Βλέπετε 16–30 από 313 αποτελέσματα

Ελληνική λογοτεχνία

Ελληνική λογοτεχνία

Αδύνατες πόλεις

Νίκος Α.Μάντης

Εϊντζελτάουν, Νερόπολη, Βυζανμπούλ, Ιστάντιουμ, Γκενιάλ, Μόσχα – πόλεις του μυαλού και της φαντασίας, πόλεις με υλική υπόσταση και πρωτεύουσες στα φασματικά βασίλεια της προσομοίωσης. Στον κόσμο του όψιμου εικοστού πρώτου αιώνα, η Ευρώπη, αδύναμη πλέον, περιορίζεται στον ρόλο ενός αχανούς θεματικού πάρκου. Εκεί, οι άνθρωποι, με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης, ζουν ως υπήκοοι-εκθέματα μέσα σε πιστές αναβιώσεις ιστορικών περιόδων, αρνούμενοι τη σύγχρονή τους πραγματικότητα.

Παράλληλα, οι εξελίξεις της τεχνολογίας, πίσω από τις οποίες βρίσκεται ο μεγιστάνας Ντεβέντρα Πούρι, έχουν επιτρέψει τη μετατροπή ακόμα και του τελευταίου ατομικού οχυρού, της συνείδησης, σε ανταλλάξιμο είδος, σε ένα σύνολο δεδομένων που μπορεί να φορτωθεί από σώμα σε σώμα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το διοικητικό στέλεχος Νίκο Μαυρίδης, η υπεύθυνη ασφαλείας Βίκα Κορτέζ και ο πνευματιστής-γκουρού Ιγκνάτι Βασίλιεβιτς Ροστόφ παλεύουν για να επιβιώσουν και να διατηρήσουν την ανθρώπινη φύση τους, αλλάζοντας ασταμάτητα πόλεις, εποχές, σαρκία και ταυτότητες.

Είναι οι Αδύνατες Πόλεις μιας έσχατης μορφής ύπαρξης, όπου όλα μπορούν να συμβούν και όπου τίποτα δεν αποκλείεται. Μια κόλαση που μοιάζει με ανεστραμμένο παράδεισο, στο βάθος ενός θρυμματισμένου καθρέφτη.

25.00

Ελληνική λογοτεχνία

Κορνιζωμένοι

Ιωάννα Καρυστιάνη

16.00

Ελληνική λογοτεχνία

Η φόνισσα

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

«Η φόνισσα» (1903) κατέχει, κατά γενική ομολογία, ξεχωριστή θέση στο έργο του Παπαδιαμάντη (1851-1911). Ξεχωριστή και με τις δύο σημασίες της λέξης: ιδιαίτερη και εξέχουσα. Αν δεν υπήρχε «Η φόνισσα», το έργο αυτό θα έμενε λειψό, όσο τουλάχιστον αφορά το πρόβλημα του κακού, πρόβλημα που δεσπόζει στο παπαδιαμαντικό corpus. Το παπαδιαμαντικό κακό είναι, κατά κανόνα, το καθημερινό, το τρέχον κακό, πνιγηρά μίζερο συχνά, είναι το κακό του καθημερινού κανονικού ανθρώπου. Το κακό του Παπαδιαμάντη δεν είναι το έγκλημα, δεν είναι η ακραία παράβαση που θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της κοινότητας, δεν είναι εξαιρετικό· είναι κοινότοπο. Εξαίρεση «Η φόνισσα», και μάλιστα διόλου αμελητέα, αφού πρόκειται για κορυφαίο κείμενο όχι μόνο του συγγραφέα του αλλά και όλης της νεοελληνικής πεζογραφίας. Χωρίς τη «Φόνισσα» το παπαδιαμαντικό έργο θα ήταν εντελώς διαφορετικό. Το κακό που διαπράττει η γραία Χαδούλα δεν είναι το καθημερινό κακό, το συνηθισμένο, το κοινωνικό, αλλά το μέγα κακό, το ριζικό, το ασυγχώρητο. Ποια είναι όμως αυτή η Φραγκογιαννού, τι σόι άνθρωπος είναι αυτή η γυναίκα που διαπράττει ένα τόσο ακραίο έγκλημα; Και τι είναι άραγε αυτό που την οδηγεί να το αποτολμήσει;

