Βλέπετε 16–30 από 316 αποτελέσματα

Ελληνική λογοτεχνία

Ελληνική λογοτεχνία

Αρχίζει το ματς

Θανάσης Σκρουμπέλος

«Αρχίζει το µατς» ήταν ο τίτλος εκποµπής, έγινε τραγούδι, ήταν εγερτήρια φράση µετά το κυριακάτικο τραπέζι: να σηκωθείς όπως-όπως να προλάβεις το µατς. Γιατί τότε οι αγώνες ξεκινούσαν µεσηµέρι. Μετά, στην πλατεία πλάκα, πρόγκα, πειράγµατα µε νικητές και ηττηµένους στο ίδιο τραπέζι να κερνούν τα ούζα. Ήταν η λαϊκή γιορτή της Κυριακής τότε το ποδόσφαιρο.

Τώρα έχει γιγαντωθεί το άθληµα. Έχει καβαλήσει σύνορα και «παίζει» σε µεγάλα, τροµακτικά και άπιαστα από το νου χρηµατικά ποσά. Μα όσο και να το ελέγχουν τα ισχυρά µπλοκ συµφερόντων, λόγω της δυναµικής του, συνεχίζει να είναι λαϊκή γιορτή σε κάθε γωνιά του κόσµου. Αν ξύσεις κάτω από την γκλαµουριά θα βρεις ακόµη κάτι από τον αρχικό του ροµαντισµό: παίκτες, προπονητές, φιλάθλους να αναζητούν την αρχική οικεία ηδονή που πληµµύριζε γειτονιά κι εξέδρες. Το άλλο ποδόσφαιρο. Αυτό που θα µπορούσε να γίνει γέφυρα µε την ποίηση, µε την τέχνη.

Έναν τέτοιο δρόµο προσπάθησαν να βαδίσουν δυο φίλοι, παλιοί ποδοσφαιριστές, στην Καισαριανή. Τα βήµατά τους, καθώς και άλλες αντίστοιχες προσπάθειες, καταγράφει ο Θανάσης Σκρουµπέλος. Όχι από νοσταλγία, αλλά από διάθεση να παραµείνουν ζωντανά τα όνειρα των εραστών του καλού ποδοσφαίρου.

11.00

Ελληνική λογοτεχνία

Αυτός ο χειμώνας

Δημήτρης Καρακίτσος

Ένας άντρας περνά έναν ολόκληρο χειμώνα ως φύλακας σε ένα απομακρυσμένο χωριό. Ένας ουρανός κάτασπρος, και το δάσος απέναντι σαν σε ασπρόμαυρη φωτογραφία. Η βροχή, το χιόνι, ο άνεμος και το κρύο που απειλούν να γκρεμίσουν τα πάντα, το εγκαταλελειμμένο χωριό που αντιστέκεται μέσα στη μοναξιά, το δάσος και τα μυστικά του, συνθέτουν ένα μυστηριακό κόσμο όπου ο απομονωμένος ήρωας αναμετριέται διαρκώς με τα στοιχεία της φύσης, με τα πράγματα που τον περιτριγυρίζουν, αλλά και με τον εαυτό του, με τις αναμνήσεις και το παρελθόν του.

