Βλέπετε 136–150 από 1087 αποτελέσματα

Λογοτεχνία

Ελληνική λογοτεχνία

Μαύρο νερό

Μιχάλης Μακρόπουλος

Ένας πατέρας κι ο ανάπηρος γιος του, με όπλο την αγάπη που τρέφουν ο ένας για τον άλλο, παλεύουν να επιβιώσουν σ’ ένα χωριό που ερημώνει, στα βουνά της Ηπείρου. Γύρω τους έχει συντελεστεί μια οικολογική καταστροφή· το νερό πλέον δεν πίνεται, τα ζώα και τα φυτά είναι δηλητηριασμένα.

Ο αγώνας τους δίνεται με λόγο λιτό και ποιητικό στο Μαύρο νερό.

Περίμενε υπομονετικά· ήξερε ότι αργά ή γρήγορα κάποιο ζώο θα κατέβαινε να ξεδιψάσει στο νερό, που ξεγελούσε με τον γάργαρο ήχο του. Πενήντα μέτρα παραπίσω ήταν η παλιά δεξαμενή, με μισοσβησμένα πάνω τα γράμματα της RIPOIL, ενώ τα πλατανόφυλλα βάθαιναν με τον ίσκιο τους το καφεκόκκινο χρώμα της σκουριάς. Τρύπες είχαν ανοίξει στο μέταλλο, ένα παχύ στρώμα από σάπια φύλλα είχε γίνει χούμος μέσα, και η παλιά δεξαμενή ήταν γεμάτη ζωή: έντομα, τρωκτικά, πουλιά που μπαινόβγαιναν. Το πλατανόδασος δίπλα στο ποτάμι είχε δεχτεί με συγκατάβαση τον μεταλλικό ξένο, τον είχε κυκλώσει σκιάζοντάς τον, και κλαριά ακουμπούσαν πάνω του και τον διαπερνούσαν.

11.50

Γιώργος Ακοκαλίδης

Να τα πούμε απ’ την αρχή, να τελειώνουμε. Στην Ελλάδα τα τελευταία 1 00 χρόνια δεν έχει υπάρξει άλλος σκιτσογράφος με τόσο δυνατή, τόσο σαρκαστική, τόσο γελοιογραφική γραμμή, σαν αυτή του Ακοκαλίδη.

Οπτικά, μιλάμε για θέαμα!Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι στην ουσία δεν πρόκειται για σκίτσα που ψάχνουν αστείες πλευρές γεγονότων, προσώπων, περιστατικών και ιδεών, αλλά για ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΕΙΣ!Τον υποψιάζεσαι να καταφθάνει έξω από υπουργεία, θεσμούς, οργανισμούς, κατοικίες, τέλος πάντων έξω από όλον αυτό τον τζερτζελέ που αποκαλούμε σύστημα, επικαιρότητα, προσωπικότητες, κατεστημένο, με αυτό τον γερανό που στην άκρη του κρέμεται εκείνη η ρημάδα η σιδερένια μπάλα των κατεδαφίσεων και όποιον πάρει ο χαμός του γελοιογραφικού του οίστρου.Ο Ακοκαλίδης και η πένα του έχουν κάνει «καλοκαιρινά» πλείστα όσα μεγαλοπρεπή ακίνητα και μέγαρα. Αυτή είναι ακριβώς η δουλειά του πολιτικού γελοιογράφου. Η κόντρα με οποιαδήποτε εξουσία. Από προεδρική και κυβερνητική, έως του οιουδήποτε.Αρέσει δεν αρέσει, πρέπει κάποιος να κάνει αυτήν τη δουλειά, που προϋποθέτει η ελεύθερη και δημοκρατική κοινωνία, στο πλαίσιο της νομιμότητας πάντα. Και ο Ακοκαλίδης μοιάζει να βολτάρει άνετα αυτό τον περίπατο.Οι Έλληνες αγαπούν τους γελοιογράφους τους, και οι γελοιογράφοι αγαπούν τους Έλληνές τους. Πάντα υπήρξε μια κεφάτη σχέση ανάμεσά τους. Τη συντρόφευε πότε μια χοντρή κυρία του Γάλλια, πότε ένας σπαγγοραμένος του Πολενάκη, πότε οι βαρελόφρονες του Αρχέλαου, πότε η κότα του Δημητριάδη. Στις μέρες μας, μας συντροφεύει αυτή η φανταστική και αστεία τοιχογραφία της εύθυμης πλευράς μας, που ένα μέρος της απλώνει ο Ακοκαλίδης στις σελίδες που ακολουθούν.Χαρείτε τις.