10.74

Χρυσόστομος Τσαπραΐλης

Στις πεδιάδες και στα βουνά της θεσσαλικής επαρχίας δεν έσβησε ποτέ η πίστη στους παλιούς παγανιστικούς μύθους. Σε κελάρια, κοίτες ποταμών και βάραθρα, οι προηγούμενες λατρείες συνεχίστηκαν, μυστικά και αθόρυβα σαν υπόγεια νερά. Στα όνειρα των ανυποψίαστων αλυχτούν τα σκυλιά της Εκάτης, η Κυρά της Καταχνιάς  ζητά ένα διαβάτη κάθε Οκτώβρη, και ο χαζο-Λευτέρης ακούγεται πότε πότε στα ερτζιανά. Αυτή η συλλογή από καινοφανείς δοξασίες και παραδόσεις αποκαλύπτει κάτω από το δέρμα της σύγχρονης ζωής τη μυθική φύση της ελληνικής υπαίθρου. Από το Πήλιο μέχρι τα Άγραφα κι από το Δομοκό μέχρι τον Όλυμπο, χαράσσεται ξανά ο χάρτης μιας άλλης, σκοτεινής Θεσσαλίας.

Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης επιχειρεί στις Παγανιστικές δοξασίες ένα τολμηρό παιχνίδι συνδυάζοντας υλικό της λαογραφικής παράδοσης με τη λογοτεχνία τρόμου. Με μια ιδιάζουσα εφευρετικότητα στη γλώσσα και τις εικόνες κατασκευάζει ένα σώμα επινοημένων παραδόσεων που μοιάζουν αυθεντικές αλλά είναι μπολιασμένες με ένα απόλυτα σύγχρονο αίσθημα.

 

10.00

Ελληνική λογοτεχνία

Η Κασσάνδρα και ο λύκος

Μαργαρίτα Καραπάνου

“… Διάβασα το βιβλίο σας και θέλω να σας συγχαρώ για τα εξαιρετικά του προτερήματα. Νομίζω πως κανείς δεν έχει χειριστεί το θέμα της παιδικής ηλικίας όπως εσείς. Δεν έχει μιλήσει για την κρυφή σκληράδα, για το αόρατο αυτό μείγμα της φαντασίας και της πραγματικότητας, μ’ έναν τρόπο τόσο ανοιχτό και απροσδόκητο. Μου ήρθανε στο νου ο Proust, ο Jerzy Kosinski και ο Lewis Carroll… Εσείς, όμως, έχετε βρει εδώ μία αλήθεια που κανένας απ’ αυτούς τους τρεις συγγραφείς δεν έπιασε. Περιμένω με ανυπομονησία το επόμενό σας βιβλίο.” (Απόσπασμα από γράμμα του John Updike)

“… Καμία ανάλυση της Κασσάνδρας και του Λύκου δεν μπορεί να εξηγήσει τη γοητεία και την αινιγματικότητα του βιβλίου. Πρώτο μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Καραπάνου, Η Κασσάνδρα και ο Λύκος, είναι μία από τις σπάνιες δημιουργίες που γεννιούνται μυστηριωδώς, χωρίς κανένα προηγούμενο. Το βιβλίο είναι πρωτότυπο, τρομαχτικό, ολοκληρωμένο. Εφευρίσκει τη δική του ιστορία, μπαίνει σε εφιαλτικές καταστάσεις και βγαίνει, όπως ανακατεύει το όνειρο με την πραγματικότητα. Η Κασσάνδρα και ο Λύκος είναι ένα μικρό, νευρώδες μυθιστόρημα με μία τέλεια αίσθηση της τεχνικής. Δεν είναι ποτέ συναισθηματικό, όμορφο ή παραφουσκωμένο. Η Μαργαρίτα Καραπάνου καταλαβαίνει πως μία αφήγηση δεν είναι παρά “λεπτομέρεια, λεπτομέρεια, λεπτομέρεια”.” (Απόσπασμα από κριτική του Jerome Charyn, New York Times)

12.72

Ελληνική λογοτεχνία

Αλδεβαράν

Παύλος Μάτεσις

Aλδεβαράν ονόμασαν οι Άραβες τον πλέον λαμπερό αστέρα στον αστερισμό του Tαύρου.

