Βλέπετε 91–105 από 291 αποτελέσματα

Ελληνική λογοτεχνία

Μαίρη Κουκουλέ

3 ΤΟΜΟΙ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ

«… ένα γλωσσολογικό μνημείο που περιέχει και διασώζει, στον
αιώνα τον άπαντα, όλες τις παιδικές, εφηβικές, νεανικές, στρατιωτικές, πολιτικές κτλ. αισχρολογίες του ωραίου ελληνικού λαού».
ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, 1983

«… βιβλίο καταπληκτικό… και σαν εμφάνιση και σαν περιεχόμενο·
πολύ πρωτότυπα όλα, μια άλλη ανεξερεύνητη πλευρά της ελληνικής πραγματικότητας».
ΑΛΕΚΟΣ ΦΑΣΙΑΝΟΣ, 1983

«… θαυμάσιο βιβλίο… θα γίνει η βίβλος μου εδώ που η αθυροστομία υπάρχει μόνο σαν απουσία. Το διάβασα μια φορά όλο –τι
δουλειά!– τώρα το διαβάζω σιγά σιγά, σαν μετάληψη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΛΛΙΦΑΤΙΔΗΣ, 1983

«Η Μαίρη Κουκουλέ, αλλά και ο Αμερικανός λαογράφος G.
Legman, που την προέτρεψε να κάνει αυτή τη δουλειά και έγραψε
την εισαγωγή στο βιβλίο της, υπογραμμίζουν τον ανατρεπτικό χαρακτήρα των νεοελληνικών αθυροστομιών, αφού σ’ αυτές τα “όσια
και ιερά” του έθνους γελοιοποιούνται και μάλιστα από κοινωνικά
καταπιεσμένες ομάδες, όπως οι μαθητές, οι φαντάροι κ.λπ.».
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ, 1986

«… δάσκαλοι, παπάδες, αστυνομικοί, γονείς, πολιτικοί ή ποδοσφαιρικοί αντίπαλοι, θείοι και θείες, οι αρχαίοι Έλληνες (εδώ θα
βρείτε πλήρη και σε διαφορετικές παραλλαγές τη σεξουαλική Ιλιάδα), διάφοροι σοφοί και σοφίες, το έθνος, η πατρίδα, το κόμμα, η
θρησκεία, η πορνεία, οι επαρχιώτες, οι αστοί, οι ξένες γλώσσες, η
ερωτική πράξη στις διάφορες εκφάνσεις της, η ιεραρχία, ποικίλοι
θεσμοί, η κοινωνία συνολικά, όλα διακωμωδούνται, χλευάζονται
ή βρίζονται ασύστολα αλλά με τρόπο ευρηματικό και, γιατί όχι,
καλλιτεχνικό».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΥΣΣΑΣ, 2019

Η Μαίρη Κουκουλέ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας. Ζει στο Παρίσι από το 1960, όπου συνέχισε τις σπουδές της στη Σορβόνη, στο Collège de France και στην École Pratique des Hautes Études. Το 1981, ενθαρρυμένη από τον Gershon Legman, άρχισε να συλλέγει το λαογραφικό υλικό που δημοσιεύεται στους τρεις τόμους της Νεοελληνικής Αθυροστομίας (1984, 1986 και 1988). Η παρούσα έκδοση είναι πιστή αναπαραγωγή τους.

13.30

Ελληνική λογοτεχνία

Οξυγόνο

Ξένια Κουναλάκη

Μια παρέα φοιτητών, ένα καλοκαίρι του ’90, κάνει ελεύθερο κάμπινγκ, όταν ο Νικόλας, ο πιο χαρισματικός απ’ όλους, πνίγεται στην προσπάθειά του να βγάλει έναν ροφό από τη θάλασσα. Ο πατέρας πενθεί τον γιο του· οι φίλοι θυμούνται και εξιδανικεύουν τον πεισματάρη φίλο τους.

Είκοσι χρόνια αργότερα, οι ίδιοι άνθρωποι ξαναβρίσκονται στο νησί για το μνημόσυνο του Νικόλα και αναλογίζονται τις δικές τους καθημερινές ασφυξίες και απώλειες: τα όρια του γάμου και της οικογένειας, τη φθορά του σώματος, το τέλος της γονιμότητας, την επαγγελματική αβεβαιότητα, τον θάνατο που πλησιάζει.