13.30

Ελληνική λογοτεχνία

Συμβάν 74

Κυριάκος Μαργαρίτης

Στις 20 Ιουλίου 1974 το Γενικό Επιτελείο Στρατού της Τουρκίας εξέδωσε ένα διάγγελμα για την εισβολή στην Κύπρο, η κατακλείδα του οποίου σαν να προλογίζει την εργασία μου: “Διά της σημερινής επιχειρήσεώς μας ηνοίξαμεν μίαν αλησμόνητον σελίδαν εις την ηρωικήν ιστορίαν μας και εις εκείνην της Ανθρωπότητος”. Επειδή αγαπώ τις ηρωικές ιστορίες, σκέφτηκα να μεταφράσω αυτή τη σελίδα στα ελληνικά, και στις υπόλοιπες γλώσσες που μιλούν οι νεκροί, και να τη μοιραστώ με την ανθρωπότητα. Για να το κάνω σωστά, βασίστηκα σε ένα μυθιστόρημα του κοσμοπολίτη συγγραφέα Γιόζεφ Ροτ, που έτσι το σχολιάζει ο ίδιος σε επιστολή του: “Είναι η πρώτη και τελευταία φορά που γράφω κάτι ιστορικό. Ο διάβολος να το πάρει. Ο Αντίχριστος ο ίδιος με έσπρωξε να το κάνω αυτό. Είναι ντροπή, ντροπή να θέλει κανείς να δώσει ξανά σχήμα και μορφή σε γεγονότα που έχουν ήδη συμβεί – ντροπή και ασέβεια”. Η επιστολή είναι χωρίς ημερομηνία, και ίσως θυμίζει τον τίτλο Συμβάν 74, χωρίς την απόστροφο της χρονολογίας μπροστά από τον αριθμό. Κάτι θα σημαίνει αυτό. Ο Ροτ κλείνει με τη φράση: “Υπάρχει κάτι ανόσιο εδώ – δεν ξέρω τι ακριβώς”. Άραγε να είναι το βιβλίο μου βλάσφημο; Ένας τρόπος υπάρχει για να το μάθουμε, θα έλεγα και ένας πολύ συγκεκριμένος χρόνος, ώρα, καιρός, ο ακόλουθος: όταν όλα γίνουν καπνός (διδάσκει ο Ηράκλειτος), θα τα αναγνωρίσουν τα ρουθούνια μας. Στις 20 Ιουλίου τιμάται ασφαλώς ο προφήτης Ηλίας – ο Προφήτης, δηλαδή, της Φωτιάς.

20.00

Ελληνική λογοτεχνία

Πού ζει ο λύκος;

Ρέα Γαλανάκη

14.00

Ελληνική λογοτεχνία

Φάλτσα κεφαλής

Γιώργος Σκαμπαρδώνης

Μήνες έψαχνα τίτλο γι’ αυτά τα διηγήματα. Είχα βρει καμιά δεκαριά, όμως κανένας δεν μου άρεσε ιδιαίτερα. Μια μέρα πήγα να βάψω το αυτοκίνητο – ο βαφέας ήταν ένας Ρωσοπόντιος που μιλούσε σπαστά ελληνικά. Μου είπε πως θα χρειαστεί μια βδομάδα να κρατήσει το όχημα για να κάνει τη βαφή. Και συμπλήρωσε γενναιόδωρα: «Θα σου δώσω αυτό το “Seicento” [ένα «FIAT» παλιατζούρα τριακονταετίας] να κυκλοφορείς, να κάνεις τη δουλειά σου μέχρι να τελειώσω».

«Και πόσο το πήρες αυτό το “Seicento”;» τον ρωτώ. «Πεντακόσια ευρώ μεταχειρισμένο», μου απαντάει, «αλλά έριξα άλλο ένα χιλιάρικο και του άλλαξα μπουζί, σασμάν, τα πάντα, μέχρι και φάλτσα κεφαλής». Μόλις άκουσα τι είπε, σκέφτομαι: «Αμάν, βρήκα τίτλο». Ο άνθρωπος ήθελε να πει «φλάντζα κεφαλής», όμως λόγω του ότι δεν ήξερε καλά ελληνικά, έκανε το λάθος (που είναι και το σωστό) λέγοντας: «Φάλτσα κεφαλής».

 

11.70

Ελληνική λογοτεχνία

Αδύνατες πόλεις

Νίκος Α.Μάντης

Εϊντζελτάουν, Νερόπολη, Βυζανμπούλ, Ιστάντιουμ, Γκενιάλ, Μόσχα – πόλεις του μυαλού και της φαντασίας, πόλεις με υλική υπόσταση και πρωτεύουσες στα φασματικά βασίλεια της προσομοίωσης. Στον κόσμο του όψιμου εικοστού πρώτου αιώνα, η Ευρώπη, αδύναμη πλέον, περιορίζεται στον ρόλο ενός αχανούς θεματικού πάρκου. Εκεί, οι άνθρωποι, με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης, ζουν ως υπήκοοι-εκθέματα μέσα σε πιστές αναβιώσεις ιστορικών περιόδων, αρνούμενοι τη σύγχρονή τους πραγματικότητα.