Kάποιος πίστεψε πως ο έρωτας θα τον ανεβάσει εκεί πάνω, όμως γκρεμίστηκε επειδή κάποιος άλλος δεν ακολούθησε και μένει στη γη φυλακισμένος (δεν γνωρίζει αν τον εκλείδωσαν μέσα ή τον άφησαν απ’ έξω) σε ενοχές και τύψεις· ερήμην του ένοχος.

Όμως, μέσα από μία μαγική, πλήρη θαυμάτων ανάβαση, με χαλινούς την κατανόηση και την παραδοχή πως είναι υπαρκτό και εκείνο το είδος έρωτα που αυτός αγνοεί και όπου δεν μετέχει, θα αξιωθεί τον Aλδεβαράν, με συντρόφους του ισόβιους απλά και μεγαλειώδη πράγματα, όπως το χιούμορ, η αγάπη, η φιλία.

12.72

Ελληνική λογοτεχνία

Η μητέρα του σκύλου

Παύλος Μάτεσις

Μια ασήμαντη, άοπλη, άχαρη και αδύναμη γυναίκα προσφέρεται ως γελωτοποιός μας, επειδή δεν γνωρίζει πως είναι τραγική.

Γελώντας, περιγελάει τον εαυτό της και μας ξεγελάει για να μην την περιγελάσουμε εμείς. Με τη ζωή της υπερασπίζει μια άλλη γυναίκα, τιμωρημένη, που αρνείται να αμυνθεί: τη μητέρα της.

Στη διαδρομή της αυτή (τη ζωή της ολόκληρη), από προπολεμικά ως τις μέρες μας, γνωρίζει την Κατοχή, την προσφυγιά στην πρωτεύουσα, την επαιτεία, μεταμφιέζει τον εαυτό της και τη ζωή της. Δεν θα καταλάβει ποτέ ότι, υπερασπίζοντας τη μητέρα της, συντροφεύει τη μόνιμα ταπεινωμένη πατρίδα της, μέσα στην οποία ζει εξόριστη λέγοντας αστειάκια. Ορισμένοι ίσως και να νομίσουν πως συμβολίζει τη χώρα της (χώρα τους), επειδή αμφότερες έχουν υποστεί συγγενείς εξευτελισμούς, έχουν συγγενές μη-μέλλον και ευθυμολογούν.

Για να μη γίνει στόχος σκοποβολής, θα σμικρύνει και θα γελοιοποιήσει τον εαυτό της. Θα προετοιμαστεί για τραυματισμούς, αυτοτραυματιζόμενη προληπτικώς καθημερινά. Όμως κανείς δεν θα τη λιθοβολήσει. Επειδή κανείς δεν πήρε είδηση την ύπαρξή της.

Και επειδή δεν έχει κανέναν δικό της άνθρωπο (την εγκαταλείπει ακόμη και ο συγγραφέας του βιβλίου αυτού), η γυναίκα βρίσκει καταφύγιο στον αναγνώστη του βιβλίου για συντροφιά και παρηγόρηση. Διότι κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει ένα βιβλίο. Ούτε ο συγγραφέας του. Όλοι όμως μπορούν να το διαβάσουν.

Η μητέρα του σκύλου εκδόθηκε πρώτη φορά το 1990 και έκτοτε συγκινεί όχι μόνο το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αλλά και τους λάτρεις της καλής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Το πολυμεταφρασμένο αριστούργημα του Παύλου Μάτεσι υμνήθηκε από την εγχώρια και παγκόσμια κριτική και συγκαταλέχτηκε από τον λονδρέζικο εκδοτικό οίκο Quintet Publishing στα 1001 βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας που πρέπει να έχει διαβάσει κάποιος μέχρι το τέλος της ζωής του (στον τόμο 1001 Books You Must Read Before You Die).