Ο καθηγητής Νομικής διαβάζει Φίλιπ Ροθ και ταυτίζεται μαζί του, η γυναίκα του προσπαθεί να καταπολεμήσει την ηττοπάθεια της μέσης ηλικίας, ο εισοδηματίας φίλος τους ζει αποτραβηγμένος και παρατηρεί τις ζωές των άλλων, η ψυχίατρος-μετανάστρια στη Βιέννη βλέπει την Ελλάδα να απομακρύνεται από την Ευρώπη, η συγγραφέας της παρέας αγωνίζεται να κάνει παιδί με κάθε τρόπο προκειμένου να δώσει νόημα στη ζωή της.
Με φόντο πάντα την ανάμνηση του φίλου τους, που πρόλαβε και πέθανε νέος, οι ζωές τους διασταυρώνονται και πλέκονται στον θρήνο και τη νοσταλγία για τα χρόνια που πέρασαν, στην κρίση της χώρας, αλλά και τη δική τους, την προσωπική.

16.00

Ελληνική λογοτεχνία

Συμμαθήτριες

Νανά Ρούσσου

Πέντε γυναίκες, συμμαθήτριες από το Αρσάκειο και πολύ φίλες τότε, που είχαν να συναντηθούν όμως όλες μαζί από τα σχολικά τους χρόνια, παίρνουν ξαφνικά ένα παράξενο και αναπάντεχο μήνυμα που τις αφορά όλες. Από εκείνη τη στιγμή η ζωή τους αλλάζει ορμητικά, συμπαρασύροντας και τις ζωές των ανθρώπων γύρω τους. Νέα πρόσωπα εμφανίζονται, παλιές και δεδομένες καταστάσεις ανατρέπονται, καινούρια προβλήματα απαιτούν τη λύση τους. Ωστόσο η οικειότητα, η σύμπνοια και η συνενοχή των σχολικών τους χρόνων, σαν ευρήματα πολύτιμα μιας σπουδαίας ανασκαφής, βγαίνουν ξανά στην επιφάνεια και φωτίζουν το παρόν και το μέλλον τους.

14.84

Ελληνική λογοτεχνία

Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ

Μαλανδράκης Μιχάλης

Μεγαλώνοντας, ο Χάρης Αλεξιάδης ενδιαφέρεται όλο και πιο πολύ για τα σπουδαία, κοσμοϊστορικά γεγονότα. Χρόνια αργότερα, αυτό το άγουρο ενδιαφέρον γίνεται επάγγελμα. Ύστερα από μια σύντομη θητεία στον αθηναϊκό Τύπο, η παράλληλη άνοδος της ιδιωτικής τηλεόρασης θα του προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία: να βρεθεί στο Σαράγεβο τον Ιούνιο του 1992, ως πολεμικός ανταποκριτής ενός νέου μεγάλου καναλιού, και να καλύψει τις συγκρούσεις που ακολούθησαν την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.

Ο Χάρης ενθουσιάζεται με αυτή την προοπτική. Αναγνωρίζει αμέσως την ιστορική σημασία των συγκρούσεων και ανυπομονεί να βρεθεί στο επίκεντρο των εξελίξεων, στην καρδιά της Ευρώπης.

Θα παραμείνει, ωστόσο, στο Σαράγεβο περισσότερο απ’ όσο έχει υπολογίσει. Οι συγκρούσεις παγιώνονται, διαρκούν ολόκληρους χειμώνες, και καταλήγουν στην πιο μακρόχρονη πολιορκία πρωτεύουσας στην ιστορία των σύγχρονων πολέμων. Ο αρχικός ενθουσιασμός του Χάρη μετατρέπεται σε κούραση και σταδιακή εξάντληση από το κρύο, την ανασφάλεια και, κυρίως, τη βεβαιότητα ότι αυτή η τραγική κατάσταση δεν θα αλλάξει. Τα αιματηρά επεισόδια είναι αμέτρητα και, στις 5 Φεβρουαρίου 1994, η αντοχή του στον ανθρώπινο πόνο δοκιμάζεται, όταν παρακολουθεί και καταγράφει τον βομβαρδισμό της αγοράς του Μαρκάλε, με 68 νεκρούς και 144 τραυματίες.

