Βλέπετε 31–45 από 291 αποτελέσματα

Ελληνική λογοτεχνία

Ελληνική λογοτεχνία

Αδέλφια

Γιώργος Συμπάρδης

ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ 2019 ΤΟΥ ΠΕΡ. «Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ»

Έκλεισα την πόρτα και περίμενα. Ούτε ένα λεπτό. Ύστερα η πόρτα άνοιξε κι εκείνος ρίχτηκε με τις γροθιές του καταπάνω μου. Με τη σάρκα μου που κόλλησε στη δική του και με τα πόδια μου που μπλέχτηκαν αξεδιάλυτα με τα πόδια του αντιμετώπισα τη λύσσα του, με σφιχτό ολόκορμο εναγκαλισμό για να μη βρίσκει μέρος ελεύθερο να χτυπήσει. Κάποια στιγμή δεν μπόρεσα άλλο να κρατηθώ, παραδόθηκα. Με έβαλε κάτω, το κεφάλι μου άκουσα, το κεφάλι μου που δονήθηκε και αντήχησε μέσα στο κεφάλι μου από την πρόσκρουση των οστών στο μωσαϊκό. Δεν θα πρέπει να κατάλαβε τι μου συνέβη, χτυπούσε αλύπητα στο στήθος, στο στομάχι, στα πλευρά κι απέδιδε την έλλειψη αντίστασης στην υπεροχή του· του δυνατού, του μεγάλου και προσβεβλημένου αδελφού. Κι εγώ δεν πονούσα ιδιαίτερα, σαν ένα κομμάτι ζυμάρι που εκείνος ζύμωνε και μετάπλαθε με τις γροθιές του ήμουν, μέσα στη σκοτοδίνη για ώρα πολλή· μέχρι που κουράστηκε ή το βαρέθηκε και σταμάτησε.

Τέλη της δεκαετίας του ’50 και αρχές του ’60, εποχή κατά την οποία θεμελιώνεται η μεταπολεμική Ελλάδα, μεγαλώνουν ο αφηγητής και ο κατά τρία χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του Θανάσης. Αυτή είναι η ιστορία τους: η ολωσδιόλου διαφορετική πορεία τους προς την ενηλικίωση και οι συνέπειές της αργότερα, ο ισχυρός δεσμός αίματος που τους ενώνει, αλλά και η αντιπαλότητα και ο ακήρυκτος πόλεμος ανάμεσά τους.

Εποχή αυτιών εκπαιδευμένων και έτοιμων να υπομείνουν τις φανερές και τις συγκαλυμμένες εντολές, να αναγνωρίσουν την επίσημη φωνή της εξουσίας, τη στιβαρή των ειδήσεων που εντυπώνεται και μένει χαραγμένη στη μνήμη για περισσότερο χρόνο από όσο καθαυτά τα γεγονότα, αυτιών που μαλακώνουν τα βράδια από τις φωνές των ερωτευμένων γυναικών που δεν ξέρουν τι τους φταίει κι είναι έτοιμες να δραπετεύσουν από το ίδιο τους το σώμα, φωνές ηθοποιών αλλά και κάνα δυο εκφωνητριών, σκούρες, ευγενικές, τόσο θηλυκές και όμορφες όσο και της μητέρας μου, σχεδόν.

Εποχή αυτιών ικανών να συλλάβουν τον ελάχιστο ψίθυρο τον σχετικό με τα καταχωνιασμένα μυστικά της διπλανής οικογένειας, τον σχετικό με την ανομολόγητη ασθένεια κάποιου μέλους της η οποία θεωρείται ντροπή και αποκρύπτεται μέχρι την τελευταία στιγμή.

15.50

Ελληνική λογοτεχνία

Μεγάλες γυναίκες

Γιώργος Συμπάρδης

Η Σοφία Ματρόζου ζει στην πλατεία Βικτωρίας αλλά κάθε Κυριακή εκκλησιάζεται στον Άγιο Παύλο, στο Ρουφ. Ο κύκλος των πιστών και οπαδών του ιερέα από τη μια μεριά και από την άλλη ο κατά πολύ νεότερός της Σταύρος και η παρέα των ύποπτων φίλων του που διαμένουν στο ισόγειο της πολυκατοικίας της στη Βικτώρια.