16.00

Μαρίνα Καραγάτση

Κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις Εκδόσεις Άγρα το τελευταίο ολοκληρωμένο σύντομο πεζογράφημα που έγραψε η Μαρίνα Καραγάτση το 2016. Η έκδοση συνοδεύεται από τον αποχαιρετιστήριο λόγο του Λεωνίδα Εμπειρίκου για τη Μαρίνα Καραγάτση.

Και για να σας μιλήσω πιο καθαρά, πιστεύω πως πρέπει να κηδέψω αύριο τον Υπάτιο στον ενοριακό μου ναό, στον Άγιο Νικόλαο, γι’ αυτό και ζητώ τη βοήθειά σας. Θες που ο θάνατός του συνέπεσε με το θάνατο και την Ανάσταση του Θεανθρώπου, θες που αυτά τα παράξενα συμβάντα όλους μας ανησύχησαν, έτσι που στο τέλος αναγκάστηκα να ξαναφωνάξω τον γιατρό, ποιός το ξέρει. Μπορεί όμως και να συμβαίνει κάτι πολύ πιο απλό : να θέλω μόνο να τιμήσω έναν αθώο, απονήρευτο, άκακο άνθρωπο και τίποτα περισσότερο.

[…]

Επειδή έτυχε εκείνη τη χρονιά να μην πέφτει τη Δευτέρα η γιορτή του αγίου Γεωργίου, και οι χορωδοί ήταν ελεύθεροι, κατέπλευσαν και οι τέσσερις μαζί. Ε ! Τί να πω τώρα ! Άλλο πράγμα είναι να σε ταλαιπωρεί ένας άθλιος φάλτσος ψάλτης κι άλλο μεγαλείο έχει μια τετράφωνη χορωδία. Γιατί λοιπόν να μην το ομολογήσω πως αυτή ήταν η πιο κατανυκτική νεκρώσιμος ακολουθία στην οποία έχω χοροστατήσει ; Όπως όμως ήταν αναμενόμενο, υπήρξαν και οι αντίθετες απόψεις : Θυμούμαι πως βγαίνοντας λίγο αργότερα από την εκκλησία άκουσα δίπλα μου μια συχωριανή μου να σιγοψιθυρίζει στην αδελφή της: « Για πες μου, στον θεό σου », της έλεγε, « μήπως κι ο παπάς μας αποτρελάθηκε ; Τόσους και τόσους νοικοκυραίους έχει κηδέψει, γιατί μόνο αυτός ο κουτρούλης άξιζε τόσες τιμές και τόσες χορωδίες ; Δεν τα καταλαβαίνω εγώ αυτά τα πράγματα. Πάει, χάλασε πια ο κόσμος, Μαρία μου ». Και μετά οδεύσαμε πάλι προς τη Βουργάρα για την ταφή. Ήταν ένα θαμπό απριλιάτικο απομεσήμερο. Δεν ξεχνώ το χαρμόσυνο «Αναστάσεως Ημέρα » των ψαλτάδων μαζί με τη ζαλιστική ευωδιά των λεμονανθών που ξεχυνόταν από τους κήπους.

 

9.00

Ελληνική λογοτεχνία

Φωτιά

Δημήτρης Χατζής

Το μυθιστόρημα Φωτιά διαδραματίζεται στο περιβάλλον της Ελληνικής Αντίστασης, στα χωριά της Ρούμελης και στα βουνά του Πίνδου, από την άνοιξη του 1943 (όταν οι Γερμανοί παραλαμβάνουν την ελληνική επαρχία από τους Ιταλούς) μέχρι το φθινόπωρο του 1944 και ύστερα, στα Δεκεμβριανά, στην Αθήνα. Πρωταγωνίστρια είναι η Αυγερινή, μια απλή χωριατοπούλα, και στο βιβλίο περιγράφεται πώς ενηλικιώνεται και φθάνει στην ψυχική της ανεξαρτησία, τόσο μέσα από τη συμμετοχή της στο αντάρτικο όσο και μέσα από το δεσμό της με τον Γρηγόρη, στέλεχος του ΕΑΜ. Όταν, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, ἡ Αυγερινή είναι στο δρόμο για να επιστρέψει στο χωριό της και ενώ, κατά τα Δεκεμβριανά, ο Γρηγόρης έχει σκοτωθεί, το βιβλίο τελειώνει με τη φράση της: «Έμαθα πια να σκέφτομαι μοναχή μου.»