Την επόμενη μέρα, ο Χάρης ζητάει την άδεια να επιστρέψει στην Ελλάδα. Δυσκολεύεται να προσαρμοστεί και παραμένει για πολύ καιρό αδρανής. Σκέφτεται να αποσυρθεί από το πολεμικό ρεπορτάζ και, σε συνεννόηση με το κανάλι, αποφασίζει να μεταπηδήσει στην ψυχαγωγία και να αναλάβει παρουσιαστής σ’ ένα νέο μουσικό τηλεπαιχνίδι.

Αρχίζει έτσι, για εκείνον, μια καινούργια φάση. Ανάμεσα σε πλατό, κάμερες, εκτυφλωτικούς προβολείς και συναναστροφές με τις κοσμικές προσωπικότητες της Αθήνας, η ζωή του αλλάζει κι εκείνος αφήνεται να παρασυρθεί. Τα επόμενα χρόνια αναλαμβάνει κι άλλα, αμφιβόλου ποιότητος τηλεπαιχνίδια, και στροβιλίζεται σε έναν εκστατικό χορό με σύντομα διαστήματα μελαγχολίας. Ώσπου, ξαφνικά, ένα νευρολογικό πρόβλημα πλήττει την κινητικότητά του και τον αναγκάζει ν’ αποσυρθεί βίαια από οτιδήποτε έχει ανάγκη.

Το “Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ” είναι ένα μυθιστόρημα για τα μεγάλα μεγέθη που δεν μεταβολίζονται από το άτομο· για την ομορφιά και τη φασαρία, ως στιγμιαίο αντίδοτο σε όλα εκείνα που δεν θεραπεύονται· και για όσους επιζητούν την ένταση της μουσικής τόσο δυνατά ώστε να καλύπτει τα πάντα.

16.00

Ελληνική λογοτεχνία

Τι μένει από τη νύχτα

Έρση Σωτηροπούλου

Ιούνιος του 1897: ο «ατυχής» ελληνοτουρκικός πόλεμος έχει φθάσει στο τέλος του με ολοσχερή ήττα της ταπεινωμένης Ελλάδας, η Γαλλία συγκλονίζεται από την Yπόθεση Ντρέυφους, η απομονωμένη Αλεξάνδρεια μένει παραδομένη στον ρυθμό της ανατολίτικης ραθυμίας, η Ευρώπη ανασαίνει στο πνεύμα του fin de siecle, κυνική, ταραγμένη, ανήσυχη. Αυτήν την παράξενη και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εποχή, ο νεαρός Κωνσταντίνος Καβάφης, μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Τζων, βρίσκονται στο Παρίσι, τελευταίο σταθμό ενός μεγάλου ταξιδιού. Είναι ένα ταξίδι αναψυχής που στην πορεία θα μετεξελιχθεί σε εσωτερική περιπλάνηση, μια διαδικασία μύησης που εκβάλλει στην υπέρτατη πραγμάτωση του ποιητικού του στόχου.

Η Έρση Σωτηροπούλου, επίμονη σκιά του ποιητή, θα παρακολουθήσει αυτό το μυθιστορηματικό ταξίδι σε όλες τις διαστάσεις του. Στηριγμένη σε σπάνιο αρχειακό υλικό και σε πλούσια βιβλιογραφία, ανασυνθέτει τη μεταβατική στιγμή κατά την οποία ο Καβάφης, μακριά από την ασφυκτική αλλά μοιραία και μοναδική Αλεξάνδρεια, βυθίζεται στον εαυτό του, αναψηλαφεί τα πάθη του, βασανίζεται από αμφιβολίες και φθάνει ως την αυτομαστίγωση, δοκιμάζοντας ταυτόχρονα τα όρια της ποιητικής μορφής, εξωθώντας την πέρα από τους κανόνες και πυρπολώντας τη με τη στοχαστική του φαντασία.