Η ομοιότητα του νεαρού Σταύρου με τον ιερέα, ο ρόλος μίας άλλης γυναίκας, της σκοτεινής Ιουλίας Προμπονά, και ο διχασμός της Σοφίας που μπορεί να αγαπάει μέχρι τέλους, ακόμα κι όταν οδεύει προς την έξοδο.

9.86

Ελληνική λογοτεχνία

Πλατεία Κλαυθμώνος

Γιώργος Συμπάρδης

Ο πρώτος χρόνος της δικτατορίας των Συνταγματαρχών μέσα από τα μάτια ενός δεκαεννιάχρονου φοιτητή της Νομικής.Η σύλληψή του στο κηπάριο της πλατείας Κλαυθμώνος και η περιπλάνησή του στον κόσμο των ομοφυλοφίλων της εποχής.

Η αναδρομή στο παρελθόν της ενηλικίωσης του νεαρού αφηγητή και ταυτόχρονα μία κατάδυση στον θολό βυθό του οικογενειακού του περιβάλλοντος:Η μητέρα, ο πατέρας και ο τρίτος άνθρωπος που μπαινόβγαινε παλιά στο σπίτι.

Ούτως ή άλλως μοιάζω στον πατέρα μου. Κανείς άλλος δεν το πιστεύει, ούτε και η Αλίκη, το λέω και το πιστεύω εγώ και κάνει το ίδιο. Στις φωτογραφίες των νεανικών του χρόνων αναγνωρίζω τον εαυτό μου σήμερα, στις κινήσεις των χεριών μου τις κινήσεις του. Η πιο περίεργη ομοιότητα, τίποτα το σπουδαίο, παράπλευρη ομοιότητα πες, ο γραφικός μας χαρακτήρας, που ανακάλυψα ότι είναι ολόιδιος όταν βρήκα κάτι γράμματά του σταλμένα στη μάνα μου, όσο εγώ ήμουνα μικρός και ενόσω εκείνος ταξίδευε με τα φορτηγά και τα γκαζάδικα
Απόσπασμα από το βιβλίο

15.50

Ελληνική λογοτεχνία

Η μόνη κληρονομιά

Γιώργος Ιωάννου

Τα κείμενα της Μόνης κληρονομιάς αποκλίνουν πιο πολύ προς το διήγημα παρά προς το «πεζογράφημα», όπως το εννοεί και το γράφει ο Γιώργος Ιωάννου, που θεωρείται και ο εισηγητής του στη λογοτεχνία μας.

Τα διηγήματα της Μόνης κληρονομιάς, γραμμένα στην Αθήνα το 1972 και το 1973, αντανακλούν την περίοδο προσαρμογής του Θεσσαλονικιού συγγραφέα στη ζωή της πρωτεύουσας, στην οποία εγκαταστάθηκε μόνιμα από τα τέλη του 1971. Οι ιστορίες του Γιώργου Ιωάννου μπορεί να μιλούν για τα άφθονα βάσανα και τις λιγοστές χαρές της ζωής – της νεοελληνικής ζωής μάλιστα –, αλλά κατά βάθος προβάλλουν την πρωταρχικότητά της και τη βεβαιότητα ότι της αξίζει κάθε υπομονή, κάθε αγώνας και κάθε ελπίδα.

Τα δεκαεφτά κείμενα της Μόνης κληρονομιάς κυκλοφόρησαν στις αρχές του 1974 – δηλαδή τους τελευταίους μήνες της δικτατορίας –, γι’ αυτό υπάρχουν στο βιβλίο υπαινιγμοί για την πολιτική κατάσταση, καθώς και η εναντίωση στο καθεστώς της εποχής.

12.00

Ελληνική λογοτεχνία

Επιτάφιος θρήνος

Γιώργος Ιωάννου

Τα δεκατρία πεζογραφήματα του Επιτάφιου θρήνου γράφτηκαν από τον Γιώργο Ιωάννου στην Αθήνα. Το ομώνυμο πεζογράφημα, που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο, είναι ένα κείμενο που αγαπήθηκε πολύ – περιέχει όχι μόνο το ύφος και το ήθος, αλλά και την εξέλιξη της γραφής του Ιωάννου. Όλα μαζί αποτελούν ένα σφιχτοδεμένο σύνολο, με έξοχη γλώσσα και χαρακτήρες που μένουν για πάντα χαραγμένοι στο μυαλό και στην καρδιά μας.