Παράλληλα, οι εξελίξεις της τεχνολογίας, πίσω από τις οποίες βρίσκεται ο μεγιστάνας Ντεβέντρα Πούρι, έχουν επιτρέψει τη μετατροπή ακόμα και του τελευταίου ατομικού οχυρού, της συνείδησης, σε ανταλλάξιμο είδος, σε ένα σύνολο δεδομένων που μπορεί να φορτωθεί από σώμα σε σώμα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το διοικητικό στέλεχος Νίκο Μαυρίδης, η υπεύθυνη ασφαλείας Βίκα Κορτέζ και ο πνευματιστής-γκουρού Ιγκνάτι Βασίλιεβιτς Ροστόφ παλεύουν για να επιβιώσουν και να διατηρήσουν την ανθρώπινη φύση τους, αλλάζοντας ασταμάτητα πόλεις, εποχές, σαρκία και ταυτότητες.

Είναι οι Αδύνατες Πόλεις μιας έσχατης μορφής ύπαρξης, όπου όλα μπορούν να συμβούν και όπου τίποτα δεν αποκλείεται. Μια κόλαση που μοιάζει με ανεστραμμένο παράδεισο, στο βάθος ενός θρυμματισμένου καθρέφτη.

25.00

Ελληνική λογοτεχνία

Κορνιζωμένοι

Ιωάννα Καρυστιάνη

16.00

Ελληνική λογοτεχνία

Η φόνισσα

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

«Η φόνισσα» (1903) κατέχει, κατά γενική ομολογία, ξεχωριστή θέση στο έργο του Παπαδιαμάντη (1851-1911). Ξεχωριστή και με τις δύο σημασίες της λέξης: ιδιαίτερη και εξέχουσα. Αν δεν υπήρχε «Η φόνισσα», το έργο αυτό θα έμενε λειψό, όσο τουλάχιστον αφορά το πρόβλημα του κακού, πρόβλημα που δεσπόζει στο παπαδιαμαντικό corpus. Το παπαδιαμαντικό κακό είναι, κατά κανόνα, το καθημερινό, το τρέχον κακό, πνιγηρά μίζερο συχνά, είναι το κακό του καθημερινού κανονικού ανθρώπου. Το κακό του Παπαδιαμάντη δεν είναι το έγκλημα, δεν είναι η ακραία παράβαση που θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της κοινότητας, δεν είναι εξαιρετικό· είναι κοινότοπο. Εξαίρεση «Η φόνισσα», και μάλιστα διόλου αμελητέα, αφού πρόκειται για κορυφαίο κείμενο όχι μόνο του συγγραφέα του αλλά και όλης της νεοελληνικής πεζογραφίας. Χωρίς τη «Φόνισσα» το παπαδιαμαντικό έργο θα ήταν εντελώς διαφορετικό. Το κακό που διαπράττει η γραία Χαδούλα δεν είναι το καθημερινό κακό, το συνηθισμένο, το κοινωνικό, αλλά το μέγα κακό, το ριζικό, το ασυγχώρητο. Ποια είναι όμως αυτή η Φραγκογιαννού, τι σόι άνθρωπος είναι αυτή η γυναίκα που διαπράττει ένα τόσο ακραίο έγκλημα; Και τι είναι άραγε αυτό που την οδηγεί να το αποτολμήσει;

10.74

Χρυσόστομος Τσαπραΐλης

Στις πεδιάδες και στα βουνά της θεσσαλικής επαρχίας δεν έσβησε ποτέ η πίστη στους παλιούς παγανιστικούς μύθους. Σε κελάρια, κοίτες ποταμών και βάραθρα, οι προηγούμενες λατρείες συνεχίστηκαν, μυστικά και αθόρυβα σαν υπόγεια νερά. Στα όνειρα των ανυποψίαστων αλυχτούν τα σκυλιά της Εκάτης, η Κυρά της Καταχνιάς  ζητά ένα διαβάτη κάθε Οκτώβρη, και ο χαζο-Λευτέρης ακούγεται πότε πότε στα ερτζιανά. Αυτή η συλλογή από καινοφανείς δοξασίες και παραδόσεις αποκαλύπτει κάτω από το δέρμα της σύγχρονης ζωής τη μυθική φύση της ελληνικής υπαίθρου. Από το Πήλιο μέχρι τα Άγραφα κι από το Δομοκό μέχρι τον Όλυμπο, χαράσσεται ξανά ο χάρτης μιας άλλης, σκοτεινής Θεσσαλίας.

Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης επιχειρεί στις Παγανιστικές δοξασίες ένα τολμηρό παιχνίδι συνδυάζοντας υλικό της λαογραφικής παράδοσης με τη λογοτεχνία τρόμου. Με μια ιδιάζουσα εφευρετικότητα στη γλώσσα και τις εικόνες κατασκευάζει ένα σώμα επινοημένων παραδόσεων που μοιάζουν αυθεντικές αλλά είναι μπολιασμένες με ένα απόλυτα σύγχρονο αίσθημα.

 

10.00

Ελληνική λογοτεχνία

Η Κασσάνδρα και ο λύκος

Μαργαρίτα Καραπάνου

“… Διάβασα το βιβλίο σας και θέλω να σας συγχαρώ για τα εξαιρετικά του προτερήματα. Νομίζω πως κανείς δεν έχει χειριστεί το θέμα της παιδικής ηλικίας όπως εσείς. Δεν έχει μιλήσει για την κρυφή σκληράδα, για το αόρατο αυτό μείγμα της φαντασίας και της πραγματικότητας, μ’ έναν τρόπο τόσο ανοιχτό και απροσδόκητο. Μου ήρθανε στο νου ο Proust, ο Jerzy Kosinski και ο Lewis Carroll… Εσείς, όμως, έχετε βρει εδώ μία αλήθεια που κανένας απ’ αυτούς τους τρεις συγγραφείς δεν έπιασε. Περιμένω με ανυπομονησία το επόμενό σας βιβλίο.” (Απόσπασμα από γράμμα του John Updike)

“… Καμία ανάλυση της Κασσάνδρας και του Λύκου δεν μπορεί να εξηγήσει τη γοητεία και την αινιγματικότητα του βιβλίου. Πρώτο μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Καραπάνου, Η Κασσάνδρα και ο Λύκος, είναι μία από τις σπάνιες δημιουργίες που γεννιούνται μυστηριωδώς, χωρίς κανένα προηγούμενο. Το βιβλίο είναι πρωτότυπο, τρομαχτικό, ολοκληρωμένο. Εφευρίσκει τη δική του ιστορία, μπαίνει σε εφιαλτικές καταστάσεις και βγαίνει, όπως ανακατεύει το όνειρο με την πραγματικότητα. Η Κασσάνδρα και ο Λύκος είναι ένα μικρό, νευρώδες μυθιστόρημα με μία τέλεια αίσθηση της τεχνικής. Δεν είναι ποτέ συναισθηματικό, όμορφο ή παραφουσκωμένο. Η Μαργαρίτα Καραπάνου καταλαβαίνει πως μία αφήγηση δεν είναι παρά “λεπτομέρεια, λεπτομέρεια, λεπτομέρεια”.” (Απόσπασμα από κριτική του Jerome Charyn, New York Times)

12.72

Ελληνική λογοτεχνία

Αλδεβαράν

Παύλος Μάτεσις

Aλδεβαράν ονόμασαν οι Άραβες τον πλέον λαμπερό αστέρα στον αστερισμό του Tαύρου.

Kάποιος πίστεψε πως ο έρωτας θα τον ανεβάσει εκεί πάνω, όμως γκρεμίστηκε επειδή κάποιος άλλος δεν ακολούθησε και μένει στη γη φυλακισμένος (δεν γνωρίζει αν τον εκλείδωσαν μέσα ή τον άφησαν απ’ έξω) σε ενοχές και τύψεις· ερήμην του ένοχος.

Όμως, μέσα από μία μαγική, πλήρη θαυμάτων ανάβαση, με χαλινούς την κατανόηση και την παραδοχή πως είναι υπαρκτό και εκείνο το είδος έρωτα που αυτός αγνοεί και όπου δεν μετέχει, θα αξιωθεί τον Aλδεβαράν, με συντρόφους του ισόβιους απλά και μεγαλειώδη πράγματα, όπως το χιούμορ, η αγάπη, η φιλία.

12.72

Ελληνική λογοτεχνία

Η μητέρα του σκύλου

Παύλος Μάτεσις

Μια ασήμαντη, άοπλη, άχαρη και αδύναμη γυναίκα προσφέρεται ως γελωτοποιός μας, επειδή δεν γνωρίζει πως είναι τραγική.