Ένα μυθιστόρημα ιδεών για τη δύσκολη σχέση τέχνης και ζωής, για τον ερωτικό πόθο ως κίνητρο δημιουργίας, μια τολμηρή μυθοπλαστική ανασύσταση της προσωπικότητας του μεγάλου ποιητή.

 

Η αμερικανική έκδοση του μυθιστορήματος σε μετάφραση της Karen Emmerich κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Μετάφρασης στις ΗΠΑ! Η ανακοίνωση της βράβευσης έγινε από την Αμερικανική Ένωση Μεταφραστών Λογοτεχνίας (ΑLTA), στο ετήσιο συνέδριο της ALTA που πραγματοποιήθηκε στο Rochester της Νέας Υόρκης το Νοέμβριο του 2019.

Η κριτική επιτροπή των βραβείων σημείωσε για το «Τι μένει από τη νύχτα»: Ο Κ.Π. Καβάφης έχει παρουσιαστεί ως «ένας Έλληνας με ψάθινο καπέλο, που στέκει ακίνητος και παρατηρεί με λοξή ματιά το σύμπαν». Στο βιβλίο της «Τι μένει από τη νύχτα», η Έρση Σωτηροπούλου κλονίζει αυτό το κλισέ με ελικοειδείς προτάσεις που περιγράφουν έναν άντρα σε κίνηση και πλήρως ενταγμένο στον κόσμο γύρω του. Μας μεταφέρει σε τρεις μέρες και νύχτες από το ταξίδι του Καβάφη στην Ευρώπη τον Ιούνιο του 1897, όταν είναι στο Παρίσι μαζί με τον αδερφό του και εξερευνά την πόλη – και τα ακόμα άγνωστα τότε πάθη του. Μετακινούμενη άψογα από την περιγραφή στον στοχασμό και στη μελέτη των ποιημάτων πάνω στα οποία εργάζεται, η υπόθεση μας επιτρέπει να ζήσουμε, για λίγο, μέσα σε αυτή την ιστορία· στη μετάφραση της Karen Emmerich, το κείμενο γίνεται τόσο εκλεπτυσμένο και φιλόξενο, όσο και η ποίηση του Καβάφη.

Είναι η εικοστή πρώτη χρονιά που δόθηκε το συγκεκριμένο βραβείο, που είναι το μοναδικό βραβείο μετάφρασης που περιλαμβάνει μια αυστηρή εξέταση τόσο του αρχικού κειμένου όσο και την απόδοσή του στην αγγλική γλώσσα, όπως τονίζεται στην ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων.

Το βιβλίο κυκλοφορεί στις ΗΠΑ από τις εκδόσεις New Vessel Press.

15.50

Ελληνική λογοτεχνία

Γιατί πρόδωσα την πατρίδα μου

Θεόδωρος Γρηγοριάδης

Από το Παγγαίο, την Καβάλα, τον Έβρο µέχρι την Αθήνα, αλλά και τη Σαµψούντα, την Τυνησία, τη Συρία, το Βερολίνο και τη Στοκχόλµη, οι άνθρωποι διασχίζουν σύνορα, πολιτισµούς και προσωπικά όρια, βιώνουν ιστορικές αλλαγές, διεκδικούν διαφορετικές ταυτότητες, αναζητούν µια καινούργια αρχή ή και το άδοξο τέλος τους, ακροβατούν ανάµεσα στο πάθος για τη ζωή και στο βάρος µιας απώλειας.

Οικογενειακές ιστορίες, αδιέξοδες σχέσεις και παθιασµένοι έρωτες, µοναχικοί και αινιγµατικοί άνθρωποι, αποτραβηγµένοι και περιθωριακοί χαρακτήρες, µετανάστες και πρόσφυγες, πόρνες και τραβεστί, µικροαστοί και αγρότες, άνθρωποι της γειτονιάς αλλά και φερµένοι από τα όνειρα.