12.50

Ελληνική λογοτεχνία

Τζίντιλι

Δημήτρης Χριστόπουλος

«Η Αιωνιότητα. Ο Χρόνος. Το Χάος. Τούτη η νύχτα. Δεν ξέρω πόσο κράτησε ούτε αν την είχα ξαναζήσει κάποια στιγμή στο παρελθόν ή ήταν ένα τρέιλερ από το μέλλον. Ίσως δεν έχει σημασία αν την έζησα πραγματικά ή αν ήταν στ’ όνειρό μου που έβλεπα τάχα κοιμισμένος το όνειρο αυτής εδώ της νύχτας., εκεί που πάλευα να τελειώσω την ιστορία που χρόνια βασάνιζε την ψυχή μου.»

Περιπέτειες ανθρώπων που βίωσαν μιαν απρόσμενη οικολογική καταστροφή και αποφάσισαν να δραπετεύσουν, να χτίσουν από την αρχή τη ζωή τους τα Σόθιψα, το χωριό τους, είναι το φανταστικό σκηνικό με τις απροσδιόριστες συντεταγμένες, ο τόπος απ’ όπου ξεκίνησε το τέλος του κόσμου όπως τον ξέρουμε, με τις ακλόνητες βεβαιότητές του.

Δεκατέσσερις φωνές ηχούν και προλέγουν μαζί τους οι Τζίντες -οι φανταστικές νεράιδες των βουνών- ανοίγουν το πηγάδι του Κάτω Κόσμου και το Τζίντιλι, «ανεμοστρόβιλος» στα βλάχικα, συμπυκνώνει το φόβο για το ζοφερό μέλλον αλλά και το αισιόδοξο δράμα της στροφής προς μια οικο-κοινωνική διέξοδο.

Ο άνεμος της Ιστορίας φορτωμένος μνήμες, παραδόσεις, αλλά και ζωές, και σχέσεις.

15.90

Ελληνική λογοτεχνία

Έλα να παίξουμε

Δημήτρης Χριστόπουλος

Τον Φεβρουάριο του ’92 φθάνει, στη Σίφνο ο Στέργιος Σιδέρης, ο νέος αγροτικός γιατρός. Σύντομα θα έρθει αντιμέτωπος με μυστικά της οικογένειάς του, στην προσπάθειά του να εξιχνιάσει την εξαφάνιση ενός επτάχρονου αγοριού τα Χριστούγεννα του ’42. Άραγε η αναζήτησή του θα έχει αίσιο τέλος; Κι αν ναι, με ποιο προσωπικό κόστος; Μέχρι το Πάσχα της ίδιας χρονιάς θα συμβούν απρόσμενα γεγονότα που θα τον αναγκάσουν να αναθεωρήσει τη ζωή του και να λάβει κρίσιμες αποφάσεις για τις ένοχες σιωπές.

Δύο παράλληλες ιστορίες που διασταυρώνονται απρόσμενα για να συνθέσουν το παλίμψηστο της ζωής αλλά και της γραφής, που προσπαθεί να ρίξει φως στα σκοτάδια εκείνα που μετατρέπουν το φίλεμα της παιδικής ηλικίας σε φαρμάκι που διαποτίζει και στοιχειώνει την ενήλικη ζωή.

«Η μνήμη, λένε, ξεθωριάζει με τον καιρό. Λόγια του αέρα, γιόκα μου. Όταν το σπίτι σκοτεινιάζει, ντύνεται η απουσία τα ρουχαλάκια σου και παίζουμε κρυφτό. Το πρωί πίνει μονορούφι το κατσικίσιο γάλα της και φεύγει για το σχολειό. Το μεσημέρι όλο γέλια και φωνές με τους φίλους επιστρέφει. Καθόμαστε τότε οι δύο μας στο τραπέζι, τη μαλώνω που τρώει βιαστικά -σαν τον πατέρα της- με το ζερβό το χέρι, κι εκείνη κάμει πως δεν ακούει. Της αρέσει να βουτά το ψωμί στο λάδι, και τις γιορτές ξεκοκαλίζει το μαστέλο. Κι έτσι ρίχνει μπόι η απουσία, χνούδωσε το προσωπάκι της και σε λίγο θα γεμίσει ολόκληρο το σπίτι.

