Βλέπετε 46–60 από 313 αποτελέσματα

Ελληνική λογοτεχνία

Ελληνική λογοτεχνία

Καλυψώ

Δήμητρα Κολλιάκου

«Αλήθεια λέω» δοκίµασε να την πιέσει. «Υπάρχει κι άλλος κόσµος στο νησί, πέρα απ’ τον ξένο».
Αλλάζοντας φορά, η Καλυψώ έπιασε να ξετυλίγει το νήµα απ’ τον αριστερό καρπό και να το τυλίγει πίσω στο κουβάρι.
«Καλά θα κάνεις να κοιµάσαι περισσότερο» της πέταξε στο τέλος, χωρίς να την κοιτάζει.
«Και να µην ονειρεύεσαι τόσο. Τα πολλά όνειρα βλάπτουν. Κι ας µην ξεχνάµε πως µας βαραίνει και τις δυο µια κούραση αιώνων».

Έχουν περάσει αιώνες από τον απόπλου του Οδυσσέα, κι η Καλυψώ, πιστή στο όνοµά της, καλύπτει το νησί της µε την οµίχλη των πέπλων της, κρατώντας αθέατο τον κόσµο, αποµονώνοντας έτσι και τη Μελάνθη, την τελευταία δούλη που της έχει αποµείνει. Ώσπου µια µέρα φτάνει στο νησί ένας ξένος από τη σύγχρονη εποχή. Η άφιξή του θα γίνει αφορµή να ζωντανέψουν µνήµες από το παρελθόν, και να δοκιµαστεί η φιλοξενία αλλοτινών και τωρινών καιρών. Σιγά σιγά θ’ αρχίσει να βλέπει η Μελάνθη αυτά που δεν µπορεί να συγκαλύψει πια η Καλυψώ.

11.10

Ελληνική λογοτεχνία

Χωλ

Κατερίνα Χανδρινού

Το Χωλ, ιδιότυπο θρίλερ δωματίου, συνεχίζει να πραγματεύεται το θέμα του οίκου που άνοιξε με το αφήγημα, Κόρκυρα. Ο οίκος, εδώ, πρωταγωνιστεί σαν ίδρυμα και σαν τρόφιμος. Το σύγχρονο σπίτι κλείνεται στον εαυτό του και αναρωτιέται εμμονικά για την κατασκευή και τη διαρρύθμισή του. Tο χωλ εξέλιπε σταδιακά και η κατάργησή του επηρέασε τους ανθρώπους και τις μεταξύ τους σχέσεις. Στο έγκλειστο σπίτι άλλοτε απαντούν οι ένοικοι, άλλοτε διάφοροι ήχοι και τριγμοί, άλλες φορές οι ηθοποιοί των ταινιών που προβάλλονται στο άδειο του σαλόνι και κάποτε οι νεκροί αρχιτέκτονες.

10.00

Ελληνική λογοτεχνία

Αμάραντες

Δώρα Κασκάλη

Στα δεκατρία διηγήματα της τρίτης συλλογής η Δώρα Κασκάλη μιλά για γυναίκες που θέλει να παραμείνουν αμάραντες στην αναγνωστική μνήμη. Από το θηλυκό ρομπότ έως την ανοϊκή ηλικιωμένη, οι γυναίκες της θυμούνται ή προσπαθούν να ξεχάσουν, δραπετεύουν από τις έμφυλες συμβάσεις ή παραδίδονται στην αδράνεια και τη σιωπή, αντιμετωπίζουν στωικά την αναπηρία, αναμετρώνται με το τραύμα της απώλειας, επαναστατούν κόντρα στη ρουτίνα και τις κοινωνικές κατασκευές, διεκδικούν την αγάπη και την ηδονή. Αυτές οι γυναίκες που θάλλουν για πάντα, είναι το κουράγιο της, το καθημερινό της προσφάι. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

12.00

Ελληνική λογοτεχνία

Δικά μας παιδιά

Σοφία Νικολαΐδου

Αυτή είναι η ιστορία των Δικών Μας Παιδιών, των παιδιών που μεγάλωσαν κλεισμένα στα δωμάτιά τους. Ακούν μουσική με ακουστικά, συνθέτουν beats στον υπολογιστή και γράφουν μπάρες στα τετράδιά τους. Έχουν για οικογένεια τους φίλους τους και ζουν τη ζωή τους online.