Είκοσι έξι ανθρώπινες ιστορίες, δοσµένες µε χιούµορ και συγκίνηση, γραµµένες την τελευταία εικοσιπενταετία, καταγράφουν τις συµπεριφορές και τις αλλαγές σε σχέση µε την κοινωνία και την Ιστορία, συνθέτοντας µία πολύχρωµη τοιχογραφία µέσα στην οποία κάθε αναγνώστης µπορεί να αναγνωρίσει και τη δική του φωνή.

14.40

Ελληνική λογοτεχνία

Το show είναι των Ελλήνων

Μένης Κουμανταρέας

Τι μπορεί να είπαν ο Κ.Π. Καβάφης με τον Δημήτρη Μητρόπουλο τη μία και μοναδική φορά που συναντήθηκαν και ποια ήταν η αφορμή;
Τι σχέση μπορεί να είχε το κιμονό της Μπατερφλάυ με τον δικτάτορα Μεταξά και τα κανόνια του πολέμου;
Πώς, που και πότε ο Τσώρτσιλ φύσηξε τον καπνό του πούρου του στα μούτρα του σύντροφου Σιάντου και ποιες ήταν οι συνέπειες;
Τρεις συναντήσεις στις κουίντες της Ιστορίας με πρωταγωνιστές που σφράγισαν τον νεοελληνικό μας βίο.
Ο τίτλος της τρίτης νουβέλας και τίτλος όλου του βιβλίου είναι φράση του Ουίνστον Τσώρτσιλ στον Ουκρανό φωτογράφο Κέσσελ, στη διάρκεια της ιστορικής σύσκεψης στις 26 του Κόκκινου Δεκέμβρη το ’44, όπου η τύχη της μεταπολεμικής Ελλάδας παιζόταν κορόνα-γράμματα.
Η μεσαία νουβέλα, “Ο κύριος Μπατερφλάυ”, αφορά μια άλλη παράσταση, ιταλικής όπερας αυτή τη φορά, με καλεσμένο τον υιό Πουτσίνι τρεις μόλις μέρες πριν από την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Η “Μπατερφλάυ του πολέμου”, όπως έγινε γνωστή, και μέχρι πρότινος ακόμα υπήρχαν επιζώντες.
Τέλος, η εναρκτήρια νουβέλα “Μια μέρα απ’ τη ζωή τους”, αφορά τη μοναδική φορά που ο Κωνσταντίνος Καβάφης συναντά τον Δημήτρη Μητρόπουλο τον Οκτώβριο του ’32 σε γνωστό αθηναϊκό σπίτι και ακούει τον μουσικό να παίζει στο πιάνο και να τραγουδά ποιήματά του.

Βεβαίως δεν πρόκειται για ιστορικό ή πολιτικό βιβλίο. Η φαντασία έχει το πάνω χέρι και επεμβαίνει στην πραγματικότητα χωρίς να την αλλοιώνει.

6.00

Ελληνική λογοτεχνία

Θύματα ειρήνης

Βασίλης Βασιλικός

Το μυθιστόρημα Θύματα ειρήνης (1956) είναι η δεύτερη εμφάνιση του Βασίλη Βασιλικού στη νεοελληνική πεζογραφία, μετά τη νουβέλα Η διήγηση του Ιάσονα (1953). Ένα «μυθιστόρημα ενηλικίωσης», που αφηγείται την ιστορία μιας συντροφιάς επτά νέων ανδρών, οι οποίοι ωριμάζουν με τον πλέον επώδυνο τρόπο στη Θεσσαλονίκη των αρχών της δεκαετίας του ’50, αναζητώντας απελπισμένα κάποιο ιδανικό και παλεύοντας με τον έρωτα, τον θάνατο, τις ιδεολογίες και τα φαντάσματα της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Παράλληλα, το έργο είναι ένας φόρος τιμής στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη απερίφραστα ερωτική, που μαγνητίζει, συναρπάζει, παθιάζει και μαζί εγκλωβίζει τους χαρακτήρες, δημιουργώντας την αίσθηση του «αποκλεισμού» και την επιθυμία της μεγάλης φυγής.