 

14.84

Ελληνική λογοτεχνία

Της Λένης η μ[i]λιά

Στέλλα Χαιρέτη

Η Λένη είναι μια γυναίκα της ελληνικής επαρχίας που ζει μόνη και βιοπορίζεται απο τη γη της. Οι ισορροπίες της ζωής της διαταράσσονται όταν ο καινούργιος ιδιοκτήτης του όμορου χωραφιού ισχυρίζεται ότι η μηλιά, που η Λένη θεωρεί δική της και όριο ανάμεσα στα δυο χωράφια, ανήκει στο δικό του χωράφι. Η Λένη δεν διαπραγματεύεται τη μηλιά της, όχι μόνο γιατί αποτελεί σύμβολο της οικογενειακής της ιστορίας, αλλά κυρίως γιατί στις ρίζες της γεννήθηκε και θάφτηκε το μυστικό της.Τρία πρόσωπα υφαίνουν την ίδια ιστορία σε έναν τόπο όπου οι άντρες έχουν πάψει πια να έχουν ονόματα.

10.00

Ελληνική λογοτεχνία

Τουμπεκί

Πέτρος Πικρός

Ο Πέτρος Πικρός στο μυθιστόρημα “Τουμπεκί”, τελευταίο μέρος της τριλογίας “Χαμένα κορμιά”, διερευνά και πάλι το κρυφό πρόσωπο της πόλης, οδηγώντας τον αναγνώστη στους σκοτεινούς δρόμους του κοινωνικού περιθωρίου. Ο τίτλος του έργου του δεν ορίζει απλώς την ιδιωματική γλώσσα αυτού του χώρου, αλλά και τη σχέση του με την κοινωνία της εποχής. Η λέξη “τουμπεκί” (είδος καπνού για το ναργιλέ) στη μεταφορική σημασία της παραπέμπει στον υπόκοσμο και στη συνθηματική γλώσσα του, ενώ στόχος του συγγραφέα είναι να αναφερθεί συνολικά στο διεφθαρμένο κοινωνικό σύστημα. Το “Τουμπεκί” κατάγεται από την παράδοση του νατουραλισμού, ωστόσο οι καινοτομίες που επιχειρεί ο Πικρός ανανεώνουν την εγχώρια πεζογραφία και αναδεικνύουν θεματικές, μοτίβα, πεδία και γλωσσικά ιδιώματα που έως τότε δεν είχαν απασχολήσει σοβαρά τη λογοτεχνική συντεχνία.

21.70

Ελληνική λογοτεχνία

Λαντ Ρόβερ

Βασίλης Μόσχος

Σύρσιμο – Τυφλότητα – Καράκεντρο – Ρεβεγιόν – Φόρμουλα ένα από τα παλιά

Λαντ Ρόβερ – Μέχρι τέλους – Πες την – Περιστερώνας – Τomboy

Δέκα ιστορίες θραυσματικών ηρώων και ανατρεπτικών καταστάσεων.

Από το οπισθόφυλλο:

Του πέταξε τα κλειδιά στη μούρη. Εκείνος έβγαλε άμυνα με τα χέρια, ενστικτωδώς, και τα κλειδιά πετάχτηκαν ποιος ξέρει πού.

– Αυτό είμαι εγώ για σένα, ε; Αυτό είμαι; ούρλιαζε κλαίγοντας.

Εκείνος δε μιλούσε.

Έστριψα το τετράγωνο, πάρκαρα, και γύρισα προς το σπίτι. Ήταν ακόμα εκεί· έψαχναν τα κλειδιά με τους φακούς από τα κινητά τους, ανάμεσα στα παρκαρισμένα, μες στα σκοτάδια. Τα βρήκε εκείνος.

– Δεν ταιριάζουν τα χνώτα μας, ε; του ’κανε πιο ήρεμη.

– Ε, δεν ταιριάζουν, τι να κάνουμε τώρα… της είπε.