15.00

Γιώργος Κτενάς

Μια ιστορία που κουβαλάει μια γειτονιά στου Ζωγράφου και συνδέεται με την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ένα παιδί 5 ετών, το χέρι της μητέρας του και η σφαίρα που έκοψε το νήμα της ζωής. Το πιο μικρό θύμα της Χούντας 50 χρόνια μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, μάς θυμίζει τον τρόπο για να μην ξεχάσουμε.

Ένα παραμύθι (που δεν λέει παραμύθια), που αντιστέκεται στο πλαίσιο της ευρύτερης προσπάθειας αναθεωρητισμού και αναδεικνύει το σημείο εκκίνησης του αυτόνομου κινήματος στην Ελλάδα. Οι 56 ώρες που οι φοιτητές εντός ήταν ελεύθεροι και το πλήθος απέξω δημιούργησε πολιτική. Οι νεκροί δεν είναι παραμύθι και το Πολυτεχνείο δεν λέει παραμύθια.

Αν η εξέγερση του Πολυτεχνείου αποτελεί χειρονομία θεμελίωσης της Μεταπολίτευσης, 50 (+1) χρόνια μετά μια παιδική ιστορία με έναν παππού και το εγγονάκι επανακωδικοποιεί την επταετία της Χούντας, τα χρόνια πριν από αυτή και, ίσως, τα χρόνια μετά. Μια βόλτα στην πόλη που θα μείνει αξέχαστη σε μικρούς και μεγάλους.

Ένα παραμύθι (που δεν λέει παραμύθια) για το Πολυτεχνείο του Γιώργου Κτενά με εικόνες του John Antono και χρώματα της Crispy Shift.

12.00

Ξένη λογοτεχνία

Γράμμα στον πατέρα

Φραντς Κάφκα

Τον Νοέμβριο του 1919, ο Φραντς Κάφκα παίρνει δυο εβδομάδες άδεια από τη δουλειά του και πηγαίνει σε ένα μικρό χωριό κοντά στην Πράγα, όπου νοικιάζει ένα δωμάτιο σε μια πανσιόν. Μοναδικός σκοπός του γι’ αυτή την απομάκρυνση από την καθημερινότητά του είναι να γράψει ένα γράμμα στον πατέρα του, στο οποίο να αποτυπώσει, μέσα από την περιγραφή πολλών περιστατικών από την παιδική του ηλικία ακόμη, την τεταμένη και αμφιλεγόμενη σχέση τους σε όλη την έκταση και το βάθος της.

Ο Κάφκα είναι τριάντα έξι ετών όταν γράφει αυτό το γράμμα και ο πατέρας του εξήντα επτά, εντούτοις οι λεκτικές εκφράσεις και ο συναισθηματικός τόνος όλης της επιστολής παραπέμπουν σε ένα έντονα φοβισμένο παιδί που στέκεται με αμηχανία και δέος μπροστά στη δεσποτική πατρική φιγούρα.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι το γράμμα δεν έφτασε ποτέ στον παραλήπτη του, για λόγους που μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Παρά ταύτα, αποτελεί ίσως ό,τι πιο κοντινό έχουμε σε μια αυτοβιογραφία του Κάφκα ρίχνοντας φως στο σκοτεινό και συνάμα υπέροχο λογοτεχνικό σύμπαν του σπουδαίου συγγραφέα. Ταυτόχρονα αποτελεί ένα βασικό κείμενο της λογοτεχνικής νεωτερικότητας και μια ισχυρή ανάλυση της αστικής ψυχογένεσης, ιδιαίτερα των ψυχολογικών ριζών της εξουσίας και της εξάρτησης. Η σπουδαιότερη όμως συνεισφορά του είναι ότι μεταφέρει ένα καίριας σημασίας μήνυμα, εξαιρετικά επίκαιρο μέχρι σήμερα, που καλό θα ήταν να λάβουν υπόψη τους και να μελετήσουν όλοι οι γονείς του κόσμου.

12.51

Ξένη λογοτεχνία

Κάτω από το ηφαίστειο

Μάλκολμ Λόουρι

Ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας σε νέα μετάφραση.