Γελώντας, περιγελάει τον εαυτό της και μας ξεγελάει για να μην την περιγελάσουμε εμείς. Με τη ζωή της υπερασπίζει μια άλλη γυναίκα, τιμωρημένη, που αρνείται να αμυνθεί: τη μητέρα της.

Στη διαδρομή της αυτή (τη ζωή της ολόκληρη), από προπολεμικά ως τις μέρες μας, γνωρίζει την Κατοχή, την προσφυγιά στην πρωτεύουσα, την επαιτεία, μεταμφιέζει τον εαυτό της και τη ζωή της. Δεν θα καταλάβει ποτέ ότι, υπερασπίζοντας τη μητέρα της, συντροφεύει τη μόνιμα ταπεινωμένη πατρίδα της, μέσα στην οποία ζει εξόριστη λέγοντας αστειάκια. Ορισμένοι ίσως και να νομίσουν πως συμβολίζει τη χώρα της (χώρα τους), επειδή αμφότερες έχουν υποστεί συγγενείς εξευτελισμούς, έχουν συγγενές μη-μέλλον και ευθυμολογούν.

Για να μη γίνει στόχος σκοποβολής, θα σμικρύνει και θα γελοιοποιήσει τον εαυτό της. Θα προετοιμαστεί για τραυματισμούς, αυτοτραυματιζόμενη προληπτικώς καθημερινά. Όμως κανείς δεν θα τη λιθοβολήσει. Επειδή κανείς δεν πήρε είδηση την ύπαρξή της.

Και επειδή δεν έχει κανέναν δικό της άνθρωπο (την εγκαταλείπει ακόμη και ο συγγραφέας του βιβλίου αυτού), η γυναίκα βρίσκει καταφύγιο στον αναγνώστη του βιβλίου για συντροφιά και παρηγόρηση. Διότι κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει ένα βιβλίο. Ούτε ο συγγραφέας του. Όλοι όμως μπορούν να το διαβάσουν.

Η μητέρα του σκύλου εκδόθηκε πρώτη φορά το 1990 και έκτοτε συγκινεί όχι μόνο το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αλλά και τους λάτρεις της καλής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Το πολυμεταφρασμένο αριστούργημα του Παύλου Μάτεσι υμνήθηκε από την εγχώρια και παγκόσμια κριτική και συγκαταλέχτηκε από τον λονδρέζικο εκδοτικό οίκο Quintet Publishing στα 1001 βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας που πρέπει να έχει διαβάσει κάποιος μέχρι το τέλος της ζωής του (στον τόμο 1001 Books You Must Read Before You Die).

16.00

Μαρίνα Καραγάτση

Κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις Εκδόσεις Άγρα το τελευταίο ολοκληρωμένο σύντομο πεζογράφημα που έγραψε η Μαρίνα Καραγάτση το 2016. Η έκδοση συνοδεύεται από τον αποχαιρετιστήριο λόγο του Λεωνίδα Εμπειρίκου για τη Μαρίνα Καραγάτση.

Και για να σας μιλήσω πιο καθαρά, πιστεύω πως πρέπει να κηδέψω αύριο τον Υπάτιο στον ενοριακό μου ναό, στον Άγιο Νικόλαο, γι’ αυτό και ζητώ τη βοήθειά σας. Θες που ο θάνατός του συνέπεσε με το θάνατο και την Ανάσταση του Θεανθρώπου, θες που αυτά τα παράξενα συμβάντα όλους μας ανησύχησαν, έτσι που στο τέλος αναγκάστηκα να ξαναφωνάξω τον γιατρό, ποιός το ξέρει. Μπορεί όμως και να συμβαίνει κάτι πολύ πιο απλό : να θέλω μόνο να τιμήσω έναν αθώο, απονήρευτο, άκακο άνθρωπο και τίποτα περισσότερο.