Αυτή είναι η ιστορία της δικής μας γενιάς, που πιστέψαμε πως θα γίνουμε καλύτεροι από τους γονείς μας. Και τώρα βλέπουμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουν, να κάνουν τα λάθη τους, να φεύγουν μπροστά.

Φωνές και ουρλιαχτά στο γήπεδο, στη θύρα με τα θηρία. Αίμα στα πεζοδρόμια. Κρυφοί λογαριασμοί στα σόσιαλ. Συμμαθητές που δαγκώνουν σαν οχιές στα προαύλια των σχολείων. Κορίτσια που κάνουν αγορίστικα πράγματα. Μανάδες που ανησυχούν. Μανάδες που τα παρατούν. Μανάδες με κότσια. Πατεράδες που γίνονται μάνες στα ζόρικα και πατεράδες που δεν είναι εντάξει. Δυο γενιές – και γκρεμός ανάμεσα. Θα έρθει η στιγμή που θα απλώσουν το χέρι;

Αυτή είναι μια ιστορία για όσα ξέρουμε, αλλά και για όσα δεν θα μάθουμε ποτέ. Γιατί κάθε γενιά νομίζει ότι προστατεύει τα παιδιά της. Μα, αν ακούσουμε την ιστορία από την άλλη πλευρά, θα δούμε ότι και τα παιδιά προστατεύουν τους γονείς από όσα δεν θα υποψιαστούν – και ευτυχώς.

Αυτή είναι μια ιστορία για ένα ραπ συγκρότημα, για τα όνειρα που παίρνουν εκδίκηση, για τα παιδιά που έσωσε η μουσική.

Ήταν οι μέρες που βρισκόταν σε ήπια πτήση, βάδιζε λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος, τον διαπερνούσαν σαν ρεύμα οι εικόνες στον δρόμο. Ένιωθε λες και δεν είχε δέρμα. Οι ρίμες αιωρούνταν, έμοιαζαν με κομμένα καλώδια σε στύλο της ΔΕΗ, πετούσαν σπίθες. Κι αυτός περίμενε ώσπου δεν άντεχε άλλο, ώσπου ό,τι έβραζε εντός του τίναζε επιτέλους το καπάκι. Μόνο τότε άνοιγε το μπλοκάκι του. Οι λέξεις γλιστρούσαν κι ο Κωστής σέρφαρε στον ρυθμό τους. Ο πρώτος στίχος ήταν πάντα η σανίδα του, τον οδηγούσε. Όλα του άρεσαν κι ύστερα όλα του βρομούσαν, έγραφε, έσβηνε, ξαναγυρνούσε στα σβησμένα, τη δεύτερη φορά πιο σίγουρος ότι ήταν για πέταμα. Απόσπασμα από το βιβλίο

17.70

Ελληνική λογοτεχνία

In God we trust

Μαρία Μανωλέλη

Με λες φτωχοδιάβολο, weirdo, τσουλίτσα, φουκαρά, καμένο χαρτί. Καταναλώνω τσάμπα οξυγόνο μού είπες, ενώ ήμουν ξαπλωμένος μπρούμυτα και μου περνούσες χειροπέδες. Αναρωτιέσαι κι εσύ σε τι χρησιμεύω. Θες να σου πω; Σε κάνω να νιώθεις καλύτερα για τον εαυτό σου. Έχω ρίξει τον πήχη τόσο χαμηλά που με προσπερνάς και νιώθεις σένιος. Τα έχεις καταφέρει. Δεν είσαι εγώ, δεν σε πετάνε έξω από τα μπαρ, δεν είσαι κλεφτρόνι να σε συλλαμβάνουν μέρα μεσημέρι καταμεσής του δρόμου, εσύ κλέβεις αλλιώς. Όμως, σου παρέχω θέαμα, παραδέξου το. Σε έχω δει τόσες φορές να με κοιτάς με αηδία και οργή. Σε έχω δει κι εσένα που με κοιτάς με συμπόνια λέγοντας Oh my God και αηδίες. Λες και με νοιάζει. Είκοσι ζωές στη γη της αφθονίας. Είκοσι αντιήρωες, που το αμερικανικό όνειρο άφησε έξω από τις φτερούγες του, και ξεστρατισμένοι πορεύονται με δεκανίκια και τρύπιες ασπίδες. Τους μισείς θανάσιμα ή τους αγαπάς πολύ. Λες και τους νοιάζει.