Τα γνώριμα θέματα του Βασιλικού κάνουν έντονη την παρουσία τους σε όλο το μυθιστόρημα: ο φόβος για διασάλευση της παγκόσμιας ειρήνης, το πέρασμα του χρόνου μέσα από την εναλλαγή των εποχών, οι ισχυροί δεσμοί της ανδρικής φιλίας, η παντοδυναμία της μνήμης, η αναζήτηση ταυτότητας, το ανικανοποίητο των ερωτικών σχέσεων, η αγωνία του συγγραφέα να εκφράσει τον εαυτό του και τους άλλους μέσα από τη διαδικασία της γραφής και να λάβει θέση απέναντι στα γεγονότα. Παράλληλα, το μυθιστόρημα τοποθετεί στο κέντρο του ενδιαφέροντος το φλέγον ζήτημα της επιστροφής των κλεμμένων ελληνικών αρχαιοτήτων στην κοιτίδα τους και θίγει την πρώιμη τότε ιδέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ένα νεανικό χρονολογικά και ώριμο λογοτεχνικά έργο, που διακρίνεται για την ψυχογραφική του δύναμη και διατηρεί ως τις μέρες μας την επικαιρότητα, τη φρεσκάδα και την τόλμη του.

15.00

Ελληνική λογοτεχνία

Φελιτσιτά

Μάρω Δούκα

Ο Κωνσταντίνος Καβουράκης ήθελε να γίνει αστυνοµικός, ήθελε να ζει για πάντα αγαπηµένος µε την Ελένη του και τα τρία παιδιά τους, ήθελε να τον σέβονται… Μια µέρα, που ο θυµός θα τον κάνει για άλλη µια φορά να παραφερθεί, θα αντιµετωπίσει την αντίσταση του µεγάλου του γιου, θα νιώσει εκδιωγµένος από το σπίτι του, και από τα Σεπόλια θα βρεθεί άστεγος στο κέντρο της Αθήνας.

Αντιµετωπίζει τις δυσκολίες και τους κινδύνους της καινούριας του συνθήκης, αναπολεί τη ζωή του και βρίσκει συµπαράσταση και καλοσύνη από άλλους απόκληρους. Και αν αυτό δεν είναι ευτυχία, τουλάχιστον η Φελιτσιτά, µια ασπρόµαυρη γάτα που συχνάζει στα πέριξ της πλατείας Αγίας Ειρήνης, του ζεσταίνει την καρδιά.

Τα µέλη της οικογένειάς του, όµως, έχουν το καθένα τη δική του εκδοχή για το παρελθόν, το παρόν και το τι µέλλει γενέσθαι. Πέντε πρόσωπα, το καθένα µε τα δικά του βάρη, τις έγνοιες και τα βάσανα, θέλουν να πουν τη δική τους ιστορία –το διήγηµα της δικής τους ιστορίας–, που συµπλέκεται µε το µυθιστόρηµα της οικογενειακής ζωής.

Εξοµολογητικό, γλυκόπικρο, ακαριαία τρυφερό, ένα µυθιστόρηµα σαν φευγαλέο χάδι στους ανθρώπους που ραγίζουν αθόρυβα δίπλα µας.

14.40

Ελληνική λογοτεχνία

Ένα κομμάτι χαρτί

Δημήτρης (Τάκης) Φραγκούλης

Ήταν άραγε άλλο ένα μυθιστόρημα αυτό το γραπτό που έφτανε κεφάλαιο-κεφάλαιο στα χέρια του ανυποψίαστου επιμελητή εκδόσεων ή μήπως μια αληθινή ιστορία; Μια ιστορία που έμοιαζε παραδόξως να τον αφορά.

Όταν μέσα από τα παιδικά του μάτια άρχισε να ανακαλύπτει τον κόσμο, ήχησαν οι σειρήνες του πολέμου. Όλα τότε σταμάτησαν με βία και η ζωή δεν ήταν πια ίδια. Kι αυτός ξεκινούσε απ’ την αρχή, χωρίς τους φυσικούς του προστάτες, σ’ έναν καινούργιο, άγνωστο κόσμο, χαμένος ανάμεσα στο καλό και το κακό, την αγάπη και το μίσος, την πραγματικότητα και τις ψευδαισθήσεις, μέχρι τη μεγάλη προσωπική του ήττα. Αυτό που έμενε ήταν οι υποσχέσεις που έπρεπε να τηρηθούν ως ένα ελάχιστο χρέος, έστω και σ’ έναν άλλο χρόνο, έστω κι αν εκείνη δεν περίμενε πια.