Ἡ Φωτιά χωρίζεται σε τρία μέρη: «Ἡ φωτιά», «Ὁ πόλεμος» καὶ «Ὁ δρόμος» – στο τρίτο μέρος υπήρχε ὁ υπότιτλος «Μικρός πρόλογος για μιαν άλλη ιστορία» ὁ οποίος παραλείπεται στην πιο πρόσφατη έκδοση των «Κειμένων». Σ’ αυτήν την πλατιά σύνθεση, το επικό στοιχείο (Αντίσταση) συναλλάσσεται δημιουργικά με τις ανάγκες του σύγχρονου μυθιστο-ρήματος (εσωτερική εστίαση). Επιπλέον, σκιαγραφούνται μορφές της αντίστασης με μοναδική αδρότητα, όπως του γερου-Μάνταλου, της Ασημίνας, του Διαμάντη, του Ζιώγα και των ανώνυμων γυναικών της υπαίθρου, ενώ ὁ ξεσηκωμός συντελείται κάτω από την αρχετυπική μορφή του Γιακουμή.

Η Φωτιά είναι το πρώτο μυθιστόρημα που υψώνεται πάνω από τα νωπά ακόμη γεγονότα της Αντίστασης ενάντια στη γερμανική Κατοχή, για να τα αποδώσει λογοτεχνικά. Κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1946 από τις εκδόσεις «Γκοβόστη». Το 1961 συμπεριλαμβάνεται στο δεύτερο τόμο της σειράς Αρματωμένη Ελλάδα, Βιβλιοθήκη Νεοελληνικής Εποποιΐας, εκδόσεις «Αναγέννηση», με τίτλο Ἡ Φωτιά. Κατόπιν παρουσιάζεται από τις «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις» (Ἡ Φωτιά, 1962), από τις εκδόσεις «Πλειάς» (Ἡ Φωτιά, 1974) και η οριστική εκδοχή του από τις εκδόσεις «Κείμενα» με τίτλο Φωτιά (1979).

15.00

Δημήτρης Χατζής

Ἡ Θητεία κυκλοφορεῖ γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1979 (Ἀθήνα, «Κείμενα»). Εἶναι τὸ τελευταῖο βιβλίο τοῦ συγγραφέα ποὺ ἐκδίδεται ὅσο ζοῦσε. Ἀπὸ τὸ 1975 ποὺ ἐπιστρέφει ὣς τὸ θάνατό του (1981), ὁ Δημήτρης Χατζής, πνευματικὸς ἄνθρωπος μὲ ἔντονη κοινωνικὴ δράση, παρεμβαίνει συστηματικὰ στὰ πολιτικὰ καὶ πολιτιστικὰ δρώμενα τῆς Μεταπολίτευσης. Σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ κύρια ἔγνοια του ὑπῆρξε ὁ νεοελληνισμὸς – ἡ ζωή του συνυφαίνεται μὲ τή νεότερη ἑλληνική ἱστορία – σὲ ὅλες του τὶς πλευρὲς καὶ τὶς ὄψεις του. Σ’ αὐτὸν θήτευσε.

Ὅπως ὁ ὑπότιτλος τοῦ βιβλίου δηλώνει, ὁ Δημήτρης Χατζής στὴ Θητεία συγκεντρώνει παλαιότερα κείμενά του τὰ ὁποῖα ὅμως παρουσιάζονται γιὰ πρώτη φορὰ σὲ βιβλίο.

Ὁ «Κυρίαρχος τῆς Ψυττάλειας» δημοσιεύτηκε στὴν Ἐλεύθερη Ἑλλάδα τὸ 1947 στὴ στήλη Σημειωματάριο τῆς Ἐξορίας: «Ἡ πρώτη ἀνταπόκριση ἀπὸ τὴν Ἰκαρία τοῦ συλληφθέντος συντάκτη μας Δ. Χατζῆ.»