12.90

Ελληνική λογοτεχνία

Θηρία ανήμερα

Χαριτίνη Ξύδη

«Ο λόγος για τον οποίο έγινα συγγραφέας είναι τα ψηλά τακούνια που πάντοτε φορώ, και την ισορροπία πάνω τους καθώς και τη μύηση στην «ιδέα» τους μου τη δίδαξε η θεία μου η Σοφία, μία από τις μεγαλύτερες αδελφές της μητέρας μου. Το βράδυ που γλίστρησα εξαιτίας τους, πατώντας ένα γαρύφαλλο σε σκυλάδικο της Λάρισας, και γκρεμίστηκα από τα ανεμοδαρμένα τους ύψη έπαθα διάστρεμμα και έτσι αναγκάστηκα να παραμείνω ολόκληρο εικοσάλεπτο οκλαδόν στο δάπεδο της πίστας, ανάμεσα σε ζαλισμένους πότες, σπασμένα πιάτα και λιμνούλες από χυμένες σαμπάνιες. Στο διάστημα που μεσολάβησε, μέχρι να σηκωθώ, κατάλαβα πως η ζωή, από την αρχή ως το φινάλε, είναι ένας ανυποχώρητος αγώνας σε ρινγκ. Μπες βγες, από μικρή, σε αυτά που οι άλλοι λένε κωλάδικα και εγώ λιμάνια, τον διακαή μου πόθο τον έφτιαξα και τον υπηρέτησα. Πενθώ εκείνους οι οποίοι καταδέχονται να ηττηθούν από τη μετριότητα και από ολοένα μικρότερα πράγματα.»

12.72

Ελληνική λογοτεχνία

Η φωνή στα χέρια της

Ντορίνα Παπαλιού

Για κείνον, είναι ένα βιολί. Για κείνη, μια φιάλη οξυγόνου στον βυθό της θάλασσας. Για κείνον, είναι ένα παιχνίδι που μπορεί να σ’ το προσφέρει ή να το πάρει πίσω. Για κείνη, ένα απασφαλισμένο περίστροφο με μια σφαίρα στη θαλάμη. Για κείνον, είναι ένα Francesco Rugeri του 1669, από την Κρεμόνα. Για κείνη, η φωνή της».

Στον σκληρά ανταγωνιστικό χώρο της διεθνούς σκηνής της κλασικής μουσικής, μια ανερχόμενη Ελληνίδα σολίστ του βιολιού αμφισβητεί τους κανόνες της αγοράς, παλεύει με τα όριά της, έρχεται αντιμέτωπη με ανοιχτές πληγές και αναπάντητα ερωτήματα. Όταν στην πιο κρίσιμη καμπή της καριέρας της λαμβάνει ένα αινιγματικό μήνυμα που ανατρέπει τις βεβαιότητές της, η εμμονική σύνδεσή της με ένα βιολί ιδιαίτερης αξίας θα έχει απρόβλεπτες και αναπάντεχες συνέπειες.

Ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα για την αξεδιάλυτη σχέση μουσικής και ζωής, το τίμημα της καλλιτεχνικής ανέλιξης και τους κινδύνους που ενέχει η άνευ όρων αφοσίωση στην τέχνη. Μια ιστορία που διερευνά το σαγηνευτικό και ενίοτε σκοτεινό σύμπαν της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

17.70

Ελληνική λογοτεχνία

Μέντιουμ

Γιώργος Συμπάρδης

Μια νέα γυναίκα από τη Βοιωτία έρχεται στην Αθήνα στο μέσο του καλοκαιριού, όταν οι περισσότεροι κάτοικοί της την εγκαταλείπουν. Θα περάσει μερικές μέρες σε μια λαϊκή συνοικία, στο σπίτι της μικρότερης αδελφής της, που περιμένει παιδί, και θα ερωτευτεί ένα νεαρό φοιτητή της ιατρικής. Ανάμεσα στους φίλους του θα γνωρίσει μια γυναίκα μέντιουμ. Το Μέντιουμ του τίτλου όμως είναι αυτή η ίδια. Η δύναμη που πιστεύει ότι έχει θα τη βοηθήσει, άραγε, να αντιμετωπίσει τα εμπόδια που θα βρει μπροστά της;