15.51

Ελληνική λογοτεχνία

Το χρονικό των τριών ημερών

Κωστούλα Μητροπούλου

Εδώ ληξιαρχείο. Καταγραφή ονομάτων. Με τη σειρά ή ανάκατα. Άτσαλα. Εδώ σταθμός, εδώ σταθμός. Πάγκοι παλιοί, ξύλινοι. Στη σειρά, περιμένουν. Συγγενείς και φίλοι. Πιο πολύ, μένουν. Όχι περιμένουν. Μένουν. Απλά. Σαν να ‘ναι μια σειρά από σπασμένα ενθύμια. Πολύ παλιά και πολύ σπασμένα. Στα δύο. Στα οχτώ. Στα δεκάξι. Παλιά ενθύμια για να διαγωνίζεται η μνήμη. Και μια φωτογραφία με ήλιο.

«Ο γιος μου», λέει με περηφάνια. Σταθερά και με περηφάνια. Περσινή. Πού θα πεί «φανταστείτε τον εφέτος». Δυο μέτρα. Ξανθός. Γαλανός. Τραγουδούσε. «Έχεις φωνή», του ‘λεγαν. Αυτός γελούσε. «Εγώ θα χτίζω πόλεις», έλεγε. Τώρα εκτεθειμένος μπροστά στους ξύλινους παλιούς πάγκους. Στο ληξιαρχείο. Τμήμα θανάτων. Εκτεθειμένος. «Χαράλαμπος Ευλαμπίδης». Τραγουδούσε. Το ληξιαρχείο είναι σκοτεινό. Τα ξανθά του μαλλιά φαίνονται μαύρα. Τα γαλάζια του μάτια δεν φαίνονται καθόλου. ‘Άσπρα. «Είναι ο γιος μου», ξαναλέει η γυναίκα με τα μαύρα. Περσινή φωτογραφία. Ήρεμα και περήφανα. «Μπάμπη τον φώναζαν. Πρώτος στο τραγούδι. Στη Σχολή είχε μπει τρίτος. Έχτιζε πολιτείες στο μυαλό του. Δυο μέτρα ήταν. Ο γιος μου. Κοιτάξτε».

10.14

Ελληνική λογοτεχνία

Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε

Δημήτρης Παπαχρήστος

Είχε πάει δέκα η ώρα, η τηλεόραση ήταν ανοιχτή. Έδειχνε εικόνες από το Πολυτεχνείο. Ένας τύπος, εκπρόσωπος Tύπου, Ζουρνατζής ονόματι, μιλούσε για «αναρχοκομμουνιστάς» που στράφηκαν εναντίον του καθεστώτος και της δημοσίας τάξεως. Ορίστε τα έκτροπα. Ο φακός έδειχνε σπασμένα θρανία, συνθήματα «κάτω η χούντα», «ζήτω οι παρτούζες», κιλότες, καπότες και σπασμένα έδρανα.

Πλησίασα το παράθυρο, ανασήκωσα τις γρίλιες. Είδα να καθαρίζουν με μάνικες τη Στουρνάρη. Αύρες-σαύρες να περνάνε και είδα λοξά προς την πλατεία Εξαρχείων να βγαίνουν από την πόρτα της Στουρνάρη με νάιλον σακούλες τρεις-τέσσερις μπάτσοι, με τρόφιμα που μας είχαν δώσει οι πεινασμένοι για ελευθερία και δημοκρατία.

Μέσα από τις ιστορίες, παλιότερες αλλά και πρόσφατες, που διανθίζουν το βιβλίο, η μνήμη πασχίζει να κρατήσει ζωντανό το παρελθόν, σαν σταθμό ανεφοδιασμού των νέων για να συνεχίσουν και να φτάσουν εκεί που δεν καταφέραμε εμείς. Για να μπορέσουν να προλάβουν το μέλλον γιατί αλλιώς δεν θα το συναντήσουν ποτέ.