«Με βάση το υλικό μου ήθελα να δημιουργήσω ένα τζαμάρισμα. ένα ποίημα, ένα τραγούδι, μια τραγωδία, μια κωμωδία, μια φάρσα. Είναι επιφανειακό, βαθύ, διασκεδαστικό, βαρετό, ανάλογα με το γούστο του καθενός. Είναι μια προφητεία, μια πολιτική προειδοποίηση, ένα κρυπτογράφημα, μια τρελή ταινία, ένας παραλογισμός, μια γραφή στον τοίχο. Μπορεί να θεωρηθεί ως ένα είδος μηχανής – κι αυτή η μηχανή λειτουργεί, σας διαβεβαιώνω, γιατί το ανακάλυψα με μεγάλο προσωπικό κόστος. Και, σε περίπτωση που θεωρήσετε ότι έχω δημιουργήσει οτιδήποτε άλλο εκτός από μυθιστόρημα, θα σας απαντήσω ότι σε τελευταία ανάλυση, είναι το πραγματικό μυθιστόρημα που είχα την πρόθεση να γράψω, και μάλιστα ένα αναθεματισμένα σοβαρό μυθιστόρημα».

22.20

Ξένη λογοτεχνία

Τα χρώματα της εκδίκησης

Μωρίς Αττιά

Οκτώβρης του 1980. Ενώ ο πολεμικός ανταποκριτής Φρανσουά Νεσίμ φυλακίζεται από την KGB κατά τη διάρκεια ενός ρεπορτάζ με θέμα τους Αφγανούς Μουτζαχεντίν, ο αδελφικός του φίλος, ο Πάκο Μαρτίνεθ, γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της μαζικής εκτέλεσης δέκα θαμώνων ενός μπαρ στην Μπελ-ντε-Μαι της Μασσαλίας.

Παρόλο που δεν ασκεί πια το επάγγελμα του αστυνομικού αλλά αυτό του δημοσιογράφου, ο Πάκο παραμένει διψασμένος για την αλήθεια των σκοτεινών γεγονότων που διαδραματίζονται γύρω του. Έτσι, αποφασίζει να διερευνήσει το μακελειό που συνέβη μπροστά στα μάτια του, χωρίς τη βοήθεια και την προστασία των αστυνομικών αρχών. Ύστερα από διαδοχικές συναντήσεις με άτομα από τον στενό κύκλο των θυμάτων, η προσοχή του στρέφεται τελικά στη σαγηνευτική χήρα Ναταλί Ρομπέρτι: ο σύζυγός της ήταν ο ιδιοκτήτης του μπαρ, ενώ ο Κροάτης πατέρας της ιδιοκτήτης μιας διεθνούς εταιρείας μεταφορών που διακινεί παράνομα προϊόντα και όχι μόνο…

Καθώς τα περιστατικά βίας κλιμακώνονται, ο Πάκο ακολουθεί το νήμα της υπόθεσης στη Βιέννη και το Παρίσι, ενώ η σύντροφός του Ιρέν μένει πίσω στην Αιξ-αν-Προβάνς και καλείται να διαχειριστεί μια σχέση στη δύση της, μια άλλη στη γέννησή της, αλλά και έναν ξαφνικό θάνατο. Όσο ο Πάκο και η Ιρέν ακολουθούν τα προσωπικά τους πάθη, η μεγάλη εικόνα της Ιστορίας τούς ξεπερνά, και τους παρασύρει σε έναν κύκλο εκδίκησης που δεν αφήνει κανέναν αμέτοχο.

Πόσες οδύσσειες μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος; Υπάρχουν ένοχοι χωρίς αιτία; Πόσες φορές επιστρέφουμε στο μέλλον μας; Σε αυτό το πολυφωνικό νουάρ μυθιστόρημα, ο Μωρίς Αττιά υφαίνει με την ψυχαναλυτική και κινηματογραφική ματιά του πολλαπλές μικροαφηγήσεις σε Ανατολή και Δύση, σκιαγραφώντας οριακές καταστάσεις ζωής και θανάτου με τα αδυσώπητα χρώματα της αγάπης, της αυτοδικίας και του πεπρωμένου.