12.20

Ελληνική λογοτεχνία

Υπόσχεση γάμου

Γιώργος Συμπάρδης

ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ 2012 (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη)
ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ 2012
ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡ. ΚΛΕΨΥΔΡΑ 2012

Ένας σαρανταδυάχρονος άντρας και τέσσερις γυναίκες στην ίδια περίπου με εκείνον ηλικία: Ο Ζαχαρίας που πολύ αγαπάει τις γυναίκες και αναζητάει την κατάλληλη για να παντρευτεί και γύρω του η Αλέκα, η Όλγα, η Βιβή και η Ματίνα. Με τις δύο απ’ αυτές φλερτάρει, με την τρίτη συνδέεται, με την τέταρτη έχει αρραβωνιαστεί τρεις φορές.

Σε δεύτερο πλάνο ο μικρόκοσμός τους: Οι σύζυγοι και τα παιδιά της Αλέκας και της Όλγας, δυο γέροι άντρες που γραπώνονται από τον νεότερο Ζαχαρία κι η οικογένεια κι οι παράλληλοι έρωτες της Βιβής.

Τόπος η Αθήνα και οι νότιες συνοικίες της. Πετράλωνα, Ταύρος, Καλλιθέα, Μοσχάτο, Φάληρο.

Χρόνος το σήμερα και έξι μήνες από τη ζωή και τα ασήμαντα και σημαντικά πάθη καθημερινών ανθρώπων.

Ένας «τέλειος» γάμος, ένας δεύτερος σε διάλυση, ένας άλλος σε διαρκή εκκρεμότητα και ταυτόχρονα μια από ψυχής υπόσχεση γάμου.

17.62

Ελληνική λογοτεχνία

Αδέλφια

Γιώργος Συμπάρδης

ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ 2019 ΤΟΥ ΠΕΡ. «Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ»

Έκλεισα την πόρτα και περίμενα. Ούτε ένα λεπτό. Ύστερα η πόρτα άνοιξε κι εκείνος ρίχτηκε με τις γροθιές του καταπάνω μου. Με τη σάρκα μου που κόλλησε στη δική του και με τα πόδια μου που μπλέχτηκαν αξεδιάλυτα με τα πόδια του αντιμετώπισα τη λύσσα του, με σφιχτό ολόκορμο εναγκαλισμό για να μη βρίσκει μέρος ελεύθερο να χτυπήσει. Κάποια στιγμή δεν μπόρεσα άλλο να κρατηθώ, παραδόθηκα. Με έβαλε κάτω, το κεφάλι μου άκουσα, το κεφάλι μου που δονήθηκε και αντήχησε μέσα στο κεφάλι μου από την πρόσκρουση των οστών στο μωσαϊκό. Δεν θα πρέπει να κατάλαβε τι μου συνέβη, χτυπούσε αλύπητα στο στήθος, στο στομάχι, στα πλευρά κι απέδιδε την έλλειψη αντίστασης στην υπεροχή του· του δυνατού, του μεγάλου και προσβεβλημένου αδελφού. Κι εγώ δεν πονούσα ιδιαίτερα, σαν ένα κομμάτι ζυμάρι που εκείνος ζύμωνε και μετάπλαθε με τις γροθιές του ήμουν, μέσα στη σκοτοδίνη για ώρα πολλή· μέχρι που κουράστηκε ή το βαρέθηκε και σταμάτησε.

Τέλη της δεκαετίας του ’50 και αρχές του ’60, εποχή κατά την οποία θεμελιώνεται η μεταπολεμική Ελλάδα, μεγαλώνουν ο αφηγητής και ο κατά τρία χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του Θανάσης. Αυτή είναι η ιστορία τους: η ολωσδιόλου διαφορετική πορεία τους προς την ενηλικίωση και οι συνέπειές της αργότερα, ο ισχυρός δεσμός αίματος που τους ενώνει, αλλά και η αντιπαλότητα και ο ακήρυκτος πόλεμος ανάμεσά τους.

