρη θα βγει”. Όλα είναι ιδωμένα μέσα από το πρίσμα του μηδενισμού του Μακ Κας. Κι όμως: Θα βρει ένα νόημα στη ζωή του, και μάλιστα ένα είδος ευτυχίας, με τον δικό του τρόπο. Η έρευνά του θα τον οδηγήσει στην Αθήνα, τον Πειραιά και την Αστυπάλαια, όπου και θα δοθεί η λύση.

Ο Καρύλ Φερέ επιχειρεί να περιγράψει την πραγματικότητα μιας βαλτωμένης από την κρίση Ελλάδας

15.50

Ξένη λογοτεχνία

Η τέχνη της απώλειας

Αλίς Ζενιτέρ

Η Ναϊμά, μια σύγχρονη νεαρή Γαλλίδα, είναι αλγερινής καταγωγής. Η οικογενειακή της ιστορία φαντάζει στα μάτια της μακρινή, σχεδόν αδιάφορη. Άλλωστε, κανείς δεν της μίλησε ποτέ γι’ αυτήν.

Ο παππούς της ο Αλί, ένας Καβύλιος ορεσίβιος, πεθαίνει πριν προλάβει να τον ρωτήσει γιατί η Ιστορία τον έκανε έναν “αρκί”, συνεργάτη των Γάλλων, διωγμένο από την πατρίδα του, προδότη για τους Αλγερινούς, ξένο δεύτερης κατηγορίας για τους Γάλλους. Η Γιεμά, η γιαγιά της, θα μπορούσε ίσως να της απαντήσει, όχι όμως σε μια γλώσσα που η Ναϊμά θα την καταλάβαινε. Όσο για τον Χαμίντ, τον πατέρα της, που φτάνει στη Γαλλία το καλοκαίρι του 1962 και βρίσκεται κλεισμένος μαζί με την οικογένειά του σ’ ένα γκέτο, δεν μιλάει πια για την Αλγερία των παιδικών του χρόνων. Πώς, λοιπόν, να κάνεις μια χώρα να αναδυθεί από τη σιωπή;

Η Αλίς Ζενιτέρ αφηγείται με τολμηρό τρόπο τη μοίρα, ανάμεσα στην Αλγερία και τη Γαλλία, τριών γενεών μιας οικογένειας φυλακισμένης σ’ ένα παρελθόν βαθιά ριζωμένο. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γοητευτικό και βαθύ, στοχασμό πάνω στο τι σημαίνει να νιώθεις παντού ξένος και ταυτόχρονα ελεύθερος να είσαι ο εαυτός σου, πέρα από κληρονομιές και προσωπικές ή κοινωνικές επιταγές.

Είναι ένα βιβλίο για τους ηττημένους, τους χαμένους της Ιστορίας, για την επώδυνη σχέση Γαλλίας και Αλγερίας που σημαδεύτηκε από την αποικιοκρατία και έναν πολυετή πόλεμο, για το πώς η ζωή των ατόμων συνυφαίνεται με την Ιστορία, το πώς σφραγίζεται από αυτήν, αλλά και το πώς, επίσης, μπορεί να χειραφετηθεί από αυτήν.

20.00