[…]

Επειδή έτυχε εκείνη τη χρονιά να μην πέφτει τη Δευτέρα η γιορτή του αγίου Γεωργίου, και οι χορωδοί ήταν ελεύθεροι, κατέπλευσαν και οι τέσσερις μαζί. Ε ! Τί να πω τώρα ! Άλλο πράγμα είναι να σε ταλαιπωρεί ένας άθλιος φάλτσος ψάλτης κι άλλο μεγαλείο έχει μια τετράφωνη χορωδία. Γιατί λοιπόν να μην το ομολογήσω πως αυτή ήταν η πιο κατανυκτική νεκρώσιμος ακολουθία στην οποία έχω χοροστατήσει ; Όπως όμως ήταν αναμενόμενο, υπήρξαν και οι αντίθετες απόψεις : Θυμούμαι πως βγαίνοντας λίγο αργότερα από την εκκλησία άκουσα δίπλα μου μια συχωριανή μου να σιγοψιθυρίζει στην αδελφή της: « Για πες μου, στον θεό σου », της έλεγε, « μήπως κι ο παπάς μας αποτρελάθηκε ; Τόσους και τόσους νοικοκυραίους έχει κηδέψει, γιατί μόνο αυτός ο κουτρούλης άξιζε τόσες τιμές και τόσες χορωδίες ; Δεν τα καταλαβαίνω εγώ αυτά τα πράγματα. Πάει, χάλασε πια ο κόσμος, Μαρία μου ». Και μετά οδεύσαμε πάλι προς τη Βουργάρα για την ταφή. Ήταν ένα θαμπό απριλιάτικο απομεσήμερο. Δεν ξεχνώ το χαρμόσυνο «Αναστάσεως Ημέρα » των ψαλτάδων μαζί με τη ζαλιστική ευωδιά των λεμονανθών που ξεχυνόταν από τους κήπους.

 

9.00

Ελληνική λογοτεχνία

Φωτιά

Δημήτρης Χατζής

Το μυθιστόρημα Φωτιά διαδραματίζεται στο περιβάλλον της Ελληνικής Αντίστασης, στα χωριά της Ρούμελης και στα βουνά του Πίνδου, από την άνοιξη του 1943 (όταν οι Γερμανοί παραλαμβάνουν την ελληνική επαρχία από τους Ιταλούς) μέχρι το φθινόπωρο του 1944 και ύστερα, στα Δεκεμβριανά, στην Αθήνα. Πρωταγωνίστρια είναι η Αυγερινή, μια απλή χωριατοπούλα, και στο βιβλίο περιγράφεται πώς ενηλικιώνεται και φθάνει στην ψυχική της ανεξαρτησία, τόσο μέσα από τη συμμετοχή της στο αντάρτικο όσο και μέσα από το δεσμό της με τον Γρηγόρη, στέλεχος του ΕΑΜ. Όταν, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, ἡ Αυγερινή είναι στο δρόμο για να επιστρέψει στο χωριό της και ενώ, κατά τα Δεκεμβριανά, ο Γρηγόρης έχει σκοτωθεί, το βιβλίο τελειώνει με τη φράση της: «Έμαθα πια να σκέφτομαι μοναχή μου.»

Ἡ Φωτιά χωρίζεται σε τρία μέρη: «Ἡ φωτιά», «Ὁ πόλεμος» καὶ «Ὁ δρόμος» – στο τρίτο μέρος υπήρχε ὁ υπότιτλος «Μικρός πρόλογος για μιαν άλλη ιστορία» ὁ οποίος παραλείπεται στην πιο πρόσφατη έκδοση των «Κειμένων». Σ’ αυτήν την πλατιά σύνθεση, το επικό στοιχείο (Αντίσταση) συναλλάσσεται δημιουργικά με τις ανάγκες του σύγχρονου μυθιστο-ρήματος (εσωτερική εστίαση). Επιπλέον, σκιαγραφούνται μορφές της αντίστασης με μοναδική αδρότητα, όπως του γερου-Μάνταλου, της Ασημίνας, του Διαμάντη, του Ζιώγα και των ανώνυμων γυναικών της υπαίθρου, ενώ ὁ ξεσηκωμός συντελείται κάτω από την αρχετυπική μορφή του Γιακουμή.

Η Φωτιά είναι το πρώτο μυθιστόρημα που υψώνεται πάνω από τα νωπά ακόμη γεγονότα της Αντίστασης ενάντια στη γερμανική Κατοχή, για να τα αποδώσει λογοτεχνικά. Κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1946 από τις εκδόσεις «Γκοβόστη». Το 1961 συμπεριλαμβάνεται στο δεύτερο τόμο της σειράς Αρματωμένη Ελλάδα, Βιβλιοθήκη Νεοελληνικής Εποποιΐας, εκδόσεις «Αναγέννηση», με τίτλο Ἡ Φωτιά. Κατόπιν παρουσιάζεται από τις «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις» (Ἡ Φωτιά, 1962), από τις εκδόσεις «Πλειάς» (Ἡ Φωτιά, 1974) και η οριστική εκδοχή του από τις εκδόσεις «Κείμενα» με τίτλο Φωτιά (1979).