Εποχή αυτιών εκπαιδευμένων και έτοιμων να υπομείνουν τις φανερές και τις συγκαλυμμένες εντολές, να αναγνωρίσουν την επίσημη φωνή της εξουσίας, τη στιβαρή των ειδήσεων που εντυπώνεται και μένει χαραγμένη στη μνήμη για περισσότερο χρόνο από όσο καθαυτά τα γεγονότα, αυτιών που μαλακώνουν τα βράδια από τις φωνές των ερωτευμένων γυναικών που δεν ξέρουν τι τους φταίει κι είναι έτοιμες να δραπετεύσουν από το ίδιο τους το σώμα, φωνές ηθοποιών αλλά και κάνα δυο εκφωνητριών, σκούρες, ευγενικές, τόσο θηλυκές και όμορφες όσο και της μητέρας μου, σχεδόν.

Εποχή αυτιών ικανών να συλλάβουν τον ελάχιστο ψίθυρο τον σχετικό με τα καταχωνιασμένα μυστικά της διπλανής οικογένειας, τον σχετικό με την ανομολόγητη ασθένεια κάποιου μέλους της η οποία θεωρείται ντροπή και αποκρύπτεται μέχρι την τελευταία στιγμή.

15.50

Ελληνική λογοτεχνία

Μεγάλες γυναίκες

Γιώργος Συμπάρδης

Η Σοφία Ματρόζου ζει στην πλατεία Βικτωρίας αλλά κάθε Κυριακή εκκλησιάζεται στον Άγιο Παύλο, στο Ρουφ. Ο κύκλος των πιστών και οπαδών του ιερέα από τη μια μεριά και από την άλλη ο κατά πολύ νεότερός της Σταύρος και η παρέα των ύποπτων φίλων του που διαμένουν στο ισόγειο της πολυκατοικίας της στη Βικτώρια.

Η ομοιότητα του νεαρού Σταύρου με τον ιερέα, ο ρόλος μίας άλλης γυναίκας, της σκοτεινής Ιουλίας Προμπονά, και ο διχασμός της Σοφίας που μπορεί να αγαπάει μέχρι τέλους, ακόμα κι όταν οδεύει προς την έξοδο.

9.86

Ελληνική λογοτεχνία

Πλατεία Κλαυθμώνος

Γιώργος Συμπάρδης

Ο πρώτος χρόνος της δικτατορίας των Συνταγματαρχών μέσα από τα μάτια ενός δεκαεννιάχρονου φοιτητή της Νομικής.Η σύλληψή του στο κηπάριο της πλατείας Κλαυθμώνος και η περιπλάνησή του στον κόσμο των ομοφυλοφίλων της εποχής.

Η αναδρομή στο παρελθόν της ενηλικίωσης του νεαρού αφηγητή και ταυτόχρονα μία κατάδυση στον θολό βυθό του οικογενειακού του περιβάλλοντος:Η μητέρα, ο πατέρας και ο τρίτος άνθρωπος που μπαινόβγαινε παλιά στο σπίτι.

Ούτως ή άλλως μοιάζω στον πατέρα μου. Κανείς άλλος δεν το πιστεύει, ούτε και η Αλίκη, το λέω και το πιστεύω εγώ και κάνει το ίδιο. Στις φωτογραφίες των νεανικών του χρόνων αναγνωρίζω τον εαυτό μου σήμερα, στις κινήσεις των χεριών μου τις κινήσεις του. Η πιο περίεργη ομοιότητα, τίποτα το σπουδαίο, παράπλευρη ομοιότητα πες, ο γραφικός μας χαρακτήρας, που ανακάλυψα ότι είναι ολόιδιος όταν βρήκα κάτι γράμματά του σταλμένα στη μάνα μου, όσο εγώ ήμουνα μικρός και ενόσω εκείνος ταξίδευε με τα φορτηγά και τα γκαζάδικα
Απόσπασμα από το βιβλίο

15.50

Ελληνική λογοτεχνία

Η μόνη κληρονομιά

Γιώργος Ιωάννου

Τα κείμενα της Μόνης κληρονομιάς αποκλίνουν πιο πολύ προς το διήγημα παρά προς το «πεζογράφημα», όπως το εννοεί και το γράφει ο Γιώργος Ιωάννου, που θεωρείται και ο εισηγητής του στη λογοτεχνία μας.