Τὰ ἀριστουργηματικὰ διηγήματα «Τραγούδι στὴν Ἀθήνα» καὶ «Ἡ γυναίκα ἀπὸ τὴ Φούρκα» δημοσιεύονται σὲ συλλογὲς ποὺ κυκλοφοροῦν ἀπὸ τὶς «Πολιτικὲς καὶ Λογοτεχνικὲς Ἐκδόσεις», ὅπως και ἡ «Δρακόλιμνη» (Παλιὸς ἠπειρώτικος θρύλος). Τὸ «Τραγούδι στὴν Ἀθήνα» ξανα-δημοσιεύεται στὸ περιοδικὸ Ἐπιθεώρηση Τέχνης τόμος ΙΑ΄ 1960.

Ἡ «Μουργκάνα», ποὺ καταλαμβάνει καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς συλλογῆς, τυπώνεται το 1948 ἀπό τὴ Φωνὴ τοῦ Μποῦλκες καὶ ἀμέσως μεταφράζεται στὰ γαλλικὰ ἀπὸ τὴ Μέλπω Ἀξιώτη. Στὴν περίφημη μάχη τῆς Μουργκάνας, ἂν καὶ ἡ ματιὰ τοῦ συγγραφέα εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη τοῦ ὁμώνυμου διηγήματος στοὺς Ἀνυπεράσπιστους, ὡστόσο συναντᾶται ἡ ἴδια ποιότητα καὶ γνησιότητα αἰσθήματος καθὼς καὶ ὁρισμένες σκηνὲς μάχης μοναδικῆς ἐνάργειας.

Δημήτρης Χατζής: «Κι ὅλα μέσα στὴ διήγηση εἶναι ὑποταγμένα, ὄχι μόνο γενικὰ στὴν ἀλήθεια, μὰ στὴν πιὸ αὐστηρὴ ἀπαίτηση τῆς ἀκρίβειας καὶ γιὰ τὸ πιὸ μικρὸ περιστατικὸ.»

 

15.00

Ελληνική λογοτεχνία

Το τέλος της μικρής μας πόλης

Δημήτρης Χατζής

Βιβλίο του Χατζή με τον τίτλο αυτό πρωτοεκδόθηκε στη Ρουμανία το 1953 από το «εκδοτικό Νέα Ελλάδα» και περιείχε 5 διηγήματα από τα 7 που τελικά συνθέτουν τη συλλογή· έλειπαν «Ο Τάφος» και «Ο Ντέτεκτιβ». Στα 1963 και ενώ ο Χατζής βρίσκεται στην Ουγγαρία κυκλοφορεί η πρώτη πλήρης έκδοσή του στο τυπογραφείο Α. Κουλουφάκου, για λογαριασμό της Επιθεώρησης Τέχνης. Το 1971 γίνεται η τρίτη έκδοση με επίμετρο το κείμενο του Δημήτρη Ραυτόπουλου «Το Νεοελληνικό Μάθημα του Δημήτρη Χατζή» («Διογένης»). Από τότε ως σήμερα έχουμε άλλες τρεις εκδόσεις: «Πλειάς» (1974), «Κείμενα» (1979, οριστική έκδοση διορθωμένη από τον συγγραφέα) και «Ζώδιο» (1989). Όσο για τα δύο διηγήματα της συλλογής που δεν περιλαμβάνονταν στην πρώτη έκδοση, «Ο Τάφος» πρωτοπαρουσιάστηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης τον Οκτώβρη 1959 και «Ο Ντέτεκτιβ» στο ίδιο περιοδικό τον Φεβρουάριο του 1962.

Το βιβλίο λοιπόν που ο τίτλος του παραπέμπει στη Μικρή μας Πόλη του Αμερικανού συγγραφέα Θόρντον Ουάιλντερ περιέχει εφτά διηγήματα δουλεμένα λίγο ως πολύ από το 1950 ως το 1963 και πάλι ξανακοιταγμένα ως το 1979 που έγινε η λεγόμενη «οριστική» έκδοση. Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος το 1964 έγραφε για τη συλλογή: «Με το Τέλος της Μικρής μας Πόλης έχουμε ένα πυκνότατο και γλαφυρότατο διάγραμμα της κοινωνικής μας περιπέτειας από κει  που την άφησαν οι γενιές του Μεσοπολέμου ως εκεί που την παραλαμβάνει η γενιά της Αντίστασης. Ο Χατζής έφερε σε πέρας αυτή τη δύσκολη αποστολή που έπρεπε να καλύψει ένα μεγάλο ρήγμα στο νεοελληνικό μύθο. Δε θα μπορούσε να το κατορθώσει αν δεν διέθετε μεγάλο ταλέντο και γνώση που του επέτρεψαν να αφομοιώσει την παράδοση ολόκληρης της νεοελληνικής πεζογραφίας.»