15.00

Δημήτρης Χατζής

Ἡ Θητεία κυκλοφορεῖ γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1979 (Ἀθήνα, «Κείμενα»). Εἶναι τὸ τελευταῖο βιβλίο τοῦ συγγραφέα ποὺ ἐκδίδεται ὅσο ζοῦσε. Ἀπὸ τὸ 1975 ποὺ ἐπιστρέφει ὣς τὸ θάνατό του (1981), ὁ Δημήτρης Χατζής, πνευματικὸς ἄνθρωπος μὲ ἔντονη κοινωνικὴ δράση, παρεμβαίνει συστηματικὰ στὰ πολιτικὰ καὶ πολιτιστικὰ δρώμενα τῆς Μεταπολίτευσης. Σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ κύρια ἔγνοια του ὑπῆρξε ὁ νεοελληνισμὸς – ἡ ζωή του συνυφαίνεται μὲ τή νεότερη ἑλληνική ἱστορία – σὲ ὅλες του τὶς πλευρὲς καὶ τὶς ὄψεις του. Σ’ αὐτὸν θήτευσε.

Ὅπως ὁ ὑπότιτλος τοῦ βιβλίου δηλώνει, ὁ Δημήτρης Χατζής στὴ Θητεία συγκεντρώνει παλαιότερα κείμενά του τὰ ὁποῖα ὅμως παρουσιάζονται γιὰ πρώτη φορὰ σὲ βιβλίο.

Ὁ «Κυρίαρχος τῆς Ψυττάλειας» δημοσιεύτηκε στὴν Ἐλεύθερη Ἑλλάδα τὸ 1947 στὴ στήλη Σημειωματάριο τῆς Ἐξορίας: «Ἡ πρώτη ἀνταπόκριση ἀπὸ τὴν Ἰκαρία τοῦ συλληφθέντος συντάκτη μας Δ. Χατζῆ.»

Τὰ ἀριστουργηματικὰ διηγήματα «Τραγούδι στὴν Ἀθήνα» καὶ «Ἡ γυναίκα ἀπὸ τὴ Φούρκα» δημοσιεύονται σὲ συλλογὲς ποὺ κυκλοφοροῦν ἀπὸ τὶς «Πολιτικὲς καὶ Λογοτεχνικὲς Ἐκδόσεις», ὅπως και ἡ «Δρακόλιμνη» (Παλιὸς ἠπειρώτικος θρύλος). Τὸ «Τραγούδι στὴν Ἀθήνα» ξανα-δημοσιεύεται στὸ περιοδικὸ Ἐπιθεώρηση Τέχνης τόμος ΙΑ΄ 1960.

Ἡ «Μουργκάνα», ποὺ καταλαμβάνει καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς συλλογῆς, τυπώνεται το 1948 ἀπό τὴ Φωνὴ τοῦ Μποῦλκες καὶ ἀμέσως μεταφράζεται στὰ γαλλικὰ ἀπὸ τὴ Μέλπω Ἀξιώτη. Στὴν περίφημη μάχη τῆς Μουργκάνας, ἂν καὶ ἡ ματιὰ τοῦ συγγραφέα εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη τοῦ ὁμώνυμου διηγήματος στοὺς Ἀνυπεράσπιστους, ὡστόσο συναντᾶται ἡ ἴδια ποιότητα καὶ γνησιότητα αἰσθήματος καθὼς καὶ ὁρισμένες σκηνὲς μάχης μοναδικῆς ἐνάργειας.

Δημήτρης Χατζής: «Κι ὅλα μέσα στὴ διήγηση εἶναι ὑποταγμένα, ὄχι μόνο γενικὰ στὴν ἀλήθεια, μὰ στὴν πιὸ αὐστηρὴ ἀπαίτηση τῆς ἀκρίβειας καὶ γιὰ τὸ πιὸ μικρὸ περιστατικὸ.»

 

15.00