20.00

Ξένη λογοτεχνία

Queer: Η οριστική έκδοση

Ουίλιαμ Μπάροουζ

Όταν ξεκίνησα να γράφω αυτό το συνοδευτικό κείμενο για το Queer ήμουν καθηλωμένος συγγραφικά, με παντελή απουσία θέλησης να το γράψω, ένα συγγραφικό αδιέξοδο δεσμευτικό σαν ζουρλομανδύας: «Ρίχνω μια ματιά στο χειρόγραφο του Queer και αισθάνομαι πως πολύ απλά δεν μπορώ να το διαβάσω. Το παρελθόν μου ήταν ένα δηλητηριασμένο ποτάμι από το οποίο είχα την τύχη να δραπετεύσω, και το οποίο ακόμα αισθάνομαι ως άμεση απειλή, χρόνια μετά τα γεγονότα που καταγράφονται − πρόκειται για κάτι αρκούντως οδυνηρό ώστε να δυσκολεύομαι να το διαβάσω, πόσο μάλλον να γράψω γι’ αυτό. Κάθε λέξη και χειρονομία μού προκαλεί ανησυχία». Η αιτία της απροθυμίας μου γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρη όταν αναγκάζω τον εαυτό μου να παρατηρήσει προσεκτικά: κινητήρια και δημιουργική δύναμη του βιβλίου αποτελεί ένα γεγονός το οποίο δεν αναφέρεται ποτέ, μάλιστα οποιαδήποτε αναφορά σε αυτό αποφεύγεται συστηματικά: το ατύχημα του πυροβολισμού της γυναίκας μου, της Τζόαν, τον Σεπτέμβριο του 1951.

(Απόσπασμα από την εισαγωγή εισαγωγή του Ουίλιαμ Σ. Μπάροουζ για την έκδοση του 1985)

16.00

Μαλαμουντ Μπερνάρντ

Ένα παράξενο κοράκι με ανθρώπινη φωνή, γυρεύοντας σωτηρία από τους αντισημίτες, εισβάλλει στην κουζίνα ενός Αμερικανοεβραίου αλλά δοκιμάζει μια δυσάρεστη έκπληξη. Την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ένας φτωχός φοιτητής αναλαμβάνει να κάνει ταχύρρυθμα μαθήματα αγγλικών σε έναν τρομαγμένο Γερμανό πρόσφυγα. Αργότερα, σε ένα ταξίδι αναψυχής στη Σοβιετική Ρωσία, ένας επιμελητής εκδόσεων που χήρεψε πρόσφατα, πολιορκείται στενά από έναν ταξιτζή και επίδοξο συγγραφέα, ο οποίος θέλει πάση θυσία να δει τα γραπτά του δημοσιευμένα. Μια περίεργη διαφήμιση οδηγεί έναν καθηγητή, ορθολογιστή μέχρι το κόκαλο, στο σπίτι ενός ραβίνου που υπόσχεται θαύματα με τη βοήθεια ενός ασημένιου στέμματος. Το φαινομενικά άκακο σχόλιο ενός ιστορικού τέχνης προς έναν συνάδελφό του γλύπτη προκαλεί μια παρεξήγηση δίχως τελειωμό στο Καπέλο του Ρέμπραντ, που χαρίζει και τον τίτλο στον δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο των διηγημάτων του απαράμιλλου Μπέρναρντ Μάλαμουντ. Η τέχνη -τα όρια, οι εμμονές, τα αδιέξοδά της- κυριαρχεί σε αρκετές από αυτές τις ιστορίες. Επανέρχεται συχνά και ο Φίντελμαν, ένας αποτυχημένος τύπος από τη Νέα Υόρκη που πραγματοποιεί στην Ιταλία μια ευτράπελη υπαρξιακή περιπλάνηση.

24.00

Μιχάλης Γκανάς

“Χαμένες οικειότητες”:

Το ντέφι μονάχο, χωρίς κλαρίνο, χωρίς πλατάνι, να εκρήγνυται κάπου βαθιά, σμπαράλια να γίνονται τα μεσημέρια.

Φωτεινό πεινασμένο γεράκι, να γράφει κύκλους πάνω απ’ τον κόκορα, να του δίνει μια με το ράμφος, ν’ ανοίγει το καύκαλό του κι οι κότες πιο δίπλα να βοσκάνε στουρνάρι για να θωρακίσουν το σπέρμα του.

Ψηλά ψηλά τα χελιδόνια χαύοντας μύγες, πετσοκόβοντας τον αέρα πέρα δώθε, αλλά το γαλάζιο ανέπαφο, να σαλπίζει ουρανό ως το σούρουπο.