Άνοιξαν με τα κλειδιά και μπήκαν μέσα σε μια πολυκατοικία. Μπροστά από το ασανσέρ, έγειρε στον ώμο του κι αυτός πέρασε το χέρι του γύρω της.

Η πόρτα της οικοδομής έκλεισε πίσω τους.

11.00

Ελληνική λογοτεχνία

Όκτοπους, η γη της ελευθερίας

Τέο Ρόμβος

…Ό,τι πιο άσχημο έχω ζήσει στην παιδική μου ζωή ήταν τα χρόνια του σχολείου κι αργότερα τα χρόνια της στράτευσης. Στο σχολείο πήγα στα επτά μου χρόνια και την πρώτη μέρα, την πρώτη ώρα, τα πρώτα λεπτά, ο δάσκαλος με ανέκρινε για να μάθει εάν είμαι κορίτσι ή αγόρι. Αιτία τα μακριά μου μαλλιά. Και όταν κατάλαβε επιτέλους ότι είμαι αγόρι, με έδιωξε λέγοντάς μου ότι θα πρέπει πρώτα να πάω να κουρευτώ και μετά να παρουσιαστώ στο σχολείο. Αυτονόητο είναι ότι μίσησα απόλυτα το σχολείο, μαζί και τους δασκάλους του και τον ναρκισσισμό του αυταρχισμού τους.

Λυτρώθηκα κάπως με τις σχετικά σύντομες εμπειρίες ενός εμπνευσμένου δασκάλου στο Δημοτικό κι ενός φιλολόγου στο Γυμνάσιο που μου έδειξαν ότι δεν είναι όλοι τους καθίκια. Και έτσι, το σχολείο και η αρρωστημένη προσφερόμενη εκπαίδευση παρέμειναν ένα απόλυτα απεχθές κομμάτι της ζωής μου. Παρόλα αυτά η σχέση μου με την εκπαίδευση συνεχίστηκε, όχι βεβαίως στην Ελλάδα αλλά σε κάποιες άλλες χώρες της Ευρώπης, όπου έκανα σπουδές και γνώρισα και λάτρεψα σπουδαίους δασκάλους.
Αυτά είχα στο νου μου όταν άνοιξα το Octopus Press, στέκι και καταφύγιο και σχολείο για τους νέους της εποχής, που τους αγάπησα και με αγάπησαν κι εκείνοι. Κι έγινε το βιβλιοπωλείο, όπως και το σπίτι μου και η ζωή μου ολόκληρη και όλοι οι χώροι όπου συναντιόμασταν, τόποι απελευθερωτικής γιορτής, τόποι φιλίας, αγάπης και καθημερινής δημιουργίας έργων που άφησαν ανεξίτηλα σημάδια και ίχνη ενός αυριανού πολιτισμού…

16.00

Ελληνική λογοτεχνία

Άπαντα. Πεζογραφία, θέατρο

Περικλής Κοροβέσης

Περικλή Κοροβέση “Άπαντα”. Η πορεία ενός συγγραφέα στο λογοτεχνικό στερέωμα, αρχής γενομένης με τους “Ανθρωποφύλακες”, το 1969, έως τις “Παράπλευρες καθημερινές απώλειες”, το 2013. Υπό τον όρο των “Απάντων” συγκεντρώνεται το σύνολο της δημοσιευμένης λογοτεχνικής του δημιουργίας, κείμενα πεζά και θεατρικά, τα οποία, υπό την μορφή διαρκούς προπαρασκευαστικής απόπειρας, όπως μαρτυρά και η ανάγνωση του αρχειακού του υλικού, συνιστούν την οριστική απόληξη μιας αενάως υπό επεξεργασία εκφραστικής φόρμας. Κείμενα τα οποία ιχνογραφούν το λογοτεχνικό αποτύπωμα και θεμελιώνουν την λογοτεχνική υπόσταση ενός συγγραφέα ο οποίος, μέσα από την λογοτεχνική του γλώσσα, κατοχυρώνει μια δυνατότητα ένταξης στον κόσμο των ιδεών, ενώ συνάμα αντανακλούν και αποτυπώνουν, μέσω της αμιγούς αισθητικής τους αυτοτέλειας, τις λογοτεχνικές προϋποθέσεις εγγραφής ενός κοινωνικού συστήματος, μιας κοινωνικής πραγματικότητας, η οποία υφίσταται και λειτουργεί πέρα από τους όρους της αισθητικής της ανάπλασης. Κείμενα τα οποία συνυπάρχουν με την εν γένει πνευματική παραγωγή του συγγραφέα, κατά κανόνα τον δοκιμιακό του λόγο υπό την μορφή επιφυλλίδας, προσαρμοσμένο στις ανάγκες της εβδομαδιαίας δοκιμασίας στον ημερήσιο Τύπο, πρακτική η οποία τον συνοδεύει έως και τις τελευταίες μέρες της ζωής του.