Ο ίδιος ο Χατζής αρνείται πως είχε ταλέντο ή φαντασία: «Το έργο το δικό μου ήταν καρπός σκληρής και επίμονης πνευματικής εργασίας. Έτσι βλέποντας τον ίδιο τον εαυτό μου και έτσι κρίνοντας από μια απόσταση σήμερα το έργο μου, μπορώ να βλέπω γιατί ήταν τόσο μικρό ποσοτικά. Το πώς έζησα τόσα χρόνια μακριά από την Ελλάδα, δηλαδή μακριά από τις εθνικές και θεματικές ρίζες ενός Έλληνα συγγραφέα, ήτανε βέβαια κι αυτό μια αιτία και όχι βέβαια χωρίς σημασία. Η κυριότερη όμως αιτία βρίσκεται σε αυτήν την έμφυτη δυσκολία. Μου έλειψε πάντοτε αυτό το πηγαίο και αυθόρμητο ξεχείλισμα. Το πρώτο λοιπόν που θα πω για τον εαυτό μου και για το μικρό μου έργο είναι πως εγώ έγραψα αργά, βασανιστικά, σχεδόν σαν τιμωρημένος σε έργα καταναγκαστικά.»

Αυθόρμητα ωστόσο πηγάζουν οι λυγμοί του νέου αναγνώστη όταν διαβάζει το τέλος της Μαργαρίτας Περδικάρη, την ταπείνωση του Σιούλα του Ταμπάκου, την τραγωδία του Σαμπεθάι Καμπιλή, την προδοσία της Θειάς Αγγελικής. Μισόν αιώνα ύστερα από την πρώτη τους εμφάνιση η ραψωδία των νικημένων-ηρώων της μικρής μας πόλης διαβάζεται μόνο για να βεβαιώσει ότι το διήγημα (Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Χατζής) στέκει μαζί με την ποίηση (Σολωμός, Καρυωτάκης, Σικελιανός, Καβάφης) σαν το μεγαλύτερο κατόρθωμα του νεοελληνικού λόγου, άρα του νεοελληνικού πολιτισμού.

Ο παππούς και ο πατέρας του Χατζή ήταν τυπογράφοι· προς τιμήν τους το βιβλίο στοιχειοθετήθηκε στη μονοτυπία των Αφών Παληβογιάννη, σελιδοποιήθηκε και τυπώθηκε στο κλασικό τυπογραφείο «Μανούτιος» του Χρίστου Μανουσαρίδη.

 

21.20

Ελληνική λογοτεχνία

Μαύρο νερό

Μιχάλης Μακρόπουλος

Ένας πατέρας κι ο ανάπηρος γιος του, με όπλο την αγάπη που τρέφουν ο ένας για τον άλλο, παλεύουν να επιβιώσουν σ’ ένα χωριό που ερημώνει, στα βουνά της Ηπείρου. Γύρω τους έχει συντελεστεί μια οικολογική καταστροφή· το νερό πλέον δεν πίνεται, τα ζώα και τα φυτά είναι δηλητηριασμένα.

Ο αγώνας τους δίνεται με λόγο λιτό και ποιητικό στο Μαύρο νερό.