Περαστικά μας τώρα. Στα σπάρτα οι μνήμες, στις πολυκατοικίες τα υφαντά τους. Χερσαία όνειρα, αποτυπώματα Πελασγών – Κρητών – Τούρκων – Φράγκων – Σλάβων – Άγγλων – Αμερικανών, τί μπατανίες, Θέ μου, τί μπάντες για λογής κρεβάτια, σκοντάφτει εκεί το νυσταγμένο μάτι κι ύστερα σαν ανθρακωρύχος χάνεται στις στοές του ύπνου. Άξαφνα μύτη με πρώρα εσύ κι ένα λευκό καράβι περνάει ανάμεσα στα μάτια σου, χωρίζοντας το αίμα σου στα δυο.

Βαθιά μες στην καρίνα του τα τύμπανα των Αλτζερίνων και πιο βαθιά η άγκυρα που πρήζεται μες στην καρδιά σου

16.92

Ξένη λογοτεχνία

Αβάσιμη ζωή

Ματ Χέιγκ

«Αυτό που μοιάζει με μαγεία δεν είναι παρά ένα κομμάτι της ζωής που εμείς δεν κατανοούμε ακόμα…»

Όταν η συνταξιούχος μαθηματικός Γκρέις κληρονομεί ένα σπιτάκι σ’ ένα νησί της Μεσογείου από μια ξεχασμένη φίλη, δεν μπορεί να κατανικήσει την περιέργειά της. Φτάνει στην Ιμπίθα, με ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή, χωρίς τουριστικό οδηγό και χωρίς κανένα σχέδιο. Στους κακοτράχαλους λόφους και στις χρυσές αμμουδιές των Βαλεαρίδων, η Γκρέις αναζητά απαντήσεις για τη ζωή της φίλης της, αλλά και για το πώς αυτή τελείωσε. Αυτό που θα ανακαλύψει είναι πιο παράξενο και από το πιο τρελό όνειρό της. Για να βουτήξει ωστόσο σ’ αυτή την απίθανη πραγματικότητα, η Γκρέις πρέπει πρώτα να συμφιλιωθεί με το παρελθόν της.

Μια ιστορία γεμάτη θαύματα και ξέφρενες περιπέτειες με θέμα τη μεταμορφωτική δύναμη που έχει κάθε νέο ξεκίνημα στη ζωή.

19.90

Ελληνική λογοτεχνία

Ημερολόγιο της Αλοννήσου

Θανάσης Βαλτινός

Και πονάω, ξέρεις που, ανεπαίσθητα αλλά αρκετά ώστε να μην μπορώ να το αγνοήσω. Ένας λεπτός πόνος που με διαβρώνει. Ξεκινάει από αριστερά, επίμονος και πάει κυκλικά πίσω στα νεφρά, ανεβαίνει στον αυχένα – με χτυπάει στο αυτί και ξαναγυρίζει προς τα κάτω. Με τυλίγει ζικ-ζακ στα πλευρά μου και καταλήγει πάλι στις σάλπιγγες αλλά χωρίς ένταση. Οι σάλπιγγές μου είναι άδειες. Μπρούτζινες και γυαλισμένες αλλά άδειες και ο ήχος τους φυσάει στα κόκκαλά μου σα φωνή αδύναμη. Φυσάει σα φωνή αυτός ο ήχος αλλά δεν μπορώ να τον ακούσω δεν μπορώ να ανταποκριθώ. Τέτοιο παίδεμα. Ίσως επειδή είμαι αριστερόχειρ. Είναι μια αναποδιά αλλά δεν αισθάνομαι σημαδεμένη. Δεν αισθάνομαι να έχω τη στάμπα στο μέτωπο. Είναι απλώς αποτέλεσμα ευαισθησίας.

13.80

Ελληνική λογοτεχνία

Επείγουσα ανάγκη ελέου

Θανάσης Βαλτινός

Υπόμνηση της μοναδικής μας εξόδου στην Αρκαδία: το γεύμα στο χάνι Κοσκινά στο Δραγούνι και ύστερα το κατέβασμα στην πηγή που ανάβλυζε χαμηλότερα μέσα στα βούρλα. Εκείνη η τεράστια σιγαλιά και εγώ από θέση υπτία, με τους μηρούς έκθετους στην ψύχρα του δειλινού να βυθομετρώ τον ατέρμονα διάφανο ουρανό.
Τέλη Σεπτεμβρίου – του πρώτου μας.”