Τα διηγήματα της Μόνης κληρονομιάς, γραμμένα στην Αθήνα το 1972 και το 1973, αντανακλούν την περίοδο προσαρμογής του Θεσσαλονικιού συγγραφέα στη ζωή της πρωτεύουσας, στην οποία εγκαταστάθηκε μόνιμα από τα τέλη του 1971. Οι ιστορίες του Γιώργου Ιωάννου μπορεί να μιλούν για τα άφθονα βάσανα και τις λιγοστές χαρές της ζωής – της νεοελληνικής ζωής μάλιστα –, αλλά κατά βάθος προβάλλουν την πρωταρχικότητά της και τη βεβαιότητα ότι της αξίζει κάθε υπομονή, κάθε αγώνας και κάθε ελπίδα.

Τα δεκαεφτά κείμενα της Μόνης κληρονομιάς κυκλοφόρησαν στις αρχές του 1974 – δηλαδή τους τελευταίους μήνες της δικτατορίας –, γι’ αυτό υπάρχουν στο βιβλίο υπαινιγμοί για την πολιτική κατάσταση, καθώς και η εναντίωση στο καθεστώς της εποχής.

12.00

Ελληνική λογοτεχνία

Επιτάφιος θρήνος

Γιώργος Ιωάννου

Τα δεκατρία πεζογραφήματα του Επιτάφιου θρήνου γράφτηκαν από τον Γιώργο Ιωάννου στην Αθήνα. Το ομώνυμο πεζογράφημα, που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο, είναι ένα κείμενο που αγαπήθηκε πολύ – περιέχει όχι μόνο το ύφος και το ήθος, αλλά και την εξέλιξη της γραφής του Ιωάννου. Όλα μαζί αποτελούν ένα σφιχτοδεμένο σύνολο, με έξοχη γλώσσα και χαρακτήρες που μένουν για πάντα χαραγμένοι στο μυαλό και στην καρδιά μας.

12.50

Ελληνική λογοτεχνία

Τζίντιλι

Δημήτρης Χριστόπουλος

«Η Αιωνιότητα. Ο Χρόνος. Το Χάος. Τούτη η νύχτα. Δεν ξέρω πόσο κράτησε ούτε αν την είχα ξαναζήσει κάποια στιγμή στο παρελθόν ή ήταν ένα τρέιλερ από το μέλλον. Ίσως δεν έχει σημασία αν την έζησα πραγματικά ή αν ήταν στ’ όνειρό μου που έβλεπα τάχα κοιμισμένος το όνειρο αυτής εδώ της νύχτας., εκεί που πάλευα να τελειώσω την ιστορία που χρόνια βασάνιζε την ψυχή μου.»

Περιπέτειες ανθρώπων που βίωσαν μιαν απρόσμενη οικολογική καταστροφή και αποφάσισαν να δραπετεύσουν, να χτίσουν από την αρχή τη ζωή τους τα Σόθιψα, το χωριό τους, είναι το φανταστικό σκηνικό με τις απροσδιόριστες συντεταγμένες, ο τόπος απ’ όπου ξεκίνησε το τέλος του κόσμου όπως τον ξέρουμε, με τις ακλόνητες βεβαιότητές του.

Δεκατέσσερις φωνές ηχούν και προλέγουν μαζί τους οι Τζίντες -οι φανταστικές νεράιδες των βουνών- ανοίγουν το πηγάδι του Κάτω Κόσμου και το Τζίντιλι, «ανεμοστρόβιλος» στα βλάχικα, συμπυκνώνει το φόβο για το ζοφερό μέλλον αλλά και το αισιόδοξο δράμα της στροφής προς μια οικο-κοινωνική διέξοδο.

Ο άνεμος της Ιστορίας φορτωμένος μνήμες, παραδόσεις, αλλά και ζωές, και σχέσεις.

15.90