Τα κείμενα των “Απάντων” συνυφασμένα με την ατομική πορεία του δημιουργού στον χρόνο, συνδεδεμένα με τις μείζονες συνθήκες του ιστορικού του βίου αλλά και τις ελάσσονες στιγμές εκτύλιξης και συνάμα συγκρότησης μιας αναλυτικής σκέψης, η οποία συμπτύσσει και ανασυνθέτει το ατομικό βίωμα υπό την μορφή λογοτεχνικής αφήγησης, ποιητικής ιδέας, δοκιμιακού προβληματισμού ή έστω καθημερινής άσκησης γραφής, κατά το πρότυπο του δασκάλου του Ρολάν Μπαρτ – όπως ομολογούσε και ο ίδιος ο συγγραφέας – ο οποίος, καθημερινώς, ωσάν αθλητής σε προπόνηση ή μουσικός σε μελέτη και πρόβα, χρειαζόταν να γράφει, έστω και μικρά σημειώματα, ώστε να διατηρεί την συγγραφική του φόρμα. (Από την εισαγωγή του Νίκου Παπαχριστόπουλου)

43.84

Ελληνική λογοτεχνία

Πως φιλιούνται οι αχινοί

Αλεξάνδρα Κ*

Οκτώ και μισή, βράδυ, μήνας Ιούνιος. Έβραζαν στο Παγκράτι πενθώντας πάφαπούφα το δικαίωμα εις το εργάζεσθαι και το φιλείν. Σαλονάκι ευάερο, μα αέρας ούτε για φου. Ένα κλιματιστικό της ύστερης αρχαιότητος ανάδευε τον καπνό, παραιτημένο οιασδήποτε άλλης φιλοδοξίας. Μια βρύση κάπου στο βάθος – δεν ακουγόταν μα σίγουρα έσταζε. Ολόκληρο το Παγκράτι ήταν μια έκθεση χαλασμένων υδραυλικών εκείνο τον μήνα, λες κι οι βαλβίδες της περιοχής είχαν εγκαταλείψει ομοθυμαδόν την προσπάθεια. Έσταζαν και πλημμύριζαν χωρίς καμιάν εγκράτεια, και δεν είχε μπει ακόμα Ιούλιος. Καύσων ο αθηναϊκός – αχνίζαν τα τσιμέντα μέσα έξω, μα τα νερά νερά. Ξεχείλιζαν στα μωσαϊκά τα λεκανάκια των Επειγόντων – κανείς δεν ασχολούνταν με τη βλάβη. Όλο έλεγαν «αύριο», «να ηρεμήσω πρώτα», κάποιοι «τον άλλο μήνα φεύγουμε», «κανείς να το φροντίσει;». Η Έρση: «Mόνο τη νύχτα ακούγεται, σιγά».

Καλοκαίρι αυτό που πέρασε κι αυτό που θα ’ρθει. Αθήνα? η πόλη που στενεύει μέρα τη μέρα. Πέντε άνθρωποι καθηλωμένοι στους δρόμους της, στις μνήμες τους, σε όσα έγιναν και σε όσα δε θα γίνουν? σώματα που πέφτουν σωρηδόν στην άσφαλτο και το ένα μέσα στ’ άλλο. Ανάμεσά τους, μια γερασμένη χελώνα παρακολουθεί βουβή την ατελείωτη παρέλαση των ανθρώπων που έχουν ήδη εξαντληθεί, μα συνεχίζουν να πορεύονται για χάρη των άλλων. Ή χάρη ακριβώς σ’ εκείνους.