13.80

Ελληνική λογοτεχνία

Ανάπλους

Θανάσης Βαλτινός

ΤΟ 1952 ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕ. ΠΡΩΤΟΕΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ. ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟ. ΧΩΡΙΣ εμφανή λόγο. Χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα. Με πήρε τηλέφωνο ο Γιώργος. Με πρόσκληση. Ήμουν στο χωριό τότε. Άκουσα τη φωνή του σπασμένη. Ρώταγε μήπως ήξερα κάτι. Νομίζω δεν το έχει ξεπεράσει ακόμα. Ήταν το πρώτο ράγισμα στη βεβαιότητά μας. Στη βεβαιότητα αθανασίας μας.
-Παρόλο που ο θάνατος μπερδευόταν τόσο συχνά στα πόδια σας.
-Παρόλο.
-Τελικά τι θα έλεγες τώρα για εκείνη την εποχή;
-Τίποτα.
-Έγιναν τόσα πράγματα.
-Αποφασισμένα από άλλους. Εμείς ήμασταν εκτός παιδιάς. Θα μας σημαδέψουν – αλλά δεν μας αφορούσαν.
-Ήταν η αλκή των χρόνων σας.
-Σ’ αυτό συμφωνώ. Τη σκέψη μου την απασχολούσαν κατά προτεραιότητα τα σκέλια της Αφρικάνας.

13.74

Ελληνική λογοτεχνία

Εθισμός στη Νικοτίνη

Θανάσης Βαλτινός

Είχαμε σταθεί στην είσοδο του πάρκου και κουβεντιάζαμε περί έρωτος. Τότε ακούστηκε βουή αυτοκινήτου και από τη γωνιά του «Σεραγιού» παρουσιάστηκε ένα παλιό ανατρεπόμενο καμιόνι, σαν αυτά των εργολάβων. Καβάλησε το ρείθρο της πλατείας, έφτασε στο κέντρο της, έκανε μια ολόκληρη στροφή επιτόπου και σταμάτησε, με τη μηχανή του αναμμένη. Από μπροστά κατέβηκε ένας λοχίας με παλάσκες και τόμιγκαν. Η καρότσα άρχισε να σηκώνεται σιγά σιγά, κι όταν έφτασε στο κατάλληλο ύψος, είδαμε να πέφτουν από μέσα της πτώματα. Ήμασταν οι πρώτοι που πήγαμε κοντά. Σε λίγο φυσικά ο κύκλος μεγάλωσε. Το καμιόνι έμεινε με την καρότσα τεντωμένη εκεί πάνω και μπροστά μας είχε σχηματιστεί μια μικρή πυραμίδα από νεκρούς άντρες. Η μοναδική γυναίκα ανάμεσά τους έκλεινε μπρούμυτα την κορυφή της πυραμίδας. Η φούστα της είχε τραβηχτεί μέχρι τους γλουτούς και στο εξωτερικό μέρος του αριστερού μηρού υπήρχε ένα τρύπημα από ξιφολόγχη. Παρά την ανατριχίλα του θανάτου στο δέρμα της, που ο χειμωνιάτικος ήλιος τη δυνάμωνε, ένιωσα έναν άγριο ερεθισμό.

12.84

Ελληνική λογοτεχνία

Άνθη της αβύσσου

Θανάσης Βαλτινός

Ο γερο-Σολωμός βγαίνει έξω στο μεγάλο χαγιάτι. Είναι σαν αποχαιρετισμός. Η ματιά του σκορπάει στη φθινοπωρινή διαύγεια. Μακριά, μέσα στα λιοστάσια, ανεβαίνει καπνός. Κάπου καίνε καλαμιές. Ακούει τη φωνή της Αγγελικής, της νεαρής παλλακίδας του, που καλεί τα παιδιά. Τον μικρό Διονύσιο και τον Μίμη. Πηγαίνει και ακουμπάει στο στηθαίο του χαγιατιού. Τη βλέπει κάτω, λίγο μακρύτερα από την άμαξα, στην άκρη των δέντρων. Είναι νέα, λαϊκή αισθησιακή ομορφιά. Ύστερα βλέπει τα δυο τους αγόρια να κατηφορίζουν από το λόφο παίζοντας.

12.25