Περίμενε υπομονετικά· ήξερε ότι αργά ή γρήγορα κάποιο ζώο θα κατέβαινε να ξεδιψάσει στο νερό, που ξεγελούσε με τον γάργαρο ήχο του. Πενήντα μέτρα παραπίσω ήταν η παλιά δεξαμενή, με μισοσβησμένα πάνω τα γράμματα της RIPOIL, ενώ τα πλατανόφυλλα βάθαιναν με τον ίσκιο τους το καφεκόκκινο χρώμα της σκουριάς. Τρύπες είχαν ανοίξει στο μέταλλο, ένα παχύ στρώμα από σάπια φύλλα είχε γίνει χούμος μέσα, και η παλιά δεξαμενή ήταν γεμάτη ζωή: έντομα, τρωκτικά, πουλιά που μπαινόβγαιναν. Το πλατανόδασος δίπλα στο ποτάμι είχε δεχτεί με συγκατάβαση τον μεταλλικό ξένο, τον είχε κυκλώσει σκιάζοντάς τον, και κλαριά ακουμπούσαν πάνω του και τον διαπερνούσαν.

11.50

Ελληνική λογοτεχνία

Ημερολόγιο της Αλοννήσου

Θανάσης Βαλτινός

Και πονάω, ξέρεις που, ανεπαίσθητα αλλά αρκετά ώστε να μην μπορώ να το αγνοήσω. Ένας λεπτός πόνος που με διαβρώνει. Ξεκινάει από αριστερά, επίμονος και πάει κυκλικά πίσω στα νεφρά, ανεβαίνει στον αυχένα – με χτυπάει στο αυτί και ξαναγυρίζει προς τα κάτω. Με τυλίγει ζικ-ζακ στα πλευρά μου και καταλήγει πάλι στις σάλπιγγες αλλά χωρίς ένταση. Οι σάλπιγγές μου είναι άδειες. Μπρούτζινες και γυαλισμένες αλλά άδειες και ο ήχος τους φυσάει στα κόκκαλά μου σα φωνή αδύναμη. Φυσάει σα φωνή αυτός ο ήχος αλλά δεν μπορώ να τον ακούσω δεν μπορώ να ανταποκριθώ. Τέτοιο παίδεμα. Ίσως επειδή είμαι αριστερόχειρ. Είναι μια αναποδιά αλλά δεν αισθάνομαι σημαδεμένη. Δεν αισθάνομαι να έχω τη στάμπα στο μέτωπο. Είναι απλώς αποτέλεσμα ευαισθησίας.

13.80

Ελληνική λογοτεχνία

Επείγουσα ανάγκη ελέου

Θανάσης Βαλτινός

Υπόμνηση της μοναδικής μας εξόδου στην Αρκαδία: το γεύμα στο χάνι Κοσκινά στο Δραγούνι και ύστερα το κατέβασμα στην πηγή που ανάβλυζε χαμηλότερα μέσα στα βούρλα. Εκείνη η τεράστια σιγαλιά και εγώ από θέση υπτία, με τους μηρούς έκθετους στην ψύχρα του δειλινού να βυθομετρώ τον ατέρμονα διάφανο ουρανό.
Τέλη Σεπτεμβρίου – του πρώτου μας.”

13.80

Ελληνική λογοτεχνία

Ανάπλους

Θανάσης Βαλτινός

ΤΟ 1952 ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕ. ΠΡΩΤΟΕΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ. ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟ. ΧΩΡΙΣ εμφανή λόγο. Χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα. Με πήρε τηλέφωνο ο Γιώργος. Με πρόσκληση. Ήμουν στο χωριό τότε. Άκουσα τη φωνή του σπασμένη. Ρώταγε μήπως ήξερα κάτι. Νομίζω δεν το έχει ξεπεράσει ακόμα. Ήταν το πρώτο ράγισμα στη βεβαιότητά μας. Στη βεβαιότητα αθανασίας μας.
-Παρόλο που ο θάνατος μπερδευόταν τόσο συχνά στα πόδια σας.
-Παρόλο.
-Τελικά τι θα έλεγες τώρα για εκείνη την εποχή;
-Τίποτα.
-Έγιναν τόσα πράγματα.
-Αποφασισμένα από άλλους. Εμείς ήμασταν εκτός παιδιάς. Θα μας σημαδέψουν – αλλά δεν μας αφορούσαν.
-Ήταν η αλκή των χρόνων σας.
-Σ’ αυτό συμφωνώ. Τη σκέψη μου την απασχολούσαν κατά προτεραιότητα τα σκέλια της Αφρικάνας.

13.74