11.00

Ελληνική λογοτεχνία

Δικαίωμα στον παράδεισο

Ελένη Καραγιάννη

Παράδεισος είναι οι άνθρωποι. Με την προϋπόθεση ότι αποδεχόμαστε την φθορά και την ανθρώπινη ατέλεια. Με την προϋπόθεση ότι παραιτούμαστε από την φαντασίωση ενός  Παράδεισου που χαρίζεται, που δεν έχει κόπο, που δεν έχει προσωπική  ευθύνη.  Γιατί τότε ο Παράδεισος είναι εύθραυστος και οι άλλοι κινδυνεύουν να γίνουν η Κόλαση. Ατομικός Παράδεισος δεν υπάρχει. Η επιθυμία της συνάντησης, η δυνατή στιγμή της αναμέτρησης με την αλήθεια του άλλου. Η λαχτάρα να δημιουργηθεί ο μοναδικός μεταξύ μας τόπος συνάντησης. Εκείνα που θα αποκαλυφθούν μέσα στην αγάπη: τόσο τα σκοτεινά όσο και τα φωτεινά κομμάτια. Η μοναδική αίσθηση πληρότητας όταν καταφέρουμε να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλο,  να βιώσουμε ενσυναίσθηση, να μοιραστούμε βιώματα, να εμπνεύσουμε και να δεχθούμε την έμπνευση… Και όλα να αρχίζουν από την αρχή, ξανά και ξανά! Η πολύτιμη ώρα της διαφωνίας, τότε που στεριώνει ο Παράδεισος, καθώς δοκιμάζονται οι αντοχές και απαιτείται διεύρυνση του ορίζοντα θέασης της ζωής. Παράδεισος είναι οι άνθρωποι και οι διαπροσωπικές σχέσεις.

14.85

Ελληνική λογοτεχνία

Ιογενής πνευμονία

Ζήσιμος Λορεντζάτος

Ο άνθρωπος κολυμπούσε κάθε μέρα στις δυο μεγάλες αμμουδιές του νησιού, τη μια πλατιά και την άλλη μακριά, ατέλειωτη. Οι αμμουδιές αυτές χωρίζονταν από λιγοστά μεγάλα βράχια και κατά τη μεριά της πλατιάς αμμουδιάς σχηματιζόταν γκρεμός που κατάληγε, ύστερα από μερικά χιλιόμετρα, πέρα μακριά σε κάτι ανώνυμα νησόπουλα σπαρμένα κατά το γαρμπή.

Εκεί που τέλειωνε η πλατιά αμμουδιά ανηφόριζε μια μικρή πλαγιά και το μέρος ήταν γεμάτο από πεύκα, σκοίνα, συκιές, πικροδάφνες, λυγαριές, δεντρολίβανα. Ο ήλιος το χτυπούσε το καλοκαίρι από το πρωί ωσότου βασιλέψει. […]

8.40

Ελληνική λογοτεχνία

Με ραμμένη φτέρνα

Σπύρος Γιανναράς

“Ποια τα όρια της ασθένειας; εύλογα θα απορήσει κανείς. Ποια τα όρια στην αναζήτηση της αλήθειας; είναι μια πιθανή απάντηση. Ο Κριεζώτης πάντως σίγουρα πορεύεται σε ένα επικίνδυνο μεταίχμιο”.

Το μυθιστόρημα “Με ραμμένη φτέρνα” είναι η ιστορία ενός γραφιά που προσπαθεί να συνέλθει μετά από μια ρήξη του αχίλλειου τένοντα που του διέλυσε τη ζωή, γυρίζοντας τρία μερόνυχτα μέσα στην πόλη, μπλέκοντας σε απροσδόκητες καταστάσεις, που δείχνουν να τον οδηγούν προς ένα είδος αυτογνωσίας. Είναι η ιστορία ενός εμμονικού ανθρώπου που έχει καταρρεύσει, και περιφέρεται μέσα σε μια πόλη στα πρόθυρα της κατάρρευσης, έχοντας ως μοναδικό εφόδιο την Κατάρρευση του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ.

18.50