12.20

Ελληνική λογοτεχνία

Deepfake

Μαλαφέκας Μάκης

Έπρεπε να γράψω ένα λάθος μυθιστόρημα. Ο αφηγητής παρασέρνει τον ήρωα σ’ όλα τα αδιέξοδα, σ’ όλα τα λάθη, τα περιγράφει και λάθος από πάνω, εκτιμά λάθος την εποχή του, τις καταστάσεις όλες, και στο τέλος ο ήρωας πεθαίνει γιατί δεν μπορεί να γίνει τίποτα άλλο. Και πεθαίνει κι ο αφηγητής. Όλοι. Πεθαίνουν όλοι με φριχτό τρόπο, το λάθος μυθιστόρημα ξεχνιέται, και μετά από χρόνια το βρίσκει σε καλάθι ένας άλλος αφηγητής. Κάνει πλέον μισό ευρώ, αλλά δεν το αγοράζει καν.

12.96

Ελληνική λογοτεχνία

Δόξα Έβρου

Ειρήνη Γιαννάκη

Ζω σε μια χώρα
αντικατοπτρισμό
στη θέση άλλης·
μα ποιος κατοίκησε ποτέ
τη μεταφορά.

Ένα επτάχρονο κορίτσι ονειρεύεται μια πατρίδα που ξέρει πως υπάρχει κι ας μην τη βλέπει κανείς άλλος. Ένα χωριό κοντά στα σύνορα που είναι όλα τα χωριά όπου κάποτε είδαμε για πρώτη φορά τη θάλασσα κι ας μην είχε θάλασσα. Ένα σχολικό βιβλίο της ιστορίας γεμάτο ζωτικά ψεύδη. Μια χώρα που επιζητεί το δράμα και παρακαλά να αφανιστεί. Παιδιά θαύματα που καίγονται για να βρούνε τους χρησμούς τους οι κατοπινοί. Και το μάτι του ποιητή που υπερίπταται και καταγράφει τα πάντα από ψηλά. Τι έννοια μπορεί να έχει η πατρίδα σήμερα; Σε ποιο σημείο το προσωπικό βίωμα τέμνει το συλλογικό;

Η ποιητική ενότητα «Δόξα Έβρου», δομημένη σε τρεις γεωγραφικές όσο και αλληγορικές ενότητες (Δόξα Έβρου-Άπτερα-Ελεύθερνα) διασχίζει, σε μία κυκλική πορεία, τον χρόνο και την Ιστορία· με σημείο αφετηρίας και εφαλτήριο εκτίναξης τη φαντασία ακολουθεί μια ζωή και μια χώρα που έχουν παραδοθεί στον ζόφο και την οδύνη μέχρι να οδηγηθούν στην ελευθερία και την ανύψωση.

Η Ειρήνη Γιαννάκη στην παρούσα έκδοση χαρτογραφεί με στιβαρότητα, τόλμη αλλά και αψεγάδιαστη γεωμετρία μια πατρίδα που εκτείνεται στο άπειρο, περιπαίζει εθνικούς μύθους και ξεθυμασμένες δόξες του παρελθόντος, ανασυνθέτει προσωπικές και συλλογικές τραγωδίες και αναψηλαφεί όψεις της νεοελληνικής ταυτότητας από την πλευρά των κοριτσιών που δεν γράφτηκε ποτέ η δική τους πλευρά της ιστορίας, για να αποφανθεί στο τέλος πως

Η ποίηση είναι η απέναντι στεριά
που βλέπεις μα ποτέ δεν φτάνεις
μόνο που είσαι ήδη εκεί
αλλιώς δεν θα ’χες αναρωτηθεί.

Η Ειρήνη Γιαννάκη έχει δημοσιεύσει κριτικές, άρθρα και δοκίμια σε λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο. Έχει εκδώσει ένα βιβλίο ποίησης («Η Αλφαβήτα των πραγμάτων», Μελάνι, 2017) και μία ανθολογία ποίησης του Τέλλου Άγρα («Τέλλος Άγρας», εισαγωγή- ανθολόγηση της ιδίας, Σειρά: «Δύο αιώνες ελληνικής ποίησης», Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος, 2022). Η «Δόξα Έβρου» είναι το δεύτερο ποιητικό της βιβλίο.

10.60